BOUYGUES BATIMENT INTERNATIONAL ν. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2011, 7/7/2017

ECLI:CY:AD:2017:A253

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2011

 

7 Ιουλίου, 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

BOUYGUES BATIMENT INTERNATIONAL,

                                                  Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

-      ΚΑΙ -

 

ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ,

                                                                                              Eφεσίβλητου/Αιτητή.

----------------------

Χρίστος Χριστοφόρου για ΧΡΙΣΤΟΣ Σ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Αλέξανδρος Παπαδόπουλος για ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, αλλοδαπή εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ασχολούνταν με  εργασίες στα αεροδρόμια Πάφου και Λάρνακας. Ο εφεσίβλητος, βρισκόταν στην υπηρεσία τους, ως μηχανολόγος, με βάση γραπτή συμφωνία εργοδότησης ημερομηνίας 16.10.2006, εργαζόμενος αρχικά στο αεροδρόμιο Πάφου και στη συνέχεια και μέχρι την απόλυση του από τους εφεσείοντες, στο αεροδρόμιο Λάρνακας.  Ισχυριζόμενος ότι η απόλυση του ήταν παράνομη, ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις.    

 

Αποτέλεσε κοινά παραδεκτό γεγονός, πρωτοδίκως, ότι ο εφεσίβλητος στις 23.4.2009 κατάγγειλε επίσημα τους εφεσείοντες στην Υπηρεσία Περιβάλλοντος, με επιστολή του ημερομηνίας 22.4.2009, για ρήψη χημικών αποβλήτων στο σύστημα όμβριων υδάτων της περιοχής του Αεροδρομίου Λάρνακας, τα οποία διοχετεύονταν στην Αλυκή Λάρνακας, με αποτέλεσμα να επισκεφθεί το χώρο του αεροδρομίου στις 24.4.2009 κλιμάκιο της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος.   Επίσης παραδεκτό ήταν ότι οι λόγοι απόλυσης του εφεσίβλητου εκτίθενται σε επιστολή των εφεσειόντων προς τον εφεσίβλητο, ημερομηνίας 27.4.2009.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Οι λόγοι για την απόλυση σας είναι η αποτυχία σας να λάβετε όλα τα δυνατόν λογικά μέτρα για την αποφυγή έκχυσης χημικών κατά τον έλεγχο και την έναρξη λειτουργίας του συστήματος σωληνώσεων ψύξης νερού.  Σύμφωνα με το άρθρο 12(ι) του συμβολαίου απασχόλησης σας, αποτύχατε να «καταβάλετε την μεγαλύτερη προσπάθεια σας για την αποφυγή δημοσίευσης ή αποκάλυψης οποιασδήποτε πληροφορίας αναφορικά με την επιχείρηση ή τα οικονομικά του εργοδότη» και, αποτύχατε να ακολουθήσετε τις διαδικασίες της Εταιρείας σχετικά με την αναφορά περιβαλλοντικών συμβάντων»

 

Οι εφεσείοντες, ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι στις 23.4.2009 συνέβηκε ατύχημα που σχετιζόταν με σπάσιμο βαλβίδας και έκχυσης υγρού στο έδαφος. Αρμόδιος για το ζήτημα αυτό ήταν ο εφεσίβλητος, ο οποίος απέτυχε να λάβει τα δέοντα μέτρα προς αποφυγή του και να ακολουθήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες αναφοράς.  Περαιτέρω, στις 24.4.2009, εντοπίστηκε ηλεκτρονικό μήνυμα (email) του εφεσίβλητου ημερομηνίας 26.1.2009, προς τον Cedric Leferve, - κατά τους εφεσείοντες, πρώην υπάλληλος τους – κατά τον εφεσίβλητο, προϊστάμενος του.  Η ενέργεια αυτή δεν συνήδε, κατά τους εφεσείοντες, με το συμβόλαιο απασχόλησής του.  Σημειώνουμε ότι στο μήνυμα αυτό ο εφεσίβλητος αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι συμμεριζόταν τα αισθήματα του παραλήπτη του μηνύματος για την «εταιρεία» και πίστευε πως το τέλος του δρόμου ήταν πολύ κοντά (the end of this road is very close) και, περαιτέρω, ότι ο υπεργολάβος δεν ακολουθούσε κανένα πρότυπο ή τις τεχνικές προδιαγραφές προμηθειών, ενώ γίνεται λόγος και για κακή ποιότητα των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών του αεροδρομίου Λάρνακας τις οποίες θα έπρεπε ο ίδιος να δοκιμάσει και θέσει σε λειτουργία.

 

Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσάχθηκε από τις δύο πλευρές, για λόγους που εξήγησε, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, θεωρώντας ότι δεν είχαν αποδειχθεί. Αποδεχόμενο τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά του εφεσίβλητου, κατέληξε σε εύρημα, ότι οι υπηρεσίες του εφεσίβλητου τερματίστηκαν στις 24.4.2009, κατά τη συνάντηση που είχε με το Γενικό Διευθυντή, αμέσως μετά την αποχώρηση του κλιμακίου των αρμοδίων υπηρεσιών – και όχι με την κοινοποίηση της επιστολής απόλυσης - όταν, καθομολογία του κ. Κατσαρή, Διευθυντή του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού των εφεσειόντων, δόθηκε στον εφεσίβλητο ως λόγος απόλυσης, «ότι ήταν επικίνδυνος για τη δουλειά και έπρεπε να απολυθεί αμέσως, γιατί παρέλειψε να ειδοποιήσει την Εταιρεία ότι θα έφερνε στο εργοτάξιο την Υπηρεσία Περιβάλλοντος»Παρατήρησε συναφώς, το Δικαστήριο, ότι με την επιστολή απόλυσης αλλά και τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του, οι εφεσείοντες προέβαλαν διάφορους λόγους οι οποίοι δεν γνωστοποιήθηκαν στον εφεσίβλητο εκ τον προτέρων ή κατά τον χρόνο της απόλυσης του.  Έκρινε δε πως ο λόγος που οδήγησε τους εφεσείοντες στην απόλυση του εφεσίβλητου ήταν η καταγγελία στην οποία προέβηκε στην Υπηρεσία Περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να επιθεωρηθεί το εργοτάξιο από κλιμάκιο της εν λόγω Υπηρεσίας και του Τμήματος Αλιείας.  Επισήμανε, περαιτέρω, τις πρόνοιες του άρθρου 6(2)(γ) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67)[1], όπως τροποποιήθηκε, (στο εξής «ο Νόμος»), και συμπλήρωσε πως:

«…αν ο Αιτητής [εφεσίβλητος] δεν προέβαινε στη συγκεκριμένη καταγγελία, σίγουρα οι Εργοδότες του δεν θα προχωρούσαν στην απόλυση του.  Θεωρούμε όμως καθήκον του, για χάρη ενός γενικότερου συμφέροντος που ήταν η προστασία του περιβάλλοντος, να καταγγείλει τους Εργοδότες του στην αρμόδια αρχή μιας και οι δικές του προσπάθειες δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα.  Η ιδέα και μόνον ότι ο Αιτητής προχώρησε στη συγκεκριμένη καταγγελία με κίνδυνο ότι θα έχανε την εργασία του καθιστά φανερή την καλόπιστη πρόθεση του να αποτρέψει μια παράνομη και ή αξιόποινη πράξη εκ μέρους των Εργοδοτών του …»

 

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η παράλειψη των εφεσειόντων να γνωστοποιήσουν στον εφεσίβλητο τους λόγους που επικαλέστηκαν για την απόλυση του, ως ήταν η υποχρέωση τους, συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος του για ακρόαση, το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης περί του Τερματισμού της Απασχόλησης του 1982 (Ν.45/85).

 

Ως προς το καίριο ερώτημα, κατά πόσο ήταν εύλογη η κατάληξη των εφεσειόντων, ως λογικών εργοδοτών υπό τις περιστάσεις, να προβούν στον τερματισμό της εργόδοτησης του εφεσίβλητου στη βάση των ενώπιον τους στοιχείων, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι απέτυχαν να αποσείσουν το σχετικό βάρος απόδειξης που τους βάρυνε και, κατ’ επέκταση, δεν κατάφεραν να αποδείξουν στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων οποιοδήποτε λόγο που με βάση το άρθρο 5(α), (ε) και (στ) του Νόμου θα δικαιολογούσε τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη, το Δικαστήριο προχώρησε στον υπολογισμό των αποζημιώσεων στρέφοντας την προσοχή του στους παράγοντες που τίθενται για το σκοπό τούτο στην παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, σημειώνοντας παράλληλα πως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικασθεί κρίνεται με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικά γεγονότα.  Θεωρώντας πως προέκυπτε από τα γεγονότα αυτά ότι ο εφεσίβλητος εργάστηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων «για τρία συναπτά έτη», και ότι οι ακαθάριστες εβδομαδιαίες απολαβές του ανέρχονταν στα €773,63,   και αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του σε συνάρτηση με τους παράγοντες της παραγράφου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, επιδίκασε στον εφεσίβλητο, υπό μορφή αποζημιώσεων, το ποσό των €6.189,04 το οποίο αντιστοιχούσε με τις απολαβές 8 εβδομάδων.

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και με πέντε λόγους ζητείται η ανατροπή της. 

 

Θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε, κατά προτεραιότητα, τον τρίτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αυθαίρετα και αντινομικά κατέληξε στην ετυμηγορία του, προβαίνοντας σε εύρημα ότι οι υπηρεσίες του εφεσίβλητου τερματίστηκαν στις 24.4.2009.  Το παράπονο των εφεσειόντων παραπέμπει στη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες του τερματίστηκαν με επιστολή των εφεσειόντων ημερομηνίας 27.4.2009, θέση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, κρίνοντας ότι ο εφεσίβλητος απολύθηκε στις 24.4.2009 κατά την παραπάνω συνάντηση που είχε με το Γενικό Διευθυντή των εφεσειόντων. Το εύρημα του Δικαστηρίου, κατά τους εφεσείοντες, οδήγησε σε σειρά άλλων λανθασμένων ευρημάτων προς όφελος του εφεσίβλητου, στα οποία, διαφορετικά, δεν θα κατέληγε.  Αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην ημερομηνία απόλυσης του εφεσίβλητου επειδή, ως υποστηρίζουν, η απόλυση του εδραζόταν στους λόγους που αναγράφονται εις την επιστολή τους ημερομηνίας 27.4.2009, όπου γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στον όρο 12(ι) του συμβολαίου απασχόλησης του εφεσιβλήτου λόγω της επιστολής που αυτός  απέστειλε στις 26.1.2009 προς τον Cedric Leferve με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.  

 

Αντίθετη είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ο οποίος υποστηρίζει πως ο δικογραφημένος ισχυρισμός του τελευταίου ότι οι υπηρεσίες του τερματίστηκαν στις 27.4.2009 «δεν απέχει κατά παρασάγγας» από την απόφαση του Δικαστηρίου, επισημαίνοντας, ταυτοχρόνως, ότι ο εφεσίβλητος απολύθηκε προφορικά στις 24.4.2009 για τον μοναδικό λόγο ότι κατήγγειλε τους εφεσείοντες στην Υπηρεσία Περιβάλλοντος. Το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, μελέτησε τους λόγους απόλυσης που πρόβαλαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους ημερομηνίας 27.4.2009 και τους απέρριψε, θεωρώντας, όσον αφορά ιδιαιτέρως το ηλεκτρονικό μήνυμα του εφεσίβλητου προς τον κ. Lefevre, ότι δεν είχε αποδειχθεί πως θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο απόλυσης του.

 

Ο εφεσίβλητος με την παράγραφο 5 των γενικών λόγων της αίτησης του, διατείνεται ότι:

 

«Η καθ’ ης η Αίτηση [εφεσείοντες] με επιστολή της ημερομηνίας 27.4.2009 αυθαίρετα και ή με την δικαιολογία ότι παρέβη όρους της συμφωνίας πρόσληψης του ετερμάτισε τις υπηρεσίες του Αιτητή αφού του εδόθη 4 εβδομάδων πληρωμή αντί προειδοποιήσεως, ήτοι οι υπηρεσίες του τερματίστηκαν στις 22.5.09.»

 

 

Η εν λόγω δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου γίνεται παραδεκτή με την παράγραφο 7 του δικογράφου των εφεσειόντων, εκτός από το μέρος ότι ο τερματισμός έγινε αυθαίρετα, ενώ παραθέτουν, οι εφεσείοντες, τους λόγους για τους οποίους τερμάτισαν τις υπηρεσίες του εφεσιβλήτου.

 

Όπως είναι καλά γνωστό, η δίκη στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεξάγεται με βάση το εξεταστικό σύστημα, το οποίο παρέχει ευρεία ευχέρεια στο Δικαστήριο για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς.  Το σύστημα αυτό, όμως, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αθανασίου ν. Reana Manufacturing and Trading Ltd κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 1635:

«…  Δεν μεταβάλλει … το δικονομικό κανόνα ως προς τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

  Το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τη δικογραφία και να μην επεκτείνεται σε άλλα μη προκύπτοντα θέματα, ιδιαίτερα, όπως στην παρούσα υπόθεση, όταν στο θέμα, το οποίο εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρχε ρητή παραδοχή απ΄ όλους τους διαδίκους στη δικογραφία.

 

  Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 ευσταθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αποφασίζοντας το θέμα το οποίο όχι μόνο δεν προέκυπτε από τη δικογραφία αλλά και υπήρχε ρητή παραδοχή στα δικόγραφα όλων των διαδίκων.»

 

Εν προκειμένω, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι εξέτασε τη μαρτυρία «έχοντας συνεχώς κατά νου», μεταξύ άλλων,  τις έγγραφες προτάσεις και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση,  το εύρημα του ότι οι υπηρεσίες του εφεσίβλητου είχαν τερματιστεί στις 24.4.2009 δια στόματος του Γενικού Διευθυντή των εφεσειόντων, για τον μοναδικό λόγο της καταγγελίας στην οποία προέβηκε στην Υπηρεσία Περιβάλλοντος, έρχεται σε αντίθεση με την παραδεκτή δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου για την ημερομηνία και τον τρόπο απόλυσης του, δηλαδή με επιστολή, καθώς και με τους λόγους απόλυσης.  Δεν φαίνεται να εντόπισε το Δικαστήριο τη διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά του εφεσίβλητου για τα ζητήματα αυτά, στην οποία βάσισε το εύρημά του, και, συνεπώς, δεν το προβλημάτισε.  Η παραπάνω θεώρηση των πραγμάτων από το Δικαστήριο το οδήγησε, πεπλανημένα, σε μια σειρά ευρημάτων και συμπερασμάτων, με σημείο αναφοράς την απόλυση του εφεσίβλητου στις 24.4.2009 - ότι δηλαδή, οι λόγοι απόλυσης που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι στην  επιστολή τους ημερομηνίας 27.4.2009, δεν είχαν γνωστοποιηθεί στον εφεσίβλητο κατά το χρόνο της απόλυσης του και πως το ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον κ. Lefevre περιήλθε εις γνώση των εφεσειόντων σε χρόνο μεταγενέστερο της εν λόγω απόλυσης, επισημαίνοντας συναφώς το Δικαστήριο, ως προς τη νομική διάσταση του ζητήματος, ότι η παράλειψη εργοδότη να εξασφαλίσει στον εργοδοτούμενο πρόσβαση «σε όλα τα στοιχεία που θεμελιώνουν την κατηγορία…ή που δικαιολογούν για άλλους λόγους την απόλυση του, θεωρείται από τη νομολογία ότι δεν έχει ενεργήσει λελογισμένα («reasonably»).» Περαιτέρω, με την παράλειψη τους να γνωστοποιήσουν στον εφεσίβλητο τους λόγους που επικαλέστηκαν για την απόλυση του, οι εφεσείοντες του στέρησαν επίσης το δικαίωμα ακρόασης όπως αυτό διασφαλίζεται στο άρθρο 7 του Νόμου (ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορεί να μας βρει σύμφωνους η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες του τελευταίου τερματίστηκαν στις 27.4.2009 «δεν απέχει κατά παρασάγγας» από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Παναγιώτης Λουκά Λτδ ν Ονουφρίου (2004) 1 ΑΑΔ 582). Είναι δε αδιάφορο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε όλους τους λόγους που προέβαλαν οι εφεσείοντες για να δικαιολογήσουν την απόλυση του εφεσίβλητου, αφού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η προσέγγιση και η κατάληξη του για το ζήτημα της απόλυσης αν δεν είχε παραπλανηθεί. 

 

Είναι φανερό από τις διαπιστώσεις μας σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι η έφεση θα πρέπει να πετύχει και η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικαστεί.  Ενόψει τούτου, θεωρούμε αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με άλλη σύνθεση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.  Τα έξοδα της έφεσης θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση, αλλά όχι εις βάρος των εφεσειόντων, εν πάση περιπτώσει.

 

                                                                                               

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                                                Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 



[1] «6.-(1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του αμέσως προηγουμένου εδαφίου τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, ουδέποτε συνιστώσι βάσιμους λόγους διά τον τερματισμόν απασχολήσεως:

(α) [….]

(β) [….]

(γ) η καλή τη πίστει υποβολή παραπόνου ή η συμμετοχή εις διαδικασίαν εναντίον εργοδότου συνεπαγομένην ισχυριζομένην παραβίασιν αστικής και ποινικής φύσεως νόμων ή κανονισμών ή η προσφυγή σε αρμόδια διοικητική αρχή·

(δ) [….]

(ε) [….]

(στ) [….]»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο