. LIASIDES DEVELOPERS LTD, ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ν. ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2012, 2/6/2017

ECLI:CY:AD:2017:A211

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2012)

 

 

2 Ιουνίου 2017

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστών]

 

 

Y. LIASIDES DEVELOPERS LTD, ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

Eφεσειόντων/Εναγομένων/Καθ΄ων η Αίτηση

ΚΑΙ

 

1.   ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛ, από την Έμπα

2.   ΔΑΦΝΗΣ ΣΤΑΥΡΗ, από την Πέγεια

3.   ΑΛΙΣΑΒΟΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, από την Πέγεια

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων/Αιτητών

_________

 

Φραγκίσκος Γ. Χατζηχάννας για Χατζηχάννας & Σία ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.

Επαμεινώνδας Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους.

________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από                             τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία καταχώρισε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της,  με τον ισχυρισμό ότι κατ΄εκείνο πλέον τον χρόνο η εταιρεία είχε τεθεί υπό διαχείριση για λογαριασμό τράπεζας και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αντιπροσωπευόταν ο διαχειριστής.  Στα πλαίσια εκείνης της αίτησης διατάχθηκε να χορηγήσει ασφάλεια εξόδων, δυνάμει του άρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, που έχει ως ακολούθως:

 

«382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να ερµηνεύσει το άρθρο 382, παρέθεσε τις ερµηνευτικές διατάξεις της Δ.1, κ.2( 1) αναφορικά µε τους όρους «αγωγή», «ενάγοντας» και «εναγόµενος»[1].  Σημειώνουμε ότι ταυτόσημοι είναι οι όροι «ενάγων» και «εναγόμενος» στην ευρύτερης, βέβαια, διάστασης πρωτογενή νομοθεσία, ήτοι στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, όπως τροποποιήθηκε[2]  Δεν εξέτασε περαιτέρω το ζήτηµα, εκ του αποτελέσματος όμως προκύπτει ότι έκρινε πως η εφεσείουσα, ως αιτήτρια σε αίτηση για παραµερισµό απόφασης, ενέπιπτε στην έννοια της «ενάγουσας εταιρείας σε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία» του άρθρου 382. Εξ ου και o κύριος, τώρα, λόγος έφεσης ότι η περίπτωση δεν εκαλύπτετο από τις πρόνοιες του άρθρου 382.

 

Θα πρέπει, κατ΄αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.

 

Αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα,  αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγµα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity».  Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653).

 

Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειµένου περί εταιρειών περιορισµένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτηµα εξηγείται από τον Megarry V-C στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, µε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[3], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού µας Νόµου:

 

«In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs.  The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs.  The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action.  There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies.  Nor is it surprising that there should be such a rule.  A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons.  One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person’s right to litigate despite poverty.»

 

 

 

Χρήσιμη στην ερμηνεία του άρθρου 382 είναι η αγγλική νομολογία που   ερμήνευσε την αντίστοιχη αγγλική πρόνοια.  Τέτοια ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Re Unisoft Group Ltd [1994] BCC 11 (CA), όπου αποφασίστηκε ότι ο όρος «ενάγουσα σε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία» του άρθρου 726(1) του Companies Act, 1985, μπορούσε να ερμηνευθεί με ευρύτητα ώστε να καλύπτει την έννοια  του «αιτητή» (petitioner) σε διαδικασίες προβλεπόμενες από την περί Εταιρειών νομοθεσία.  Το ζήτημα αφορούσε, ειδικότερα, το άρθρο 459 του Companies Act, 1985, το οποίο προέβλεπε για αίτηση μετόχου προς εξασφάλιση προστασίας έναντι άδικης και επιζήμιας διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων (protection against unfair prejudice)[4].  Το Εφετείο υιοθέτησε ως ορθή την ευρεία ερμηνεία που είχε δώσει ως ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

 

«It seems to me that ‘plaintiff’ is used in the context of both ‘action’ or ‘other legal proceeding’ , not as indicating a person conventionally described as a plaintiff alone but as pointing to the person who has invoked the jurisdiction of the court by whichever form of originating process he has chosen, resulting in either an ‘action’ or ‘other legal proceeding’ . It seems to me that that must have been the view of Parliament over the successive re-enactments of the Companies Act ever since 1862 because there cannot, as I see it, be any logic in a system whereby there is jurisdiction to order security for costs against a limited company which is a plaintiff strictly so-called in a writ action or in certain types of originating summons or originating notice of motion but not in other types of originating summons, originating notice of motion and not in petitions at all.»

 

 

 

Ο Scott, L.J., μάλιστα, παρέπεμψε και στο άρθρο 225 της Judicature Act, 1925, το οποίο είναι, κατ΄ουσία, ταυτόσημο με την ερμηνευτική πρόνοια του όρου «ενάγων» στο δικό μας περί Δικαστηρίων Νόμο (βλ. υποσημείωση αρ. 2, ανωτέρω), στην οποία, κατ΄ουσίαν, παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο,  για να υποδείξει ότι «that broad definition of “plaintiff” colours all references to “plaintiff” in the Rules and colours the references to “plaintiff” in the successive Companies Acts.»

 

Παρά την ευρύτητα όμως της ερμηνείας, αυτή  αφορούσε και περιορίστηκε σε αιτήσεις που έχουν χαρακτήρα εναρκτήριας διαδικασίας (originating process).  Τέτοια προσέγγιση συνάδει και με τον εναρκτήριο χαρακτήρα (“commenced by”) που προσδίδει στον όρο “action” η Δ.1, κ.2(1) στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, αλλά και το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου που ορίζει την αγωγή ως «πολιτικήν διαδικασίαν αρχομένην δια κλητηρίου εντάλματος ή κατά τοιούτον άλλον τρόπον ως καθορίζεται υπό διαδικαστικού κανονισμού.»

 

Πέραν της έννοιας της «αγωγής ή άλλης διαδικασίας», σημασία έχει να προσδιοριστεί και η έννοια του όρου «ενάγων» στα πλαίσια του άρθρου 382.  Ο όρος αυτός δεν μπορεί να διευρυνθεί κατά τρόπο που να καλύπτει εταιρεία η οποία στην πραγματικότητα είναι και παραμένει εναγόμενη, παρά τη λήψη εκ μέρους της κάποιου δικαστικού μέτρου.  Τέτοια ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Accidental and Marine Insurance Co. V. Mercati (1866) L.R. 3 Eq. 200, που αφορούσε σε ανταγωγή (cross-action), η οποία παρατίθεται στο Buckley on Companies Acts, 13th Ed., 771, στην ανάλυση του άρθρου 447 του Companies Act, 1948, προς υποστήριξη της εξής αναφοράς:

 

«Where a company is plaintiff in a  cross-suit, or what is virtually a cross-suit, it is not a “plaintiff or pursuer” with this section; the principle is that a party who is really a defendant, though nominally a plaintiff, is not to be hampered in his defence.  Thus, where a company was plaintiff in a suit to set aside a policy on which the defendant in the suit had already brought against the company an action at law, which was still pending, security was refused.»

 

Σχετική αναφορά στην Κυπριακή νομολογία έγινε από τον Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) στην Standard Fruit Company (Bermuda) Limited κ.α. v. Gold Seal Shipping Company Ltd (1993) 1 AAΔ 121, με παραπομπή στην αρχή ότι ο διάδικος που αναγκάζεται να λάβει δικαστικά μέτρα τα οποία είναι απλώς αμυντικά, δεν μπορεί να διαταχθεί σε παροχή ασφάλειας εξόδων.

 

Σε περίπτωση ανταπαίτησης, περί της οποίας ο ορισμός του «ενάγοντα» στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου και στη Δ.1, κ.2(1) προβλέπει ρητά, είναι ενδεικτικό ότι τα αγγλικά δικαστήρια ακολούθησαν την ίδια πορεία.  Μόνο όπου η εναγόμενη εταιρεία προβάλλει μια εντελώς αυτοτελή ανταπαίτηση επί ανεξάρτητης βάσης, όταν μεταβληθεί η ουσία της ιδιότητας της από «αμυντική» σε «επιθετική», μπορεί να θεωρηθεί ως «ενάγουσα» εν τη εννοία του άρθρου 382 (Hutchison TeIephone (UK) Ltd v. UItimate Response Ltd [1993] BCLC 307, Newman v. Wenden Properties Ltd [2007] EWHC 336 (TCC)).  Mε κριτήριο τη φύση και την έκταση της ανταπαίτησης σε σύγκριση με την απαίτηση στην αγωγή, το ερώτημα που κάθε φορά προκύπτει, έγκειται στο κατά πόσο πρόκειται για εντελώς αυτοτελή ανταπαίτηση ώστε να είναι δίκαιο πλέον η εναγόμενη εταιρεία να εξομοιωθεί, για σκοπούς ασφάλειας εξόδων, με «ενάγουσα» (Pimlott v. Meregrove Holdings Ltd [2003] EWHC 1766 (QB), [2003] All ER (D) 325 (Jun)).  Πάντως, μια εναγόμενη εταιρεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ενάγουσα» σε μια ενδιάμεση αίτηση της επί διαδικαστικού θέματος, (C.T. Bowring & Co (Insurance) Ltd v. Corsi & Partners [1995] 1 BCLC 148).

 

Είναι, υπό το φως των παραπάνω νομολογιακών αρχών, πρόδηλο, πως η εφεσείουσα με την καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό απόφασης δεν κατέστη «ενάγουσα». Η ενέργειά της να επιδιώξει τον παραμερισμό της απόφασης, δεν μετέβαλε την ιδιότητά της μετατρέποντας την από εναγόμενη σε, κατ΄ουσίαν, ενάγουσα.  Ούτε η αίτηση αυτή έχει τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να την κατατάξουν ως εναρκτήρια διαδικασία στην έννοια της «αγωγής ή άλλης διαδικασίας» του άρθρου 382.

 

Συνεπώς, οι πρόνοιες του άρθρου 382 δεν είχαν εφαρμογή και η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν άλλοι λόγοι που προβλήθηκαν.

 

Η έφεση επιτρέπεται με €2000 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων.  Το διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων και η διαταγή για έξοδα που δόθηκαν πρωτοδίκως, ακυρώνονται.

 

 

                                                         Π. Παναγή, Δ.

 

                                                         Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                         Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1] «"action"  means a civil proceeding commenced by any law or rules of court;

 

    "plaintiff¨"  includes every person asking any relief (other than a defendant asking relief by way of counter-claim) against any other person by any form of proceeding, whether the proceeding is by action, petition, motion, summons or otherwise; 

    "defendant" includes any person served with any writ of summons or process,, or served with notice of, or entitled to attend any proceedings;»           

[2] "εvάγωv" περιλαμβάvει παv πρόσωπov αξιoύv oιαvδήπoτε θεραπείαv (πληv εκείvης ηv αξιoί o εvαγόμεvoς δι' αvταπαιτήσεως) καθ' oιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ υφ' oιαvδήπoτε μoρφήv διαδικασίας, είτε η διαδικασία είvαι δι' αγωγής, αιτήσεως, αvαφoράς, κλητηρίoυ ή άλλως

"εvαγόμεvoς" περιλαμβάvει oιovδήπoτε πρόσωπov εις o επεδόθη oιovδήπoτε κλητήριov έvταλμα ή διαδικαστικόv έγγραφov, ή εις o εκoιvoπoιήθη ειδoπoίησις περί τoύτoυ, ή τo oπoίov δικαιoύται vα παρίσταται εις oιαvδήπoτε διαδικασίαv

 

[3] Ο κανόνας εισήχθη στην αγγλική νομοθεσία εξ αρχής, μαζί με το θεσμό της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αρχικά με το  Joint Stock Companies Act, 1857 και ακολούθως με το Companies Act, 1862 και διατηρήθηκε μέχρι την κατάργηση του άρθρου 726(1) του Companies Act, 1985, στον οποίο τελικά ενσωματώθηκε, δια του Companies Act, 2006.

[4] Το άρθρο 459 της Companies Act, 1985, που αντικαταστάθηκε δια του άρθρου 994 του Companies Act, 2006, εισήγαγε νέα ρύθμιση αναφορικά με την προστασία της μειοψηφίας, η οποία μέχρι τότε παρεχόταν δια του άρθρου 210 της Companies Act, 1948, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 202 του δικού μας Νόμου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο