ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΤΑΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 292/2011, 7/7/2017

ECLI:CY:AD:2017:A251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 292/2011)

 

7 Ιουλίου, 2017.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

 

-      ΚΑΙ –

 

1.    ΤΑΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

2.    ΜΑΡΙΑ ΖΕΝΙΟΥ,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι,

-------------------

Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

-------------------

   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

-------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο εφεσείων-ενάγων αξίωσε από τους εφεσίβλητους, εναγόμενους 1 και 2 πρωτοδίκως, το ποσό των €70.000 ως οφειλόμενο δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου.  Καθώς αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, το γραμμάτιο για το ως άνω ποσό, εξέδωσε στις 20.4.2010 ο εναγόμενος 1 (ο εφεσίβλητος) εις διαταγή του εφεσείοντα, ο οποίος ασχολείται με το εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων, έναντι νομίμου ανταλλάγματος, στην παρουσία δύο «ικανών προς τον συμβάλλεσθε μαρτύρων» και με την εγγύηση της εναγομένης  2 (η εφεσίβλητη)Το γραμμάτιο θα καθίστατο πληρωτέο μέσω τραπέζης στις 20.4.2010.  Συμφωνήθηκε δε ρητώς ότι από τις 20.4.2010 το ως άνω ποσό θα έφερε τόκο προς 9% μέχρι εξοφλήσεως και οποιαδήποτε καθυστέρηση θα καθιστούσε ολόκληρο το ποσό απαιτητό.  Μετά τη λήξη του γραμματίου, οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό. 

 

Μετά την εμφάνιση των εφεσιβλήτων στην αγωγή, ο εφεσείων  καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση, θεμελιωμένη στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ιδίου.  Στην ένορκη δήλωσή του ο εφεσείων επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, προσθέτοντας ότι οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν να εξοφλήσουν το ποσό του γραμματίου με επιστολή του δικηγόρου του, αλλά αυτοί αμέλησαν και/ή αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν υπεράσπιση στην αγωγή και η καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως έγινε με σκοπό να καθυστερήσουν τη δικαστική διαδικασία.  Τόσο το γραμμάτιο όσο και η επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση ως τεκμήρια.

 

Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι τα αληθή γεγονότα είναι όπως καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου η οποία συνόδευε την ένσταση τους, με κύρια θέση ότι το γραμμάτιο δεν εκδόθηκε έναντι νόμιμου ανταλλάγματος και «είναι προϊόν εξαπάτησης ή παραπλάνησης των Εναγομένων αφού ο Εναγόμενος 1 είχε και έχει κατά του Ενάγοντος συγκεκριμένη και πραγματική απαίτηση» για το ποσό των €48.300 που του κατέβαλε για γεωργικά μηχανήματα τα οποία παρήγγειλε από αυτόν και/ή από εταιρεία του και ουδέποτε του παραδόθηκαν.  Υποστήριξαν επίσης, οι εφεσίβλητοι, παρουσιάζοντας απόδειξη πληρωμής, ότι η αδελφή του εφεσίβλητου κατέβαλε έναντι του γραμματίου το ποσό των €15.000, και ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να υπογράφει το γραμμάτιο ως μάρτυρας ενώ είναι ο δανειστής ή ο δικαιούχος του ως άνω ποσού.

 

Απάντησε ο εφεσείων, με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ότι τα έγγραφα που οι εφεσίβλητοι παρουσιάζουν στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση αφορούν σε οφειλές τους προς την εταιρεία A.M. CHARALAMBOUS LTD και όχι στον ίδιο, ενώ επιβεβαιώνεται με αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις των Ανδρέα Καϊσή και Σαββούλας Σάββα ότι οι υπογραφές των μαρτύρων στο γραμμάτιο ανήκουν σ’ αυτούς και όχι στον εφεσείοντα.  Σε σχέση με την ως άνω θέση του Α. Καϊσή, ο εφεσίβλητος απαντά, επίσης με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ότι η υπογραφή που ο Α. Καϊσής παρουσιάζει ως ανήκουσα στον ίδιο, στην πραγματικότητα ανήκει στον εφεσείοντα και είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν η οποία τέθηκε από τον τελευταίο σε τιμολόγιο και απόδειξη που παρουσιάζονται ως Τεκμήρια 2 και 3, αντίστοιχα, στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση.  Τονίζει ταυτόχρονα ότι ο εφεσείων διευθετούσε τις μεταξύ τους συναλλαγές ενεργώντας άλλοτε ως φυσικό πρόσωπο και άλλοτε ως εταιρεία.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι τα παραπάνω γεγονότα που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου ήταν ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι είχε προσκομιστεί μαρτυρία και από τις δύο πλευρές «για να αποδειχθεί κατά πόσο υπογράφει ο Ενάγων [εφεσείων] ως δανειστής και ως μάρτυρας». Οι ισχυρισμοί δε των εφεσιβλήτων ήταν συγκεκριμένοι, ενώ οι δοσοληψίες μεταξύ του εφεσείοντα, των εφεσιβλήτων και της εταιρείας A.M. CHARALAMBOUS LTD, δεν ήταν «τόσο καθαρές» για να αποστερηθεί από τους εφεσίβλητους το δικαίωμα να καταχωρήσουν υπεράσπιση.

 

Με την έφεση ο εφεσείων θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «απέφυγε» να εξετάσει αν το γραμμάτιο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου και προσέγγισε την επίδικη διαφορά ως να ήταν ζήτημα ασάφειας στις δοσοληψίες του με τους εφεσίβλητους και της εταιρείας A.M. CHARALAMBOUS LTD, με αποτέλεσμα να προβεί, εσφαλμένα, στη διαπίστωση ότι υπάρχει ζήτημα προς εκδίκαση και να επιτρέψει την καταχώρηση υπεράσπισης.

 

Όπως υποδηλοί και ο τίτλος της Δ.18, οι πρόνοιες της εν λόγω διάταξης σκοπό έχουν να δοθεί στον ενάγοντα η δυνατότητα, παρακάμπτοντας τη συνηθισμένη διαδικασία διεξαγωγής δίκης (trial), να πετύχει στην έκδοση απόφασης.  Εφόσον ο ενάγων ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που τίθενται στη Δ.18,θ.1, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί η δυνατότητα καταχώρησης υπεράσπισης.

 

Εν προκειμένω, η εξέταση του ζητήματος ύπαρξης ή όχι καλής υπεράσπισης οριοθετείτο από τη βάση της αγωγής του εφεσείοντα η οποία αφορούσε, αποκλειστικά, γραμμάτιο συνήθους τύπου.  Όπως ορίζει το άρθρο 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σε κάθε δικαστικό µέτρο που λαμβάνεται βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αµάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό, (βλ. επίσης Raif v Dervish (1971) 1 C.L.R. 158).  Σύμφωνα, όμως,  με την επιφύλαξη του άρθρου 80, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπέγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασµό ή απάτη. Επιτρέπεται και η προβολή της  υπεράσπισης της εξόφλησης του χρέους, (βλ. Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1390), εφόσον η εξόφληση αποσβένει την οφειλή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, ως όφειλε, υπό το πρίσμα των διατάξεων της επιφύλαξης του άρθρου 80 του Κεφ.149.  Ούτε αποφάνθηκε, όπως παρατηρεί ο εφεσείων, κατά πόσο το επίδικο έγγραφο ήτο γραμμάτιο συνήθους τύπου.  Δεν είχε, όμως, καθήκον, να προβεί σε τέτοιο εγχείρημα, όπως είναι η εισήγηση του εφεσείοντα.  Δεδομένης της ένορκης θέσης του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων, πιστωτής, υπέγραψε το επίδικο έγγραφο ως ένας από τους δύο μάρτυρες, οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν, ουσιαστικά, την υπόσταση του εγγράφου ως γραμματίου συνήθους τύπου καθώς και τη βασιμότητα της αγωγής του εφεσείοντα η οποία, ως έχει αναφερθεί,  αφορούσε μόνο στο εν λόγω έγγραφο, στη βάση ότι αυτό δεν καταρτίστηκε σύμφωνα και κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 λόγω μη υπογραφής του στην παρουσία δύο μαρτύρων. Τυχόν εξέταση και απόφανση του Δικαστηρίου για το ζήτημα επί της αντικρουόμενης μαρτυρίας των δύο πλευρών, στα πλαίσια της αίτησης για συνοπτική απόφαση, θα οδηγούσε τη διαδικασία, ανεπίτρεπτα, εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου που προδιαγράφεται από τη Δ.18 και θα την μετέτρεπε σε δίκη επί της ουσίας. 

                                                                                                                           

Στο βαθμό δε που η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι υπάρχει ζήτημα προς εκδίκαση, αναφέρεται στη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων, πιστωτής, υπέγραψε το γραμμάτιο ως μάρτυρας, και στο ύψος του οφειλόμενου ποσού, ενόψει ισχυριζόμενης καταβολής ποσού €15.000 έναντι του γραμματίου, αυτή είναι ορθή και εύλογη.  Τούτο, όμως, δεν ισχύει για τις υπόλοιπες υπερασπίσεις που επιχείρησαν να αναδείξουν οι εφεσίβλητοι, οι οποίες δεν εμπίπτουν εντός της εμβέλειας της πιο πάνω επιφύλαξης του άρθρου 80 του Κεφ.149 και θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Το παράπονο, λοιπόν, του εφεσείοντα, στο οποίο αφορά ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε την επίδικη διαφορά «ως να ήταν ζήτημα ασάφειας στις δοσοληψίες μεταξύ του ενάγοντα, των εναγομένων και της εταιρείας A.M. CHARALAMBOUS LTD» έχει κάποια βάση.  Δεν οδηγεί, όμως, η διαπίστωση αυτή, στην ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης να δοθεί άδεια για υπεράσπιση, ενόψει της κατάδειξης αφενός καλής υπεράσπισης από τους εφεσίβλητους, σε σχέση με την υπόσταση του επίδικου εγγράφου, όπως αναφέρεται ανωτέρω, και, αφετέρου, ζητήματος προς εκδίκαση αναφορικά με το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που δικαιολογούσαν την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση υπεράσπισης για τα ζητήματα αυτά.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                                                                                                                                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                                    Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο