ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ν. ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2011, 21/12/2017

ECLI:CY:AD:2017:A478

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2011)

 

21 Δεκεμβρίου, 2017.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

Εφεσείοντα/Αιτητή

 

-      ΚΑΙ –

 

1.    ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητων/Καθ΄ ων η Αίτηση,

-------------------

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Δ. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 1.

Μ. Αντωνίου (κα) για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους 2.

-------------------

  

 

   ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης  του Δικαστηρίου  Εργατικών Διαφόρων με την οποία απορρίφθηκε αξίωση του εφεσείοντα για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, εφεσιβλήτους 1, λόγω πλεονασμού, καθώς και η διαζευκτική αξίωση του  εναντίον της εταιρείας Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ, εφεσίβλητοι 2, για αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης. Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 αποσύρθηκε στο στάδιο της συζήτησης της έφεσης ενώπιον μας, ενώ συνεχίστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων 1.

 

Παραθέτουμε τα κύρια γεγονότα που αποτελούν το υπόβαθρο των παραπόνων του εφεσείοντα.  Ο Εφεσείων προσελήφθηκε στην υπηρεσία των εφεσίβλητων 2  την 1.11.1981 και από τον Ιούνιο του 1994 μέχρι τον τερματισμό της απασχόλησης του υπηρετούσε στη θέση του Γενικού Διευθυντή.  Στη βάση όρου της συμφωνίας εργοδότησης του, η οποία παρείχε τη δυνατότητα στους εφεσίβλητους 2 να τερματίσουν την εργοδότηση με παροχή προειδοποίησης 12 μηνών ή την καταβολή των ωφελημάτων του για την αντίστοιχη περίοδο, οι εφεσίβλητοι 2 απέστειλαν στον εφεσείοντα επιστολή ημερομηνίας 29.5.2007 ενημερώνοντας τον ότι μετά από εξέταση της διευθυντικής οργανωτικής δομής της εταιρείας, από το Διοικητικό Συμβούλιο,  «όπως αυτή αναδομείται στα πλαίσια του Σχεδίου Αναδιάρθρωσης των Κυπριακών Αερογραμμών, και εν όψει του διορισμού Διευθύνοντος Συμβούλου της Εταιρείας στις 30 Μαρτίου 2007», αποφασίστηκε η κατάργηση της θέσης του Γενικού Διευθυντή λόγω πλεονασμού, με άμεση ισχύ. Περαιτέρω, ότι για τον τερματισμό των υπηρεσιών του, οι εφεσίβλητοι 2 θα του καταβάλουν χρηματική αποζημίωση, πάνω σε χαριστική βάση, καθώς και κάποια αλλά συγκεκριμένα ποσά, ταυτόχρονα με την υπογραφή από μέρους του  Εγγράφου Απαλλαγής.  Και έτσι έγινε.  Δόθηκε στον εφεσείοντα πληρωμή για περίοδο 12 μηνών αντί προειδοποίησης, ο οποίος υπέγραψε σχετικό Έγγραφο Απαλλαγής των εφεσιβλήτων 2.  Σύμφωνα με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, τα μέτρα αναδιοργάνωσης και πλεονασμού, είχαν σαν αποτέλεσμα το 2006 να απολυθούν λόγω πλεονασμού 388 άτομα και το 2007 πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων, και ο εφεσείων.

 

Οι εφεσίβλητοι 1 ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι, με βάση τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον τους, ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού, θέση την οποία αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία η οποία να  αποδεικνύει ότι έγινε τέτοια αναδιάρθρωση ή αναδιοργάνωση που να μειώνονται τα καθήκοντά του εφεσείοντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκλείψουν.  Αντίθετα, όλη η μαρτυρία κατέδειξε ότι τα καθήκοντά του συνέχισαν να υφίστανται.  Αποδέχτηκε και τη θέση των εφεσιβλήτων 2, ότι για τον τερματισμό της απασχόλησης του ο εφεσείων πήρε αποζημιώσεις υπογράφοντας προς τούτο εξοφλητική απόδειξη.  Για όλες δε τις πληρωμές που του έγιναν, ο εφεσείων υπέγραψε αποδείξεις απαλλαγής των εφεσιβλήτων 2 από τις οποίες προέκυπτε η δέσμευση του ότι δεν θα είχε οποιαδήποτε απαίτηση ή αξίωση ή διεκδίκηση εναντίον των τελευταίων από την υπηρεσία του και/ή τον τερματισμό της απασχόλησης του, απεμπολώντας έτσι κάθε δικαίωμα του να διεκδικήσει από αυτούς περαιτέρω αποζημιώσεις.

 

Με την έφεση προσβάλλεται ως νομικά λανθασμένο, το πρώτο μέρος της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους 2 δεν έγινε υπό πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.   

 

Κεντρικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομικά λανθασμένη γιατί, με βάση τη μαρτυρία, η οποία ήταν στο σύνολο της αναντίλεκτη, προέκυπταν πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.  Η μαρτυρία αυτή δεν έτυχε, υποστηρίζει, ορθής ερμηνείας και/ή αξιολόγησης, ούτε εξετάστηκε και αξιολογήθηκε στο σύνολό της.  Με τον τρόπο δε που αξιολογήθηκε, κάποιος ο οποίος κατείχε τη θέση Γενικού Διευθυντή, ουδέποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθίσταται πλεονάζον. 

 

Οι εφεσίβλητοι 1 υπεραμύνθηκαν της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενοι ότι λήφθηκε μετά από ορθή ερμηνεία του νόμου και της νομολογίας και ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Κατά τη βασική θέση του εφεσείοντα, το λάθος στην απόφαση του Δικαστηρίου αφορά στο κριτήριο κατά πόσο «οι μειωμένες απαιτήσεις της Εταιρείας συνδέοντο με τα καθήκοντα του εφεσείοντος».  Θεωρώντας πως η ανάληψη από διάφορα άλλα πρόσωπα των καθηκόντων της θέσης που κατείχε ο εφεσείων ήταν ένδειξη της αντικατάστασης του και της μη κατάργησης της θέσης του ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης, διέφυγαν της προσοχής του Δικαστηρίου δύο σημαντικά στοιχεία.   Εν πρώτοις, για να υφίσταται πλεονασμός, η αναδιοργάνωση οφείλει να μειώνει και όχι απαραίτητα να εξαλείφει πλήρως τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου. Και εδώ υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ορισμένα καθήκοντα του εφεσείοντα έπαυσαν να υφίστανται. Εξάλλου, όταν μια εταιρεία αναδιοργανώνεται και συνεχίζει τις εργασίες της, η εκτέλεση των  εναπομεινάντων καθηκόντων που προηγουμένως εκτελούσε ο Γενικός Διευθυντής, «αδιαμφισβήτητα»  θα αναληφθούν από άλλα πρόσωπα στην εταιρεία.  Τούτο, όμως, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, δεν μπορεί να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται συνθήκες πλεονασμού.  Το σκεπτικό δε του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο η ανάληψη μέρους των καθηκόντων του εφεσείοντα από άλλους εργοδοτούμενους ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κατάσταση πλεονασμού, είναι νομικά λανθασμένο, «αφού σε μια αναδιοργανωμένη Εταιρεία κάποια από τα προηγούμενα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή οφείλουν να συνεχίσουν να τα εκτελούν άλλοι για να μπορεί η Εταιρεία να συνεχίζει να υφίσταται». 

 

Παραπέμπει ο εφεσείων και στην αναφορά του Δικαστηρίου στη σελίδα 15 της απόφασης του ότι,  «για να αποδειχθεί πλεονασμός θα πρέπει η αναδιοργάνωση να είναι τέτοια που να μειώνει ή εξαλείφει τα καθήκοντα εργοδοτουμένου»  - η υπογράμμιση είναι δική μας – εισηγούμενος πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η απλή μείωση στα καθήκοντα αρκεί για να θεμελιώσει απόλυση για λόγους πλεονασμού.  Μπορεί να λεχθεί από τώρα ότι η εισήγηση αυτή, η οποία συνιστά αποσπασματική αντίκριση του σκεπτικού του Δικαστηρίου για το ζήτημα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Οι σχετικές αναφορές του Δικαστηρίου δεν κρίνονται απομονωμένα αλλά λαμβάνεται υπόψη όλη η δομή του σκεπτικού του, το οποίο και παραθέτουμε:

 

«Στην κρινόμενη αίτηση η Εταιρεία προχώρησε σε τερματισμό απασχόλησης του αιτητή επικαλούμενη κατάργηση της θέσης λόγω της αναδιάρθρωσης.  Σε καμία περίπτωση δεν είχαμε ενώπιον μας μαρτυρία τέτοια που να αποδεικνύει ότι έγινε τέτοια αναδιάρθρωση ή αναδιοργάνωση που μείωνε τα καθήκοντα του Αιτητή σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκλείψουν.  Αντίθετα όλη η μαρτυρία κατέδειξε ότι τα καθήκοντα του Αιτητή συνέχισαν να υφίστανται.  Το Δ.Σ. της Εταιρείας διόρισε τον Πρόεδρο ως Εκτελεστικό πρόεδρο, μάλιστα προσφέροντας του και μισθοδοσία για να αναλάβει τα περισσότερα καθήκοντα του Αιτητή.  Τα υπόλοιπα καθήκοντα του ανατέθησαν σε άλλους διευθυντές.  Ουσιαστικά τα καθήκοντα του Αιτητή ως Γενικού Διευθυντή δεν εξέλιπαν και ο Αιτητής αντικαταστάθηκε.  Και αντικατάσταση εργοδοτουμένου δείχνει ακριβώς ότι τα καθήκοντα του συνέχισαν να υπάρχουν.  Όπως αναφέραμε πιο πάνω κατά την παράθεση της νομολογίας για να αποδειχθεί πλεονασμός θα πρέπει η αναδιοργάνωση να είναι τέτοια που να μειώνει ή εξαλείφει τα καθήκοντα εργοδοτουμένου.  Κι’ αυτή δεν είναι η περίπτωση»

 

 

Είναι πρόδηλο από όσα έχουν καταγραφεί στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, ότι δεν παρέχεται έρεισμα για την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα.  Επισημαίνουμε, ειδικότερα, την αναφορά του Δικαστηρίου σε μείωση καθηκόντων σε βαθμό που να εκλείψουν, καθώς και την εν συνεχεία παρατήρηση του πως τα καθήκοντα του εφεσείοντα συνέχισαν να υφίστανται,  από τα οποία προκύπτει ότι κριτήριο, για να υπάρχει πλεονασμός, θεώρησε την εξάλειψη των καθηκόντων και όχι την απλή μείωση τους. 

 

 

Όσον αφορά το δεσπόζον ερώτημα κατά πόσο υπήρξε πλεονασμός, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό που έπρεπε να αποφασίσει ήταν «κατά πόσον με την προσαχθείσα μαρτυρία…αποδείχθηκε ότι η απόλυση του Αιτητή ήταν αποτέλεσμα αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης της Εταιρείας, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των αναγκαιούντων υπαλλήλων κατά τον ουσιώδη χρόνο», ως επίσης «κατά πόσον οι μειωμένες απαιτήσεις της επιχείρησης συνδέονται με το είδος των καθηκόντων του Αιτητή».   Πρόσθεσε δε ότι:

 

«Κανένας πλεονασμός δεν μπορεί να αποδειχθεί αντικειμενικά αν τα καθήκοντα των απολυθέντων λόγω πλεονασμού εργοδοτουμένων ανατίθενται σε άλλους εργοδοτούμενους ή αν τα καθήκοντα των απολυθέντων δεν εξέλιπαν και εκτελούνται από άλλους.»

 

Aφετηρία εξέτασης του ζητήματος πρέπει να είναι η επίμαχη πρόνοια, άρθρο 18(γ)(ι) του Νόμου, η οποία έχει ως εξής:

 

18. ∆ιά τους σκοπούς του παρόντος Νόµου, εργοδοτούµενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησίς του ετερµατίσθη—

(α) [….]

(β) [….]

(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζοµένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως: (i) εκσυγχρονισµού, µηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας µεθόδους παραγωγής ή      οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθµόν των αναγκαιούντων εργοδοτουµένων·

 

[….]»

 

Όπως ερμηνεύτηκε η πρόνοια στη Α/φοι Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 1985, ερμηνεία η οποία εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης, πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργησή τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου.

 

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε την έφεση με υπόμνημα S & G Colocassides Ltd v Λαζαρίδη κ.ά (1999) 1 ΑΑΔ 2181, όπου τα καθήκοντα της θέσης του απολυθέντος εφεσίβλητου 1 παρέμειναν και εκτελούνταν από άλλο.  Το Εφετείο απάντησε καταφατικά σε νομικό ερώτημα αν το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι υπήρχε φραστική κατάργηση της θέσης που δεν οδηγούσε σε απόλυση λόγω πλεονασμού, ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά ή εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 18(γ)(ι) του Ν.24/1967.

 

Η τελική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία μας επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία η ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων, όπως προβλέπεται από την υπό αναφορά νομοθετική πρόνοια, συναρτάται με τη μεταβολή της φύσης των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την μείωση τους σε βαθμό εξάλειψης τους.   

 

Η κάθε υπόθεση εξαρτάται, ασφαλώς, από τα δικά της δεδομένα. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε πλεονασμό, ανάλογα με τη φύση και το αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης.  Βέβαια, τόσο στην Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω) όσο και στην S & G Colocassides Ltd ν Λαζαρίδη κ.ά (ανωτέρω) η συγκεκριμένη εργασία εκτελείτο μόνο από τον απολυθέντα υπάλληλο, με αποτέλεσμα η ανάθεση των καθηκόντων της θέσης του σε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, τα οποία δεν ήταν προηγουμένως επιφορτισμένα με τα καθήκοντα αυτά, να μη συνεπαγόταν «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» για την εκτέλεση τους. 

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και έχοντας υπόψη το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πλείστα των καθηκόντων του εφεσείοντα ανατέθηκαν στον προ δύο μηνών διορισθέντα Εκτελεστικό Πρόεδρο και τα υπόλοιπα σε άλλους υφιστάμενους διευθυντές, δεν βρίσκουμε λόγο να παρέμβουμε στην πρωτόδικη ετυμηγορία. Ο εφεσείων, ουσιαστικά αντικαταστάθηκε, με αποτέλεσμα να μην επέλθει ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης, ελάττωση στον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων για την εκτέλεση της εργασίας που μόνο αυτός εκτελούσε πριν από την απόλυση του.  Ουσιαστικά δεν επήλθε κατάργηση της θέσης του (βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω)).  Ακριβώς αντίθετη ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ ν Γιαννούλας Χρίστου, Π.Ε. 148/12, ημερ. 7.7.2017, όπου λόγω της κατάργησης της θέσης της εφεσείουσας κρίθηκε ότι θα έπρεπε να αποζημιωθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος προσωπικού.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                                    Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο