ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Ν. ΣΑΝΤΗ Π.Ε.Δ.) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ στις 07/04/2017, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 74/2017, 20/6/2017

ECLI:CY:AD:2017:D228

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 74/2017)

 

 

20 Ιουνίου 2017

 

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Ν. ΣΑΝΤΗ Π.Ε.Δ.) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ στις 07/04/2017, ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ στις 13/042017 ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΤΙΣ 20/04/2017 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟ 3146/2013 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ – ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION

 

------------------

 

 

Γιώργος Αγγελίδης και Ραφαέλα Παπαδοπούλου για Π. Αγγελίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Στις 13.8.2015, εκδόθηκε εκ συμφώνου τελική απόφαση στην αγωγή 3146/2013 Ε.Δ. Λευκωσίας και ακολούθως εκδόθηκε ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας του εξ αποφάσεως οφειλέτη.

 

Στις 21.2.2017,  ο εξ αποφάσεως οφειλέτης καταχώρισε μια πρώτη αίτηση για διόρθωση της εν λόγω απόφασης.  Παράλληλα, με μονομερή αίτησή του της ίδιας ημερομηνίας εξασφάλισε αναστολή εκτέλεσης της μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για διόρθωση ημερομηνίας 21.2.2017.  Το διάταγμα για αναστολή ορίστηκε επιστρεπτέο και έγινε απόλυτο στις 8.3.2017.

 

Η εν λόγω πρώτη αίτηση για διόρθωση επρόκειτο να ακουστεί στις 31.3.2017.  Την ημέρα, όμως, εκείνη η αίτηση απορρίφθηκε λόγω μη εμφάνισης των δικηγόρων του εξ αποφάσεως οφειλέτη, οπότε και το διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης μέχρι της εκδίκασης της έχασε το αντικείμενό του.

 

Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης επανήλθε και στις 5.4.2017 καταχώρισε μια δεύτερη αίτηση για διόρθωση της απόφασης. Την επομένη, επανακαταχώρισε μονομερή αίτηση επί της οποίας εξασφάλισε, στις 7.4.2017, αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της δεύτερης  κύριας αίτησης.

 

Με την παρούσα αίτηση, ο εξ αποφάσεως πιστωτής, νυν Αιτητής, ζητά άδεια με σκοπό να προσβάλει το διάταγμα αναστολής εκτέλεσης ημερομηνίας 7.4.2017 δια προνομιακού εντάλματος certiorari.  Ως λόγοι προβάλλονται ότι τούτο εκδόθηκε μονομερώς χωρίς να υπάρχει το στοιχείο του κατεπείγοντος και χωρίς να είχε απαιτηθεί από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, ως το πρόσωπο που ζήτησε το διάταγμα, να αναλάβει προσωπική υποχρέωση, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το οποίο ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση (ex parte).  Προβάλλεται, επίσης, η θέση ότι παρανόμως το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος, παραλείποντας να αξιολογήσει το περιεχόμενο των ενστάσεων τις οποίες ο νυν Αιτητής είχε καταχωρίσει στα πλαίσια της πρώτης αίτησης.

 

Το βασικότερο δεν  εγείρεται.  Στη νομική βάση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 6.4.2017 αναγράφονται αδιακρίτως διάφορες πρόνοιες της Δ.40, η οποία αφορά την Εκτέλεση Εν Γένει (Execution In General), περιλαμβανομένης της Δ.40 κ.7, που ρυθμίζει τη γενική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης[1] και της Δ.40 κ.11, που προβλέπει την αναστολή στην ειδική περίπτωση όπου ανακύπτουν γεγονότα σε χρόνο μεταγενέστερο ώστε να μην μπορούσαν να δικογραφηθούν («upon the ground of facts which have arisen too late to be pleaded»). Παρά την αναφορά, όμως, της Δ.40, κ.11 στη νομική βάση της αίτησης, είναι φανερό ότι αυτή δεν είχε ως έρεισμα γεγονότα τα οποία ανέκυψαν μετά. Στην πραγματικότητα, η αίτηση στηριζόταν στη Δ.40 κ.7(β).

 

Η τελευταία αυτή διάταξη, σε αντίθεση με την ειδική πρόνοια της Δ.40, κ.11 (και της Δ.35, κ.18 περί αναστολής εκτέλεσης εκκρεμούσης εφέσεως), δεν περιλαμβάνεται στη Δ.48 κ.8(1), όπου απαριθμούνται οι αιτήσεις οι οποίες είναι δυνατόν να γίνονται ex parte.  Συνεπώς, δεν μπορούσε να γίνει χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά.  Εγείρεται βέβαια ο ισχυρισμός ότι κακώς το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα μονομερώς, αλλά τούτο σε συνάρτηση με τη θέση ότι δεν υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για απόδοση μονομερούς θεραπείας με βάση το άρθρο 9 του Κεφ. 6.  Όμως, ως κατωτέρω εξηγείται, οι πρόνοιες του άρθρου 9 δεν υπεισέρχονται στην έκδοση ενός δικονομικού διατάγματος τέτοιας φύσεως. 

 

 Η ορθή διάσταση του προβλήματος δεν συσχετίζεται με το άρθρο 9 του Κεφ. 6, αλλά με την έκδοση διατάγματος ex parte, χωρίς εξουσιοδότηση από τη Δ.48, κ.8(1).  Εφόσον, όμως, το ζήτημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στους λόγους για τους οποίους ζητείται άδεια, δεν μπορεί να εξεταστεί.  Όπως είχα την ευκαιρία να αναφέρω στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 12/2017, ημερομηνίας 31.1.2017, «Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ενεργήσει έξω από τους λόγους που παρατίθενται στην αίτηση.  Ο προσδιορισμός των λόγων για τους οποίους επιζητείται η έκδοση προνομιακού διατάγματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης και τέτοιοι λόγοι θεμελιώνουν το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Λεύκου Γεωργιάδη (1992) 1 ΑΑΔ 298).».  Ομοίως, με αναφορά στην υπόθεση Γεωργιάδη, η Ολομέλεια στην υπόθεση Δέσπω Στυλιανού ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 354/2013, ημερομηνίας 4.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A816, υπέδειξε ότι, «υφίσταται υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητας, για προσδιορισμό των λόγων που επικαλείται ο αιτητής ζητώντας προνομιακό ένταλμα.». 

 

Ως εκ των άνω, κατ΄ουσία, δεν υπάρχει νόημα να εξεταστεί κατά πόσο παραβιάστηκαν τυχόν επιμέρους προϋποθέσεις απόδοσης θεραπείας χωρίς ειδοποίηση, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 9 του Κεφ. 6, όταν δεν εγείρεται το κύριο ζήτημα, που ήταν αυτή τούτη η ευχέρεια απόδοσης θεραπείας μονομερώς.

 

Εν πάση περιπτώσει, όπως φαίνεται από το επίδικο διάταγμα, αυτό είχε οριστεί επιστρεπτέο ενώπιον του Δικαστηρίου και συνεπώς εκεί θα μπορούσαν να εγερθούν οι ισχυρισμοί που τώρα προβάλλει ο αιτητής ή οποιοιδήποτε άλλοι ισχυρισμοί προς ακύρωση του διατάγματος.  Προς τί τότε η προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία που αποτελεί την εφεδρεία της δικαιοδοσίας και το κατάλοιπο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και που ασκείται κατά προνόμιο, χωρίς να έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις;    (Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 2/2009, ημερομηνίας 14.5.2012 και Δέσπω Στυλιανού, ανωτέρω).

 

Πέραν τούτου, ο συσχετισμός τέτοιας δικονομικής φύσεως διαταγμάτων με τις πρόνοιες του Κεφ. 9, όπως εξήγησε ο Κωνσταντινίδης, Δ., οφείλεται σε παρανόηση (Αναφορικά με την αίτηση της Αντρούλλας Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 305).  Τα διατάγματα για αναστολή εκτέλεσης, όπως ευστόχως υποδείχθηκε στην υπόθεση εκείνη, δεν είναι διατάγματα που εκδίδονται κατ΄εφαρμογή του άρθρου 9 του Κεφ. 6, ούτε έχουν, θα προσέθετα, την έννοια των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που εκδίδονται στα πλαίσια του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, «τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού».  Είναι διατάγματα δικονομικής, στενά, φύσης, τα οποία διέπονται, ακριβώς, από τους ίδιους τους διαδικαστικούς κανονισμούς.  Σ΄αυτά τα πλαίσια, όπου παρέχεται εξουσιοδότηση από τη Δ.48, κ.8(1) για ex parte έκδοσή τους, μπορούν να εκδοθούν μονομερώς, άνευ ετέρου, όπως ορίζεται στη Δ.48, κ.8(1).  Ο τρόπος να ακουστεί η άλλη πλευρά, είναι η αίτηση δια κλήσεως που προβλέπεται στη Δ.48, κ.8(4).  Οι πρόνοιες του άρθρου 9, το κατεπείγον, το επιστρεπτέο του διατάγματος και η ανάληψη υποχρέωσης δεν έχουν εν προκειμένω σχέση. 

 

Η Δ.48, κ.8(4) δεν περιορίζεται μόνο για διατάγματα που δίδονται με βάση τη Δ.48, κ.8(1) (βλ., λ.χ., Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου και Ιωσήφ Κωνσταντινίδη (1992) 1 ΑΑΔ 853).  Συνεπώς, ακόμα και αν δεν παρείχετο η δυνατότητα να ακουστεί η άλλη πλευρά με το να οριστεί επιστρεπτέο το διάταγμα, θα υπήρχε και πάλι η θεραπεία της Δ.48, κ.8(4).  Αλλά, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η δυνατότητα που παρέχει η Δ.48, κ.8(4),  θα υπήρχε, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα έφεσης. Έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης μπορεί να ασκηθεί εντός 14 ημερών (Δ.35, κ.2).  Με τούτο ως δεδομένο, τίθεται, εν τέλει και ζήτημα καθυστέρησης, εφόσον εγείρεται το ερώτημα, πώς θα ήταν δυνατή η παροχή άδειας για επιδίωξη προνομιακού εντάλματος σε αίτηση που καταχωρίστηκε δύο σχεδόν μήνες από το χρόνο έκδοσης του προσβαλλομένου διατάγματος, όταν ο χρόνος προσβολής του με έφεση θα ήταν μέχρι 14 ημέρες;

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/ΚΧ»Π



[1] Δ.40, κ.7(β) «The Court or Judge may, at or after the time of giving judgment or making an order, stay execution until such time as they or he shall think fit.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο