KOZA MICHAEL DAVID κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 208/2012, 24/11/2017

ECLI:CY:AD:2017:A415

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 208/2012

 

24 Νοεμβρίου, 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.     KOZA MICHAEL DAVID,

2.     MITCHELL KRYSTYNA,

Εφεσειόντων/Εναγομένων,

-      ΚΑΙ -

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

                                                  Εφεσίβλητης/Ενάγουσας,

----------------------

Μάριος Κυριακίδης για Μάριος Ι. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Αγνή Λιβέρα (κα) για Α. Κακογιάννης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

----------------------

      ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2, κάτοικοι Αγγλίας, αιτήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ανεπιτυχώς, τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 1319/2010,  της επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος σε αυτούς καθώς και του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.12.2010 με το οποίο δόθηκε άδεια για την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. 

 

Θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία[1], αποδεχόμενο ουσιαστικά την ένσταση των εφεσιβλήτων - εναγόντων,  ότι η παράλειψη καταγραφής στο σώμα της αίτησης των εφεσειόντων του δικαιοδοτικού της βάθρου -  εν προκειμένω της Δ.16, θ.9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (στο εξής «οι Θεσμοί») – την καθιστούσε νομικά αστήρικτη και καταδικασμένη σε απόρριψη.   Παράλειψη η οποία δεν μπορούσε να θεραπευθεί ούτε με αναφορά στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου ή κατ’ επίκληση της Δ.64 των Θεσμών, σημειώνοντας ταυτοχρόνως ότι η θεραπεία αυτή μπορεί να παρασχεθεί υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται από το διάδικο που ευθύνεται για την παράλειψη σχετικό αίτημα, κάτι που δεν έγινε στη συγκεκριμένη υπόθεση. 

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης, καταλήγοντας και σε σχέση με την ουσία ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης.  Στο στάδιο της συζήτησης της έφεσης αποσύρθηκαν οι λόγοι 4 και 5.   Από τους απομένοντες λόγους έφεσης προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης 2 και 3, στη βάση της άποψης ότι ήταν σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η θεώρηση πως ήταν αναγκαία η αναγραφή της Δ.16,θ.9 των Θεσμών στη νομική βάση της αίτησης και μοιραία η παράλειψη αναγραφής της.  Με τους λόγους αυτούς συναρτάται και ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζεται ότι ήταν εσφαλμένη η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι η καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από τους εφεσείοντες χωρίς προηγούμενη άδεια από το Δικαστήριο ήταν λανθασμένη.

 

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους εφεσείοντες ότι η Δ.16,θ.9 δεν αναγραφόταν στη νομική βάση της αίτησης.  Στη βάση ότι δεν απαιτείτο άδεια για καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, ισχυρίζονται ότι η καταχώρηση εκ μέρους τους σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία ενεργοποίησε αφ’ εαυτής και καθόρισε το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Δικαστηρίου να εκδικάσει την ταυτοχρόνως καταχωρηθείσα αίτηση παραμερισμού, χωρίς να απαιτείται μνεία της Δ.16,θ.9 των θεσμών.   Αναφορά στην εν λόγω δικονομική διάταξη θα απαιτείτο, εισηγούνται, εάν η αίτηση αφορούσε θέμα σχετικό με το σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία. 

 

Από δικής τους πλευράς, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, με το περίγραμμα αγόρευσης τους, υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή, επισημαίνοντας ότι «το πρόβλημα» για το Δικαστήριο δεν ήταν η μη λήψη άδειας για την καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία αλλά η μη αναγραφή της σχετικής δικονομικής πρόνοιας στο σώμα της αίτησης των εφεσειόντων.

 

Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι η προσβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο έφεσης αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελεί μέρος του δικαστικού λόγου απόρριψης της αίτησης των εφεσειόντων παρά μόνο παρατήρηση αναφορικά με την ορθή διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, κατά τα προβλεπόμενα στη Δ.16, θ.9[2], όταν υπάρχει διαμαρτυρία αναφορικά με την έκδοση ή την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος. Σημειώνουμε, εν πάση περιπτώσει, ότι στην Γεωργιάδης ν Χάσικου και άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 1136 κρίθηκε, αντίθετα προς Αγγλική νομολογία, ότι η Δ.16 θ.9, παρέχει τη δυνατότητα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία ακόμα και χωρίς σχετική άδεια ή διάταγμα του Δικαστηρίου. 

 

Ως προς την αναγκαιότητα αναγραφής της Δ.16 θ.9, στη νομική βάση της αίτησης παρατηρούμε τα ακόλουθα: Το δικαίωμα ενός εναγομένου να ζητήσει τον παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου και του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατοχυρώνεται με τις διατάξεις της Δ.16 θ.9 των Θεσμών, (βλ. S.P.P. Projects Limited v Integral Equipment Sarl (1993) 1 ΑΑΔ 762 και Kozinskaya River Limited κ.ά ν KLCC Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε43/2013, ημερομηνίας 23.3.2017). Η Δ.48, θ.2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζονται. Η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο η αίτηση θα αποφασιστεί, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης, (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Kozinskaya River Limited κ.ά  (ανωτέρω)). Επομένως, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαταγή αυτή θα έπρεπε να καταγράφεται στο σώμα της αίτησης και ότι η παράλειψη αναγραφής της ισοδυναμούσε με παρατυπία.

 

Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει αμέσως στη προβληθείσα από τους εφεσείοντες θέση, στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τη Δ.64 των Θεσμών. Αυτό με βάση τα λεχθέντα στην Πεγιώτη ν Κωμοδρόμου (2003) 1 ΑΑΔ 1601 ότι διάδικος αποποιείται του δικαιώματος να εγείρει θέμα παρέκκλισης από τους Θεσμούς στη διαμόρφωση αιτήματος, εφόσον λαμβάνει μέτρα στη διαδικασία.  Όπως έπραξαν οι εφεσίβλητοι στην προκειμένη περίπτωση, οι οποίοι δεν ενεργοποίησαν τη δικαιοδοτική λειτουργία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρατυπίας, ούτε στήριξαν την ένσταση τους στη Δ.16, θ.9.

 

Βέβαια, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε την ουσία του θέματος, περιοριζόμενο στη θεώρηση ότι δεν ετίθετο ζήτημα «αυτεπάγγελτης θεραπείας», αφού απαιτείτο, ως προϋπόθεση για την παροχή της, η υποβολή σχετικού αιτήματος από το διάδικο που ευθυνόταν για την παρατυπία. Η νομολογία μας, όμως, δεν υποστηρίζει τέτοια απαρέγκλιτη προσέγγιση. Το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια, στην κατάλληλη περίπτωση, να προβεί το ίδιο, αυτεπαγγέλτως, στη θεραπεία της παρατυπίας.  Καθοδηγητική, επί του προκειμένου, είναι η υπόθεση  Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 366 όπου το Εφετείο, υιοθετώντας τα νομολογηθέντα στην αγγλική απόφαση Metroinvest Ansalt et al v Commercial Union [1985] 1 WLR 513 υπέδειξε τα εξής:

 

«Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

 

1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

 

2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

 

3. Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

 

4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

 

5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον"»

 

 

 

Οι παραπάνω παρατηρήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ως προς τη συμμετοχή των εφεσιβλήτων στην πρωτόδικη διαδικασία χωρίς να εγείρουν θέμα παρατυπίας είναι ορθή.  Μπορεί δε να λεχθεί, χωρίς  δυσκολία, ότι η συμμετοχή αυτή με την καταχώριση ένστασης στη  διαδικασία της αίτησης των εφεσειόντων, χωρίς οι εφεσίβλητοι να εγείρουν θέμα παρατυπίας, ισοδυναμεί με παραίτηση από το δικαίωμα που αυτή τους παρείχε. Εξάλλου, οι εφεσίβλητοι, δεν φαίνεται να έχουν υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό λόγω της παρατυπίας.  Η αίτηση των εφεσειόντων ήταν σαφής τόσο ως προς τις επιδιωκόμενες θεραπείες όσο και το πραγματικό τους βάθρο. Συμμετέχοντας δε στη διαδικασία, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν τις αντίθετες στην αίτηση θέσεις τους.  Ούτε επρόκειτο για μείζονα  παρατυπία. Δεν μπορεί, επίσης, να παραγνωριστεί ότι το θέμα της παρατυπίας εγέρθηκε για πρώτη φορά και εξετάστηκε από το Δικαστήριο στο στάδιο της απόφασης του, και όχι σε αρχικό στάδιο, με συνέπεια την ταλαιπωρία των διαδίκων και την αύξηση των εξόδων (βλ Wunderlich (ανωτέρω)).  Υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρούμε ότι απορρίπτοντας την αίτηση των εφεσειοντων λόγω παρατυπίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια προκαλώντας αδικία στους εφεσείοντες.  Έχοντας διαπιστώσει το ίδιο την ύπαρξη της παρατυπίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προχωρήσει έγκαιρα στη θεραπεία της εκδίδοντας διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία.

 

Θα προχωρήσουμε, λοιπόν, στην εξέταση του 6ου λόγου έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να μεταφράσουν στα αγγλικά τα έγγραφα που επέδωσαν στους εφεσείοντες. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Στον κανονισμό 1393/07 άρθρο 7 αναφέρεται ότι «η ασφάλεια της διαβίβασης απαιτεί να συνοδεύεται η πράξη από ένα τυποποιημένο έντυπο που συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίδοση ή κοινοποίηση ή σε κάποια άλλη γλώσσα δεκτή από το κράτος μέλος παραλαβής». Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και Τουρκική. Κάθε διάδικος οφείλει να αναγνωρίσει πως δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί στην Δημοκρατία και η οποία τον αφορά θα διεξάγεται σε μια από τις γλώσσες αυτές. Κατά συνέπεια και τα δικαστικά έγγραφα θα είναι συνταγμένα είτε στην Ελληνική είτε στην Τουρκική γλώσσα. Η σύνταξη δικαστικού εγγράφου προοριζόμενου να επιδοθεί σε αλλοδαπό σε γλώσσα άλλη πλην από τις επίσημες γλώσσες δεν συνάδει με τα πιο πάνω. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004 και κατά συνέπεια η Ελληνική γλώσσα είναι επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι επίσης μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ελληνική γλώσσα είναι δεκτή από το κράτος μέλος παραλαβής των εγγράφων. Ως εκ τούτου οι ενάγοντες δεν είχαν κατά την κρίση μου καμία υποχρέωση να μεταφράσουν τα έγγραφα στην Αγγλική γλώσσα.»

 

 

Επισημαίνοντας ότι με την αναφορά σε «άρθρο 7» το πρωτόδικο Δικαστήριο εννοούσε την παράγραφο 7 του Προοιμίου του Κανονισμού (ΕΚ) Αρ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, (στο εξής «ο Κανονισμός»), οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το παραπάνω συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο καθότι συγχύζει τη γλώσσα του εντύπου που, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 του Κανονισμού[3], υποχρεωτικά συνοδεύει τα προς επίδοση έγγραφα – το οποίο μπορεί να είναι η γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή άλλη γλώσσα αποδεκτή από το κράτος αυτό - με τη γλώσσα των εγγράφων η οποία πρέπει να είναι είτε η γλώσσα του τόπου επίδοσης είτε η γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο εναγόμενος.  Διαφορετικά ο εναγόμενος έχει δικαίωμα άρνησης παραλαβής, δηλαδή δεν θεωρείται ότι έγινε επίδοση. Εν προκειμένω, εισηγούνται,  η παράλειψη ειδοποίησης τους «στον προβλεπόμενο τύπο και γλώσσα» για το δικαίωμα τους να αρνηθούν την επίδοση, καθώς και η επίδοση δικαστικών εγγράφων στην ελληνική γλώσσα, την οποία δεν αντιλαμβάνονται, καθιστούν την επίδοση άκυρη. Προς επίρρωση της θέσης τους, οι εφεσείοντες επικαλούνται την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στις υποθέσεις Alpha Bank Cyprus Ltd v Si Senh Dau κ.ά, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε23/2013 μέχρι και Ε29/2013 ημερομηνίας 12.4.2016 με την οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η διαπιστωθείσα παράλειψη επίδοσης μετάφρασης του επίδικου διατάγματος δεν οδηγούσε σε ακυρότητα, όπως είχε εσφαλμένα αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά επρόκειτο για παρατυπία η οποία θα μπορούσε να θεραπευτεί.

 

Για να μπορεί το δικαίωμα άρνησης που προβλέπεται στο άρθρο 8(1) του Κανονισμού να παράγει λυσιτελώς τα αποτελέσματα του («to usefully produce its effects» κατά το αγγλικό κείμενο), ο παραλήπτης της πράξης θα πρέπει να είχε ενημερωθεί επαρκώς, εκ των προτέρων και εγγράφως για το δικαίωμα αυτό, μέσω του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού.  Ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι το έντυπο αυτό συνιστά ουσιώδη τύπο που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης του παραλήπτη της πράξης, η παράλειψη ενημέρωσης πρέπει να διορθωθεί από την υπηρεσία παραλαβής με την άμεση ενημέρωση του παραλήπτη της πράξης για το δικαίωμα άρνησης παραλαβής της, διαβιβάζοντας του προς τούτο το προβλεπόμενο από τον Κανονισμό έντυπο, (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην Andrew Marcus Henderson v Novo Banco SA, C-354/15, ημερ. 2.3.2017).

 

Παρατηρούμε ότι δεν φαίνεται από το ενώπιον μας υλικό να εγέρθηκε από τους εφεσείοντες και να απασχόλησε πρωτοδίκως ζήτημα μη ενημέρωσης τους, με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 8 του Κανονισμού, για το δικαίωμα τους να αρνηθούν την παραλαβή των εγγράφων, εφόσον αυτά δεν είχαν συνταχθεί ή δεν συνοδεύονταν από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή στην επίσημη γλώσσα του κράτους παραλαβής, εν προκειμένω την αγγλική.  Στη δε ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό, δεν εγείρεται τέτοιο θέμα, παρά μόνο προβάλλεται γενικά και αόριστα ότι «οι Ενάγοντες [εφεσίβλητοι] δεν έχουν ακολουθήσει την επιτακτική διαδικασία επίδοσης σε μη Κύπριο στο εξωτερικό η οποία προβλέπεται από τον Κοινοτικό Κανονισμό 1393/2007».  Ό,τι ακολουθεί στη συνέχεια στην ένορκη δήλωση διευκρινίζει, μάλλον, ότι το παράπονο των εφεσειόντων αφορούσε στην μη επίδοση της μονομερούς αίτησης και της συνοδευτικής της ένορκης δήλωσης, βάσει της οποίας εξασφαλίστηκε το διάταγμα ημερομηνίας 14.12.2010 για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, και την επίδοση συγκεκριμένων εγγράφων στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή του εν λόγω διατάγματος και της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Πέραν του ότι το ζήτημα της μη ενημέρωσης των εφεσειόντων σύμφωνα με το άρθρο 8, δεν ηγέρθη πρωτοδίκως, ώστε να μπορεί να συζητηθεί κατ’ έφεση, δεν συναρτάται ούτε με τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, ο οποίος περιορίζεται στο θέμα της γλώσσας των εγγράφων.  Παρά ταύτα, σημειώνουμε ότι η μη επίδοση τέτοιου εντύπου δεν συνιστά  παράλειψη επιφέρουσα την ακυρότητα της διαδικασίας (βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Alpha Bank Cyprus Ltd v Dau Si Senh and Others, C-519/13, ημερ. 16.9.2015 και Andrew Marcus Henderson (ανωτέρω)).

 

Το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν προέβλεπε για την επίδοση μεταφρασμένων εγγράφων.  Ωστόσο, όπου ο παραλήπτης δικαστικής πράξης κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επίδοση δικαστικών εγγράφων πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού, στις περιπτώσεις αυτές που εμπίπτουν στην εμβέλεια εφαρμογής του (βλ. την απόφαση του ΔΕΕ στην Krystyna Alder and another v Sabrina Orlowska and another, C-325/11, ημερ. 19.12.2012). Ως έχει  αναφερθεί, πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται τα έγγραφα μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 8(1) του Κανονισμού,  να αρνηθεί την παραλαβή τους είτε κατά το χρόνο της επίδοσης είτε επιστρέφοντας τα στην υπηρεσία παραλαβής, εντός μίας εβδομάδας.  Περαιτέρω:

 

«Ο παραλήπτης εισαγωγικού της δίκης εγγράφου, το οποίο πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί, δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή του στην περίπτωση που το έγγραφο αυτό συνοδεύεται από συνημμένα που συνίστανται σε αποδεικτικά έγγραφα τα οποία δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους προελεύσεως την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, αλλά τα οποία επιτελούν αποκλειστικώς αποδεικτική λειτουργία και δεν είναι απαραίτητα για την κατανόηση του αντικειμένου και των λόγων της αγωγής, υπό τον όρον ότι το έγγραφο αυτό παρέχει στον παραλήπτη τη δυνατότητα να επικαλεστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας εντός του κράτους μέλους προελεύσεως».

 

(Ingenieurbüro Michael Weiss und Partner GbR v Industrie- und Handelskammer Berlin, C-14/07, ημερομηνίας 8.5.2008).

 

Οι πρόνοιες αυτές εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις  διαβίβασης, επίδοσης ή κοινοποίησης της δικαστικής πράξης με τρόπο που προβλέπεται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού, στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ταχυδρομική και η απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση, (βλ. άρθρο 8(4)).   

 

Οι εφεσείοντες δεν φαίνεται να είχαν αρνηθεί την παραλαβή των εγγράφων, σύμφωνα με  τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Κανονισμού. Ούτε είναι η θέση τους ότι η γενόμενη σε αυτούς επίδοση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου. Αντιθέτως, επικαλούνται τις πρόνοιες του προς επίρρωση της θέσης τους ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να τους είχαν επιδώσει μεταφρασμένα έγγραφα σε γλώσσα που κατανοούν, υποχρέωση που δεν τηρήθηκε. Συνακόλουθα, και υπό το φως των σχετικών προνοιών του Κανονισμού και της νομολογίας, θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες μη έχοντας αρνηθεί την παραλαβή των επιδοθέντων σ΄ αυτούς εγγράφων, όπως προνοείται από το άρθρο 8, δεν μπορούν τώρα να αμφισβητούν το νομότυπο της επίδοσης στη βάση της μη μετάφρασης της ειδοποίησης του κλητηρίου και των λοιπών σε αυτή συνημμένων εγγράφων.

 

Η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης των εφεσειόντων ότι δεν τους επιδόθηκαν αντίγραφα της μονομερούς αίτησης και της συνοδευτικής ένορκης δήλωσης της, βάσει της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα επιτρέποντας την επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας (στο εξής «η μονομερής αίτηση»), αποτελεί το αντικείμενο του 7ου λόγου έφεσης.  Θεώρησε, το Δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος των ισχυρισμών τους, σημειώνοντας ότι δεν ζήτησαν την αντεξέταση της ομνύουσας στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση των εφεσιβλήτων στην αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της επίδοσης, η οποία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι είχαν επιδοθεί «αντίγραφα της σχετικής αίτησης μετά του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης» στους εφεσείοντες.  

 

Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι δεδομένης της δικονομικής υποχρέωσης που δημιουργείται στους εφεσίβλητους, με βάση τη Δ.48,θ.13 των Θεσμών, να τους επιδώσουν αντίγραφο της μονομερούς αίτησης,  το βάρος απόδειξης δεν ήταν στους ώμους τους να αποδείξουν αυτό που δεν έγινε, αλλά ήταν στους ώμους των εφεσιβλήτων να αποδείξουν ότι έπραξαν αυτό το οποίο όφειλαν. 

 

Μη αμφισβητώντας την υποχρέωση επίδοσης της μονομερούς αίτησης, οι εφεσίβλητοι απαντούν, υποστηρίζοντας την επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αν η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση τους αντεξεταζόταν κατά την ακρόαση της αίτησης των εφεσειόντων για παραμερισμό, θα μπορούσε να παρουσιάσει στα πλαίσια αντεξέτασης της τις ειδοποιήσεις επίδοσης της ταχυδρομικής εταιρείας που διενήργησε την επίδοση, μαζί με όλα τα συνημμένα αντίγραφα των επιδοθέντων εγγράφων. Με την εμφάνιση τους δε στην αγωγή, οι εφεσείοντες εμποδίζονται από του να ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν γνώση όλων των απαραίτητων εγγράφων.

 

Οι εφεσείοντες δικαίως παραπονούνται.  Οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση δυνάμει των προνοιών της Δ.48,θ.13 των θεσμών[4] να επιδώσουν την μονομερή αίτηση και τη συνοδευτική ένορκη δήλωση της στους εφεσείοντες,  με ανάλογο βάρος, δεδομένης της αμφισβήτησης της επίδοσης από τους εφεσείοντες, να την αποδείξουν.  Ο γενικός ισχυρισμός των εφεσιβλήτων, ότι  είχαν επιδοθεί, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν συνιστούσε ικανοποιητική απόδειξη του γεγονότος τούτου.  Η δε εμφάνιση των εφεσειόντων στην αγωγή, μάλιστα υπό όρους, με όλο το σεβασμό είναι άσχετη με το ζήτημα που εδώ απασχολεί και ουδόλως εμποδίζει τους εφεσείοντες στην προώθηση του. Διαπιστώνεται, λοιπόν, παράλειψη επίδοσης της υπό αναφορά μονομερούς αίτησης και της συνοδευτικής ένορκης δήλωσης της, συνιστούσα παρατυπία, οι συνέπειες της οποίας θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. 

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην Alpha Bank Cyprus Ltd v Dau Si Senh κ.ά (2013) 1 ΑΑΔ 1935, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Με δεδομένη την παράβαση της Δ.48 θ.13 θα πρέπει να αναζητηθούν οι συνέπειες. Ενδεχομένως η παράβαση της Δ.48 θ.13 να είχε ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση λήψης απόφασης ή σε σχέση με το χρόνο που το διάταγμα καθίστατο δεσμευτικό για το διάδικο (Δ.48 θ.12). Όμως η παράβαση της στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τέτοια που από μόνη της θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδοσης δυνάμει του ΕΚ 1393/2007. Με δεδομένο ότι επιδόθηκαν τα βασικά και πιο σημαντικά εναρκτήρια έγγραφα που προβλέπονται στο διάταγμα, το κενό θα μπορούσε εύκολα να θεραπευθεί, εάν δεν διαπιστώνονταν άλλα σημαντικά κωλύματα, με την εκ των υστέρων επίδοση του εγγράφου που δεν επιδόθηκε. Διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν σε αρμονία με τον ΕΚ 1393/2007 ο οποίος θέτει ως ύψιστη προτεραιότητα την καλύτερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαβίβαση δικαστικών εγγράφων, μεταξύ των κρατών μελών. Εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη συμπερίληψης αντίγραφου της αίτησης και της ένορκης δήλωσης σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13 δεν έχει τη σημασία που αποδίδει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους. Ειδικά η περίπτωση επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας καλύπτεται από τη Δ.6 στην οποία περιέχονται λεπτομερέστατες πρόνοιες ως προς την ακολουθητέα διαδικασία. Μάλιστα η Δ.6 θ.5 περιέχει και συγκεκριμένες πρόνοιες ως προς το περιεχόμενο του ιδίου του διατάγματος. Επομένως στις περιπτώσεις υποκατάστατης επίδοσης δυνάμει του Καν. 1393/2007, η Δ.48 θ.13 αποκτά ιδιαίτερη δυναμική, ανάλογα με το αν η παράλειψη διασυνδέεται με ερημοδικία του εναγομένου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια διασύνδεση. Κατά την κρίση μας, η διαπιστούμενη παράλειψη ήταν θεραπεύσιμη, δυνάμει της Δ.64 και σύμφωνα με το πνεύμα του Καν. 1393/2007 και τους τρόπους που προβλέπονται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού (βλ. Alder v. Orlowski, C-325/11, ημερ. 19.12.2012, ανωτέρω). Εναπόκειτο πλέον στους Εφεσείοντες να αιτηθούν από το δικαστήριο την κατάλληλη θεραπεία δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. σχετικά Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 356 και Olympia Designs (Properties) Ltd v. Unique UK Inc (2010)1(Β) A.A.Δ. 1395).  Στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα υποβολής αίτησης για περαιτέρω θεραπεία, αφού η μονομερής αίτηση έχει πλέον περιέλθει εις γνώσιν των Εφεσιβλήτων και στην πράξη έχει αυτοθεραπευτεί.»

 

Η παράλειψη επίδοσης των υπό αναφορά εγγράφων, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες πρωτοδίκως, τους στέρησε από τη δυνατότητα επίκλησης όλων των πιθανών λόγων ακύρωσης των επιδοθέντων σε αυτούς διαταγμάτων και της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, καθιστώντας τη διεξαγωγή της δίκης μη δίκαιη. 

 

Κατά κανόνα, η παρατυπία παραμένει μέχρι να θεραπευθεί, με ευθύνη του υπευθύνου για την παρατυπία. Βέβαια, το Δικαστήριο μπορεί στην κατάλληλη περίπτωση, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να θεωρήσει ότι διαπιστωθείσα παρατυπία έχει θεραπευθεί, κάτι που πρέπει να γίνεται με φειδώ (βλ. ANS Secretaries Ltd v Orianda Management FZ LLC κ.ά , Πολιτική Έφεση Αρ. 362/2009, ημερ. 3.7.2014). Παρατηρούμε, εν προκειμένω, ότι παρόλο που οι εφεσίβλητοι δεν μερίμνησαν ώστε να περιέλθουν εις γνώση των εφεσειόντων τα παραληφθέντα, τα έγγραφα αυτά και τα επισυνημμένα στην ένορκη δήλωση τεκμήρια αποτελούν μέρος των πρακτικών της έφεσης[5] και, ως εκ τούτου, έχουν με το τρόπο αυτό περιέλθει εις γνώση των εφεσειόντων από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας της έφεσης.  Οι εφεσείοντες, όμως, δεν αναφέρουν ούτε ισχυρίζονται, στο περίγραμμα αγόρευσης τους, ότι προκύπτουν πράγματι από τα εν λόγω έγγραφα περαιτέρω λόγοι ακύρωσης που δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν πρωτοδίκως λόγω της παράλειψης των εφεσιβλήτων να τους τα επιδώσουν. Έχοντας αυτά υπόψη, και ιδιαιτέρως ότι η παρατυπία είναι ήσσονος σημασίας και δεν διασυνδέεται με ερημοδικία, ούτε επέφερε οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες για τους εφεσείοντες ή επηρέασε οποιοδήποτε δικαίωμα τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων έχει θεραπευθεί.

 

Προτού αφήσουμε την απόφαση, θα ήταν παράλειψη μας εάν δεν αναφέραμε τη διαφορετική προσέγγιση της πλειοψηφίας του Εφετείου στην υπόθεση Consortia Europe Ltd v Fregata Holdings Ltd , Πολιτική Έφεση Αρ. 387/2011, ημερομηνίας 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A790 αναφορικά με τις συνέπειες μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.48,θ.13 των Θεσμών.  Λέχθηκαν συναφώς τα ακόλουθα:

 

«Όσον αφορά την παράβαση της Δ.48 θ.13, η οποία επιβάλλει την επίδοση ταυτόχρονα με το διάταγμα που εκδίδεται μετά από μονομερή αίτηση, και της ίδιας της μονομερούς αιτήσεως, μαζί με τη συνοδευτική ένορκη δήλωση της, το μόνο που οφείλεται να τονισθεί είναι ότι το λεκτικό της είναι σαφές και επιτακτικό και δεν χωρεί απόκλιση από αυτό ώστε η απόκλιση αυτή να θεωρείται θεραπεύσιμη κάτω από τη Δ.64 ως παρατυπία.»

 

Έχοντας ληφθεί κατά παραγνώριση της προηγούμενης απόφασης του Εφετείου στην Alpha Bank (του 2013, ανωτέρω) – το αιτιολογικό της οποίας μας βρίσκει σύμφωνους – η Consortia  θεωρείται ότι αποφασίστηκε  per incuriam, (βλ. Ιωσηφίδης ν Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490), καθιστώντας μη αναγκαία και την περαιτέρω ενασχόληση μας με την παρατηρηθείσα διάσταση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται.  Παρά το αποτέλεσμα της έφεσης, θεωρούμε υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της.  Και αυτό, κυρίως, λόγω της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την παρατηρηθείσα παρατυπία στην αίτηση των εφεσειόντων, της συμμετοχής των εφεσιβλήτων στη σχετική διαδικασία χωρίς να εγείρουν θέμα παρατυπίας και, τέλος, της παράλειψης των εφεσιβλήτων να μεριμνήσουν ώστε εξ αρχής να περιέλθει η μονομερής αίτηση και η συνοδευτική ένορκη δήλωση της σε γνώση των εφεσειόντων.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                                    Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

                                   



[1] S.P.P. Projects Limited v Integral Equipment Sarl (1993) 1 ΑΑΔ 762 και  Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοϊζος Ιορδάνους Λίμιτεδ (2001) 1 ΑΑΔ 743

[2] "A defendant before appearing shall be at liberty,without obtaining an  order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service."   

[3] Στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, προνοεί τα εξής:-

«1.   Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες:

α)

σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί,

ή

 

β)

 στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση

[….].»

 

[4] «13. Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε».

 

[5] Σελίδες 13-57 των πρακτικών της έφεσης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο