
ECLI:CY:AD:2017:A335
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 330/2011)
4 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑΣ,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
----------
Χρ. Πουργουρίδης με Στ. Λεμονάρη (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Ντορζής, για τους Εφεσίβλητους.
----------
ΝAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας οι εφεσείοντες αξίωσαν ποσό ΛΚ2.500 (€4.271,50) ως αποζημίωση για ζημιές που προκλήθηκαν στην οικία τους στην οδό Αλέκου Κωνσταντίνου στην Κακοπετριά, στις 22.1.2004, από την πτώση κλάδου πλατάνου που βρισκόταν έξω από την εν λόγω οικία.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης η ζημιά προκλήθηκε λόγω αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του Κοινοτικού Συμβουλίου Κακοπετριάς, εφεσιβλήτων. Στις λεπτομέρειες αμέλειας αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι αμέλησαν να προβούν σε συντήρηση του πλατάνου και τον άφησαν να αναπτυχθεί σε μεγάλο ύψος, παρέλειψαν να προβούν σε κλάδεμα των κλώνων οι οποίοι ευρίσκοντο πάνω από την οροφή της κατοικίας τους, επέτρεψαν να προκληθεί σήψη στους κλώνους του πλατάνου, με αποτέλεσεμα να καταστούν εύθραυστοι και επικίνδυνοι, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ειδοποιήσεις περί σήψης στους κλώνους και στο κορμό του πλατάνου και ότι αυτός κατέστη επικίνδυνος και ότι παρέλειψαν να προβούν έγκαιρα στα αναγκαία αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή των ζημιών. Περαιτέρω, επικαλούνται εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur.
Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους, πέραν από μία προδικαστική ένσταση που εγείρουν ως προς τον τίτλο της αγωγής, αποδέχονται την ύπαρξη ενός ψηλού πλατάνου έξω από την οικία των εφεσειόντων, τα κλαδιά του οποίου καλύπτουν μέρος της οροφής της εν λόγω οικίας, καθώς και την αποκοπή του κλώνου κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, επικαλούμενοι όμως ότι αυτό επεσυνέβη συνεπεία θεομηνίας. Οι εφεσίβλητοι αρνούνται οποιαδήποτε ισχυριζόμενη αμέλεια ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων τους. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι κάθε χρόνο προβαίνουν σε συντήρηση και γενικά κλάδεμα των πλατάνων με τη βοήθεια του Υπουργείου Γεωργίας.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία κατέθεσαν τρεις μάρτυρες εκ μέρους των εφεσειόντων, ο Χρίστος Ζαχαροπλάστης, πατέρας και πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των ιδιοκτητών της επίδικης οικίας (ΜΕ1), ο Ανδρέας Περατικός, Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Κακοπετριάς κατά την επίδικη περίοδο (ΜΕ2), και ο Μενέλαος Μενελάου, ξυλουργός (ΜΕ3). Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Αφού αξιολογήθηκε η προσαχθείσα μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Ο Χαράλαμπος Ζαχαροπλάστης και η Ευτυχία Νίκου Παναγή είναι οι ιδιοκτήτες μίας κατοικίας που βρίσκεται στην οδό Αλέκου Κωνσταντίνου επί του τεμαχίου 690, Φύλλο/Σχέδιο ΧΧΧVΙΙ/21 στην Κακοπετριά. Στις 22.1.2004 ένας από τους κλάδους ενός πλατάνου που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου απέναντι από την εν λόγω κατοικία, οι κλάδοι του οποίου απλώνονταν πάνω από την οροφή της, απεκόπη από τον κεντρικό κορμό και έπεσε πάνω στην οροφή της κατοικίας, προκαλώντας ζημιές. Ο τότε Κοινοτάρχης Κακοπετριάς Μ.Ε. 2 διευθέτησε όπως μεταβεί στο μέρος συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης, το οποίο κατατεμάχισε και απομάκρυνε τον κλάδο του πλατάνου από την οροφή της κατοικίας και τοποθέτησε τσίγκους για να μην εισέρχονται τα νερά της βροχής. Ο Χρίστος Ζαχαροπλάστης, ο οποίος είναι ο πατέρας και πληρεξούσιος αντιπρόσωπος των ιδιοκτητών της κατοικίας, και ο οποίος διέμενε σε αυτήν με τη σύζυγό του, απουσίαζε από το σπίτι κατά το χρόνο του συμβάντος και επέστρεψε την ώρα που το συνεργείο κατατεμάχιζε τον κλάδο. Λίγους μήνες αργότερα ο κ. Ζαχαροπλάστης ανέθεσε στον ξυλουργό Μενέλαο Μενελάου να επιδιορθώσει την οροφή έναντι του ποσού των Λ.Κ. 2500 (€4271,50). Οι ιδιοκτήτες με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 2.11.2004 (Τεκμήριο 5) κάλεσαν τους εναγομένους να τους αποζημιώσουν για τις εν λόγω ζημιές πλην όμως οι εναγόμενοι δεν έδωσαν οποιαδήποτε γραπτή απάντηση στην επιστολή ούτε και κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό.
Σημειώνω ότι η ακριβής αιτία της πτώσης του κλάδου πάνω στην οροφή δεν έχει καταδειχθεί επαρκώς έτσι ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί σε σχετικό εύρημα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά προτεραιότητα κατά πόσο ισχύει στην προκείμενη περίπτωση η αρχή res ipsa loquitur που επικαλούνται οι εφεσείοντες και έκρινε, για τους λόγους που θα αναλύσουμε στη συνέχεια, ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής. Περαιτέρω, αποφάσισε ότι δεν υπήρξε παράβαση νομίμου καθήκοντος του Συμβουλίου και έκρινε, επίσης, ότι δεν είχε καταδειχθεί επαρκώς ότι ο επίδικος πλάτανος ήταν επικίνδυνος λόγω σήψης και ότι το Συμβούλιο το γνώριζε ή όφειλε να το γνωρίζει έτσι ώστε ο κίνδυνος πτώσης του κεντρικού κλαδιού και πρόκλησης ζημιάς να ήταν εύλογα προβλεπτός. Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με έξι λόγους έφεσης ως ακολούθως:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της υπόθεσης η αρχή res ipsa loquitur.
2. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο πλάτανος δεν αποτελεί ιδιοκτησία του Συμβουλίου, είναι λανθασμένη.
3. Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είναι ιδιοκτήτης ούτε του δρόμου έξω από την οικία των εφεσειόντων, ούτε του πλατάνου, προβλήθηκε στην υπεράσπιση, χωρίς όμως να εγερθεί κατά την ακρόαση και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί των ζητημάτων αυτών είναι λανθασμένα.
4. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είχε τον έλεγχο του επίδικου πλατάνου είναι λανθασμένη.
5. Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΕ2 «διαψεύδει τη δικογραφημένη θέση των εναγόντων σε σχέση με την παράλειψη των εναγομένων να φροντίσουν για τη συντήρηση-κλάδεμα του επίδικου πλατάνου, την επικινδυνότητά του και την παροχή σχετικής προειδοποίησης από τους ενάγοντες στους εναγόμενους» είναι λανθασμένη.
6. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή έπρεπε να κινηθεί στο όνομα των ιδιοκτητών της οικίας και όχι στο όνομα του πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτών, είναι αυθαίρετο και λανθασμένο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ισχύει η αρχή res ipsa loquitur, καθότι οι εφεσείοντες στις λεπτομέρειες αμέλειας που παρέθεσαν με την έκθεση απαίτησης απαριθμούν συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου οι οποίες θεωρούν πως είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα την αποκοπή του κλάδου του πλατάνου και την πρόκληση των επιδίκων ζημιών. Πέραν τούτου, οι εφεσείοντες παρουσίασαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης μαρτυρία που στόχευε στην απόδειξη του συγκεκριμένου θέματος. Ειδικότερα, το Δικαστήριο παρέπεμψε στη μαρτυρία του ΜΕ1, ο οποίος ανέφερε ότι εντόπισε σήψη στους πλατάνους έξω από την οικία, είχε διαμαρτυρηθεί προς τους εναγομένους χωρίς θετική ανταπόκριση και ότι η αποκοπή του κεντρικού κλαδιού που προκάλεσε τις ζημιές οφειλόταν σε αυτό. Ακόμη έκρινε ότι δεν καταδείχθηκε ότι ο πλάτανος βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των εφεσειόντων και ότι είχαν οποιοδήποτε θεσμοθετημένο καθήκον να λαμβάνουν μέτρα για τη διατήρησή του σε καλή κατάσταση.
Ο κανόνας του res ipsa loquitur αποτελεί κανόνα απόδειξης και όχι αρχή ουσιαστικού δικαίου (βλ. Παπαλλής κ.ά. ν. Κυριακίδη (2008) 1 ΑΑΔ 83, Χρυσάνθου κ.ά. ν. Φραντζή κ.ά. (2010) 1 ΑΑΔ 1295, Παρλάτα ν. Δημητρίου Πολ. Έφ. 387/2009 ημερομηνίας 21.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A339). Ο κανόνας αυτός καθιερώθηκε στην Κύπρο με το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«55. Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά τηv oπoία αποδεικvύεται-
(α) Ότι o εvάγovτας στερείται γvώσης ή μέσωv γvώσης τωv πραγματικώv περιστατικώv, τα oπoία πρoκάλεσαv τo συμβάv τo oπoίo oδήγησε στη ζημιά, και
(β) ότι η ζημιά πρoκλήθηκε από ιδιoκτησία, επί της oπoίας o εvαγόμεvoς είχε πλήρη έλεγχo,
και κρίvεται από τo Δικαστήριo ότι η επέλευση τoυ συμβάvτoς πoυ πρoκάλεσε τη ζημιά συvδέεται περισσότερo με τo γεγovός ότι o εvαγόμεvoς παρέλειψε vα καταβάλει εύλoγη επιμέλεια παρά πρoς τηv καταβoλή τέτoιας επιμέλειας, o εvαγόμεvoς φέρει τo βάρoς της απόδειξης τoυ ότι δεv υφίστατo αμέλεια για τηv oπoία αυτός ευθύvεται σε σχέση με τo συμβάv τo oπoίo oδήγησε στη ζημιά.»
Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Pambis Fellas Sports Ltd v. Karyatis Centre Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 156 η αρχή res ipsa loquitur εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης για το πώς προκλήθηκε το ζημιογόνο γεγονός ενώ ταυτόχρονα τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους για το πώς προκλήθηκε η ζημιά, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στο δικαστήριο να καθορίσει την ευθύνη.
Στην υπόθεση Κώστα κ.ά. ν. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 1073 τονίστηκε ότι το άρθρο 55 του Κεφ. 148 καθιερώνει την αρχή res ipsa loquitur του Αγγλικού Κοινοδικαίου, ως μέρος του Κυπριακού Δικαίου, και ότι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του εναγομένου. Η απλή παράθεση λεπτομερειών αμέλειας, στην έκθεση απαίτησης, δεν συνιστά κώλυμα για την επίκληση του προαναφερόμενου αξιώματος (βλ. επίσης, Πολυξένη Τομαρίδου-Ηλιάδου ν. Δήμου Πάφου, Πολ. Έφεση Αρ. 355/2011, ημερομηνίας 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A109).
Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες στην Έκθεση Απαίτησης παραθέτουν λεπτομέρειες αμέλειας των εφεσιβλήτων όπου στις παραγράφους 5(α) – (ε) απαριθμούν τις πράξεις και παραλείψεις τους οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποκοπή του κλάδου του πλατάνου και την πρόκληση ζημιών σ΄ αυτούς ως ακολούθως:
«(α) Οι εναγόμενοι αμέλησαν να προβούν σε φυσιολογική συντήρηση του πλατάνου και τον άφησαν να αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο ύψος.
(β) Οι εναγόμενοι παρέλειψαν να προβούν σε κλάδεμα των κλώνων του πλατάνου οι οποίοι ευρίσκοντο πάνω από την οροφή της κατοικίας των εναγόντων.
(γ) Οι εναγόμενοι επέτρεψαν να προκληθεί σήψις στους κλώνους του πλατάνου που ευρίσκονται πάνω από την οροφή της κατοικίας των εναγόντων με αποτέλεσμα να καταστούν εύθραυστοι και επικίνδυνοι.
(δ) Οι εναγόμενοι παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ειδοποιήσεις εκ μέρους του πληρεξουσίου αντιπροσώπου των εναγόντων ότι παρουσιάστηκε σήψη στους κλώνους και στον κορμό του πλατάνου και ότι ο πλάτανος είχε καταστεί επικίνδυνος.
(ε) Οι εναγόμενοι παρέλειψαν να προβούν έγκαιρα στα αναγκαία αποτρεπτικά μέτρα για αποφυγή πρόκλησης ζημιών σε πρόσωπα και περιουσίες.»
Πέραν τούτου, όμως, ο ΜΕ1 στη γραπτή του κατάθεση η οποία κατατέθηκε ως «Έγγραφο Α» ανέφερε στην παράγραφο 5:
«5. Πολλές φορές στο παρελθόν ειδοποίησα το Κοινοτικό Συμβούλιο Κακοπετριας ότι οι πλάτανοι στην άκρη του δρόμου έξω από το σπίτι μου σάπισαν και είναι επικίνδυνοι να κοπούν και να προκαλέσουν ζημιές. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Κακοπετριάς παρέλειψαν και/ή αμέλησαν να πάρουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα. Επισυνάπτω επιστολή που απέστειλα στο Συμβούλιο Βελτιώσεως Κακοπετριάς την 14.11.1990».
Κατά την αντεξέταση δε του ΜΕ1, ενώ σε ερώτηση ως προς το λόγο που απεκόπη ο πλάτανος, ανέφερε ότι δεν μπορεί να ξέρει το λόγο, προχώρησε και έδωσε εξήγηση και, επίσης, αναφέρθηκε σε σήψη που εντόπισε στον πλάτανο, αναιρώντας με αυτό τον τρόπο την αρχική του δήλωση ότι δεν μπορεί να ξέρει το λόγο της αποκοπής.
Η παράθεση λεπτομερειών αμέλειας των εφεσιβλήτων, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που δόθηκε από τον ΜΕ1 προς απόδειξη του επίδικου θέματος, δεν παρέχει καμία δυνατότητα διαζευκτικής επίκλησης του res ipsa loquitur (βλ. Pambis Fellas Sports Ltd v. Karyatis Centre Ltd (πιο πάνω)).
Αποτελεί περαιτέρω θέση των εφεσειόντων ότι, δυνάμει του άρθρου 82 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, Ν.86(Ι)/1999, οι εφεσίβλητοι, έχοντας την «κατοχή» και «πλήρη έλεγχο» του πλατάνου, είχαν το καθήκον να μεριμνούν και ελέγχουν τη διατήρηση και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και να προνοούν για τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εκπλήρωση των σκοπών αυτών. Η ευθύνη αυτή περιλαμβάνει και τα πλατάνια που είναι φυτεμένα στα πεζοδρόμια ή στην άκρη των δρόμων.
Σημειώνουμε ότι η ισχυριζόμενη παράβαση νομίμου καθήκοντος δεν δικογραφείται με την απαιτούμενη σαφήνεια, ούτε δίδονται λεπτομέρειες αυτής. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2011, ημερομηνίας 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A577, με βάση τη νομολογία, το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από τη θεμελίωση της παραβίασης νόμιμου καθήκοντος και πως η ορθή δικογράφηση οφείλει να παραπέμπει σε ξεχωριστή καταγραφή των δύο αγώγιμων δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναφορά στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαίτησης ότι ο κλώνος αποκόπηκε «ένεκα της αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων των Εναγομένων» δεν είναι αρκετή. Παρά ταύτα, για σκοπούς πληρότητας θα εξετάσουμε την εισήγηση των εφεσειόντων.
Το άρθρο 82 του Ν. 86(Ι)/1999 προνοεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
82. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου ισχύοντος κάθε φορά νόμου, το Συμβούλιο οφείλει να εκτελεί, μέσα στα όρια της κοινότητας και στο μέτρο των οικονομικών του δυνατοτήτων, τα ακόλουθα καθήκοντα:
……………………………………………………………………………………………………………………………..
(δ) Να προνοεί για την κατασκευή, τη συντήρηση, την καθαριότητα, το φωτισμό και την ελεύθερη χρήση των οδών και των γεφυριών, να ελέγχει την κατασκευή, τη μετατροπή, το κλείσιμο ή την αλλαγή κατευθύνσεως των οδών και των γεφυριών και να φροντίζει για την απομάκρυνση οποιωνδήποτε αντικειμένων παρεμποδίζουν την ελεύθερη χρήση τους.
…………………………………………………………………………………………………………………………..
(η) Να μεριμνά και να ελέγχει τη διατήρηση και την προστασία της καλής εμφάνισης της κοινότητας, καθώς και του φυσικού της περιβάλλοντος, και να προνοεί για τη λήψη κάθε μέτρου ή για την κατασκευή κάθε αναγκαίου ή χρήσιμου έργου για την εκπλήρωση των σκοπών αυτών.»
Το άρθρο 83(ια) του ίδιου Νόμου παρέχει εξουσία σε κάθε Κοινοτικό Συμβούλιο «Να φυτεύει δέντρα σε οποιοδήποτε δρόμο ή σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο μέσα στα όρια της κοινότητας και να τοποθετεί σε αυτά προστατευτικά κιγκλιδώματα.»
Ο κ. Πουργουρίδης, κατά τη συζήτηση της έφεσης, μας παρέπεμψε σε δημοσίευμα στο New Law Journal, Vol. 128, σελίδες 480-1, όπου αναλύεται η ευθύνη των αντίστοιχων στην Αγγλία Κοινοτικών Συμβουλίων για ζημιές δέντρων που ευρίσκονται φυτεμένα στα πεζοδρόμια ή την άκρη των δρόμων. Γίνεται αναφορά σε αντίστοιχη νομοθετική διάταξη στην Αγγλία, ήτοι το άρθρο 82(1) του Highways Act του 1959, το οποίο προνοεί «subject to the provisions of this section a highway authority may in a highway maintainable at the public expense by them plant trees and shrubs… and otherwise do anything expedient for the maintenance or protection of trees and shrubs… planted or laid out…». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εάν ασκηθεί αυτή η εξουσία, τότε ισχύουν οι συνηθισμένες αρχές των αστικών αδικημάτων, έτσι ώστε εάν η εξουσία ασκηθεί αμελώς, η ευθύνη θα μετατοπιστεί από τον ιδιοκτήτη του δέντρου και θα τοποθετηθεί στους ώμους της κοινοτικής αρχής. Περαιτέρω, αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Where the highway flows entirely over the land of one person (which highway has been taken over by the highway authority and maintained at the public expense), on common law principles, liability for dangerous or badly maintain trees would normally accrue to the owner of the land because the trees are separate from the highway. Where, however, the highway authority exercise its powers under section 82(1), it is submitted that liability for injury cause by failure to maintain the tree or negligently so doing will accrue to the highway authority and be removed from the owner of the land.»
Το άρθρο 83(ια) του Ν. 86(Ι)/1999 δίδει την εξουσία στα Κοινοτικά Συμβούλια να φυτεύουν δέντρα και να τοποθετούν σ΄ αυτά προστατευτικά κιγκλιδώματα. Δεν δημιουργεί όμως το εν λόγω άρθρο ούτε το άρθρο 82 του ιδίου νόμου οποιαδήποτε απόλυτη ευθύνη (absolute liability) σε περίπτωση που προκληθεί ζημιά από αυτά τα δέντρα, χωρίς να καταδειχθεί προηγουμένως είτε ότι υπήρξε παράλειψη στη συντήρηση των δέντρων ή οποιαδήποτε άλλη αμελής πράξη ή παράλειψη του Κοινοτικού Συμβουλίου. Τα ίδια προκύπτουν και από το απόσπασμα στο δημοσίευμα του New Law Journal.
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς την αιτία που προκάλεσε την πτώση του κλώνου του δέντρου επί της περιουσίας των εφεσειόντων. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου δεν αμφισβητείται με την έφεση. Άλλωστε η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τους εφεσείοντες είναι ότι δεν γνώριζαν την αιτία της πτώσης του κλώνου που προκάλεσε τη ζημιά.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, η απόρριψη της εισήγησης των εφεσειόντων περί εφαρμογής του κανόνα res ipsa loquitur, με το βάρος απόδειξης να παραμένει στους ώμους των εφεσειόντων, καθιστά την έφεση έκθετη σε απόρριψη χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο, εκτός εάν άλλως ήθελε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο