ΘΕΜΗ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ν. ELYSEE IRRIGATION LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 131/2012, 22/9/2017

ECLI:CY:AD:2017:A312

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 131/2012

 

 

22 Σεπτεμβρίου, 2017

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΘΕΜΗ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

                                                  Εφεσείοντα,

-      ΚΑΙ -

 

ELYSEE IRRIGATION LTD,

                                                                                              Eφεσιβλήτων.

----------------------

Ζένιος Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.

Νικόλας Παπαμιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους.

Ανδρέας Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

----------------------

  

   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Ο εφεσείων εργαζόταν στους εφεσίβλητους από την 9.4.1992 μέχρι την 15.3.2011, όταν οι τελευταίοι τερμάτισαν τις υπηρεσίες του.  Ακολούθως, προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημίωση για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του, αυξημένες αποζημιώσεις και άλλη θεραπεία.  Εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στον εφεσείοντα το ποσό των €26.275, με επιταγή ημερομηνίας 4.8.2011, ως αποζημίωση για τον τερματισμό της απασχόλησης του, το οποίο ο εφεσείων παρέλαβε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του. 

 

Οι εφεσίβλητοι  αρνούμενοι τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, προέβαλαν με το δικόγραφο τους, ότι οι υπηρεσίες του εφεσείοντα τερματίστηκαν κατόπιν δικού του αιτήματος και πως του κατέβαλαν τις προβλεπόμενες από τη σχετική νομοθεσία αποζημιώσεις για περιπτώσεις τερματισμού απασχόλησης λόγω πλεονασμού, αφού το πιο πάνω ποσό, το οποίο απεστάλη μαζί με επιταγή για ποσό €661.86 ως υπόλοιπο προειδοποίησης 8 εβδομάδων, αντιστοιχεί σε απολαβές 52 εβδομάδων. 

 

 

Από την άλλη, το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (στο εξής «το Ταμείο»), το οποίο κλήθηκε στη διαδικασία από το Δικαστήριο ως αναγκαίος διάδικος, υποστήριξε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού, ούτε υπέβαλε ο εφεσείων σχετική αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή.

 

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αφού έκρινε παράνομο τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον του, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια με βάση τα ενώπιον του πραγματικά στοιχεία, επιδίκασε  στον εφεσείοντα «ελαφρώς αυξημένες αποζημιώσεις που αντιστοιχούν με τις απολαβές 57 εβδομάδων», ήτοι €28.391,70.   Στο ποσό αυτό κατέληξε αφού έλαβε υπόψη ότι:

 

«…(α) ο Αιτητής [εφεσείων] απολύθηκε χωρίς να του δοθεί λόγος κατά παράβαση ρητών προνοιών του Νόμου που προβλέπουν ότι οι λόγοι απόλυσης πρέπει να γνωστοποιούνται εγγράφως στον απολυόμενο, β) οι Καθ’ ων η Αίτηση [εφεσίβλητοι] μετά την απόλυση του Αιτητή κατέβαλαν στον Αιτητη συνολικά το ποσό των €26.275 ως αποζημιώσεις για τον τερματισμό των υπηρεσιών του, παρέχοντας έτσι στον Αιτητή τους οικονομικούς πόρους να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα διάστημα μέχρι να βρει άλλη εργασία, γ) την μακρόχρονη υπηρεσία του (19 χρόνια), δ) την ηλικία του (46 χρόνων κατά την απόλυση του) και ε) η απόλυση του έγινε με την επάνοδο του στην εργασία του μετά την εξάμηνη απουσία του για λόγους υγείας χωρίς να γίνει προηγουμένως οποιαδήποτε διαβούλευση με αυτόν…»

 

Αφού αφαίρεσε από το ποσό αυτό το ποσό των €26.295 που οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη καταβάλει στον εφεσείοντα ως αποζημιώσεις και ως φιλοδώρημα, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων για το ποσό των €2.096,70 ως αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό.  Ταυτοχρόνως, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/1967 [1] (στο εξής «ο Νόμος»), έκρινε ότι το ποσό αυτό θα πρέπει να καταβληθεί στον εφεσείοντα από το Ταμείο αφού οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη καταβάλει στον εφεσείοντα μεγαλύτερο ποσό από αυτό που αντιστοιχούσε στις απολαβές του ενός έτους.

 

Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης η οποία ασκήθηκε από τον εφεσείων-αιτητή.  Δύο είναι οι λόγοι έφεσης.  Ο πρώτος αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, μη ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του ποσού που επιδίκασε ως αποζημιώσεις, στη βάση ότι δεν έλαβε υπόψη όλα τα κριτήρια του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου - αλλά μόνο το κριτήριο (γ) που αφορά στην απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτούμενου - παρόλο που φραστικά τα απαριθμεί στην απόφασή του.   Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της ορθότητας της κρίσης του Δικαστηρίου αναφορικά με το κριτήριο (γ) του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει τις συνέπειες που είχε η απόλυση του εφεσείοντα στη σταδιοδρομία του, για τους λόγους που εκτίθενται στο εφετήριο, στους οποίους δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο παρόν στάδιο.

 

Το Ταμείο δεν άσκησε έφεση. Υπέβαλε, όμως, περίγραμμα αγόρευσης με το οποίο αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ειδικότερα την ερμηνεία από το Δικαστήριο των διατάξεων του άρθρου 3(2) του Νόμου και του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου. Θεωρούμε ότι δεδομένης της μη καταχώρησης έφεσης από το Ταμείο, θα πρέπει να απασχολήσει κατά προτεραιότητα το ερώτημα, κατά πόσο τα παράπονα και οι αιτιάσεις του μπορούν να τεθούν και εξεταστούν στα πλαίσια της έφεσης που καταχώρησε ο εφεσείων.  

 

Σημειώνουμε ευθύς εξαρχής τη δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ταμείου ότι δεν επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ποσό των αποζημιώσεων που κλήθηκε να καταβάλει στον εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά τη μη αύξηση των αποζημιώσεων από το Εφετείο.  Κεντρική του θέση ως προς την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων είναι ότι στο Νόμο δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά «σε αποζημίωση που να υπολογίζεται σε ημερομίσθια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου». Τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα αφορούν αποζημιώσεις που καταβάλλει ο εργοδότης στον εργοδοτούμενο ως γενικές αποζημιώσεις, «οι οποίες δεν υπολογίζονται ως αποζημιώσεις περιόδου απασχόλησης». Εν πάση περιπτώσει, εισηγείται, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να «απαλλάξει» τον εργοδότη από την υποχρέωση του να αντεξετάσει τον εφεσείοντα και να προσπαθήσει να μειώσει την αποζημίωση που θα αποφάσιζε το Δικαστήριο προσκομίζοντας εκείνα τα στοιχεία που ενδεχομένως θα παρείχαν υπεράσπιση και στο Ταμείο, ενώ υποστηρίζει παράλληλα πως η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και η πρακτική που ακολούθησε «ανοίγει διάπλατα ένα παράθυρο συμπαιγνίας μεταξύ Εργοδότη και Εργοδοτούμενου εις βάρος του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού».     

 

Τα επίδικα θέματα της έφεσης περιορίζονται στα τιθέμενα από αυτή.   Κρίνουμε, εν προκειμένω, ότι δεν προκύπτει από τους λόγους έφεσης τέτοια προέκταση, ώστε να μπορούν να εξεταστούν τα παράπονα και οι εισηγήσεις του Ταμείου, επί των οποίων, άλλωστε,  δεν δόθηκε η ευκαιρία για αντίλογο εφόσον δεν έχουν προβληθεί με έφεση.  Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, φρονούμε ότι δεν πρόκειται για κατάλληλη περίπτωση για να επεκταθούμε σε συζήτηση των σοβαρών θεμάτων που τέθηκαν από το Ταμείο στο περίγραμμα αγόρευσης του και προφορικά ενώπιον μας μέσω του δικηγόρου του και θα περιοριστούμε σε όσα είναι αναγκαία για την υπόθεση που βρίσκεται ενώπιον μας, όπως προδιαγράφεται από τους λόγους έφεσης.

 

Οι δύο λόγοι έφεσης σε μεγάλο βαθμό συμπλέκονται και μπορούν να εξεταστούν ενιαία.

 

Η αποζημίωση του εργοδοτουμένου επαφίεται,  σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου[2], στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το οποίο πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να λάβει υπόψη τους παράγοντες που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, μοναδικού μάρτυρα στην υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες παρατηρήσεις και συμπεράσματα:

 

«… παρατηρούμε ότι ο Αιτητής μας ανέφερε γενικά και αόριστα ότι μπορούσε να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης του ως διευθυντής πωλήσεων στους Καθ’ ων η Αίτηση χωρίς να δώσει λεπτομέρειες τι περιελάμβαναν αυτά τα καθήκοντα.  Δεν μας εξήγησε γιατί δεν κατέστη δυνατό να βρει άλλη εργασία λόγω του προβλήματος υγείας του αφού δεν μας έδωσε στοιχεία τι μόρφωση είχε, τι εργασίες ήταν ικανός να εκτελέσει ως εργοδοτούμενος και πού θα μπορούσε να εργοδοτηθεί χωρίς να εκτελεί χειρονακτική εργασία.  Από τη μαρτυρία του διαφαίνεται ότι δεν προσπάθησε να εξεύρει άλλη κατάλληλη γι’ αυτόν εργασία. Περαιτέρω, δεν μας ανέφερε οτιδήποτε σχετικά με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του στους Καθ’ ων η Αίτηση και τυχόν μελλοντικές προοπτικές ανέλιξης του στους Καθ’ ων η Αίτηση.  Συνακόλουθα το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει τις συνέπειες που είχε η απόλυση του Αιτητή στη σταδιοδρομία του.

 

     Δεχόμαστε τη μαρτυρία του ότι η απόλυση του έγινε με την επάνοδο του στην εργασία μετά από εξάμηνη απουσία λόγω προβλήματος υγείας χωρίς να του δοθεί λόγος που να δικαιολογεί την απόφαση των εργοδοτών του.»

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το κριτήριο (γ) του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει τις συνέπειες που είχε η απόλυση του στη σταδιοδρομία του δεν συνάδει και δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα που το Δικαστήριο έκανε αποδεκτά. Η βάση της εισήγησης ερείδεται στο εύρημα ότι ο εφεσείων ενεγράφη άνεργος και λάμβανε ανεργιακό επίδομα, το οποίο, κατά τον εφεσείοντα, «ερμηνεύεται ότι…αναζητούσε εργασία», ενώ είναι αποδεκτό πως δεν μπορούσε να εκτελέσει χειρονακτική εργασία.  Όλα αυτά, υποστηρίζει, καταδεικνύουν ότι προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για μείωση της ζημιάς του.

 

Η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.  Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία του εφεσείοντα κατέδειξε το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν προσπάθησε να εξεύρει άλλη κατάλληλη γι’ αυτόν εργασία. Πρόκειται δε για εύρημα επί πραγματικού γεγονότος το οποίο δεν ελέγχεται από το Εφετείο. Ο εφεσείων ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του,  απέτυχε να το αποσείσει για τους λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση. 

 

Ούτε οι υπόλοιπες αιτιάσεις του εφεσείοντα μας βρίσκουν σύμφωνους.  Στην υπόθεση Μουζούρης ν Κοσμο-Πλαστ & Σια κ.ά (2007) 1 ΑΑΔ 896, την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε προς υποστήριξη των θέσεων που προβάλλονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, το Εφετείο επέτρεψε μερικώς την έφεση και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης ως προς το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, γιατί διαφαινόταν από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν ληφθεί υπόψη μόνο τα κριτήρια (α) και (β) και αυτά μόνο φραστικά. 

 

Η παρούσα διακρίνεται από την Μουζούρης. Εν πρώτοις, το περιεχόμενο και η ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα, όπως την αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παρείχε το αναγκαίο υπόβαθρο για την άσκηση κρίσης σε σχέση με το κριτήριο (γ) του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου το οποίο, όπως αποδέχεται ο εφεσείων, «διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον επηρεασμό του ποσού των αποζημιώσεων» που του επιδίκασε (βλ. την αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης).

 

Ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια που τίθενται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, δεν ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο «απλά και μόνο τα απαριθμεί χωρίς να προβαίνει σε κανένα σχολιασμό και αιτιολογία».  Δεν πρέπει να λησμονείται ότι μετά από την καταβολή αποζημίωσης στον εφεσείοντα από τους εργοδότες του, το Δικαστήριο καλείτο να αποφασίσει, ουσιαστικά,  κατά πόσο δικαιολογείτο η αύξηση του καταβληθέντος ποσού υπό το φως των ενώπιον του δεδομένων κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα ο οποίος, ως έχει αναφερθεί, ήταν ο μοναδικός μάρτυρας στην υπόθεση. Είναι δε φανερό από το σκεπτικό του Δικαστηρίου που περιέχεται στο πρώτο απόσπασμα που παραθέσαμε ανωτέρω από την υπό αναφορά απόφαση, ότι έλαβε υπόψη όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια προσθέτοντας,  όπου έκρινε αναγκαίο, τα δικά του σχόλια και παρατηρήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αφενός ότι το ποσό των €26.275 το οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη καταβάλει στον εφεσείοντα παρείχε σ’ αυτόν «τους οικονομικούς πόρους να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα διάστημα μέχρι να βρει άλλη εργασία» και αφετέρου πως η απόλυση του έγινε με την επάνοδο του στην εργασία του μετά την εξάμηνη απουσία του για λόγους υγείας, χωρίς προηγουμένως να γίνει οποιαδήποτε διαβούλευση με αυτόν - αναφορά που παραπέμπει στη διαγωγή των εφεσιβλήτων - καταλήγοντας, το Δικαστήριο, μετά από αναφορά σε όλα τα σχετικά κριτήρια πως «υπό τις περιστάσεις» ήταν εύλογο και δίκαιο να επιδικαστούν στον εφεσείοντα «ελαφρώς αυξημένες αποζημιώσεις». Εν προκειμένω, ο καθορισμός του ποσού των αποζημιώσεων ήταν το αποτέλεσμα ορθής προσέγγισης και αξιολόγησης των παραγόντων που το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη.  Η επιδικασθείσα δε στον εφεσείοντα πρόσθετη αποζημίωση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθεί ως ανεπαρκής.

 

Κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη περίπτωση που να δικαιολογεί επέμβαση προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                        Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                        Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου



[1] «(2) Η αποζηµίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούµενος συµφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ’ ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ηµεροµίσθια του εργοδοτουµένου δι’ έν έτος, και εκ του Ταµείου καθ’ ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ηµεροµίσθια του εργοδοτουµένου δι’ έν έτος.»

[2] «4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το ∆ικαστήριο Εργατικών ∆ιαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ’ αυτού επιδικασθησόµενον ποσόν. Κατά τον υπολογισµόν όµως του επιδικασθησοµένου τούτου ποσού, το ∆ικαστήριο Εργατικών ∆ιαφορών δέον να λάβη υπ’ όψιν του, µεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

     (α) τα ηµεροµίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουµένου·

     (β) την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουµένου·

     (γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδροµίας του εργοδοτουµένου·

     (δ) τας πραγµατικάς συνθήκας του τερµατισµού των υπηρεσιών του εργοδοτουµένου·

     (ε) την ηλικίαν του εργοδοτουµένου.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο