ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ ν. ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΓΟΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε90/2016, 23/3/2017

ECLI:CY:AD:2017:A106

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε90/2016)

 

23 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,

        Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

 

ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΓΟΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

________________________

 

Χρ. Κληρίδης, με Α. Γεωργίου και Κ. Κληρίδη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, με  Γ. Ζαχαρίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:

Εισαγωγή:

  Η εφεσίβλητη, Πρίνος Λαχαναγορά Λίμιτεδ, είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών και έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της στα Πυργά της επαρχίας Λάρνακας.  Ασχολείται με το λιανικό εμπόριο ειδών διατροφής και, ειδικά, στον τομέα που το όνομά της υποδηλοί.  Οι μετοχές της κατέχονται εξ ολοκλήρου από την εταιρεία Agromarkets Ltd., η οποία είναι μητρική και αριθμού άλλων εταιρειών, που  δραστηριοποιούνται στον τομέα που δραστηριοποιείται και η εφεσίβλητη.  Η Agromarkets Ltd., ως εκ της ιδιότητάς της, ανωτέρω, είναι, ουσιαστικά, σε θέση να αποφασίζει, διά του διοικητικού συμβουλίου της, απαρτιζόμενου από δύο ισομελείς ομάδες συμβούλων Α και Β, για πλείστα θέματα που αφορούν τις θυγατρικές της εταιρείες, περιλαμβανομένης της εφεσίβλητης.  Επίσης, οι δύο αυτές ομάδες ελέγχουν, εξ ημισείας, και το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. 

 

Ανεξάρτητα, όμως, η εφεσίβλητη, ως ξεχωριστή νομική οντότητα, έχει το δικό της επταμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση και τη λειτουργία της, γενικά, προωθώντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, (βλ. Charterbridge Corpn v. Lloyds Bank [1969] 2 All E.R. 1185, σελίδα 1194).  Λαμβάνει δε αποφάσεις ως προς τούτο, εφόσον υπάρχει απαρτία, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, όπως είναι η πρακτική στο εταιρικό δίκαιο, (βλ. άρθρα 98 και 99 του πρότυπου καταστατικού, το οποίο παρατίθεται στον Πίνακα Α του Πρώτου Παραρτήματος του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113). Δεν υποστηρίχτηκε, άλλωστε, από οποιαδήποτε πλευρά, ότι υπάρχει, στο συγκεκριμένο αυτόν τομέα, άλλη διευθέτηση στο καταστατικό της εφεσίβλητης.  Για τη διεξαγωγή των εργασιών της, επί καθημερινής βάσεως, το διοικητικό συμβούλιό της διόρισε, ως διευθύνοντα σύμβουλο, τον εκ των μελών του κ. Πέτρο Σιακόλα, εφεσείοντα στην παρούσα έφεση.  Η εξουσία για διορισμό διευθύνοντος συμβούλου μιας εταιρείας προβλέπεται, συνήθως, στο καταστατικό της και, εν πάση περιπτώσει, στο άρθρο 107 του Πίνακα Α, ανωτέρω.  Σε κάθε περίπτωση, ο διευθύνων σύμβουλος είναι υπόλογος προς την εταιρεία, σε σχέση με τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του προς αυτήν, όπως το ιδρυτικό και το καταστατικό της, καθώς, επίσης, ο σχετικός με το εταιρικό δίκαιο νόμος ορίζουν.

 

 

 

Περιστάσεις:

΄Οπως έχουν, εν προκειμένω, τα σχετικά γεγονότα, ο εφεσείων διορίστηκε στην πιο πάνω θέση κατά το 2009.  Παρέμεινε δε σε αυτή μέχρι τις αρχές του 2015.  Στις 19.2.2015, το διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης, με απόφασή του, ουσιαστικά, τον αντικατέστησε στην εν λόγω θέση με τον κ. Λάμπρο Λάμπρου, ενώ, στις 3.8.2015, τον έπαυσε και τυπικά από αυτήν.  Ο κ. Λάμπρου, όπως αναφέρεται στο πρακτικό το οποίο τηρήθηκε στις 19.2.2015, καθώς και στο καταρτισθέν, σχετικά, συμβόλαιο εργοδότησής του, διορίστηκε ως Γενικός Εμπορικός Διευθυντής, να διευθύνει και να επιβλέπει τις εργασίες των καταστημάτων της εφεσίβλητης στη Λάρνακα και στη Λευκωσία.  Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, ουσιαστικά, καλύπτουν αυτά του διευθύνοντος συμβούλου, ώστε να μην αφήνεται στον εφεσείοντα οποιοδήποτε περιθώριο για ενασχόλησή του με την εφεσίβλητη στον πιο πάνω τομέα. 

 

Ο εφεσείων, μη αποδεχόμενος τον εν λόγω διορισμό του κ. Λάμπρου, φέρεται να προέβη σε πράξεις και να επέδειξε συμπεριφορά τέτοια, που εμπόδιζαν τον τελευταίο στην άσκηση των καθηκόντων του, καταστρατηγώντας, έτσι, τις αποφάσεις, ανωτέρω, του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης και πλήττοντας την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της και, κατ’ επέκταση, τα οικονομικά της συμφέροντα.  Συγκεκριμένα, η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι αυτός, σε διάφορους χρόνους, περί το τέλος Ιουλίου, αρχές Αυγούστου του 2015, μετέβαινε στα καταστήματα της εφεσίβλητης στη Λάρνακα και στη Λευκωσία και έδινε ο ίδιος οδηγίες στο προσωπικό και σε συνεργάτες της, σε σχέση με την άσκηση των εργασιών της.  Επιπρόσθετα, φέρεται να προέβη στην αλλαγή των κλειδαριών στα γραφεία της στη Λάρνακα και να παρέμεινε εκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα, εκτοπίζοντας τον κ. Λάμπρου από το γραφείο του και επεμβαίνοντας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δυσκολεύοντας τον, έτσι, έτι περαιτέρω, στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

Το αποκορύφωμα της φερόμενης ως επιβλαβούς συμπεριφοράς του εφεσείοντος ήταν η ενέργειά του να παύσει, από την υπηρεσία της εφεσίβλητης, τον κ. Λάμπρου και ακόμα ένα πρόσωπο, ονόματι Πέτρο Πέτρου, ο οποίος κατείχε τη θέση του Βοηθού Διευθυντή.  Η τελευταία αυτή πράξη του εκδηλώθηκε με σχετικές επιστολές του προς τους ιδίους, με ημερομηνία 29.7.2015.  Ακολούθως, στις 31.7.2015, δημοσίευσε στον τύπο το επιδιωχθέν, ως άνω, αποτέλεσμα της εν λόγω πράξης του, προκειμένου να λάμβαναν γνώση αυτού οι προμηθευτές και οι συνεργάτες του ομίλου Agromarkets.  Επιπρόσθετα, κατά την ίδια πιο πάνω περίοδο, ο εφεσείων φέρεται να εκφόβιζε τους διευθυντές των καταστημάτων της εφεσίβλητης και άλλα μέλη του προσωπικού της ότι αυτοί, σε περίπτωση που εκτελούσαν οδηγίες του κ. Λάμπρου όσον αφορούσε τα καθήκοντά τους, θα ήταν υπόλογοι για περιφρόνηση δικαστικού διατάγματος.  Οι εκφοβισμοί ήταν σε σχέση με το απαγορευτικό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί στην αγωγή αρ. 2490/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και το οποίο οριστικοποιήθηκε, ως ενδιάμεσο, στις 17.7.2015.    

 

Η εφεσίβλητη αντέδρασε στην πιο πάνω δημοσίευση του εφεσείοντος, με δική της δημοσίευση στον τύπο, ημερομηνίας 7.8.2015, διαψεύδοντας τον τερματισμό της υπηρεσίας των προαναφερθέντων εργοδοτουμένων της και τονίζοντας ότι ο κ. Λάμπρου είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος αξιωματούχος της να προβαίνει σε αγορές, πωλήσεις και πληρωμές.  Προηγουμένως, με δύο εγκυκλίους του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της, με ημερομηνίες 30.7.2015 και 5.8.2015, αντίστοιχα, καθησυχάζονταν το προσωπικό, οι προμηθευτές και οι συνεργάτες των εταιρειών του ομίλου, σε σχέση με τις επιπτώσεις των πράξεων, ανωτέρω, του εφεσείοντος.  Πληροφορούνταν ότι ουδεμία αλλαγή είχε γίνει στη διοικητική δομή και στη λειτουργία των εν λόγω εταιρειών, περιλαμβανομένης και της εφεσίβλητης, και ότι το ενδιάμεσο διάταγμα στην αγωγή 2490/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 17.7.2015, δεν εμπόδιζε τη διεξαγωγή των εργασιών τους.  Ειδικά, τα περιστατικά των εκφοβισμών, που αναφέρονται πιο πάνω, σύμφωνα με επιστολή του κ. Λάμπρου προς τον πρόεδρο του συμβουλίου της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 11.8.2015, φέρεται να είχαν λάβει χώρα τις αμέσως προηγούμενες ημέρες.  Ως αποτέλεσμα, οι διευθυντές των καταστημάτων της εφεσίβλητης στη Λάρνακα και στη Λευκωσία αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με οδηγίες του να προβούν σε καταγραφή των αποθεμάτων της σε εμπορεύματα.

 

Το Διάταγμα - η ΄Εφεση:

Την επομένη της πιο πάνω επιστολής του κ. Λάμπρου, δηλαδή στις 12.8.2015, η εφεσίβλητη καταχώρισε εναντίον του εφεσείοντος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας - Αμμοχώστου την αγωγή 1554/2015, στην οποία αφορά η παρούσα έφεση.  Με αυτήν, όπως φαίνεται, πλέον, και στην έκθεση απαίτησης, η οποία καταχωρίστηκε στις 28.4.2016, προβάλλονται ισχυρισμοί ταυτόσημοι με τους προαναφερθέντες.  Φέρουν δε τον εφεσείοντα να ενεργεί σε πλήρη αντίθεση με τις πιο πάνω αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης και να επεμβαίνει, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ως διοικητικού συμβούλου, με ιδιαίτερα επιζήμιο τρόπο, στη διεξαγωγή των εργασιών της.  Την ίδια ημέρα, 12.8.2015,  καταχωρίστηκε και μονομερής αίτηση, συνοδευόμενη από  ένορκη δήλωση, στην οποία παρατίθενται οι πιο πάνω ισχυρισμοί, στη βάση των οποίων εκδόθηκε το υπό εξέταση ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, αποτελούμενο από έξι παραγράφους, στις οποίες διατυπώνεται ανάλογος αριθμός απαγορεύσεων.  Αυτό, ως έχει, απευθύνεται προς τον εφεσείοντα.  Η βασική απαγόρευση, η οποία εμπεριέχει και την ουσία του διατάγματος, είναι αυτή η οποία καταγράφεται στην πρώτη παράγραφο και παρατίθεται πιο κάτω, ενώ οι υπόλοιπες παράγραφοι αφορούν σε επί μέρους πτυχές της λειτουργίας της εφεσίβλητης:-

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ..., ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ/Ή ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΚΑΙ/Ή ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τον εναγόμενο από το να επεμβαίνει στην οικονομική διαχείριση και λειτουργία των εναγόντων χωρίς ρητή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των εναγόντων μέχρι εκδίκασης της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.»

 

 

 

Το πιο πάνω διάταγμα επιδόθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε ένσταση, αμφισβητώντας, για τους διάφορους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, την εγκυρότητά του και επιδιώκοντας την ακύρωσή του.  Κατά τη διαδικασία αναθεώρησής του που ακολούθησε, ουδείς από τους προβληθέντες λόγους έγινε δεκτός και, με σχετική απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 17.3.2016, αυτό έγινε οριστικό∙ θα συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή νεότερων οδηγιών του Δικαστηρίου.  Ακυρώθηκε μόνο το μέρος του που απαγόρευε στον εφεσείοντα να προβαίνει σε απειλές προς τα διάφορα πρόσωπα που αναφέρονταν στην τελευταία παράγραφό του, καθότι, όπως κρίθηκε, αυτό αφορούσε θέμα του ποινικού δικαίου.

 

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης, προσβάλλοντας την ορθότητά της, μέσα από την υποστήριξη, κατ’ ουσίαν, της εγκυρότητας των λόγων ένστασης, οι οποίοι είχαν προβληθεί και εξεταστεί πρωτοδίκως.  Στο σημείο τούτο, να αναφερθεί, επίσης, πως η οριστικοποίηση του διατάγματος έγινε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - Αμμοχώστου, άλλον από αυτόν ο οποίος το είχε, αρχικά, εκδώσει μονομερώς, για το λόγο ότι ο Δικαστής αυτός, ακολούθως, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, εξαιρέθηκε από την υπόθεση.

 

Μεροληψία Δικαστή:

΄Ενας, λοιπόν, από τους λόγους ένστασης, που ηγέρθη πρωτόδικα, προφορικά, κατά τη διαδικασία της αναθεώρησης του υπό αναφορά διατάγματος, ο οποίος εγείρεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, θέτει, ακριβώς, θέμα μεροληψίας του Δικαστή που το είχε εκδώσει, μονομερώς, στις 12.8.2015.  Συγκεκριμένα, είναι η θέση του εφεσείοντος ότι, συνεπεία κάποιων δεδομένων, στα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, παραβιάστηκε ο κανόνας φυσικής δικαιοσύνης ότι ουδείς ενεργεί ως «δικαστής» σε υπόθεση στην οποία αυτός έχει ίδιον συμφέρον.  Ο πιο πάνω κανόνας, εφαρμοζόμενος στο πεδίο της δικαστικής λειτουργίας, επιβάλλει ότι δικαστής, κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του, πρέπει όχι μόνο να είναι αμερόληπτος αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτος, (βλ. R. v. Sussex JJ. [1923] All E.R. Rep. 233, σελίδα 234 και Ex p Pinochet Ugarte (No 2) [1999] 1 All ER 577, σελίδα 586).  Στην προκειμένη περίπτωση, το εν λόγω θέμα ηγέρθη υπό τη μορφή της προφανούς μεροληψίας (apparent bias) του Δικαστή, σε αντίθεση με την περίπτωση πραγματικής μεροληψίας (actual bias), την οποία ο εφεσείων απέκλεισε ρητώς, με σχετικές δηλώσεις του, σε διάφορα στάδια της όλης διαδικασίας.

 

Σύμφωνα με τα σχετικά γεγονότα, συγγενικό πρόσωπο του Δικαστή, ήτοι αδελφός του, με οδηγίες του προέδρου του συμβουλίου της εφεσίβλητης, μετείχε, στις 30.7.2015, στην αλλαγή των κλειδαριών των γραφείων στα καταστήματα της εφεσίβλητης στη Λάρνακα, αφού, προηγουμένως, τις είχε αντικαταστήσει ο εφεσείων.  Η πληροφορία αυτή αναφέρεται στο πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης ημερομηνίας 3.8.2015, που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση η οποία υποστήριζε τη μονομερή αίτηση.  Πασιφανώς, το πρακτικό αυτό επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση, με σκοπό όχι την πληροφόρηση του Δικαστηρίου για το συγκεκριμένο γεγονός αλλά τη μεταφορά, προς αυτό, της εικόνας σε σχέση με την, κατ’ ισχυρισμό, επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσείοντος κατά το χρόνο εκείνο, για την οποία γίνεται εκτενής αναφορά, σχετικά, στο εν λόγω πρακτικό.  Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο ότι το πιο πάνω γεγονός δεν τέθηκε, ειδικά, υπόψη του Δικαστή, ούτε ήταν σε γνώση του, όταν αυτός εξέδιδε το υπό αναφορά διάταγμα μονομερώς, ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν ο αδελφός του.

 

Ωστόσο, ο εφεσείων, στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και κατ’ επίκληση της πιο πάνω αρχής, με προφορικό αίτημά του, ζήτησε την εξαίρεση του Δικαστή από την υπόθεση, σε σχέση με την περαιτέρω πορεία της.  Ο Δικαστής εξέτασε το εν λόγω αίτημα στις 9.11.2015.  Αφού δε διατύπωσε, όπως ήταν φυσικό, τη συμφωνία του με την προαναφερθείσα αρχή, παρατήρησε, στη συνέχεια, τα εξής:  «Είναι εδώ ακριβώς που εστιάζω την προσοχή μου στα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν εξελιχθεί και αποκαλυφθεί αργότερα και τεθεί εν τέλει υπόψη μου στα οποία και θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε σχέση με το ζητούμενο.»  Ακολούθως, σε συμφωνία με τη θέση του συνηγόρου του αιτητή, παρατήρησε, σχετικά:  «Υπάρχει ... ενδεχόμενο σε μεταγενέστερο στάδιο ακόμα όμως και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, να δημιουργηθεί η ανάγκη το παρόν Δικαστήριο να αξιολογήσει ακόμα και αυτή την πτυχή της υπόθεσης στην οποία ενεπλάκη ο αδελφός μου, όσο ασήμαντη ή και περιθωριακής σημασίας και αν ήταν αυτή όπως και ο ρόλος του.  Παραμένει όπως ετέθη ένα ενδεχόμενο.»  Στη βάση, λοιπόν, των παρατηρήσεών του αυτών, το αίτημα, ανωτέρω, εκ μέρους του εφεσείοντος έγινε δεκτό, προκειμένου, όπως τέθηκε, τελικά, από το Δικαστή, «... να διασκεδαστούν οι όποιοι φόβοι ή ανησυχίες από πλευράς των αιτητών και για να μην υποβόσκει οποιοδήποτε ίχνος περί της μη δίκαιης αντιμετώπισης τους αλλά και της μη αμφισβήτησης της αμεροληψίας του παρόντος Δικαστηρίου και τον επιπρόσθετο λόγο για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στο μέλλον οποιασδήποτε περιπλοκής στην υπόθεση, ...».  Ως αποτέλεσμα, ορίστηκε νέος Δικαστής, στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεση για τα περαιτέρω. 

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της διαδικασίας αναθεώρησης του υπό αναφορά διατάγματος, ζητήθηκε, με προφορικό λόγο ένστασης, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, να ακυρωθεί το διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί, αρχικά, μονομερώς, στη βάση, όπως γίνεται αντιληπτό, ότι η ακύρωσή του αποτελούσε λογική συνέπεια της εξαίρεσης του Δικαστή που το είχε εκδώσει στην πιο πάνω μορφή του.  ΄Ηταν η πρώτη φορά που εγειρόταν κάτι τέτοιο, αφού, στην προηγηθείσα διαδικασία, είχε ζητηθεί μόνο η εξαίρεση του Δικαστή.  Το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό λόγο ένστασης.  Θεώρησε πως, δεδομένου ότι ο Δικαστής δεν είχε γνώση των υπό αναφορά γεγονότων, δεν υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός του.  Πράγματι, υπό το πρίσμα των πιο πάνω δεδομένων, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι λογικά δυνατό να υπήρξε παραβίαση, με οποιαδήποτε μορφή, του κανόνα αμεροληψίας, η οποία έπρεπε να χαρακτηρίζει την κρίση του εκδώσαντος το σχετικό διάταγμα Δικαστή κατά το χρόνο άσκησης του πιο πάνω καθήκοντός του.  Επιπρόσθετα, είναι, επίσης, σημαντικό να τονιστεί πως, εν πάση περιπτώσει, η προώθηση, από τον εφεσείοντα, αιτήματος μόνο για εξαίρεση του Δικαστή, σε σχέση με την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, και όχι αιτήματος για ακύρωση του διατάγματος, σαφώς, συνιστούσε εγκατάλειψη (waiver) του δικαιώματος για υποβολή τέτοιου αιτήματος και, κατ’ επέκταση, καθιστούσε τον υπό εξέταση λόγο ένστασης ανεδαφικό.

 

Κατεπείγον:

Το επόμενο ζήτημα, κατά λογική σειρά, αφορά στο χρόνο καταχώρισης της μονομερούς αίτησης. Υπήρξε ένσταση, στη βάση ότι αυτή καταχωρίστηκε με αρκετή καθυστέρηση, αφότου είχαν συμβεί τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε.  Επομένως, ως εκ του λόγου αυτού, το Δικαστήριο στερείτο της αναγκαίας δικαιοδοσίας να της επιληφθεί μονομερώς, ως κατεπείγουσας φύσεως περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  ΄Εχει, νομολογιακά, αποφασιστεί ότι η πιο πάνω πρόνοια είναι δικαιοδοτικής φύσεως, η μη ικανοποίηση της οποίας, στη βάση των σχετικών γεγονότων, καθιστά το εκδιδόμενο διάταγμα άκυρο εξ υπαρχής, (βλ. Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου του χρόνου κατά τον οποίο η εφεσίβλητη προέβη στην καταχώριση της μονομερούς αίτησης, υπό το φως του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου συνέβησαν τα σχετικά γεγονότα, δεν μπορεί, ασφαλώς, να γίνεται λόγος για καθυστέρηση.  Είναι γεγονός ότι, αρχικά, η αντίδραση εκ μέρους της εφεσίβλητης περιορίστηκε στη διάψευση του προαναφερθέντος δημοσιεύματος του εφεσείοντος και στον καθησυχασμό του προσωπικού και των συνεργατών της, ως προς την πορεία των εργασιών της.  Η άρνηση, όμως, ακολούθως, των διευθυντών των καταστημάτων της να συμμορφωθούν με ρητές οδηγίες του κ. Λάμπρου για καταγραφή των αποθεμάτων της, επιπρόσθετα των άλλων σοβαρών παρεμβάσεων του εφεσείοντος που είχαν μόλις προηγηθεί, όπως αυτές αναφέρονται πιο πάνω, κατέστησε, πλέον, φανερό ότι αυτή δε θα μπορούσε να συνεχίσει να διεξάγει τις εργασίες της, χωρίς να υφίσταται οικονομική ζημιά, το δε μέλλον της διαγραφόταν δυσοίωνο.  Για το τελευταίο, πιο πάνω, περιστατικό είχε πληροφορηθεί, σχετικά, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της στις 11.8.2015 και την επομένη, 12.8.2015, καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αγωγή.  Στις 12.8.2015, εκδόθηκε και το υπό εξέταση ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα.  Υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων, η εφεσίβλητη δε θα μπορούσε να είχε δράσει πιο έγκαιρα για τη λήψη των εν λόγω δικαστικών μέτρων. 

 

Πολλαπλότητα Διαδικασιών:

Το ζήτημα που εξετάζεται στη συνέχεια είναι, επίσης, δικαιοδοτικής φύσεως και σχετίζεται με την αγωγή αρ. 2490/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και το ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε σε αυτήν, αρχικά, μονομερώς και το οποίο, ακολούθως, οριστικοποιήθηκε, με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 17.7.2015.  Η εν λόγω αγωγή κινήθηκε από τον εφεσείοντα και ακόμα δύο πρόσωπα, μέλη και οι τρεις των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών του ομίλου Agromarkets.  Στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων εταιρειών του ομίλου, περιλαμβανομένης της εφεσίβλητης, των υπολοίπων μελών των διοικητικών συμβουλίων τους, καθώς και κατά του κ. Λάμπρου Λάμπρου.  ΄Οπως προκύπτει από τη Γενική Οπισθογράφηση, η απαίτηση εναντίον των εναγομένων αυτών, υπ’ αρ. 2 έως 12, είναι για αποζημιώσεις σε σχέση με συνωμοσία και δόλο, που αυτοί φέρεται να διέπραξαν σε βάρος των εκεί εναγομένων εταιρειών 1 και 13, προκαλώντας τους οικονομική ζημιά, εξ ου και, σε σχέση με τις εταιρείες αυτές, το εν λόγω μέτρο θεωρείται ότι ελήφθη με τη μορφή της παράγωγης αγωγής.

 

Το απαγορευτικό διάταγμα στην αγωγή 2490/2015 στρέφεται κατά των εναγομένων 2 έως 12 και τους εμποδίζει «να λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο, απόφαση και/ή να προβαίνουν σ’ οποιαδήποτε ενέργεια διά την απευθείας εισαγωγή και/ή αγορά και/ή την προμήθεια από αυτούς φρούτων, λαχανικών, τυριών και άλλων προϊόντων που προμηθεύονταν από την Εναγόμενη 1 εταιρεία, παρά μόνο μέσω της Εναγομένης 1 εταιρείας και/ή με την προηγούμενη ενυπόγραφη έγκριση των Εναγόντων μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου».  Επιπρόσθετα, το εν λόγω διάταγμα, με τις λοιπές πρόνοιές του, βασικά, εμποδίζει τους εναγομένους να παρεμβαίνουν, κατά τους διάφορους τρόπους που αναφέρονται σε αυτές, στη διεξαγωγή των εργασιών της εναγομένης 1 Agromarkets Ltd., μητρικής εταιρείας των υπολοίπων εταιρειών του ομώνυμου ομίλου.                

 

Είναι, ειδικά, η θέση του εφεσείοντος ότι το υπό εξέταση προσωρινό διάταγμα, που εκδόθηκε στην αγωγή 1554/2015, αφορά σε ουσιώδη θέματα τα οποία εξετάστηκαν από το αρμόδιο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του προσωρινού διατάγματος στην αγωγή 2490/2015.  Αυτό δε το γεγονός καθιστά τη σχετική διαδικασία που αναλήφθηκε και διεξήχθη πρωτοδίκως σε σχέση με την παρούσα υπόθεση παράλληλη της ανάλογης διαδικασίας στην αγωγή 2490/2015, η οποία είχε προηγηθεί χρονικά, έτσι ώστε η διαδικασία στην παρούσα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική.  Να σημειωθεί, συναφώς, πως, με βάση καθιερωμένη νομολογία, η προώθηση παράλληλα δύο δικαστικών διαδικασιών, προς εξυπηρέτηση του ιδίου σκοπού, συνιστά καταχρηστική επίκληση της διαδικασίας, σχετικά, και της ανάλογης δικαιοδοσίας, συγχρόνως, του δικαστηρίου, (βλ. Δ/τής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η θέση, ανωτέρω, του εφεσείοντος τίθεται, εκ νέου, για οριστική απόφαση, αφού πρωτοδίκως, όπου αυτή, επίσης τέθηκε, απορρίφθηκε.  ΄Οπως προκύπτει δε από τα γεγονότα που έχουν προηγουμένως παρατεθεί, ίδιο θα είναι το αποτέλεσμα και ενώπιον του Εφετείου.  Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι οι αιτίες που προωθούνται με την κάθε αγωγή διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους.  Ειδικά, με την αγωγή που αφορά στην παρούσα έφεση, βασικά, επιδιώκεται η διασφάλιση της συνέχισης των εργασιών της εφεσίβλητης, ως αυτόνομου εμπορικού και οικονομικού φορέα, διά της εξασφάλισης υπακοής στις νόμιμες αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της.  Για το ενδιάμεσο στάδιο, μέχρι την περάτωση της αγωγής, αυτό έχει επιτευχθεί με το υπό αναφορά προσωρινό διάταγμα, οι πρόνοιες του οποίου αναφέρονται πιο πάνω.

 

Από την άλλη, η αγωγή 2490/2015 αφορά σε απαίτηση για αποζημιώσεις, λόγω ζημιάς, την οποία οι εναγόμενες 1 και 13, εταιρείες του Ομίλου, φέρεται να υφίστανται, εξαιτίας κάποιας, κατ’ ισχυρισμό, συνωμοτικής και δόλιας δραστηριότητας, που υπάρχει σε βάρος τους από μέρους των υπολοίπων εναγομένων.  Το προσωρινό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε στην εν λόγω αγωγή, δεν προκύπτει να έχει άμεσα σχέση με την αιτία που προβάλλεται σε αυτή.  Προφανώς, όμως, το ζήτημα τούτο δεν επιδέχεται εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.  Εν πάση περιπτώσει, αν, στο πλαίσιο των εργασιών της εφεσίβλητης, αναληφθεί κάποια δραστηριότητα για λογαριασμό της, που πιθανόν να παραβιάζει τις πρόνοιες του προσωρινού διατάγματος στην αγωγή 2490/2015, η νομιμότητά της μπορεί να ελεγχθεί μέσω της κατάλληλης διαδικασίας.  Δε διαπιστώνεται, όμως, το προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 1554/2015, με το οποίο διασφαλίζεται η συνέχιση των εργασιών της εφεσίβλητης, να έχει οποιαδήποτε ομοιότητα, ως προς το περιεχόμενό του αλλά και ως προς την ουσία του, με το προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 2490/2011, ώστε οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στις εν λόγω  δύο αγωγές να είναι παράλληλες, αναληφθείσες για τον ίδιο σκοπό. 

 

 

 

Η Αναθεώρηση του Διατάγματος:

Με την εξέταση των δικαιοδοτικών ζητημάτων και την κατάληξη, ανωτέρω, σε σχέση με το κάθε ένα από αυτά, παραμένει προς εξέταση το ζήτημα κατά πόσο το υπό αναφορά προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 1554/2015 ορθά έχει εκδοθεί, κατά τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960)∙ σε αυτές βασίστηκε η έκδοσή του και με βάση αυτές διεξήχθη η διαδικασία αναθεώρησής του, υπό το πρίσμα και της σχετικής νομολογίας που πραγματεύεται την εφαρμογή τους, (βλ., ειδικά, την υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557).  Η θέση η οποία προβλήθηκε, σχετικά, σε όλα τα στάδια από μέρους του εφεσείοντος, είναι πως δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις και η αρχή του ισοζυγίου της ευχέρειας, που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.  Συνακόλουθα, υποστηρίχθηκε πως δε δικαιολογείτο η άσκηση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της διατήρησης της ισχύος του υπό αναφορά διατάγματος.  Βέβαια, παρατηρείται, συναφώς, πως δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία και δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, με αναφορά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Αντίθετα, όλες οι αναφορές που έγιναν σχετίζονταν με την αγωγή 2490/2015, η οποία, όπως έχει καταδειχθεί, δεν ενδιαφέρει εδώ, γενικά, αλλά και, ειδικά, για τους σκοπούς της υπό εξέταση πτυχής.  Το ίδιο μπορεί να λεχθεί σε σχέση και με τη θέση για μη αποκάλυψη, η οποία, άλλωστε, αφορά σε ισχυρισμούς για εκβιαστικό και δόλιο εξαναγκασμό του εφεσείοντος να συγκατατεθεί στη διεύρυνση των διοικητικών συμβουλίων των θυγατρικών εταιρειών και όχι σε γεγονότα.

 

Εν πάση περιπτώσει, αναφορικά με τα θέματα που, εδώ, απασχολούν, επισημαίνεται πως μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία ιδρύεται δυνάμει του Κεφ. 113, λειτουργεί, κατά κύριο λόγο, υπό τη διεύθυνση και την επιτήρηση του διοικητικού συμβουλίου της, το οποίο διορίζεται από τους μετόχους της σε γενική συνέλευση.  Οι αποφάσεις του, σχετικά, λαμβάνονται, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, και είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του, καθώς, επίσης, για τους μετόχους της εταιρείας.  Περαιτέρω, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, συλλογικά, αλλά και κάθε ένα από αυτά, ξεχωριστά, υπέχουν καθήκον εμπιστοσύνης προς την ίδια, το οποίο απαιτεί να ενεργούν καλή τη πίστει (in good faith), προς το σκοπό προώθησης των συμφερόντων της, ό,τι αυτό συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση.  Η κλασσική διατύπωση της πιο πάνω αρχής αποδίδεται στο Λόρδο Greene, M.R., στην υπόθεση Re Smith & Fawcett, Ltd. [1942] 1 All E. R. 542, όπου, στη σελίδα 544, είχε πει τα εξής“As I have said, it is beyond question that that is a fiduciary power, and the directors must exercise it bona fide in what they consider to be the interests of the company.”

 

Οι σχετικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης εταιρείας, περιλαμβανομένης και αυτής για αντικατάσταση του εφεσείοντος ως διευθύνοντος συμβούλου της, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είχαν ληφθεί στη βάση των πιο πάνω αρχών.  Ο εφεσείων, όμως, φέρεται να αμφισβήτησε έντονα τις εν λόγω αποφάσεις, παραβαίνοντάς τες και παραβαίνοντας, συγχρόνως, κατ’ ισχυρισμό, το δικό του σχετικό καθήκον, με τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις και συμπεριφορές.  Πλέον ενδεικτικές, φαίνεται, είναι οι πράξεις απόλυσης του Γενικού Εμπορικού Διευθυντή και του Βοηθού Διευθυντή της εφεσίβλητης και η, εν συνεχεία, παρεμπόδιση, ουσιαστικά, των διευθυντών των καταστημάτων της να εκτελέσουν σημαντικές οδηγίες του πρώτου, για θέματα που αφορούσαν στη διαχείρισή της.  Οι ισχυρισμοί, από μέρους του εφεσείοντος, προκειμένου αυτός να καταδείξει ότι δεν είχαν ικανοποιηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, όπως έχει, ήδη, σημειωθεί, υπό το φως του συνόλου της πιο πάνω, κατ’ ισχυρισμό, επιζήμιας συμπεριφοράς του, κινήθηκαν πέραν του πλαισίου και του τρόπου λειτουργίας ενός εταιρικού σχήματος που περιγράφονται πιο πάνω.

 

Ο εφεσείων, τόσο στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση του όσο και μέσω της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συζήτησε, σε μάκρος, τη διαφορά που φέρεται να προέκυψε το 2008 και συνεχίζει να υπάρχει μεταξύ των δύο ομάδων διευθυνόντων συμβούλων των μετόχων Α και Β της μητρικής εταιρείας Agromarkets Ltd.  ΄Οπως δε διατείνεται η πλευρά του εφεσείοντος, η εν λόγω διαφορά φέρεται να αφορά σε προσπάθεια των μελών της ομάδας Α να επιβληθούν και να ελέγξουν, προς όφελός τους, την πιο πάνω εταιρεία και τις θυγατρικές της, προς αποκλεισμό των μελών της ομάδας Β.  Σε ένα άλλο πλαίσιο, στο οποίο αφορά η αίτηση διάλυσης αρ. 802/2014, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, της Agromarkets Ltd., η οποία καταχωρίστηκε με πρωτοβουλία του εφεσείοντος, μπορεί η πιο πάνω συζήτηση να είναι, όντως, αναγκαία.  Δεν είναι, όμως, αυτή χρήσιμη στο πλαίσιο της αγωγής 1554/2015 και, ειδικά, σε σχέση με το κατά πόσο το υπό αναφορά προσωρινό διάταγμα θα συνεχίσει ή όχι να βρίσκεται σε ισχύ.        

 

Πάντως, ανεξάρτητα με το ότι δεν προβλήθηκαν ουσιαστικοί λόγοι ακύρωσης του υπό αναφορά προσωρινού διατάγματος στη βάση ότι δεν υπήρξε ικανοποίηση των σχετικών προνοιών του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, διαπιστώνεται ότι είναι ορθή η προσέγγιση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, και αυτής της πτυχής.  Η φερόμενη ανυπακοή του εφεσείοντος στη δεσμευτική για τον ίδιο απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης και η, κατ’ ισχυρισμό, συμπεριφορά του, ως αποτέλεσμα, δυνατό να συνιστούν παράβαση συγκεκριμένου καθήκοντός του προς αυτήν∙ ειδικά, εκείνου που του επιβάλλει, ως διοικητικού συμβούλου, να υποστηρίζει και να προωθεί τα συμφέροντά της, στο πλαίσιο του καθήκοντος εμπιστοσύνης που αυτός υπέχει προς αυτή.  Παράβαση του εν λόγω καθήκοντός του, με αποτέλεσμα την πρόκληση, κατά λογική πιθανότητα, οικονομικής φύσεως ζημιά στην εφεσίβλητη, στοιχειοθετεί σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.  Η μαρτυρία δε, από την οποία αυτό φαίνεται να προκύπτει, καταδεικνύει, συγχρόνως, την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας του, ώστε να δικαιολογείται η απόδοση στην εφεσίβλητη της ανάλογης θεραπείας, εφόσον αυτό εκδικαστεί στο πλαίσιο κανονικής δίκης. 

 

Επιπρόσθετα, η φύση της πιθανολογούμενης, ως ανωτέρω, ζημιάς θα έχει, πιθανόν, σοβαρό αντίκτυπο στη συνέχιση της λειτουργίας της εφεσίβλητης, ως οικονομικής οντότητας∙ πέραν της μείωσης των εργασιών της, λόγω της απώλειας πελατών, και της μείωσης της κερδοφορίας της, καθώς, επίσης, του δυσμενούς επηρεασμού της εμπορικής φήμης της, πιθανόν να επηρεαστεί και η ικανότητά της να συνεχίσει να εργοδοτεί το υφιστάμενο προσωπικό της.  Στο σύνολό της, μια τέτοια πιθανολογούμενη ζημιά θα είναι δύσκολο, μέχρι και αδύνατο, να υπολογιστεί, ίσως δε να υπάρχει κίνδυνος, συνεπεία αυτής, η εφεσίβλητη να καταστεί, τελικά, ανενεργή.  Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίνεται ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία σε εύλογο και θεμιτό πλαίσιο, ώστε να μη χρειάζεται η παρέμβαση του Δικαστηρίου τούτου.  Επομένως, το προσωρινό διάταγμα να συνεχίσει να ισχύει, ως η σχετική διαταγή πρωτοδίκως. 

 

Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος.

 

 

 

 

                                                             Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο