ECLI:CY:AD:2017:A224
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2012
16 Ioυνίου, 2017
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΤΕΛΙΟΥ ΗΣΑΪΑ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
ν.
ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
--------
Μ. Γιατρού (κα), για εφεσείοντα
Λ. Βραχίμης, για εφεσίβλητο
Εφεσείοντας παρών
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι της υπό κρίση έφεσης υπήρξαν συνεταίροι, με ποσοστό 49% έκαστος, της ομορρύθμου εταιρείας Στέλιος Ησαΐας & Σία (στο εξής η Εταιρεία), η οποία λειτουργούσε εποχιακά – από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβριο – επιχείρηση καφέ-μπαρ υπό την επωνυμία «Μπαρ 74» (στο εξής η επιχείρηση) στην Ελούντα Κρήτης.
Αρχικά στην επιχείρηση εργάζονταν και οι δύο συνέταιροι, αλλά από το 1997 ο εφεσίβλητος άφησε την πλήρη διαχείριση της επιχείρησης στον εφεσείοντα επικαλούμενος οικογενειακά προβλήματα, ισχυρισμό που ο εφεσείων αρνείται και αντιτείνει ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε την επιχείρηση λόγω των οικονομικών και άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Εταιρεία. Ό,τι όμως έχει σημασία είναι πως εν τέλει συμφώνησαν να γίνουν προσπάθειες για εξεύρεση αγοραστή ώστε από το προϊόν της πώλησης έκαστος να πάρει το μερίδιο που του αναλογούσε. Πράγματι ο εφεσείων, αφού λειτούργησε την επιχείρηση μέχρι και το 2000, εξηύρε αγοραστή προς τον οποίο πώλησε την επιχείρηση, στις 27.11.00, αντί του ποσού των 14.000.000 δραχμών (€41.000)[1] ενημερώνοντας σχετικά τον εφεσίβλητο. Στη συνέχεια, εντός του 2002, η Εταιρεία έκλεισε οριστικά σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο.
Όπως ήταν αναμενόμενο ο εφεσίβλητος αξίωσε να του καταβληθεί το μερίδιο του, αλλά οι επί του θέματος συναντήσεις του με τον εφεσείοντα δεν απέδωσαν. Με αποτέλεσμα, ο εφεσίβλητος να καταφύγει σε δικηγόρο, ο οποίος με επιστολή ημερ. 9.6.04 κάλεσε τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο 6.860.000 δραχμές πλέον τόκους. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση αφού ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 29.7.04 πρόβαλλε πως από το προϊόν της πώλησης θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα έξοδα και υποχρεώσεις της εταιρείας - στις οποίες συμπεριελάμβανε και τους μισθούς του – ώστε το μερίδιο εκάστου να καθοριστεί στη βάση του καθαρού υπολοίπου. Προς τούτο παρέπεμπε τον εφεσίβλητο στο λογιστή της Εταιρείας, ο οποίος είχε στην κατοχή του όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.
Όντως ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στον λογιστή της Εταιρείας και στη συνέχεια, στις 25.11.04, απέστειλε επιστολή στο δικηγόρο του εφεσείοντα ενημερώνοντας τον πως ο λογιστής του είχε αναφέρει ότι δεν είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε στοιχεία καθότι τα είχε παραδώσει στον εφεσείοντα. Γεγονός που ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε αφού με επιστολή του προς τον δικηγόρο του εφεσίβλητου ημερ. 9.12.04 διατύπωσε τη θέση πως ο εφεσίβλητος μπορούσε να ενημερωθεί σχετικά από τις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η Εταιρεία στην Εφορία Αγίου Νικολάου Κρήτης.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, το επόμενο βήμα του εφεσίβλητου ήταν να καταθέσει αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωνε το 49% του προϊόντος πώλησης της επιχείρησης, ως ήταν και το ποσοστό του στην επιχείρηση, δηλαδή 6.860.000 δρχ ή €20.132,06.
Ο εφεσείων αντέδρασε στην αγωγή προβάλλοντας ως υπεράσπιση ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε την επιχείρηση, αναγκάζοντας τον να εργάζεται από τις 9:00 π.μ. μέχρι τις 3:00 π.μ. για να την κρατήσει σε λειτουργία μέχρις ότου εξευρεθεί αγοραστής. Καθόλη δε τη χρονική διάρκεια των 4 χρόνων που ο ίδιος λειτουργούσε την επιχείρηση, τα έσοδα μόλις και κάλυπταν τα έξοδα και ενόψει τούτου ο ίδιος δεν έπαιρνε μισθό που στη βάση των δεδομένων της τότε εποχής καθόρισε στις 650.000 δραχμές το μήνα. Επομένως, διατείνεται, δικαιούται σε μισθούς 18.200.000 δρχ (650.000 x 7 μήνες το χρόνο επί 4 χρόνια) ποσό το οποίο και αξίωσε με ανταπαίτηση. Σ΄ ό,τι δε αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού της επιχείρησης, πρόβαλε πως αυτές τις έχει ο λογιστής της Εταιρείας Ν. Ζαχαρόπουλος και όπως προκύπτει απ΄ αυτές, ο εφεσίβλητος όχι μόνο δεν έχει λαμβάνειν οποιοδήποτε ποσό, αλλά του οφείλει και Λ.Κ.4.200,000 που είναι η διαφορά μεταξύ του προϊόντος πώλησης της επιχείρησης και των υποχρεώσεών της Εταιρείας.
Οι διάδικοι προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με ένορκη μαρτυρία των ιδίων, ενώ για τον εφεσείοντα κατάθεσε και ο λογιστής της Εταιρείας Ζαχαρόπουλος (ΜΥ2). Μαρτυρία που εν πολλοίς ήταν εκτός των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων, εφόσον οι διαφορές τους περιορίζονταν σε τρία (3) ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε το λόγο που ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε την επιχείρηση, το δεύτερο κατά πόσο ο εφεσείων νομιμοποιούταν να αφαιρέσει από το προϊόν της πώλησης το ποσό των 18.200.000 δρχ που αξίωνε για μισθούς και το τρίτο κατά πόσο κατά το χρόνο πώλησης της επιχείρησης υπήρχαν οικονομικές υποχρεώσεις της Εταιρείας οι οποίες επίσης θα έπρεπε να αφαιρεθούν από το προϊόν της πώλησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε με περισσή λεπτομέρεια τη μαρτυρία των διαδίκων και του λογιστή Ζαχαρόπουλου, αποδέχτηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ενώ από τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του λογιστή δέχτηκε μόνο ότι από το προϊόν της πώλησης πληρώθηκαν 2.611.310 δρχ για φόρο υπεραξίας και χαρτόσημο του ΟΓΑ. Με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι το καθαρό προϊόν από την πώληση της επιχείρησης ήταν 11.388.690 δρχ (€33.461,70) και να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το ποσό των €16.396,23 (49% του ποσού των €33.461,70) πλέον τόκος και έξοδα, απορρίπτοντας παράλληλα και την ανταπαίτηση του εφεσείοντα με έξοδα εναντίον του.
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι με την πώληση της επιχείρησης αντί του ποσού των 14.000.000 δρχ ό,τι παρέμεινε προς οριστική διευθέτηση των όποιων διαφορών των διαδίκων ήταν να λάβει έκαστος το μερίδιο που του αναλογούσε, αφού βεβαίως αφαιρούνταν οι εκκρεμούσες οικονομικές υποχρεώσεις της Εταιρείας για τις οποίες οι διάδικοι ως ομόρρυθμοι εταίροι ήταν και προσωπικώς υπόλογοι. Αυτή εξάλλου ήταν και η υπεράσπιση του εφεσείοντα ο οποίος πρόβαλλε, αφενός, ότι από το προϊόν της πώλησης θα έπρεπε να αφαιρεθούν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Εταιρείας προς τρίτους – οι οποίες δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο του και ούτε γι΄ αυτές ζητήθηκαν λεπτομέρειες – και, αφετέρου, οι αξιούμενοι από τον ίδιο μισθοί ύψους 18.200.000 δρχ. Σ΄ ό,τι δε αφορά το πρώτο θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι από το προϊόν της πώλησης πληρώθηκε ως φόρος υπεραξίας και χαρτόσημο το ποσό των 2.611.310 δρχ, που ήταν και το μόνο ποσό για το οποίο ο εφεσείων και ο λογιστής της Εταιρείας παρουσίασαν αξιόπιστα στοιχεία. Κατά συνέπεια το μόνο θέμα για το οποίο θα μπορούσε ο εφεσείων να έχει παράπονο από την πρωτόδικη απόφαση είναι η απόρριψη της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του για το ποσό των 18.200.000 δρχ, που αντιπροσώπευε τους κατ΄ ισχυρισμό μισθούς του.
Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την εν λόγω υπεράσπιση και ανταπαίτηση του εφεσείοντα, παρατήρησε τα πιο κάτω:-
«Είναι γεγονός ότι με βάση το Καταστατικό του συνεταιρισμού ουδείς εκ των συνεταίρων δικαιούταν να παίρνει μισθό. Είχαν όμως υποχρέωση και οι δύο διάδικοι να συνεισφέρουν στον συνεταιρισμό με την προσωπική τους εργασία. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Καταστατικού του συνεταιρισμού, με την ενέργεια του ενάγοντα να σταματήσει να προσφέρει την προσωπική του εργασία στο συνεταιρισμό, ο εναπομείναν συνέταιρος - εναγόμενος μπορεί να προβάλει αξίωση για μισθούς για την προσωπική του εργασία.
Στο Halsbury's Laws of England, fourth edition reissue, στην παράγραφο 98 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«98. Remuneration for management. A managing partner, like any other partner, is not entitled to remuneration for acting in the partnership business unless there is an express or implied agreement to that effect. An exception to this rule is where an express (or perhaps an implied) obligation is, by virtue of a firm's partnership agreement, imposed upon partners to devote their whole time and attention to the firm's affairs and one or more partners in breach of this obligation willfully leaves his or their co-partners to carry on the business unaided.
After dissolution, however, a partner carrying on the firm's business in its winding up may be entitled to remuneration notwithstanding the absence of any express or implied agreement therefor. Thus, a surviving partner who carries on the business profitably, retaining the capital of the deceased partner, is entitled to just allowances for management unless he is himself the executor of the deceased partner; and, where one partner becomes mentally disordered, his co - partners may be entitled to remuneration for managing the firm's business in its winding up.»
Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες του Καταστατικού του συνεταιρισμού ο εναγόμενος θα μπορούσε να διεκδικήσει αμοιβή ή δίκαιη αποζημίωση (just allowances) για τα έτη 1997 - 2000 που προσέφερε την προσωπική του εργασία στον συνεταιρισμό από μόνος του και ασκούσε την διοίκηση και διαχείριση των εργασιών του συνεταιρισμού. Η αποζημίωση αυτή όμως, θα έπρεπε να διεκδικηθεί από τον συνεταιρισμό και η οποία θα αποτελούσε έξοδο του συνεταιρισμού. Δηλαδή, θα έπρεπε τέτοια αξίωση να προβληθεί εναντίον του συνεταιρισμού αφού περιλαμβανόταν στις καταστάσεις λογαριασμών και όχι εναντίον του ενάγοντα. Ο εναγόμενος ουδέποτε διεκδίκησε τέτοια αποζημίωση από τον συνεταιρισμό ούτε έχει προκύψει από την ενώπιον μου μαρτυρία να αποτέλεσε σε οποιαδήποτε στιγμή έξοδο του συνεταιρισμού τέτοια αποζημίωση. Μάλιστα ο ίδιος ο εναγόμενος προχώρησε και με το κλείσιμο του συνεταιρισμού μετά την πώληση της επιχείρησης που ασκούσε χωρίς να προβάλει τέτοια αξίωση.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ακόμη και να θεωρηθεί ότι τέτοια αξίωση είναι παραδεκτή εναντίον του ενάγοντα, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου έτσι ώστε να μπορεί να προχωρήσει να καθορίσει το ποσό αυτό της αποζημίωσης. Ουσιαστικά δεν έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστα στοιχεία και καταστάσεις λογαριασμών που να αποδεικνύουν την οικονομική κατάσταση του συνεταιρισμού κατά την περίοδο 1997 - 2000 και τις απολαβές που ο εναγόμενος είχε γι αυτά τα χρόνια σε σύγκριση με τα προηγούμενα. Ελλείψει οποιωνδήποτε στοιχείων το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να καθορίσει κάποιο ποσό ως δίκαιη αποζημίωση που δικαιούται να λάβει ο εναγόμενος για τα εν λόγω έτη. Ο ίδιος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του αυτής και απέτυχε να το αποσείσει.»
O εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με 14 λόγους έφεσης – ο πρώτος αποσύρθηκε – προβάλλοντας βασικά ότι:
1. Κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος στοιχειοθέτησε αγώγιμο δικαίωμα εφόσον από το προϊόν της πώλησης θα έπρεπε να αφαιρεθούν ζημιές της Εταιρείας ύψους 7.197.650 δρχ πλέον πληρωθέντες φόροι 4.687.863 δρχ για τα έτη 1997 – 2000, ως οι φορολογικές της δηλώσεις τις οποίες κατέθεσε ο λογιστής Ζαχαρόπουλος (ΜΥ2) τον οποίο λανθασμένα έκρινε αναξιόπιστο.
2. Αγνόησε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε την Εταιρεία το 1997 και μόλις το 2004 ζήτησε στοιχεία, τα οποία δεν υπήρχε λόγος να φυλαχθούν καθότι η Εταιρεία «έκλεισε» το 2002.
3. Παραγνώρισε τη νομολογία (Παπαχρυσοστόμου ν. Παπαχρυσοστόμου (1992) 1 Α.Α.Δ. 389) σύμφωνα με την οποία από τη στιγμή που εγκατέλειψε την Εταιρεία δεν μπορούσε να αξιώνει λογαριασμούς καλή τη πίστει.
4. Δεν έλαβε υπόψη ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Παφίτης κ.α. ν. Challenge Advertising Agency Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 694) ακόμη και να υπήρχαν χρήματα από την πώληση θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για κάλυψη των μισθών του, τους οποίους απέδειξε πλήρως.
5. Αποδέχτηκε χειρόγραφο του εφεσίβλητου (τεκμ.4) ότι μέχρι το 1996 η Εταιρεία ήταν κερδοφόρα, απορρίπτοντας τις φορολογικές δηλώσεις που αποκάλυπταν το αντίθετο.
6. Κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να διεκδικήσει, αντί μισθών, αμοιβή ή δίκαιη αποζημίωση για τα έτη 1997 – 2000 από την Εταιρεία, τη στιγμή που αναγνώρισε στον εφεσίβλητο δικαίωμα αξίωσης μεριδίου από τον εφεσείοντα και όχι από το συνεταιρισμό τους.
7. Κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του στοιχεία για καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης που ενδεχομένως να δικαιούταν ο εφεσείων, αγνοώντας το γεγονός ότι κατά την επίδικη περίοδο μόνο αυτός εργαζόταν στο συνεταιρισμό προκειμένου να κρατήσει την επιχείρηση ζωντανή μέχρι την εξεύρεση αγοραστή και,
8. Απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία τόσο του ιδίου όσο και του ΜΥ2 και επί του προκειμένου διατυπώνει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αναφορικά με τη διάκριση μεταξύ ευρημάτων αξιοπιστίας και απόσεισης του βάρους απόδειξης.
Αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις του εφεσίβλητου ο οποίος, απορρίπτοντας τους λόγους έφεσης, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.
Όπως σημειώνεται πιο πάνω, το μόνο θέμα για το οποίο ο εφεσείων θα μπορούσε να έχει παράπονο από την πρωτόδικη απόφαση είναι η απόρριψη της θέσης του για μισθούς. Αυτό εξάλλου προσδιόρισε τόσο στο δικόγραφο του όσο και με δήλωση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ό,τι διεκδικούσε ήταν μισθοί. Κατά συνέπεια όλα τα παράπονα που διατυπώνει με τους λόγους έφεσης και τα οποία δεν σχετίζονται με αυτό το θέμα στερούνται ερείσματος και ορθώς, εν τέλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως το μόνο ερώτημα που πρόβαλλε προς απάντηση ήταν η αξίωση του για μισθούς. Ερώτημα που απάντησε αρνητικά ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συνακόλουθων ευρημάτων στα οποία κατέληξε. Επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του λογιστή Ζαχαρόπουλου, κατέληξε – πέραν από την ορθή νομική θεώρηση ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να διεκδικήσει μόνο από τον συνεταιρισμό αποζημίωση – ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε ενώπιον του αξιόπιστα στοιχεία που να δίνουν έρεισμα στη διεκδίκηση μισθών ή δίκαιης αποζημίωσης. Πρόκειται για εύλογη κατάληξη που δεν δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου εφόσον, όπως είναι νομολογημένο, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός και εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ((βλ. μεταξύ άλλων Παπακοκκίνου ν. Σμιρλή κ.α. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 236, Μαυροσκούφη ν. Τράπεζας Πειραιώς Κύπρου, Πολ. Εφ. 352/08 ημερ. 16.4.04, Γενικού Εισαγγελέως ν. Πάλμα κ.α., Πολ. Εφ. 44/13 ημερ. 19.11.15, Νakery Trading Ltd κ.α. ν. Σιαηλή κ.α., Πολ. Εφ. 343/10 ημερ. 22.12.15, ECLI:CY:AD:2015:A871 και Μαρίνου ν. Σοφοκλέους, Πολ. Εφ. 151/11 ημερ. 12.4.16, ECLI:CY:AD:2016:A192). Στην παρούσα όμως περίπτωση κάθε άλλο παρά μη ευλόγως επιτρεπτά ήταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα για μισθούς προωθήθηκε στη βάση ότι για 4 χρόνια πρόσφερε προσωπική εργασία στην επιχείρηση χωρίς μισθό, ισχυρισμός που κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναξιόπιστος ως αποτέλεσμα σχολαστικής αξιολόγησης τόσο της μαρτυρίας του ιδίου όσο και της μαρτυρίας του λογιστή Ζαχαρόπουλου. Σημειώνεται συναφώς ότι σύμφωνα με την κοινή επί του θέματος μαρτυρία, ναι μεν οι δύο συνέταιροι δεν έπαιρναν μισθό αλλά κάθε μήνα έπαιρναν από το ταμείο της κοινής επιχείρησης χρήματα για «να ζήσουν» τα οποία μέχρι το 1997 που ο εφεσίβλητος σταμάτησε να προσφέρει την εργασία του στο συνεταιρισμό κατέγραφαν (τεκμ. 4). Έκτοτε όμως, ο εφεσείων, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και διαχείριση της κοινής επιχείρησης, ουδέν στοιχείο παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα αυτό, περιοριζόμενος απλώς στον ισχυρισμό - ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός – ότι όχι μόνο δεν έπαιρνε χρήματα αλλά για να καλύψει τις ζημιές της επιχείρησης χρηματοδοτούσε εξ ιδίων την επιχείρηση, χωρίς και πάλι να παρουσιάσει οποιαδήποτε περί τούτου στοιχεία. Σ΄ ό,τι δε αφορά τις φορολογικές δηλώσεις της Εταιρείας οι οποίες κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναξιόπιστες, επισημαίνουμε ότι αυτές δεν περιελάμβαναν οτιδήποτε για οφειλόμενους μισθούς στον εφεσείοντα. Ό,τι περιελάμβαναν ήταν οι κατ΄ ισχυρισμό ζημιές ύψους 7.197.500 δρχ για την περίοδο 1997-2000 οι οποίες αφενός αντιστρατεύονταν τη δικογραφημένη θέση του ότι για την εν λόγω περίοδο τα έσοδα της επιχείρησης «… ίσα-ίσα που κάλυπταν τα έξοδα συντήρησης όπως ενοίκια, ρεύμα, φόρους, προμήθειες, προμηθευτές και άλλα» (παρ.5 έκθεσης απαίτησης) και αφετέρου, όπως ορθώς απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Και αυτό εφόσον έγινε δεκτό και από τον ίδιο ότι το 1996 η επιχείρηση ήταν κερδοφόρα και, πέραν από τα χρήματα που έπαιρναν μαζί με τον εφεσίβλητο για κάλυψη των εξόδων διαβίωσής τους, πήρε έκαστος ως μερίδιο από τα κέρδη της επιχείρησης 898.000 δρχ και, περαιτέρω, κατά την υπό αναφορά περίοδο που είχε τον αποκλειστικό έλεγχο και διαχείριση της επιχείρησης, υπήρξε σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών της. Δηλαδή 100% το 1998 σε σύγκριση με το 1997, 70% το 1999 σε σύγκριση με το 1998 και 20% περαιτέρω αύξηση το 2000 σε σύγκριση με το 1999. Εν πάση περιπτώσει το κατά πόσο η επιχείρηση ήταν ζημιογόνα δεν αποτελούσε επίδικο θέμα εφόσον ό,τι πρόβαλλε στο δικόγραφο του, ως ήταν και η σχετική δήλωση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αξίωση του περιοριζόταν μόνο «… σε αποζημιώσεις για δεδουλευμένους μισθούς που προκύπτουν από το Καταστατικό της Ομορρύθμου Εταιρείας.»
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω καταλήγουμε ότι με δεδομένο ότι ο εφεσείων πώλησε την επιχείρηση αντί του ποσού των 18.200.000 δρχ, το οποίο κατέθεσε στον προσωπικό του λογαριασμό αφού πλήρωσε το φόρο υπεραξίας και το χαρτόσημο, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο το 49% του εναπομείναντος ποσού για τους λόγους που εκθέτει στην απόφαση του και ορθώς απέρριψε την ανταπαίτηση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/κβπ
[1] Κατατέθηκε επί τούτου πίνακας ισοτιμίας της δραχμής με το ευρώ, σύμφωνα με το οποίο την 27.11.00 €1 αντιστοιχούσε σε 340, 35 δρχ και την 28.12.00 €1 αντιστοιχούσε σε 340,75 δρχ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο