ΧΡΥΣΩ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ, Πολιτική έφεση αρ. 225/2012, 6/12/2017

ECLI:CY:AD:2017:D442

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Πολιτική έφεση αρ. 225/2012

 

6 Δεκεμβρίου, 2017

 

 

Α.ΛΙΑΤΣΟΣ,  Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ.

 

 

        ΧΡΥΣΩ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΟΥ

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ

 

Eφεσίβλητοι-εναγόμενοι

 

-------------------

Χρ.Κληρίδης με Κων.Κληρίδη, για την εφεσείουσα

Π.Πολυβίου με Μ.Αντωνίου, (κα), για εφεσίβλητους

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους κατά τα έτη 1984-1995 σε διάφορες θέσεις.  Από τον Αύγουστο δε του 1995 έως το 2000 υπηρέτησε ως Διευθύντρια Πωλήσεων των εφεσιβλήτων στο Ισραήλ.  Στις 11.5.2000 οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τις υπηρεσίες της.  Η τελευταία κινήθηκε δικαστικά εναντίον τους καταχωρώντας στις 23.8.2000 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την Αίτηση 694/00 με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης της.  Αξιώνονταν ακόμη διάφορες επιμέρους απαιτήσεις για μισθούς όπως επίσης αποζημιώσεις για απώλεια καριέρας και σταδιοδρομίας.  Στις 7.10.2003 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, μετά από ακρόαση, εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε ότι η συμπεριφορά της αιτήτριας ήταν τέτοια ώστε κατέστησε τον εαυτό της υποκείμενο σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση.  Με τη διαπίστωση λοιπόν ότι ο τερματισμός δεν ήταν παράνομος απέρριψε τόσο τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις όσο και τις υπόλοιπες αξιώσεις για τις οποίες, όπως επισήμανε καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε.  Στη συνέχεια κατεχωρήθη έφεση από την εφεσείουσα.  Πρόκειται για την Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, (2005)1B A.A.Δ. 1478 με την οποία η έφεση εκρίθη άνευ ερείσματος, επιβεβαιώνοντας έτσι την πρωτόδικη κρίση επί του ευλόγου της απόφασης των εφεσιβλήτων για απόλυση της εφεσείουσας. 

 

Η εφεσείουσα το 2007 κατεχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή στρεφόμενη και πάλι εναντίον των εφεσιβλήτων ζητώντας αρχικά γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς επίσης και άλλα επιμέρους κονδύλια.

 

Οι εφεσίβλητοι στην Υπεράσπιση τους, ημερ.4.1.2008, προέβαλαν θέμα δεδικασμένου και κατάχρησης της διαδικασίας αναφορικά με την έγερση και απόρριψη της πιο πάνω υπόθεσης 694/00 ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και της απόρριψης της Πολιτικής έφεσης που καταχωρήθη εναντίον της απορριπτικής απόφασης, ως άνω.   Ακολούθησε αίτημα από τους εφεσίβλητους για εκδίκαση των πιο πάνω υπερασπίσεων προδικαστικά.  Στην αίτηση υπήρξε ένσταση και το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.  Ακολούθησε διαδικασία της φύσεως certiorari ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας εξεδόθη διάταγμα για ακύρωση της απόφασης με την οποία δεν έγινε αποδεκτή η προδίκαση των ενστάσεων.  Είναι κοινό έδαφος ότι στο πρακτικό με το οποίο εξεδόθη το ως άνω διάταγμα, καταγράφεται η δήλωση του κ.Χρ.Κληρίδη, ως δικηγόρου της εφεσείουσας, πως συγκατατίθετο στην έκδοση του διατάγματος και δεν έφερε ένσταση στην αίτηση που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι για προδικαστική εκδίκαση των θεμάτων που εγείρονται στην Υπεράσπιση.  Παρά την πιο πάνω δήλωση, δεν εδόθη συνέχεια από τους διαδίκους στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Ακολούθησε στις 13.2.2009 εκ συμφώνου διάταγμα τροποποίησης της Απάντησης της εφεσείουσας με την οποία περιορίζει τις αξιώσεις της στην παράγραφο Α του αιτητικού ως λεπτομερώς αναφέρεται σε κομβικό στάδιο της απόφασης μας.  Ενώ η αγωγή ορίστηκε στη συνέχεια σε διάφορες ημερομηνίες για οδηγίες και μετά για ακρόαση, το θέμα της προδίκασης των ενστάσεων τέθηκε ενώπιον του εκδόσαντος την υπό κρίση απόφαση Δικαστηρίου, στις 3.11.2011.  Τότε μόνο παρουσιάστηκε η άδεια που είχε δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης με συνέπεια στις 18.1.2012 οι δύο πλευρές να αγορεύσουν σε σχέση με τα θέματα του δεδικασμένου και της κατάχρησης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε τις θέσεις των δύο πλευρών και αφού αξιολόγησε την προηγούμενη διαδικασία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θεώρησε ότι συντρέχει θέμα δεδικασμένου και απέρριψε την αγωγή. 

 

Η κρίση αυτή προσβάλλεται με 4 λόγους έφεσης.  ΄Οτι το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού θεώρησε ότι το θέμα των απαιτήσεων της εφεσείουσας ανάγετο στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει το όλο θέμα του res judicata και όφειλε να παραπέμψει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με βάση το άρθρο 64(Α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, (1ος λόγος έφεσης).

 

Χωρίς βλάβη του πιο πάνω, όπως το θέτει, η εφεσείουσα εισηγείται ότι οι απαιτήσεις της «για παράνομη ιδιοποίηση ποσών ως δήθεν καταβληθέντα στις κοινωνικές ασφαλίσεις» δεν καλύπτονται από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Η παράνομη κατακράτηση των ποσών δεν αφορά οποιαδήποτε από τα θέματα που ρυθμίζονται από το Νόμο περί Ετησίων Αδειών μετ΄Απολαβών Νόμου 8/67 ή από το Νόμο περί Τερματισμού Απασχόλησης 24/1967 αφού δεν εμπίπτουν στην έννοια της εργατικής διαφοράς (2ος λόγος έφεσης). 

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση νομικών σημείων δεν μπορούσε να αποφασίσει επί γεγονότων που αφορούσαν την ουσία της αγωγής, ότι δηλαδή η εφεσείουσα γνώριζε και ή ότι θα έπρεπε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για γνώση της παρανομίας.  Συναφής επίσης είναι και ο 4ος λόγος, με τον οποίο βάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου στις σελ.13 και 14 της απόφασης του, ότι η εφεσείουσα όφειλε να γνωρίζει για την παρανομία και ή αναμενόταν να γνωρίζει τα στοιχεία και τα ποσά των κοινωνικών ασφαλίσεων που ήταν αφαιρετέα.  Επρόκειτο, κατά τη θέση της εφεσείουσας, για γεγονότα τα οποία ουδέποτε είχαν αποκρυσταλλωθεί και δεν ήταν αδιαμφισβήτητα.

 

΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών σε συνάρτηση με την πρωτόδικη απόφαση.  Το ζήτημα του δεδικασμένου έτυχε ανάλυσης τόσο από τη νομολογία μας, όσο και από την αγγλική νομολογία, η οποία έχει δώσει και τις αναγκαίες κατευθύνσεις ως προς το θέμα.  (Βλ. Spencer Bower and Handley, Res Judicata, fourth edition, p.1-20).

 

Ο κανόνας του δεδικασμένου περιέχει τέσσερα στοιχεία:  (α)  τελεσίδικη απόφαση, (β)  ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχουν οι 4 προϋποθέσεις εφόσον δια της πρώτης αίτησης (στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) διατυπώνετο αξίωση η οποία προέκυπτε από την εργασιακή σχέση των διαδίκων, υπήρξε ταύτιση των διαδίκων και της ιδιότητας τους καθώς και ταύτιση επιδίκων θεμάτων.  Δια της απόφασης δε του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπήρξε τελεσιδικία.  Μάλιστα η σχετική έφεση επιβεβαίωσε τη δικαστική κρίση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός του ότι διαπίστωσε ότι συντρέχουν οι 4 προϋποθέσεις, ανέφερε ότι δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με τις αξιώσεις που περιλήφθηκαν στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνες που μπορούσαν να προβληθούν εάν ασκείτο εύλογη επιμέλεια.  (Βλ. Theori and another v. Djoni and another (1984) 1 C.L.R. 296, K.S.R. Commercio S.Α. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995)1 A.A.Δ. 309 και  David Lee Carter (1996)1 A.A.Δ. 403).

 

Η υπόθεση προϋποθέτει την εξέταση των δύο διαδικασιών.  Στην υπό κρίση διαδικασία, μετά την τροποποίηση της Απάντησης, η εφεσείουσα ως αναφέρθηκε ήδη, περιόρισε την αξίωση στο ποσό των ΛΚ14.546,85, το οποίο σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης (παρ.12Α) παρουσιαζόταν ως:  

«… οφειλόμενα και/ή παράνομα και/ή αδικαιολόγητα κατακρατηθέντα ποσά εκ μισθών και/ή ως οφειλόμενο και παράνομα κατακρατηθέν υπό της Εναγομένης ποσό για καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων που δεν έγινε και/ή ως αποζημίωση για παρασχεθείσα από την Ενάγουσα και κατ΄ εντολή της Εναγομένης εργασία και/ή προσφορά και/ή υπηρεσία, και/ή ως αποζημίωση για αυθαίρετη και/ή παράνομη παραβίαση της συμφωνίας εργοδότησης και/ή παροχής υπηρεσιών ημερ. 22.8.95 και/ή ως αποζημίωση δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή του Άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, για προσφερθείσες από την Ενάγουσα υπηρεσίες, χωρίς χαριστική πρόθεση, τα ευεργετήματα των οποίων καρπώθηκε αδίκως η Εναγομένη».

 

(η υπογράμμιση είναι του Εφετείου)

 

Το Δικαστήριο, αφού προέβη στο έργο της σύγκρισης καταλήγει

ως εξής:

«…………..προκύπτει ότι υπάρχει ταύτιση διαδίκων όπως επίσης και ταύτιση της ιδιότητας αυτών. Πέραν τούτου όμως ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση καθότι η απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και στη συνέχεια επικυρώθηκε από το Εφετείο ήταν τελεσίδικη.

 

Το τελευταίο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο η αξίωση που εγείρει σήμερα η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε συμπεριληφθεί στην Αίτηση 694/00 που εκδικάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ήταν η θέση της ενάγουσας, ως αυτή διαφαίνεται από τη δικογραφία και συγκεκριμένα από την Απάντηση που κατεχώρησε, ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, σύμφωνα με τη θέση του, δεν έχει αρμοδιότητα «…..να επιληφθεί απαίτησης για παράνομη ιδιοποίηση και ή αδικαιολόγητο πλουτισμό και ή άλλως πως ως η απαίτηση της Έκθεσης Απαίτησης στην παρούσα και ή εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν ορθό και πρέπον το θέμα αυτό να εκδικαστεί στο πλαίσιο της αίτησης 694/00». Η πιο πάνω θέση προωθήθηκε και από τη δικηγόρο της ενάγουσας κατά την αγόρευση της.

 

Ήταν η θέση της ότι ο περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμος του 1967, Ν.8/67, δυνάμει του οποίου καθιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967 Ν.24/67, που ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τον τερματισμό απασχόλησης εργοδοτουμένου, δεν δίδουν δικαιοδοσία στο εν λόγω Δικαστήριο να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών περιορίζεται σε τρία μόνο θέματα, ήτοι τερματισμός της απασχόλησης, παροχή προειδοποίησης σε περίπτωση τερματισμού και τερματισμός της απασχόλησης λόγω πλεονασμού. Η αξίωση της ενάγουσας δεν εμπίπτει σε ένα από τα τρία θέματα και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είχε συμπεριληφθεί στην αίτηση που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Τα δικαιοδοτικά όρια του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν περιορίζονται μόνο στα πιο πάνω θέματα. Ο περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών (Τροποποιητικός) Νόμος 79(1)/96 έχει διευρύνει τα όρια αυτά και έχει συμπεριλάβει(΄Αρθρο 12(ε) του Ν.8/67 ως έχει τροποποιηθεί από το Ν.79(1)/96).

«(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση». 

Η πιο πάνω νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευση της, τη 18.10.96, πριν την καταχώρηση της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Καταλήγω ότι το 2000 όταν καταχωρήθηκε η αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, η υλική αρμοδιότητα του πιο πάνω Δικαστηρίου επεκτείνετο και στις διαφορές που προβάλλει η ενάγουσα στην παρούσα αγωγή.»

 

 

Με την πιο πάνω κατάληξη είναι σχετικός ο 1ος λόγος έφεσης.  Ως εκ του ερείσματος της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν πρόκειται για διαπίστωση έλλειψης δικαιοδοσίας που θα έπρεπε να οδηγήσει σε παραπομπή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως εισηγήθηκε ο κ.Κληρίδης.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα της δικαιοδοσίας αφορούσε την εξέταση του θέματος του δεδικασμένου ως προς την ταύτιση των επιδίκων θεμάτων την οποία διαπίστωση, θα έπρεπε το Δικαστήριο να διενεργήσει στα πλαίσια του καθήκοντος του να εξετάσει το θέμα του δεδικασμένου.   Ακριβώς για να εντάξει ή μη την αξίωση στη υποχρέωση να συμπεριλαμβάνετο στην πρώτη διαδικασία.   (βλ. Halsburys Laws of England, 3rd ed. vol.15, par.384-385).  Συνεπώς ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Επί της ουσίας του θέματος, αν δηλαδή θα έπρεπε να θεωρηθεί δεδικασμένο ή όχι, που εγείρεται με το 2ο λόγο έφεσης, δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε πλήρως την πρωτόδικη προσέγγιση.  Θα λέγαμε ότι πρόκειται για κλασσική περίπτωση δεδικασμένου, αφού δια της απλής ανάγνωσης των δύο υποθέσεων διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις και δεν μας βρίσκει καθόλου σύμφωνους η θέση ότι εν προκειμένω η απαίτηση δεν πηγάζει από την εργασιακή σχέση των διαδίκων επειδή στην παρούσα λαμβάνει την ονομασία της παράνομης οικειοποίησης ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Στην ουσία του πράγματος και σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης πρόκειται για διαφορά για καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων που δεν έγινε, θέματος που ευθέως παραπέμπει σε μισθολογικό δικαίωμα.  Ως εκ της ίδιας της παραγράφου 12(Α) της ΄Εκθεσης Απαίτησης ανωτέρω, προκύπτει άμεση παραπομπή στην παραβίαση της συμφωνίας εργοδότησης.  Όπως ορθά ελέχθη από τον κ.Πολυβίου δεν έχει σημασία πώς ονομάζεται από την εφεσείουσα η αξίωση της (παράνομη ιδιοποίηση ή αδικαιολόγητος πλουτισμός).  Σημασία έχει η δυνατότητα ένταξης της αξίωσης της στην πρώτη διαδικασία.  Αυτό φέρνει στο προσκήνιο τους δύο τελευταίους λόγους έφεσης.  Δεν συμφωνούμε με τον κ.Κληρίδη ότι το θέμα της γνώσης ή της εύλογης επιμέλειας για γνώση της εφεσείουσας επί των γεγονότων της παρανομίας δεν μπορούσε να κριθεί στο στάδιο αυτό.  Το αντίθετο.  Θα ήταν παράλογο να αναμενόταν να ακουστεί μαρτυρία για τέτοιο θέμα, δεδομένου ότι επρόκειτο για ζήτημα συσχετισμού απαιτήσεων, όπου η συνάφεια των δύο θεραπειών προέκυπτε τόσο καθαρά, ώστε η παρεμβολή μαρτυρίας για να καταδειχθεί το μη εύλογο της επιμέλειας να συμπεριληφθεί ευθύς εξ αρχής στην πρώτη διαδικασία θα ήταν όχι μόνο αχρείαστη αλλά και αντινομική με την ίδια την αρχή του δεδικασμένου. 

 

Συνεπακόλουθα των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 2-4 αποτυγχάνουν.

 

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο