ECLI:CY:AD:2017:D317
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε301/2016)
26 Σεπτεμβρίου 2017
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.
1. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
2. AQUA MASTERS PLC
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι
και
ΠΡΑΞΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσίβλητη-Ενάγουσα
----------------
Ανδρέας Χαβιαράς, μαζί με τον Σώτο Κάσινο για τον Ανδρέα Νεοκλέους και μαζί με τον Λουκά Παρπαρίνο για Λουκά & Βία Λ. Παρπαρίνο & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα 1.
Ανδρέας Χαβιαράς, μαζί με τον Σώτο Κάσινο για τον Ανδρέα Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες 2.
Άντης Γεωργίου για τον Μάριο Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.
---------------
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η εφεσίβλητη/ενάγουσα και ο εφεσείων 1/εναγόμενος 1 (εν τοις εφεξής καλούμενος ως ο «εφεσείοντας 1») είναι δύο εκ των μετόχων και διοικητικών συμβούλων της εταιρείας εφεσείουσας 2/εναγόμενης 2 (εν τοις εφεξής καλούμενης ως «η Εταιρεία»).
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελούν προσωρινά διατάγματα που εξασφάλισε πρωτοδίκως η εφεσίβλητη εναντίον των εφεσειόντων και του Εφόρου Εταιρειών, τα οποία σχετίζονται με γενική συνέλευση της Εταιρείας που έλαβε χώρα στις 4.7.2016.
Κατά τη συνέλευση εκδηλώθηκε υφιστάμενη ήδη συγκρουσιακή κατάσταση μεταξύ των εν λόγω διαδίκων, αντανακλούμενη ευρύτερα, έτσι ώστε να ανακύπτουν δύο «στρατόπεδα» ανάμεσα στους μετόχους της Εταιρείας.
Υπήρξε, ειδικότερα, αντιπαράθεση εκείνη την ημέρα σε σχέση με δύο θέματα. Το πρώτο, αφορούσε τις μετοχές ενός αποχωρήσαντος στο παρελθόν μετόχου (Χ. Κουμούσιη) και το κατά πόσο αυτές είχαν εγκύρως μεταβιβαστεί κατόπιν αγοράς στον εφεσείοντα 1. Ο τελευταίος, λαμβάνοντας τούτο ως δεδομένο, ζητούσε να ψηφίσει στη συνέλευση για όλο το μερίδιό του, περιλαμβανομένων των μετοχών που είχε αγοράσει από τον Κουμούσιη, ενώ η εφεσίβλητη ισχυριζόταν πως η μεταβίβαση δεν ήταν έγκυρη. Αυτό δε το ζήτημα, επηρέαζε τη διαμόρφωση της πλειοψηφίας, γενικότερα και ειδικά στις εργασίες της γενικής συνέλευσης.
Ειδικότερα, ως προς τις μετοχές Κουμούσιη, ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι για να μπορούσαν εγκύρως να μεταβιβαστούν στον εφεσείοντα 1, θα έπρεπε απαραιτήτως να δοθεί η προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Εν πάση περιπτώσει, ήταν περαιτέρω η θέση της, ότι λόγω απαιτήσεων της εταιρείας εναντίον του Κουμούσιη, ετίθετο ζήτημα η εταιρεία να είχε δικαίωμα επίσχεσης των μετοχών, οπότε δεν μπορούσαν να μεταβιβαστούν στον εφεσείοντα 1 πριν να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της επίσχεσης. Συνεπώς, κατά την εφεσίβλητη, η εικόνα που προσπάθησε να παρουσιάσει ο εφεσείοντας 1 στη γενική συνέλευση, ιδίως ότι οι μετοχές Κουμούσιη είχαν ήδη μεταβιβαστεί στον ίδιο, ήταν παραπλανητική έως δόλια.
Η δεύτερη σύγκρουση, αφορούσε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι, πέραν της ιδιότητάς της ως διοικητική σύμβουλος, είχε από 18.6.2014 διοριστεί και ως διευθύνουσα σύμβουλος της Εταιρείας. Η διαφορά έγκειται στο ότι, ενώ οι διοικητικοί σύμβουλοι κατέχουν το αξίωμά τους μέχρι την αμέσως επόμενη ετήσια γενική συνέλευση (Κανονισμός 91 του Καταστατικού της Εταιρείας), οι διευθύνοντες σύμβουλοι δεν υπόκεινται, ενόσω διαρκεί η περίοδος για την οποία διορίστηκαν, σε αποχώρηση κατά την ετήσια γενική συνέλευση (Κανονισμός 103). Σ΄αυτά τα πλαίσια, ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι, ως διευθύνουσα σύμβουλος θα έπρεπε να παραμείνει, ενώ η άλλη πλευρά επέμενε ότι, ως διοικητική σύμβουλος, θα έπρεπε «να παραιτηθεί» σε εκείνη τη γενική συνέλευση.
Κατά την εφεσίβλητη, ενόψει των παραπάνω αντιθέσεων και προς αποφυγή της ρήξης, η κατά τη δική της εκδοχή «πλειοψηφία», δηλαδή η ίδια και όσοι μέτοχοι τάσσονταν μαζί της, αποφάσισαν την αναβολή της γενικής συνέλευσης για τις 25.7.2016, με ποσοστό 52.6% έναντι 47.3%. Εκ των υστέρων όμως, πάντα κατά την εκδοχή της και ενώ οι μέτοχοι της «πλειοψηφίας» απεχώρησαν, οι μέτοχοι της «μειοψηφίας» συνέχισαν παράτυπα τη συνέλευση και παράτυπα αποφάσισαν την παύση της εφεσίβλητης από τη θέση της διευθύνουσας συμβούλου και την αντικατάστασή της με άλλο πρόσωπο, τον Ευαγόρα Χατζησπυρίδη. Με αυτό τον τρόπο, καταλήγει η εκδοχή της εφεσίβλητης, ο εφεσείων 1 έλαβε πλήρη έλεγχο του παράτυπου διοικητικού συμβουλίου.
Επί αυτής της εκδοχής, η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ζητώντας εναντίον του εφεσείοντα 1 αποζημιώσεις για ζημίες τις οποίες υπέστη συνεπεία της παράτυπης, όπως ζητά να αναγνωριστεί, διαδικασίας και της παράβασης υπό του εφεσείοντος 1 του καθήκοντος εμπιστοσύνης «που υπείχε έναντι της εφεσείουσας ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης 2». Περιπλέον, αξιώνει εναντίον αμφοτέρων των εναγομένων, νυν εφεσειόντων, αποζημιώσεις για παράβαση του περί Εταιρειών Νόμου και του Καταστατικού της Εταιρείας. Ζητούνται, επίσης, διατάγματα που να παρεμποδίζουν τον Έφορο Εταιρειών (εναγόμενο 3) να προβεί σε σχετικές αλλαγές και που να τον διατάσσουν να διαγράψει οποιαδήποτε αλλαγή έγινε μετά τις 4.7.2016. Τέλος, ζητείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εταιρεία έχει δικαίωμα επίσχεσης των μετοχών του Κουμούσιη και/ή διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον εφεσείοντα 1 από του να εγγραφεί ως μέτοχος των μετοχών Κουμούσιη πριν το δεόντως συγκροτημένο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας επιληφθεί της άσκησης ή μη του δικαιώματος επίσχεσης των μετοχών αυτών.
Παράλληλα, με μονομερή αίτηση η εφεσίβλητη ζήτησε διάφορα διατάγματα στα ίδια πλαίσια, ήτοι προς παρεμπόδιση εφαρμογής των αποφάσεων «που φαίνεται να λήφθηκαν από μειοψηφία των μελών μετά τη λήξη της γενικής συνέλευσης» και προς παρεμπόδιση αναλόγων αλλαγών στο τμήμα Εφόρου Εταιρειών. Επίσης, ζητήθηκε να απαγορευθεί η λήψη οποιασδήποτε απόφασης από την εταιρεία με την «παράτυπη» σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου. Περαιτέρω, ζητήθηκαν διατάγματα παγοποίησης της περιουσίας της εταιρείας. Όλα αυτά δόθηκαν, είτε μονομερώς είτε μετά που ακούστηκε η άλλη πλευρά. Μονομερώς είχαν δοθεί τα διατάγματα που απαγόρευαν οποιαδήποτε σχετική αλλαγή στο τμήμα Εφόρου Εταιρειών. Ως προς τα υπόλοιπα, δόθηκαν οδηγίες η αίτηση να επιδοθεί.
Η αίτηση βασίστηκε σε ένορκη δήλωση της εφεσείουσας και του συζύγου της, Λύσανδρου Κυριάκου, γραμματέα, συνιδρυτή και ενός εκ των τριών διοικητικών συμβούλων της εταιρείας. Αυτοί προέβαλαν την εκδοχή που ήδη έχουμε παραθέσει.
Η ένσταση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1, ο οποίος είναι εκτελεστικός πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Ήταν, κατ΄αρχάς, η θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν προέβη σε πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη, αλλά προχώρησε σε παραπλάνηση του Δικαστηρίου σε διάφορες πτυχές της εκδοχής της, αρχίζοντας από το ζήτημα της μεταβίβασης των μετοχών Κουμούσιη και της συνεπακόλουθης μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη μετοχική σύνθεση, η εφεσίβλητη παρουσίασε στο Δικαστήριο, ως τον «τελευταίο κατάλογο που φαίνεται στον Έφορο Εταιρειών», το Μητρώο Μελών του 2009, στο οποίο φαίνεται ως μέτοχος ακόμα ο Κουμούσιης. Οι εφεσείοντες, όμως, απάντησαν ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε πράγματι το τελευταίο Μητρώο Μελών. Οι ίδιοι, παρουσίασαν το Έντυπο ΗΕ32Δ, με το οποίο υποβλήθηκε η ετήσια έκθεση της εταιρείας στις 31.12.2012, όπου πλέον ο Κουμούσιης δεν αναφέρεται ως μέτοχος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν του τέθηκε το ζήτημα αυτό θεώρησε ότι ο κατάλογος που παρουσίασαν οι εφεσείοντες «δεν φαίνεται να είναι σφραγισμένος και υπογραμμένος από τον Έφορο Εταιρειών ή βεβαίωση ότι είναι αυτός ο τελευταίος κατάλογος μετόχων, αν και μπορούσαν οι καθ΄ων η αίτηση 1 και 2 να εξασφαλίσουν με έρευνα στον Έφορο Εταιρειών τον τελευταίο κατάλογο μετόχων».
Με αυτό, όμως, τον τρόπο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι είναι οι καθ΄ων η αίτηση, νυν εφεσείοντες, που είχαν το βάρος να διαλευκάνουν το ζήτημα της αμφισβητούμενης μετοχικής σύνθεσης, ενώ είναι η εφεσίβλητη, ως αιτήτρια, που είχε το βάρος να αποκαλύψει τη μετοχική κατάσταση, όπως αυτή φαινόταν επισήμως στον Έφορο Εταιρειών κατά τον ουσιώδη χρόνο και περαιτέρω, να δώσει εξηγήσεις για το εάν εξ αυτής προέκυπτε, όπως και προέκυπτε ως φαίνεται, ότι η μεταβίβαση των μετοχών Κουμούσιη αποτελούσε, υπ΄αυτή την έννοια, τετελεσμένο για την εταιρεία. Το ζήτημα είχε ουσιώδη σημασία, ιδιαίτερα εφόσον ζητήθηκαν, ως άνω, διατάγματα που να απαγορεύουν οποιαδήποτε αλλαγή στον κατάλογο μετόχων, τον οποίο η εφεσίβλητη παρουσίασε ως περιλαμβάνοντα και τον Κουμούσιη. Διαφορετικά το συγκεκριμένο διάταγμα θα ήταν άνευ αντικειμένου. Δεν καλύπτεται τώρα το κενό με τον ισχυρισμό στην αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι το μετοχολόγιο ήταν αμφισβητούμενο και ότι οι τελικοί λογαριασμοί του 2012 κατατέθηκαν χωρίς υπογραφή του Λ. Κυριάκου ως γραμματέα και χωρίς έγκριση του διοικητικού συμβουλίου. Τα δεδομένα έπρεπε να αποκαλυφθούν και εναπόκειτο στο Δικαστήριο να κρίνει.
Η παράλειψη πλήρους αποκάλυψης των δεδομένων σε σχέση με τη συμμετοχή του Κουμούσιη στην εταιρεία κατά τον ουσιώδη χρόνο, αντί της παρουσίασης και μόνο της δικής της θέσης ότι ο Κουμούσιης παρέμενε μέτοχος, ήταν περαιτέρω σημαντική γιατί σχετίζεται προδήλως με την προσπάθεια της εφεσίβλητης να καταδείξει ότι οι υπόλοιποι αξιωματούχοι, πλην του εφεσείοντα 1, δεν γνώριζαν για την αγοραπωλησία των μετοχών, όπως προκύπτει τόσο μέσα από τη δική της ένορκη δήλωση, όσο ιδιαιτέρως και στην ένορκη δήλωση του Λ. Κυριάκου, για την οποία η εφεσίβλητη αναφέρει στη δική της ένορκη δήλωση ότι συμφωνεί απολύτως. Εκεί αναφέρεται ότι ο Κουμούσιης και η Εταιρεία είχαν υπογράψει συμφωνία ημερομηνίας 30.11.2012 δια της οποίας ο Κουμούσιης θα πωλούσε τις μετοχές του σε άτομο της επιλογής του και η μεταβίβαση θα γινόταν αφού πρώτα συναινούσε το διοικητικό συμβούλιο της Εταιρείας. Ως προς τα λοιπά, ο Λ. Κυριάκου αναφέρει τα εξής:
«Ουδέποτε κατατέθηκε μέχρι σήμερα έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών του κ. Κουμούσιη για έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας. (Επισυνάπτεται η γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 30.11.2012 για την αποχώρηση του κ. Κουμούσιη ως εργοδοτούμενου από την εναγόμενη εταιρεία και το έγγραφο μεταβίβασης μετοχών του κ. Κουμούσιη προς τον εναγόμενο 1 το οποίο δεν παρουσιάστηκε για έγκριση στο Δ.Σ. της εναγόμενης εταιρείας και που δεν έχει ημερομηνία υπογραφής του ως τεκμήριο Β.) Το αξιοπερίεργο με αυτό το αγοραπωλητήριο μετοχών είναι το γεγονός ότι δεν φέρει ημερομηνία, δεν παρουσιάστηκε στους υπόλοιπους αξιωματούχους της εταιρείας, δεν έγινε στις 30.11.2012 αλλά πολύ μεταγενέστερα και κατά περίεργο και ίσως δόλιο τρόπο παρουσιάστηκε στη γενική συνέλευση στις 4.7.2016 ως ένα ενιαίο έγγραφο με τη συμφωνία ημερομηνίας 30.11.2012 με τον εμφανή σκοπό να δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι υπόλοιποι αξιωματούχοι γνώριζαν γι΄αυτή την αγοραπωλησία μετοχών μεταξύ του κ. Κουμούσιη και του εναγόμενου 1.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Όφειλε επίσης, η εφεσίβλητη, όχι απλώς να παρουσιάσει την έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 30.11.2012 (Τεκμήριο Β) στο Δικαστήριο, αλλά και να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι αυτή έφερε τις υπογραφές των τότε μελών του διοικητικού συμβουλίου, αλλά και του ενόρκως δηλούντος Λ. Κυριάκου, ότι σ΄αυτή υπάρχουν αναφορές που υποδηλώνουν ότι το διοικητικό συμβούλιο είχε εγκρίνει την πώληση και ότι η συμφωνία αναφερόταν σε εγκεκριμένο πρόσωπο και συνοδευόταν ήδη από υπογεγραμμένο έγγραφο μεταβίβασης μετοχών[1].
Αντί να επισυρθεί η προσοχή του Δικαστηρίου σε αυτά, παρουσιάστηκε η εικόνα, ως άνω, ότι ουδέποτε κατατέθηκε έγγραφο μεταβίβασης των μετοχών και ότι το παρουσιασθέν στις 4.7.2016 ως ενιαίο έγγραφο ήταν προϊόν δόλιου σκοπού για να δημιουργηθεί η εσφαλμένη εικόνα ότι οι υπόλοιποι αξιωματούχοι γνώριζαν για την αγοραπωλησία των μετοχών.
Αλλά και για τη δυνατότητα επίσχεσης των μετοχών, δόθηκε, ως άνω, από την εφεσίβλητη η εικόνα στο Δικαστήριο ότι υπήρχε τέτοιο ζήτημα, χωρίς να υποδειχθεί ότι στη συμφωνία ημερομηνίας 30.11.2012, τεκμήριο Β, ρητά αναφέρεται ότι τα δύο μέρη, Εταιρεία και Κουμούσιης, δεν έχουν κανένα παράπονο μεταξύ τους ή οικονομική απαίτηση.
Αυτά αντιμετωπίστηκαν επιδερμικά ή και καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο και έτσι παρέμεινε κατ΄ουσία χωρίς απάντηση η θέση των εφεσειόντων για μη αποκάλυψη ή ακόμα και για παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Με όσα, όμως, έχουμε ήδη αναφέρει, προκύπτει πράγματι ζήτημα μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πεπλανημένης εικόνας.
Αλλά υπάρχει και μια περαιτέρω διάσταση σε σχέση με την οποία αποδόθηκε μη αποκάλυψη ή/και παραπλάνηση, η οποία αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη παρουσίασε τον εαυτό της στο Δικαστήριο ως διευθύνουσα σύμβουλο της Εταιρείας. Ειδικότερα, παρουσίασε προς υποστήριξη της θέσης της αυτής, μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου με την οποία την εξουσιοδοτούσε όπως αντιπροσωπεύσει την Εταιρεία στο συμβούλιο μιας άλλης εταιρείας, της Aqua Masters Qatar W.L.L., στο οποίο η εφεσίβλητη περιγράφεται ως «Managing Director» (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωσή της). Το έγγραφο αυτό η εφεσίβλητη το παρουσίασε ως «διοριστήριο έγγραφο από την εναγόμενη 2 για την ιδιότητά της ως διευθύνουσα σύμβουλος». Παράλληλα, ως «διοριστήριο έγγραφο από την εναγόμενη 2 για την ιδιότητά της ως διοικητική σύμβουλος» παρουσίασε μια άλλη, παρόμοια, εξουσιοδότηση όπου και περιγράφεται ως «Director». Δεν αποκάλυψε, όμως, πράγμα που έκαμε η άλλη πλευρά, την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ημερομηνίας 14.4.2014, η οποία υπογράφεται από τον εφεσείοντα 1 ως πρόεδρο και τον Λ. Κυριάκου ως γραμματέα, δια της οποίας η εφεσίβλητη διορίστηκε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση εφεσείοντα 1). Με αυτό τον τρόπο, παρουσιάστηκαν οι εξουσιοδοτικές αποφάσεις ως διοριστήρια έγγραφα στις δύο θέσεις, αντίστοιχα, χωρίς να παρουσιαστεί το μοναδικό διοριστήριο έγγραφο/απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αφορούσε και μόνο τη θέση του διοικητικού συμβούλου και καθόλου τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου. Η στάση αυτή της εφεσίβλητης προκάλεσε σύγχυση στο πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το ζήτημα της ιδιότητας της. Θεώρησε το Δικαστήριο ότι το κύριο και ουσιαστικό δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίο η εφεσίβλητη διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο, αλλά «πρώτα απ΄όλα» ότι είναι μέτοχος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Άλλη, όμως, είναι η σημασία που απέδωσε στο ζήτημα η ίδια η εφεσίβλητη και είναι ως παυθείσα παρατύπως διευθύνουσα σύμβουλος που προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου προσβάλλοντας την παράτυπη παύση της.
Υπήρξε, συνεπώς, απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων η οποία δεν αντιμετωπίστηκε από το Δικαστήριο αν και ήταν τέτοιας φύσεως που, νοουμένου ότι η διαδικασία άρχισε χωρίς ειδοποίηση και μέρος του διατάγματος δόθηκε ex parte, θα έπρεπε να οδηγήσει σε άρνηση του Δικαστηρίου να ακούσει περαιτέρω την πλευρά της εφεσίβλητης (Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248). Η επιβεβλημένη πορεία θα ήταν να ακυρώσει τα διατάγματα και αυτή θα είναι η κατάληξη της παρούσας έφεσης.
Δεν θεωρούμε, όμως, περιττό, αλλά για ευρύτερους σκοπούς θεωρούμε αναγκαίο, να ασχοληθούμε με περαιτέρω λόγους έφεσης που αναδεικνύουν ουσιώδη σφάλματα στην πρωτόδικη απόφαση.
Ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, έγινε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτεταμένη, πολυσέλιδη, αναφορά στη νομολογία και παρατέθηκαν πολλά αποσπάσματα από τις σχετικές αποφάσεις. Το ζητούμενο, όμως, είναι η συνοπτική και με ακρίβεια διατύπωση των αρχών και η αποτελεσματική εφαρμογή τους στα δεδομένα κάθε υπόθεσης.
Εν προκειμένω, ό,τι αναφέρεται για την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 (σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση), είναι τα εξής:
«Κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, αφού στους ισχυρισμούς που περιέχονται σε αυτή γίνεται μια γενική αναφορά εκ μέρους της Αιτήτριας στα διαδραματισθέντα στις 04/07/2016 που κατ΄αυτήν έληξε με την αναβολή της, ενώ για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2 συνεχίστηκε και στη θέση της Αιτήτριας εκλέγηκε άλλο άτομο στο διοικητικό συμβούλιο), που κατ΄αυτή δεν υπήρχε δόυσα έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο, της πώλησης και μεταβίβασης των μετοχών του Κουμούσιη στον Καθ΄ου η Αίτηση 1, αφού δεν παρουσιάστηκε οιοδήποτε πρακτικό της Καθ΄ης η Αίτηση 2, για έγκριση τούτων, στη βάση και της συμφωνίας μεταξύ της Καθ΄ης η Αίτηση 2 και του Κουμούσιη, τεκμήριο Β στην ένορκη δήλωση του Λύσανδρου Κυριάκου, αλλά, κατ΄αυτήν, ούτε επίσημο έγγραφο από τον Έφορο Εταιρειών που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.»
Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν σχέση με την έννοια του «σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση», που υποδηλώνει συζητήσιμη υπόθεση με βάση τη δύναμη των δικογράφων (Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557). Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Διατάγματα, Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, πρώτη έκδοση, σελ. 55:
«Με την αναφορά αυτή στην ουσία εισάγεται η γενική προϋπόθεση ότι το δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο ενάγων θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένο είτε από το νόμο (legal right) είτε από το δίκαιο της επιείκειας (equitable right) … Γι΄αυτό και το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα αναγνωρισμένο από το νόμο και τις αρχές της επιείκειας, προτού παραχωρήσει τη θεραπεία απαγορευτικού διατάγματος.»
Το Δικαστήριο ουδόλως εξέτασε, υπό την ορθή αυτή έννοια, την πρώτη προϋπόθεση και όσα κατέγραψε ως σχετικά είναι, ως άνω, άσχετα. Είχε δε ιδιαίτερη σημασία η εξέταση της πρώτης προϋπόθεσης σε μια αγωγή που παρουσιάζεται και εν μέρει ως παράγωγη (derivative) ή αντιπροσωπευτική, εφόσον ζητείται και δήλωση υπέρ της Εταιρείας ότι έχει δικαίωμα επίσχεσης των μετοχών Κουμούσιη. Ούτε, παρεμπιπτόντως, φαίνεται να τέθηκε ζήτημα για το αναγκαίο του Κουμούσιη ως διάδικου. Περιπλέον, δεν απασχόλησε το γεγονός ότι αξιώνονται αποζημιώσεις λόγω παράβασης υπό του εφεσείοντα 1 «του καθήκοντος εμπιστοσύνης που υπείχε έναντι της εφεσίβλητης ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας», τη στιγμή που όπως και πρόσφατα έχει υποδειχθεί, το καθήκον εμπιστοσύνης των συμβούλων υφίσταται έναντι της εταιρείας και όχι έναντι των μετόχων (Abuljebain v. Unetec, Πολιτική Έφεση 182/2009, ημερομηνίας 5.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A70).
Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, το μόνο που κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το εξής:
«Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, διαφαίνεται, από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που προβάλλονται στην αγωγή και στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση, ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας και επομένως πληρείται και αυτή η προϋπόθεση.»
Προκύπτει, έτσι, ρητώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη δεύτερη προϋπόθεση με βάση τις ένορκες δηλώσεις που παρουσίασε η εφεσίβλητη, ενώ το καθήκον του ήταν να κρίνει και να αποφασίσει πάνω ολότητα του ενώπιον του υλικού (Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω). Ουδεμία αναφορά γίνεται στα στοιχεία που παρουσίασε η άλλη πλευρά. Έχει κατ΄επανάληψη λεχθεί ότι το Δικαστήριο σ΄αυτό το στάδιο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και ευρήματα επί της ουσίας. Είναι, όμως, εξίσου ορθό ότι, οφείλει, παρά ταύτα, να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία και αυτή είναι η έννοια της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32, με τον τρόπο που εξηγήθηκε στην υπόθεση Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557. Σ΄αυτά τα πλαίσια και για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, όπως ελέχθη στην υπόθεση Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1 ΑΑΔ 1980 και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Λόρδος ν. Σιακόλας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερομηνίας 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A102:
«… κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω και στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το πεδίο.»
Εν προκειμένω, τέτοια διεργασία δεν έλαβε χώρα. Η εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως ρητώς καταγράφτηκε στην απόφαση, κρίθηκε αυτοτελώς και γενικόλογα και χωρίς αναφορά στο υπόλοιπο υλικό, ως λ.χ. στο εξής ζήτημα. Οι εφεσείοντες είχαν αποκαλύψει και εισηγούνται μάλιστα ότι είναι η εφεσίβλητη που θα έπρεπε να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη και να δώσει εξηγήσεις, ότι η τελευταία και ο Λ. Κυριάκου σε email τους ημερομηνίας 18.4.2016 και 3.3.2015, είχαν προτείνει όπως η εφεσίβλητη αγοράσει όλες τις αδιάθετες μετοχές της Εταιρείας και τις μετοχές του εφεσείοντα 1, στην τιμή που ο ίδιος είχε αγοράσει από τον Κουμούσιη. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο email ημερομηνίας 3.3.2015 της εφεσίβλητης, δια του οποίου κοινοποιείται το ενδιαφέρον της για αγορά των μετοχών του εφεσείοντα 1, ότι η τιμή «cannot be higher than the price at which Mr Athanasios Kyriacou bought the shares of Mr Charis Koumoushis a couple of years ago». Γενικά, όμως, είναι που δεν λήφθηκε υπόψη το υλικό στην ολότητά του.
Ένα τελευταίο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε μέσα από τους ευρύτερους λόγους έφεσης είναι το δίκαιο παράπονο των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο εκδίδοντας τα διατάγματα κατέληξε σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη και τελική εξέταση της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, το διάταγμα ημερομηνίας 29.7.2016 απαγορεύει στους εφεσείοντες «να εφαρμόσουν παράτυπες αποφάσεις που φαίνεται να λήφθηκαν από μειοψηφία των μελών μετά τη λήξη της γενικής συνέλευσης ημερομηνίας 04/07/2016 η οποία είχε ήδη αναβληθεί για τις 25/07/2016 και συγκεκριμένα την παράτυπη απόφαση μετόχων που συνιστούν μειοψηφία να αντικαταστήσουν την Ενάγουσα-Αιτήτρια, η οποία είναι η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, με τον κ. Ευαγόρα Χατζησπυρίδη, μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου …»
Με αυτό το λεκτικό, το Δικαστήριο όχι μόνο τοποθετείται σε σχέση με τα αμφισβητούμενα θέματα, αλλά και υιοθετεί πλήρως και μάλιστα υπό μορφή απαγορευτικού διατάγματος, την εκδοχή της εφεσίβλητης για κάθε αμφισβητούμενη πτυχή της υπόθεσης, κατά τρόπο βεβαίως ανεπίτρεπτο.
Η έφεση επιτρέπεται, τα επίδικα διατάγματα ακυρώνονται και η αίτηση ημερομηνίας 11.7.2016 απορρίπτεται. Έξοδα της αίτησης πρωτοδίκως και της έφεσης υπέρ των καθ΄ων η αίτηση/εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ¨Π
[1] «3. Mr Koumoushis sells at his own free will all his 293,478 shares he holds in AM to a person of his choice and approved by the Board of Directors of AM according to the articles of AM, as per the signed share transfer form attached as Appendix AM-D, at a fair and reasonable price after independent professional financial advice.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο