TSENTAS DEVELOPERS LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 142/17, 6/10/2017

ECLI:CY:AD:2017:D339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                     

                   ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 142/17

 

 6 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ

 

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. TSENTAS DEVELOPERS LTD 2. ΘΕΟΦΑΝΗ ΦΑΝΟΥ 3. ΗΒΗΣ ΦΑΝΟΥ ΚΑΙ 4. ΜΑΡΩΣ ΦΑΝΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΥΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΕΝΤΑ Α.Δ.Τ. 407955 ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 12.9.2017 ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ 1137/17 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ Ε237/2013

 

 

 

………………………….

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για αιτητές

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δόθηκε αυθημερόν)

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες ακινήτων επί του κτήματος με αρ. εγγραφής 25/4551 της Ενορίας Τρυπιώτου του Δήμου Λευκωσίας (στο εξής το ακίνητο), το οποίο είχαν εκμισθώσει στον Α. Μιχαηλίδη.

 

      Στις 1.2.17 το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εξέδωσε εκ συμφώνου (α) διάταγμα εναντίον του Α. Μιχαηλίδη για παράδοση του ακινήτου στους αιτητές μέχρι 31.7.17 και (β) απόφαση εναντίον των αιτητών όπως ταυτόχρονα με την παράδοση του ακινήτου, καταβάλουν στον Α. Μιχαηλίδη ως αποζημίωση το ποσό των €18.000 (άρθρα 12 και 13 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83, όπως τροποποιήθηκε) πλέον €2.000 συν ΦΠΑ ως δικηγορικά έξοδα, τα οποία οι αιτητές κατέβαλαν.

 

      Στις 23.8.17 ο Α. Μιχαηλίδης (στο εξής ο  εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής, «ο πιστωτής») κατέθεσε αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει της οποίας πέτυχε αυθημερόν την έκδοση εντάλματος κινητών εναντίον των αιτητών, προβάλλοντας στη συνοδευτική ένορκη δήλωση ότι παρόλο που αυτός παρέδωσε την κατοχή του ακινήτου στους αιτητές, αυτοί δεν του κατέβαλαν την αποζημίωση των €18.000.

 

      Η αντίδραση των αιτητών στην έκδοση του προαναφερθέντος εντάλματος, εκδηλώθηκε με την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν να τους δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  με την οποία επέτρεψε την έκδοση του εντάλματος κινητών με αρ. 1137/17 ημερ. 12.9.17 που τους κοινοποιήθηκε στις 13.9.17 και, περαιτέρω, για μεταφορά του φακέλου της αίτησης στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα προκειμένου να εξεταστεί η ακύρωση του με ένταλμα Certiorari.

 

      Όπως συναφώς διατείνονται, η έκδοση του επίδικου εντάλματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε χωρίς αυτό «… να έχει δικαιοδοσία, αποτελεί υπέρβαση εξουσίας, σοβαρό νομικό λάθος/σφάλμα και παραβιάζει ή/και τροποποιεί ή/και ακυρώνει ή/και αναθεωρεί την εκ συμφώνου ληφθείσα απόφαση…».  Και αυτό στη βάση ότι ο πιστωτής δεν παρέδωσε την κατοχή του ακινήτου μέχρι 31.7.17 αλλά την παρέδωσε στις 7.8.17, κάτι που οι αιτητές γνωστοποίησαν προς την Γραμματέα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 7.8.17.  Κατά συνέπεια, προβάλλουν, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το επίδικο ένταλμα δυνάμει των επιτακτικών προνοιών της Δ.40 θ.3 αφού πρώτα όφειλε να βεβαιωθεί ότι όντως ο πιστωτής συμμορφώθηκε στον όρο/προϋπόθεση της απόφασης ημερ. 1.2.17 που προέβλεπε παράδοση του ακινήτου μέχρι 31.7.17 και μετά να αξιώσει την πληρωμή σ΄ αυτών του ποσού της αποζημίωσης ύψους €18.000. Επί του προκειμένου, παραπέμπουν στην Μαρκίδης ν. Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 728 προς διατύπωση της θέσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε «Παράβαση της σαφούς και καθιερωμένης νομικής αρχής ότι τα Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να τροποποιούν διατάγματα τους που έχουν τελειοποιηθεί ή αποφάσεις τους που έχουν εκδοθεί».

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, κατά την επ΄ ακροατηρίω  συζήτηση της αίτησης, απέσυρε τον ισχυρισμό ότι η έκδοση του επίδικου εντάλματος συνιστά τροποποίηση του διατάγματος που είχε τελειοποιηθεί με την απόφαση ημερ. 1.2.17.  Ό,τι εν τέλει προώθησε περιστρέφεται γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό μη τήρηση των διατάξεων της Δ.40 θ.3 που αποτελεί έκδηλο νομικό σφάλμα που δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας και παρέπεμψε επί του προκειμένου στην Κοινοπραξία Ασφαλιστών Οχημάτων Δημόσιας Χρήσεως (2003) 1 Α.Α.Δ. 203 και σελ. 120 του συγγράμματος του Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα.  Και αυτό γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, ενόψει της ύπαρξης προϋπόθεσης στην απόφαση του για καταβολή από τους αιτητές της αποζημίωσης των €18.000 και της επιστολής των δικηγόρων τους ημερ. 7.8.17, να διατάξει τον πιστωτή να καταχωρίσει αίτηση για να εξεταστεί κατά πόσο όντως παρέδωσε το ακίνητο πριν τις 31.7.17 και όχι να προχωρήσει άμεσα στην έκδοση του επίδικου εντάλματος.  Η μη τήρηση, κατέληξε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο της προβλεπόμενης από τη Δ.40 θ. 3 δικονομίας συνιστά λόγο για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας εφόσον δεν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο προς ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος.

 

      Εξέτασα την αίτηση και όσα διαλαμβάνονται στην έκθεση γεγονότων και στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση και να υπενθυμίσω κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αντωνάκη Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ κ.α., Πολ. Έφεση 348/15 ημερ. 9.6.17, που παραπέμπει και σε προηγούμενη νομολογία επί του θέματος και απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην αίτηση του Γ.Π., Πολ. αιτ. 25/17 ημερ. 17.2.17 όπου γίνεται εκτενής αναφορά στην υπό αναφορά νομολογία), η άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν χορηγείται για αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά στοχεύει στον έλεγχο της νομιμότητας της και γενικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση τέτοιας άδειας όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Τέτοια όμως άδεια, πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις δίδεται, όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά έφεση (Α.I. Κωνσταντινίδου κ.α. (1942) 1 Α.Α.Δ. 853).

 

      Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι πρόδηλο ότι εγείρονται δύο ερωτήματα.  Το πρώτο κατά πόσο οι αιτητές αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες της Δ.40 θ.3 και, το δεύτερο, κατά πόσο έχουν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο προς ακύρωση του επίδικου εντάλματος.  Η Δ.40 θ.3 έχει ως ακολούθως:-

 

Where a judgment or order is to the effect that any party is entitled to any relief subject to or upon the fulfilment of any condition or contingency, the party so entitled may, upon the fulfilment of the condition or contingency, and demand made upon the party against whom he is entitled to relief, apply to the Court or a Judge for leave to issue execution against such party. And the Court or Judge may, if satisfied that the right to relief has arisen according to the terms of the judgment or order, order that execution issue accordingly, or may direct that any issue or question necessary for the determination of the rights of the parties be tried in any of the ways in which questions arising in an action may be tried.”

 

 

      Το γεγονός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 1.2.17 προϋπόθετε – για την καταβολή από τους αιτητές της αποζημίωσης των €18.000, την παράδοση του ακινήτου από τον πιστωτή μέχρι 31.7.17 είναι δεδομένο.  Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με την υπό αναφορά δικονομική διάταξη, η προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να στραφεί προς την κατεύθυνση κατά πόσο ο πιστωτής συμμορφώθηκε στην τεθείσα προϋπόθεση.  Ό,τι προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι ο πιστωτής συμμορφώθηκε στον τεθέντα όρο στη βάση της ένορκης δήλωσης του ότι παρέδωσε το ακίνητο, ενώ σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.40 θ.3 όφειλε να απαιτήσει (demand) απ΄ αυτόν να καταχωρίσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος κινητών ώστε να δοθεί η δυνατότητα και στους αιτητές να ακουστούν επί του ζητήματος.  Δεν το έπραξε και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην τηρήθηκαν οι διατάξεις της εν λόγω Διαταγής, κάτι που ικανοποιεί το στοιχείο της αποκάλυψης εκ μέρους των αιτητών εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης.

 

      Τώρα σ΄ ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών προώθησε τη θέση ότι δεν έχει στη διάθεση του ένδικο μέσο να προσβάλει την έκδοση του επίδικου εντάλματος.  Του ζητήθηκε να γίνει πιο διαφωτιστικός επί του ζητήματος και επικαλέστηκε  προς τούτο την Κοινοπραξία Ασφαλιστών Οχημάτων Δημόσιας Χρήσεως (ανωτέρω), όπου δόθηκε άδεια για αίτηση Certiorari προς ακύρωση εντάλματος πώλησης κινητών. Μελέτησα την εν λόγω απόφαση, πλην όμως δεν είναι υποβοηθητική για την παρούσα.  Κι αυτό γιατί η ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα κινητών εμφάνιζε ως εφαρμόσιμο το άρθρο 23 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν.96(1)/2000) που προβλέπει επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην ασφαλιστική εταιρεία.  Όπως δε ήταν το σκεπτικό του Δικαστηρίου (του τότε δικαστή Κωνσταντινίδη) η επίδοση στην ασφαλιστική εταιρεία του κλητηρίου εντάλματος ήταν προϋπόθεση «… για τη γέννηση των δικαιωμάτων που αυτό το άρθρο προβλέπει…».

 

      Η θέση λοιπόν του συνηγόρου των αιτητών ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο προς ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος, δεν συνοδεύτηκε και με ανάλογη τεκμηρίωση.  Ενόψει τούτου προέβηκα σε μελέτη της Δ.40 και κατά την άποψή μου η Δ.40 θ.2, φαίνεται να παρέχει στους αιτητές ένδικο μέσο για την επιζητούμενη θεραπεία.  Παραθέτω αυτούσια τη σχετική διάταξη:

 

    “Where any person who has obtained any judgment or order upon condition does not perform or comply with such condition, he shall be considered to have waived or abandoned such judgment or order so far as the same is beneficial to himself, and anyother person interested in the matter may on breach or nonperformance of the condition take either such proceedings as the judgment or order may in such case warrant, or such proceedings as might have been taken if no such judgment or order had been made, unless the Court or a Judge shall otherwise direct”

 

 

      Σχετικές επί του θέματος είναι και οι διατάξεις της Δ.48 θ.1 και Δ.48 θ.8(4), εφαρμογή των οποίων θα συνεπάγεται και απόφαση σ΄ ό,τι αφορά το χρόνο παράδοσης της κατοχής του ακινήτου που ως πραγματικό και αμφισβητούμενο γεγονός, έχω την άποψη πως δεν εμπίπτει σε διαδικασία ενός προνομιακού εντάλματος.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η αίτηση για παροχή της αιτούμενης άδειας απορρίπτεται.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο