ECLI:CY:AD:2017:A256
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2011)
7 Ioυλίου, 2017.
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσειόντων/Εναγόντων
- ΚΑΙ -
1. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ D. K. INTERCITY BUSES LARNACAS LTD,
2. ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΛΕΝΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΛΕΝΟΥ,
4. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΒΟΝΤΙΤΣΙΑΝΟΥ,
5. ΝΙΚΗΣ ΛΟΥΚΑ,
6. ΚΩΣΤΑ ΙΣΙΔΩΡΟΥ,
7. ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΛΛΕΝΟΣ ΛΤΔ ΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΘΕ ΛΤΔ,
8. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΔΗΜΟΣ ΚΑΛΛΕΝΟΣ ΛΤΔ,
9. DEMOS KALLENOS HOTELS LTD,
10. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑLLENOS BUSES LTD,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων,
------------------------
Ανδρέας Αναγνώστου για Χάρη Κυριακίδη, για τους Εφεσείοντες.
Ανδρέας Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:- Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «η Τράπεζα Κύπρου») για άδεια εκτέλεσης απόφασης που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 594/97, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στις 12.5.1997.
Η προαναφερόμενη τελική απόφαση είχε εκδοθεί, εκ συμφώνου, υπέρ του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (στο εξής «ο Οργανισμός») και εναντίον των εφεσιβλήτων, εναγομένων στην προαναφερόμενη αγωγή. Με αυτήν επιδικάσθηκε σε βάρος όλων των εναγομένων το ποσό των ΛΚ216.975.04, πλέον τόκο. Περαιτέρω, διατάχθηκε η υπό εκκαθάριση εναγόμενη 1 όπως παραδώσει στον ενάγοντα δέκα συγκεκριμένα λεωφορεία, εντός 7 ημερών από την επίδοση σ΄ αυτήν του διατάγματος, με σκοπό την πώληση τους σε δημόσιο πλειστηριασμό και όπως τα έσοδα από την πώληση διατεθούν για την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων. Διατάχθηκε, επιπλέον, η εκποίηση ακινήτων των εναγομένων 7 και 9, που βαρύνονταν με αντίστοιχες υποθήκες και όπως το προϊόν της πώλησης των εν λόγω ακινήτων επίσης διατεθεί προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Η απόφαση προέβλεπε και για αναστολή της εκτέλεσης της εφόσον οι εναγόμενοι πλήρωναν – προφανώς περιοδικώς – συγκεκριμένο ποσό από 1.7.1997 με 7 μέρες χάρη. Ως ενάγων στο κλητήριο ένταλμα της αγωγής 594/97 καθώς και στην απόφαση που εκδόθηκε στις 12.5.1997, εμφαίνετο ο Οργανισμός και όχι οι εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπό αναφορά αίτηση των εφεσειόντων δεν μπορούσε να επιτύχει τόσο για δικονομικούς, όσο και για ουσιαστικούς λόγους. Ο βασικότερος δικονομικός λόγος ο οποίος, όμως, δεν τέθηκε με την ένσταση που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι στην αίτηση, παρά μόνο με την τελική αγόρευση των συνηγόρων τους, αφορούσε, όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο ζήτημα «της ύπαρξης ή μη ενεργητικής νομιμοποίησης της ”TΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ”, όπως αυτή αναγράφεται στον τίτλο της υπό συζήτηση αίτησης». Θεωρώντας ότι επρόκειτο για ζήτημα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο, θα έπρεπε αυτεπάγγελτα και κατά προτεραιότητα να το απασχολήσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του. Κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε γίνει, ουσιαστικά, εκχώρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του Οργανισμού προς την Τράπεζα Κύπρου, με ταυτόχρονη διάλυση του Οργανισμού, χωρίς εκκαθάριση, σύμφωνα με ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του, που έλαβε χώρα στις 30.11.2005. Συνεπώς, επιστολή/ειδοποίηση που είχε δοθεί από την Τράπεζα Κύπρου προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 2.4.2009 περί αλλαγής του ονόματος του Οργανισμού σε «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ» δεν ήταν αρκετή και ικανή από μόνη της να νομιμοποιήσει τη συμμετοχή της Τράπεζας Κύπρου στη δικαστική διαδικασία και την προώθηση της υπό αναφορά αίτησης. Ετύγχαναν δε εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.12 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών[1], οι οποίες, στην περίπτωση αλλαγής διαδίκων λόγω εκχώρησης και μεταβίβασης δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, καθιστούν αναγκαία την εξασφάλιση σχετικού διατάγματος και την τροποποίηση. Εν προκειμένω, η παράλειψη των εφεσειόντων να εξασφαλίσουν προηγουμένως διάταγμα και άδεια να υποκαταστήσουν τον Οργανισμό και να συμμετάσχουν στη δικαστική διαδικασία προτού επιζητήσουν την άδεια εκτέλεσης της απόφασης σφράγιζε, κατά το Δικαστήριο, την τύχη της αίτησης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση των εφεσειόντων δεν μπορούσε να πετύχει και λόγω της στάσης και συμπεριφοράς των εξ αποφάσεως πιστωτών έναντι των εξ αποφάσεως οφειλετών, η οποία, θεώρησε, έθιξε τα συμφέροντα των τελευταίων. Αυτή η πτυχή, όμως, δεν χρειάζεται να απασχολήσει άλλο, για τους λόγους που θα φανούν στη συνέχεια.
Η ορθότητα των πιο πάνω ευρημάτων και συμπερασμάτων του Δικαστηρίου αμφισβητείται με τρεις λόγους έφεσης. Με αντέφεση που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι, η οποία κατά τη συζήτηση της έφεσης περιορίσθηκε σε ένα μόνο λόγο (Πέμπτος Λόγος), προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου να αποκλίνει από τον βασικό κανόνα σε σχέση με τα έξοδα, κρίνοντας ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.
Εν πρώτοις, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι ήταν επιβεβλημένη η υποβολή αιτήματος και η εξασφάλιση σχετικού διατάγματος τροποποίησης ή υποκατάστασης του Οργανισμού από την Τράπεζα Κύπρου προτού επιζητηθεί άδεια εκτέλεσης της απόφασης. Υποστηρίζουν ότι το θέμα της νομιμοποίησης των εφεσειόντων δεν μπορούσε να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν έδωσε το δικαίωμα ή την ευκαιρία στους εφεσείοντες να αγορεύσουν για το θέμα της νομιμοποίησης, ως όφειλε, στα πλαίσια προώθησης του δικαιώματος εκατέρωθεν ακρόασης, παρά μόνο έλαβαν γνώση για πρώτη φορά ότι το θέμα απασχόλησε το Δικαστήριο μετά από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Παραπέμποντας δε στο λεκτικό της Δ.40, θ.8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών[2], εισηγούνται ότι η εν λόγω πρόνοια, ως ίσχυε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρείχε στο Δικαστήριο την εξουσία για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ενώ η απόφαση στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ ν. Χρίστου Χαρίδη (2011) 1 ΑΑΔ 825 στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση, όπου υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, αφορά και εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με υποθέσεις στις οποίες, είτε δεν έχει εκδοθεί απόφαση, είτε η απόφαση δεν έχει τελεσιδικήσει.
Οι παραπάνω εισηγήσεις των εφεσειόντων δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Θέματα που ανάγονται στην τήρηση της δημόσιας τάξης, όπως αυτό της νομιμοποίησης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν και να προωθήσουν την υπό αναφορά αίτηση, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ex proprio motu). Ούτε είναι ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι έλαβαν γνώση για το ζήτημα που εδώ απασχολεί για πρώτη φορά με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Όπως προκύπτει τόσο από την απόφαση του Δικαστηρίου, όσο και από τα τηρηθέντα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, το ζήτημα είχε τεθεί με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, η οποία, όπως μνημονεύεται στα πρακτικά, αναγνώσθηκε στην παρουσία της συνηγόρου των εφεσειόντων κατά το στάδιο των τελικών εισηγήσεων των διαδίκων, αφού της παραδόθηκε αντίγραφο. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν φαίνεται να ζήτησε από τους εφεσείοντες να τοποθετηθούν επί του ζητήματος. Δεν είχε όμως τέτοια υποχρέωση. Οι εφεσείοντες δε, έχοντας ακούσει τις εισηγήσεις των εφεσιβλήτων, θα μπορούσαν, αν επιθυμούσαν, να ζητήσουν από το Δικαστήριο να τους επιτραπεί, να εκφράσουν και τις δικές τους απόψεις για το ζήτημα, κάτι το οποίο, όμως, δεν έπραξαν. Αναγνωρίζουμε, βέβαια, ότι θα ήταν επιθυμητό να είχε ενώπιον του το Δικαστήριο και τις απόψεις των εφεσειόντων. Η μη αναζήτηση τους όμως από το Δικαστήριο δεν επιφέρει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592:
«Όσο επιθυμητό και αν είναι το Δικαστήριο να ζητά και να ακούει τους δικηγόρους των διαδίκων και επί νομικών σημείων, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της δικαιοδοσίας, παρά ταύτα, είμαστε της γνώμης, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι η παράλειψη αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης».
Ως προς την ουσία του θέματος, προκύπτει με σαφήνεια από τη νομολογία ότι οι πρόνοιες της Δ.12 δεν καθίστανται ανενεργές στις περιπτώσεις που υπάρχει τελεσίδικη απόφαση. Η Ζηντίλη ν. Νεοκλέους κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 662, είναι σχετική. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, είχε εκδοθεί απόφαση το 1993 υπέρ της εφεσείουσας, η οποία το 2002 υπέβαλε αίτηση για την πώληση κτήματος του εξ αποφάσεως χρεώστη, ο οποίος είχε αποβιώσει το 1998, προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. Η αίτηση επιδόθηκε στους διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, οι οποίοι καταχώρισαν ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχίσει εναντίον του αποβιώσαντα ως είχε, αλλά, με βάση τη Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, θα έπρεπε να γίνει τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και να προστεθούν οι διαχειριστές της περιουσίας ως διάδικοι. Επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο αναφέρθηκε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σπανού άλλως Καφφά κ.ά. ν. Καφφά (1999)1 Α.Α.Δ 544 (στη σελ. 548), στην οποία βασίστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη δική μας περίπτωση:
«Είναι πρόδηλο από τη Δ.12 θ.1 ότι, εφόσον επίδικο θέμα (cause or matter) είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επιβιώνει του θανάτου του διαδίκου (δηλαδή, ουσιαστικά, δεν είναι τέτοιας προσωπικής φύσεως ώστε να εξαιρείται του γενικού κανόνα), δεν τερματίζεται (abates) λόγω του θανάτου και δεν επηρεάζεται από αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση το επίδικο θέμα, εφόσον δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις των προσωπικής φύσεως απαιτήσεων, επιβιώνει του θανάτου. Η Δ.12 θ.2 ρυθμίζει περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, ο διαχειριστής αποβιώσαντος μπορεί να γίνει διάδικος ώστε να διεκπεραιωθεί η διαδικασία και να αποφασισθούν τα επίδικα θέματα. Και η Δ.12 θ.4 ρυθμίζει τα του διατάγματος για συνέχιση της διαδικασίας μεταξύ των υφισταμένων διαδίκων και του καθισταμένου αναγκαίου νέου διαδίκου. Ούτε περιορίζεται η Δ.12 στο προ της αποφάσεως στάδιο. Και λογικά. Εφόσον μετά την έκδοση αποφάσεως υπάρχει δικαίωμα εφέσεως, όπως και άλλα ζητήματα, υπάρχει και "cause or matter" το οποίο συνεχίζει και το οποίο καθιστά αναγκαία τη διεκπεραίωση της διαδικασίας για να αποφασισθούν τελεσίδικα τα επίδικα θέματα, ώστε να είναι δυνατή η επίκληση της Δ.12.»
Ενόσω μια τελική δικαστική απόφαση παραμένει ανικανοποίητη, συνεχίζει να υπάρχει επίδικο θέμα (βλ. Salt v. Cooper, (1880-81 L. R. 16 Ch. D. 544).
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η κρίση του ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούντο στην καταχώριση και προώθηση της αίτησης για άδεια εκτέλεσης, είναι ορθή. Η Δ.40 θ.8 δεν αντιστρατεύεται τα όσα προνοεί η Δ.12, ούτε επηρεάζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση εκχώρησης δικαιωμάτων διαδίκου σε άλλο πρόσωπο. Αυτό δε που προνοεί η Δ.40 θ.8, είναι για την αναγκαιότητα εξασφάλισης άδειας εκτέλεσης απόφασης, όπου έχουν παρέλθει 10 χρόνια (6 χρόνια κατά τον ουσιώδη χρόνο) από την έκδοση της απόφασης ή όπου έχει επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή λόγω θανάτου ή άλλως πως στους διαδίκους που δικαιούνται ή υποχρεούνται σε εκτέλεση.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, η οποία σφραγίζει και την τύχη της έφεσης, θεωρούμε πως δεν καθίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Ως έχει αναφερθεί, οι εφεσίβλητοι με τον πέμπτο λόγο της ειδοποίησης αντέφεσης προσβάλλουν τη διαταγή του Δικαστηρίου να μην τους επιδικάσει έξοδα και όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα. Σύμφωνα με την αιτιολογία που έδωσε το Δικαστήριο, «τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση», δικαιολογούσαν απόκλιση από τον συνηθισμένο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Όπως έχει πρόσφατα επαναληφθεί στην υπόθεση Μαρία Μαυρονικόλα ν. Άντης Ξάνθου, Έφεση αρ. 9/2014, ημερομηνίας 7.6.2016:
«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επέλυσε οριστικά το ζήτημα της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου που τέθηκε με την αίτηση του εφεσίλβητου (βλ. Δημοκρατία ν. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 630). Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης γι αλόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα (βλ. Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Μάριου Δημητράκη ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, Πολ. Έφ. 341/2010, ημερομηνίας 15.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A685).»
Εν προκειμένω, οι λόγοι που παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ασύνδετοι με την ουσία του αποτελέσματος της έφεσης για άδεια εκτέλεσης, ενώ δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένοι λόγοι που να ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων. Η γενική και αόριστη αναφορά του Δικαστηρίου στα «περιστατικά που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση» δεν δικαιολογεί τη στέρηση των εξόδων των εφεσιβλήτων στην υπό αναφορά διαδικασία. Για τους λόγους αυτούς, θεωρούμε ότι δικαιολογείται η επέμβαση μας προς ανατροπή της απόφασης του Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα.
Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο πέμπτος λόγος αντέφεσης επιτυγχάνει. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 4. Where by reason of death, bankruptcy, or any other event occurring after the commencement of a cause or matter, and causing a change or transmission of interest or liability, or by reason of any person interested coming into existence after the commencement of the cause or matter, it becomes necessary or desirable that any person not already a party should be made a party, or that any person already a party should be made a party in another capacity, an order that the proceedings shall be carried on between the continuing parties, and such new party or parties, may be obtained ex parte on application to the Court or a Judge, upon an allegation of such change, or transmission of interest or liability, or of any such person interested having come into existence.
[2] 8. Where six years have elapsed since the judgment or date of the order, or where any change has taken place by death or otherwise in the parties entitled or liable to execution, the party alleging himself to be entitled to execution may apply to the Court or a Judge for leave to execution accordingly. And such Court or Judge may, if satisfied that the party so applying is entitled to issue execution, make an order to that effect, or may order that any issue or question necessary to determine the rights of the parties shall be tried in any of the ways in which any question in an action may be tried. And in either case the Court or Judge may impose such terms as to costs or otherwise as shall be just.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο