ECLI:CY:AD:2017:A479
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012
21 Δεκεμβρίου, 2017
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΙΛΟΤΩΝ ΚΑΙ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ
ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ
Εφεσειόντων
ΚΑΙ
1. SUPHIRE HOLDINGS PUBLIC LTD
2. SUPHIRE SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES LTD
3. SUPHIRE TRADING & INVESTMENTS LTD
4. ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
5. ΡΕΑΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
Εφεσιβλήτων
…………….
Γ. Γεωργιάδης, για Εφεσείουσα
Κ. Καλλής, για Εφεσίβλητους
ΠΑΝΑΓΗ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 12.9.94 το Ταμείο Προνοίας των Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών (εφεσείοντες, στο εξής το Ταμείο) ανέθεσε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του στο Συνεταιρισμό Suphire Share Agency, o οποίος είχε ως ομόρρυθμους εταίρους το ζεύγος Ιωάννη και Ρέα Ανδρονίκου (εφεσίβλητους 4 και 5) καθώς επίσης και τη Μ. Ανδρονίκου.
Κατ΄ ακολουθία της σύναψης της πιο πάνω συμφωνίας, το Ταμείο διόρισε με πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 23.9.94 το Συνεταιρισμό προκειμένου να προβαίνει σε αγοραπωλησίες και μεταβιβάσεις αξιών εξ ονόματος του. Δύο δε χρόνια μετά, τα καθήκοντα του Συνεταιρισμού έναντι του Ταμείου τα ανέλαβε η εταιρεία Suphire Trading & Stockbrokers Ltd η οποία στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε Suphire Securities and Financial Services Ltd (εφεσίβλητη 2). Διευθυντής τότε της εφεσίβλητης 2 ήταν ο εφεσίβλητος 4 και ακολούθως, από 14.2.00, προστέθηκε ως διευθυντής και η σύζυγος του εφεσίβλητη 5. Όμως, στις 8.1.02 οι εφεσίβλητοι 4 και 5 παραιτήθηκαν από διευθυντές της εφεσίβλητης 2 και στη θέση τους διορίστηκε η εταιρεία PYAA Imports & Exports Ltd. Ακολούθως, στις 31.1.02, το Ταμείο διόρισε ως πληρεξούσιο του την εφεσίβλητη 2, παρέχοντας σε αυτή τις ίδιες εξουσίες που είχε αρχικώς παραχωρήσει και στο Συνεταιρισμό και στη συνέχεια, στις 1.12.04, της ανάθεσε και τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.
Τον Ιανουάριο του 2005, το Ταμείο, έλαβε από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) κατάσταση των αξιών του κατά την 31.12.04, η οποία όμως παρουσίαζε διαφορές με την αντίστοιχη κατάσταση που τους είχε αποστείλει η εφεσίβλητη 2.
Οι διαπιστωθείσες διαφορές στις δύο καταστάσεις συζητήθηκαν από εκπροσώπους του Ταμείου με τον εφεσίβλητο 4 στις 25.1.05, με αντικείμενο την αποκατάσταση εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 των όσων, τότε, θεωρήθηκαν ως ελλείποντα από το χαρτοφυλάκιο του Ταμείου. Το μόνο όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής ήταν η αποκατάσταση αξιών ύψους Λ.Κ.699.345,99 και ενόψει τούτου, στις 16.3.05, το Ταμείο, αφού κάλεσε με επιστολή του ημερ. 15.3.05 το ΧΑΚ να μην αποδέχεται χρηματιστηριακές εντολές για λογαριασμό του από την εφεσίβλητη 2, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπ΄ αρ. 2160/05 αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων, με την οποία αξίωσε Λ.Κ.6.300.000 για ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, πλέον ειδικές, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις με αιτία και/ή αιτίες σοβαρές επιλήψιμες πράξεις που καταλόγισε στους εφεσίβλητους/εναγόμενους.
Με τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων η υπόθεση οδηγήθηκε σε μακρά ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν για το Ταμείο πέντε μάρτυρες – οι Τ. Χριστοφίδης (ΜΕ1), Χ. Αλεξάνδρου (ΜΕ2), Ε. Γεωργίου (ΜΕ3), Π. Σουπουρής (ΜΕ4) και Γ. Γιαγκάνας (ΜΕ5) – και για τους εφεσίβλητους/εναγόμενους ο εφεσίβλητος 4 και ο Χρ. Σάββα (ΜΥ1) οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου 102 τεκμήρια που αποτελούνταν από εκατοντάδες έγγραφα, τα οποία αφορούσαν χιλιάδες χρηματιστηριακές και άλλες συναλλαγές.
Το μαρτυρικό λοιπόν υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ογκοδέστατο και το έργο του ευπαίδευτου Προέδρου που εκδίκασε την υπόθεση δύσκολο και επίπονο αφού οι διάδικοι - όπως σημειώνεται στην απόφαση - «… δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν αν όχι όλη τη διαφορά, έστω σε αρκετό μέρος της…» και «… στο τέλος άφησαν το Δικαστήριο να εξετάσει και κρίνει χιλιάδες συναλλαγές και δοσοληψίες περιλαμβανομένων ακόμη και υποδιαιρέσεων (split) μετοχών, δικαιώματα προτίμησης, τόκους και μερίσματα, ωσάν να είναι χρηματιστής και λογιστής». Παρά ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο – ενεργώντας ως όφειλε καθηκόντως – εξέτασε την ογκοδέστατη προφορική και γραπτή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και απ΄ αυτή αποδέχτηκε στην ολότητά της ως αξιόπιστη μόνο τη μαρτυρία των ΜΕ3, ΜΕ4, ΜΕ5 και ΜΥ1. Σ΄ ό,τι όμως αφορά τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, των ΜΕ1 και ΜΕ2 (Γραμματέα και Προέδρου του Ταμείου αντιστοίχως) καθώς και του εφεσίβλητου 4, που ήταν και οι βασικοί μάρτυρες στην υπόθεση, η δικαστική του κρίση σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας τους ήταν διαφορετική. Συγκεκριμένα η μαρτυρία:-
1. Του ΜΕ1, με την οποία επιχειρήθηκε η εμπλοκή στα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του Ταμείου όλων των εφεσιβλήτων/εναγομένων, χαρακτηρίστηκε ότι έπασχε από υπερβολή και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα μόνο περιορισμένο μέρος της που δεν αμφισβητήθηκε και το οποίο τεκμηριωνόταν από τα τεκμ. 1-11 να γίνει αποδεκτό,
2. Του ΜΕ2, ο οποίος κατέθεσε έκθεση (τεκμ. 13) για προώθηση των απαιτήσεων του Ταμείου, απορρίφθηκε ως μη ειλικρινής και αξιόπιστη και κυρίως ως «… μη τεκμηριωμένη, εκτός των σημείων που δεν έχουν αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά, ή για τους λόγους που γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, ως θα αναφερθεί αργότερα στην απόφαση». Και αυτό, όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, καθότι «… όλο το κατασκεύασμα του ΜΕ2, δηλαδή το τεκμ. 13, βρίθει από λάθη σε σημείο που παρίσταται ανάγκη ριζικής ανακατασκευής του η οποία βεβαίως είναι αδύνατο να γίνει από το Δικαστήριο λόγω έλλειψης των αναγκαίων στοιχείων αλλά και διότι δεν είναι αυτή η λειτουργία του» και
3. Του εφεσίβλητου 4 απορρίφθηκε ως μη ειλικρινής και αξιόπιστη.
Κατ΄ ακολουθία της πιο πάνω αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το Ταμείο απέδειξε μέρος της απαίτησης του για το συνολικό ποσό των £459.089,49 (€784.400,96) και στη βάση αυτή εξέδωσε εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 4 και προς όφελος του Ταμείου απόφαση για αντίστοιχο ποσό, πλέον τόκους και έξοδα, ενώ η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 3 και 5 απορρίφθηκε στη βάση ότι στο μαρτυρικό υλικό δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας για εμπλοκή τους στα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του Ταμείου.
Το Ταμείο θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση σε τρία βασικά σημεία, τα οποία και προσδιορίζει στην Ειδοποίηση Έφεσης του (στο εξής η Ειδοποίηση) υπό μορφή εισαγωγής. Αφορούν (α) τη μη αποδοχή μεγάλου μέρους της απαίτησης του – συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των Λ.Κ.1.718.284,09 που όπως ισχυρίζεται προέκυψε από την πώληση των μετοχών και δικαιωμάτων μετοχών (warrants) Regalia – ως αυτή είχε τεκμηριωθεί από τη μαρτυρία του ΜΕ2 τον οποίο αποκαλεί εμπειρογνώμονα, (β) τη μη επιδίκαση προς όφελος του των τόκων που δικαιούταν και (γ) την απόρριψη της απαίτησης του εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και 5 με έξοδα προς όφελος τους, καθώς και προς όφελος της εφεσίβλητης 1. Καθορίζοντας με τον τρόπο αυτό το πλαίσιο της έφεσής του, προχώρησε στη συνέχεια και διατύπωσε τρεις λόγους έφεσης, οι οποίοι όμως δεν συνοδεύονται από διακριτή – όπως είναι ο ορθόδοξος τρόπος – αιτιολογία εφόσον τον κάθε λόγο έφεσης ακολουθεί αριθμός θέσεων (12 για τον 1ο, 8 για τον 2ο και 4 για τον 3ο) που εν είδη αιτιολογίας αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστοιχα σφάλματα. Για το λόγο αυτό θα παραθέσουμε αυτούσιους τους λόγους έφεσης, τους οποίους στη συνέχεια θα εξετάσουμε υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας ως αυτή αναπτύχθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων τόσο στα περιγράμματα αγορεύσεων τους όσο και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «… έσφαλε νομικώς και/η διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο και/ή τα γεγονότα».
Όπως ήδη έχει σημειωθεί, ο πρώτος λόγος έφεσης «αιτιολογείται» με 12 θέσεις. Απ΄ αυτές οι 5 (θέσεις (1.1), (1.2), (1.4), (1.5) και (1.6) περιστρέφονται γύρω από τη μαρτυρία του ΜΕ2 και όπως προβάλλεται, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη και δεν στηρίχθηκε στην έκθεση του (τεκμ. 13) για να επιδικάσει στο Ταμείο όλα τα ποσά που διεκδικούσε. Κυρίως σ΄ ό,τι αφορά το ποσό των Λ.Κ.1.718.284,09 για τις μετοχές και δικαιώματα μετοχών Regalia (RGL), την στιγμή μάλιστα που οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 4 για τις μετοχές αυτές κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Περαιτέρω με άλλες 5 θέσεις (οι υπ΄ αρ. (1.3), 1.7), (1.8), (1.9) και (1.12) προβάλλει πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 3 και 5 με έξοδα τόσο προς όφελος τους όσο και προς όφελος της εναγόμενης 1, παραγνωρίζοντας την μαρτυρία που τις ενέπλεκε, ενώ με άλλη θέση (την (1.11) κακίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο που δεν του απέδωσε όλους τους τόκους που δικαιούταν. Τέλος με την υπ΄ αρ. (1.10) θέση αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο πλάνη και το κακίζει που θεώρησε τον εαυτό του ως μη ικανό να υπολογίσει τις ζημιές και/ή απώλειες που υπέστη με τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Αν, διερωτάται, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε σχετικά ευρήματα, διότι – ως αναφέρει – δεν είναι ούτε λογιστής ούτε χρηματιστής, γιατί προτίμησε να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης και δεν παρέπεμψε το μέρος αυτό σε διαιτησία;
Οι πιο πάνω θέσεις του Ταμείου παρατίθενται εν εκτάσει στην Ειδοποίηση και προωθήθηκαν με πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης, στο οποίο επισυνάπτεται και έκθεση του ΜΕ2 η οποία σύμφωνα με το Ταμείο κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία ως τεκμ. 13. Ο τρόπος όμως διατύπωσης του υπό αναφορά λόγου έφεσης ως και η εν είδη αιτιολόγησή του με τις προαναφερθείσες θέσεις του Ταμείου, δεν συνάδει σύμφωνα με τους εφεσίβλητους με τις πρόνοιες της Δ.35 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως αυτές αναλύθηκαν από τη Νομολογία. Και αυτό γιατί ο υπό κρίση λόγος (α) δεν προσδιορίζει με σαφή τρόπο το κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (β) δεν στοιχειοθετείται αφού η κάθε μία από τις 12 θέσεις που υποτίθεται ότι αποτελούν την αιτιολογία του, συνιστά ξεχωριστό λόγο έφεσης που επίσης δεν στοιχειοθετείται από ξεχωριστή αιτιολογία ως απαιτείται από τη Νομολογία και από τους περί Εφέσεων Διαδικαστικούς Κανονισμούς και (γ) σ΄ ό,τι αφορά τη θέση (1.1), με αυτή εφεσιβάλλονται δύο κατ΄ ισχυρισμό σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ σύμφωνα με τη νομολογία κάθε λόγος έφεσης εφεσιβάλλει μόνο ένα σφάλμα. Παρέπεμψε συναφώς στις Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112, Χριστοδούλου ν. Μεταξάκης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1002, Πολιτιστική και Πληροφορική εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 91, Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982 και ANS Secretaries Ltd v. Orianda Management FZ LLC κ.α., Πολ. Εφ. 362/2009 ημερ. 3.7.14, ECLI:CY:AD:2014:A458, διατυπώνοντας την εισήγηση ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ατελής και ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί. Σημειώνεται ωστόσο ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων δεν περιορίστηκαν μόνο στην προώθηση της θέσης ότι ο υπό κρίση λόγος έφεσης πάσχει από τις προαναφερθείσες πλημμέλειες, αλλά θεώρησαν πως θα έπρεπε να απαντήσουν και στα κατ΄ ισχυρισμό 12 σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που επικαλείται το Ταμείο, τα οποία και απέρριψαν ένα προς ένα προς υποστήριξη της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Προέχει όμως η εξέταση της εισήγησης τους ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ατελής.
Είναι νομολογημένο ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τις παραμέτρους της έφεσης εφόσον με αυτή καθορίζονται οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται (βλ. Προκοπίου ανωτέρω, η οποία παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία επί του θέματος). Περαιτέρω έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων – αλλά και από άλλη – ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης και ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4[1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο δε λόγος της έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Όπως συναφώς τονίστηκε στη Μιχαηλίδου (ανωτέρω), χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής και κατά συνέπεια υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν μπορεί να εξεταστεί.
Στην παρούσα περίπτωση ο υπό κρίση λόγος έφεσης δεν προσδιορίζει με σαφή τρόπο το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά του καταλογίζει αορίστως ότι «… έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο και/ή τα γεγονότα». Και αυτό στη βάση 12 θέσεων οι οποίες εν είδη αιτιολογίας – όπως επισημάνθηκε – καταλογίζουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστοιχο αριθμό σφαλμάτων που, όπως ορθώς επισημάνθηκε από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, συνιστούν ξεχωριστούς λόγους έφεσης, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν στοιχειοθετούνται από ξεχωριστή αιτιολογία όπως απαιτεί η νομολογία. Πρόκειται κατά την άποψή μας για έκδηλη και κλασσική περίπτωση ατελούς λόγου έφεσης και ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί και απορρίπτεται.
Εν πάση περιπτώσει το κύριο παράπονο του Ταμείου που αφορά το ποσό των Λ.Κ.1.718.284,09 για τις μετοχές RGL βασίζεται στο κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει ως μη αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ2, θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο του δεύτερου λόγου έφεσης ο οποίος θα εξεταστεί στη συνέχεια. Όσον δε αφορά την εμπλοκή των εφεσιβλήτων 3 και 5 στα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, το Ταμείο παραβλέπει κατ΄ αρχάς ότι η εφεσίβλητη 5 παραιτήθηκε από διευθύντρια της εφεσίβλητης 2 από τις 8.1.02 και οι μάρτυρες του δεν την ενέπλεξαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου. Επιπρόσθετα το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη μη εμπλοκή των εφεσιβλήτων 3 και 5 στην υπό αναφορά διαχείριση δεν προσβάλλεται με συγκεκριμένο και αιτιολογημένο λόγο έφεσης. Τέλος, σ΄ ότι αφορά το παράπονο του για την επιδίκαση εξόδων στις εφεσίβλητες 1, 3 και 5 είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι ούτε και γι΄ αυτό το παράπονο διατυπώθηκε συγκεκριμένος και αιτιολογημένος λόγος έφεσης, στη βάση του οποίου όφειλε να τεκμηριώσει ότι εσφαλμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ατελής και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση ης μαρτυρίας και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί τα γεγονότα».
O υπό αναφορά λόγος έφεσης έχει στο στόχαστρο του την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικά την απόρριψη της έκθεσης του (τεκμ.13), η οποία αποτέλεσε το βάθρο επί του οποίου το Ταμείο επιχείρησε να τεκμηριώσει τις απαιτήσεις του εναντίον των εφεσιβλήτων. Προτού όμως αναφερθούμε στις 8 θέσεις του Ταμείου που εν είδη αιτιολογίας συνοδεύουν τον υπό κρίση λόγο, θεωρούμε πως θα πρέπει να προβούμε σε 2 παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά τη θέση του Ταμείου ότι ο ΜΕ2 κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εμπειρογνώμονας, πλην όμως η θέση αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως λανθασμένη με την επισήμανση ότι «Ο ΜΕ2 εκτός από την έκθεση που έκανε, τεκμ. 13, είναι και μάρτυρας επί των γεγονότων ως αυτό ξεκάθαρα φαίνεται από τη μαρτυρία του» και επ΄ αυτού δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης. Η δεύτερη θέση αφορά στο ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του Ταμείου επισυνάφθηκε η έκθεση του ΜΕ2 που κατ΄ ισχυρισμό κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως τεκμ. 13. Όμως αντιπαραβάλλοντας την έκθεση αυτή με το τεκμ. 13, διαπιστώσαμε ότι δεν ταυτίζονται. Ζητήσαμε επί τούτου διευκρινήσεις κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης, χωρίς όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ταμείου να μας διαφωτίσει επαρκώς. Ό,τι εν τέλει προέβαλε είναι ότι η έκθεση που επισύναψε στην αγόρευση του είναι αναθεωρημένη συνοπτική κατάσταση λογαριασμού, αλλά τέτοια κατάσταση δεν κατατέθηκε πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια δεν θα δώσουμε οποιαδήποτε σημασία στο έγγραφο αυτό εφόσον δεν μας έχει υποδειχθεί ότι κατατέθηκε ως τεκμήριο πρωτοδίκως.
Έχοντας προβεί στις προαναφερθείσες παρατηρήσεις, προχωρούμε στην παράθεση των 8 θέσεων που διατυπώνει το Ταμείο εν είδη αιτιολογίας του υπό εξέταση λόγου έφεσης. Με την επισήμανση ότι θα αποδώσουμε την ουσία τους εφόσον οι θέσεις αυτές παρατίθενται σε έκταση στην Ειδοποίηση. Με αυτές καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι (α) κακώς απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ2 παρόλο που αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη – όπως ήταν το τεκμ. 13 – τα δε σχόλια στα οποία προβαίνει σε σχέση με τη μαρτυρία του δεν συνάδουν με τα όσα πραγματικά αυτός κατέθεσε (θέσεις (2.1) και (2.2), (β) προβαίνει σε εσφαλμένες παρατηρήσεις αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΕ2, ιδιαίτερα στις σελ. 7-12 της απόφασής του, ενώ η μαρτυρία του ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, αριθμούς και εύλογες υποθέσεις (θέση (2.3), (γ) αγνόησε ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ2 και έλαβε υπόψη του επουσιώδη σημεία και τα ευρήματα του ότι ψεύδεται και ότι παραδέχεται ότι έκανε λάθος στους υπολογισμούς του είναι λανθασμένα εφόσον τόσο τα γεγονότα που ανάφερε όσο και οι αριθμοί του παρέμειναν αναντίλεκτα (θέσεις (2.4), (2.5) και (2.6), (δ) λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δώσει στο Ταμείο όλες τις πληροφορίες που είχε ζητήσει, τη στιγμή που οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι παραδέχονται ότι δεν έδωσαν (θέση (2.7) και (ε) προκατάληψη εφόσον καταλόγισε στο Ταμείο και τους δικηγόρους του ευθύνη γιατί δεν αποφάσισαν με τους εφεσίβλητους τα ποσά που απωλέσθηκαν, αγνοώντας ότι το Ταμείο και οι δικηγόροι του προσπάθησαν να καταλήξουν σε συμβιβασμό αλλά οι εφεσίβλητοι δεν συνεργάστηκαν (θέση (2.8)).
Οι πιο πάνω θέσεις του Ταμείου προωθήθηκαν με περίγραμμα αγόρευσης αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, όπως το ίδιο έπραξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων προς υποστήριξη της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τους λόγους που δίδονται στην πρωτόδικη απόφαση για την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ2 και ειδικά της έκθεσης του (τεκμ.13), υπό το πρίσμα βεβαίως των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων. Να υπενθυμίσουμε συναφώς ότι κατά πάγια νομολογία το περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στο έργο της αξιολόγησης είναι περιορισμένο και δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα (βλ. Ησαϊα ν. Τσαγγαρίδη, Πολ. Εφ. 12/12 ημερ. 16.6.17, ECLI:CY:AD:2017:A224 που παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία και Κοτσώνια ν. Κοτσώνια, Πολ. Εφ. 464/11 ημερ. 8.11.17, ECLI:CY:AD:2017:D397 που επίσης παραπέμπει σε προγενέστερη νομολογία).
Στην παρούσα περίπτωση ο ΜΕ2 παραδέχτηκε κατά την αντεξέταση του ότι 31 σημεία της έκθεσης του (τεκμ. 13) – τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του – είτε δεν απέδιδαν την πραγματικότητα είτε δεν τα ερεύνησε, είτε αποτελούσαν δικές του υποθέσεις. Περαιτέρω, κατά την επανεξέταση παραδέχτηκε ότι η έκθεση του περιέχει 11 λάθη, τα οποία επίσης παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση. Με αυτά ως δεδομένο, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ως μη ειλικρινή και αξιόπιστη και προπάντων ως μη τεκμηριωμένη στη βάση της πιο κάτω αξιολόγησης:-
«Έχουν αναφερθεί όλα τα πιο πάνω, παρόλο που είναι κουραστικά, για ένα και μοναδικό λόγο, για να φανεί ο μεγάλος αριθμός των λαθών που περιέχονται στην έκθεση του μάρτυρα, τεκμήριο 13, ο τρόπος και η μέθοδος που ο ίδιος ενήργησε στην ετοιμασία της, αλλά και διά να διαφανεί ότι αυτά τα οποία έλεγε δεν μπορούν να ελεγχθούν κατά πόσο είναι ορθά ή λάθος. Ειδικότερα κατ΄ επανάληψη ο μάρτυρας ανάφερε ότι ο τρόπος λειτουργίας του ήταν να κάνει σύγκριση για κάθε χρόνο μεταξύ του αρχικού υπολοίπου των μετοχών και του τελικού. Σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνετο διαφορά, αυτή διερευνείτο από πού προερχόταν. Εκεί που δεν υπήρχαν στοιχεία έκανε κάποιες εύλογες υποθέσεις. Αν υπήρχε μείωση, για παράδειγμα του αριθμού των μετοχών και δεν είχε στοιχεία που να την εξηγούν και δεδομένου ότι ο διαχειριστής δεν έδιδε στοιχεία αν και του εζητούντο κατ' επανάληψη, θεωρούσε ότι η μείωση ήταν ουσιαστικά πώληση των μετοχών και για να υπολογίσει το προϊόν της πώλησης έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάποια τιμή. Τότε, κοίταζε τις τιμές κλεισίματος των μετοχών και έκανε υποθέσεις σχετικά με την τιμή πώλησης. Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η έκθεση του μάρτυρα και γενικά η μαρτυρία του δεν είναι τεκμηριωμένη και πειστική. Έχει δεχθεί ο ίδιος, είτε από μόνος του, είτε αντεξεταζόμενος, ότι έχει πάρα πολλά λάθη, αλλά και μεγέθη και στοιχεία που δεν στηρίζονται επί πραγματικών αριθμητικών δεδομένων, αλλά σε υποθέσεις που επέλεξε ο ίδιος να κάμει, είτε αυτό αφορά τιμές μετοχών είτε αριθμό μετοχών είτε τόκους είτε άλλα. Ακόμη και λάθη επί αρχικών διορθώσεων του δέχθηκε όπως η περίπτωση υπ' αριθμό (7), πιο πάνω, ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η διόρθωση του. Ως αποτέλεσμα, η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από τέτοια αβεβαιότητα και μη τεκμηρίωση, που είναι αδύνατο αφενός να γίνει αποδεκτή, όπως είναι, αλλά ούτε από την άλλη το Δικαστήριο να προβεί σε διορθώσεις, διότι ελλείπουν βασικά γεγονότα και στοιχεία. Πέραν όμως τούτου, η μαρτυρία του κρίνεται και μη ορθή και μη αξιόπιστη και από άλλα στοιχεία. Ο συνήγορος των εναγόντων εις την αγόρευση του προώθησε τη θέση ότι ο Μ.Ε.2 είναι εμπειρογνώμονας και ως τέτοιος να κριθεί. Η θέση αυτή είναι λανθασμένη. Ο Μ.Ε.2 εκτός από την Έκθεση που έκανε, τεκμ. 13, είναι και μάρτυρας επί των γεγονότων ως αυτό ξεκάθαρα φαίνεται από τη μαρτυρία του. Η εισήγηση του συνηγόρου παραβλέπει ότι ο μάρτυρας δια τα έτη 2003-2007 ήταν Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής των Εναγόντων. Ακριβώς λόγω και αυτής της ιδιότητας πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο ψευδής ισχυρισμός του ότι (παραμένει ο ισχυρισμός ως προβλήθηκε) «οι πρώτες ενδείξεις άρχισαν γύρω στον Οκτώβρη με Νοέμβριο του 2001, όταν προέκυψε συζητώντας τη διαχείριση ότι κάποιες επενδύσεις του Ταμείου ήταν πάνω σε εταιρείες οι οποίες ήταν ελεγχόμενες και συνδεδεμένες με τον διαχειριστή και κοιτάζοντας την ποιότητα του χαρτοφυλακίου είχαμε εντοπίσει ότι κάποιες επενδύσεις δεν ήταν σε μετοχές που θα θέλαμε στο Ταμείο να ήταν επενδυμένα τα λεφτά. Προς τούτο στείλαμε γραπτή επιστολή προς τον διαχειριστή που του ζητούσαμε κάποιες που ήταν στο χαρτοφυλάκιο να ρευστοποιηθούν». Εξετάζοντας την πιο πάνω μαρτυρία του, πιστεύω ότι ο μάρτυρας είτε παραπλανεί, είτε δεν θυμάται καλά τα γεγονότα. Κατ' αρχήν ο ίδιος ενεπλάκη με το Ταμείο των Εναγόντων τον Ιούνιο του 2003, και συνεπώς τους μήνες Οκτώβριο με Νοέμβριο του 2001 δεν μπορούσε να γνωρίζει οτιδήποτε για το Ταμείο αυτό και, δεύτερο, η επιστολή που αναφέρεται ότι απεστάλη είναι προφανώς το τεκμήριο 43, ημερ. 3.11.04, και που είναι η μόνη επιστολή που στάληκε προς τον διαχειριστή προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης, η συνεχής εμμονή του και χαρακτηρισμοί ότι ο διαχειριστής μετέφερε παράτυπα μετοχές των εναγόντων από τον λογαριασμό global του Χρηματιστηρίου σε λογαριασμό ελέγχου της Suphire και ότι υπεξαίρεσε διάφορες μετοχές και χρήματα, στο τέλος παρέμειναν ισχυρισμοί, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, χωρίς αξία, αλλά και διότι ο ίδιος τους ανασκεύασε. Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, το πληρεξούσιο, τεκμήριο 7, επέτρεπε στον διαχειριστή να ενεργεί με τον τρόπο που ενήργησε, δηλαδή τη μεταφορά των μετοχών ως άνω. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του, ότι ο διαχειριστής δεν τον προμήθευσε με στοιχεία και πληροφορίες διά να κάνει την έρευνα του, και πάλιν από τα έγγραφα που παρουσίασε ο ίδιος (βλ. Παράρτημα Η, του τεκμηρίου 13) διαψεύδεται. Σύμφωνα με αυτόν, ο διαχειριστής με επιστολή του, ημερ. 28.2.05, τον πληροφορούσε ότι «όλες ανεξαιρέτως οι πληροφορίες που έχετε ζητήσει σας έχουν δοθεί προ καιρού, εκτός της κατάστασης λογαριασμού 2003-2004». Ο μάρτυρας δεν παρουσίασε οτιδήποτε άλλο γραπτό κείμενο του εις απάντηση των πιο πάνω. Το μόνο που παρουσιάσθηκε είναι μια επιστολή, ημερ. 15.3.05, προς τον Γενικό Διευθυντή του ΧΑΚ, από τον οποίο ζητούσε τη βοήθεια του για συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών από 1.1.99 και μετά (βλ. Παράρτημα Θ τεκμ. 13). Αυτό καταδεικνύει ότι ο ίδιος έκρινε ότι δεν ήθελε οτιδήποτε άλλο από τον διαχειριστή, παρά μόνο στοιχεία από το ΧΑΚ. Να σημειωθεί ότι τυχόν απάντηση του ΧΑΚ στην πιο πάνω επιστολή δεν παρουσιάσθηκε. Ο μάρτυρας ελέγχεται και για πολλά άλλα, όπως η γενικότητα των απαντήσεων του όταν ερωτάτο από πού συγκεκριμένα έλαβε την πληροφόρηση του και στοιχεία που κατέγραψε στην έκθεση του, τεκμήριο 13. Είναι ξεκάθαρο από την αντεξέταση του ότι οι αναφερόμενες συναλλαγές εν πολλοίς δεν ήταν συγκεκριμένες συναλλαγές που έγιναν στο ΧΑΚ στη δεδομένη αναφερόμενη ημερομηνία και τιμή, αλλά ενδεχομένως συγκέντρωση πολλών επιμέρους συναλλαγών σε διάφορες ημερομηνίες, με διάφορες τιμές. Αυτό καθιστά τα στοιχεία του αβέβαια και μη δυνάμενα να ελεγχθούν. Δια τους λόγους αυτούς δεν μπορώ να δεχθώ, την έκθεση του, τεκμήριο 13 έστω και με τις διορθώσεις που προέβη, ακριβώς για τον λόγο ότι δεν μπορούν να ελεγχθούν τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε και την ετοίμασε. Γενικά, η μαρτυρία του απορρίπτεται ως μη ειλικρινής και αξιόπιστη και προπάντως μη τεκμηριωμένη, εκτός των σημείων που δεν έχουν αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά, ή για τους λόγους που γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, ως θα αναφερθεί αργότερα στην απόφαση. Ο παραλληλισμός υπό του συνηγόρου των εναγόντων του τρόπου λειτουργίας του Μ.Ε.2 με τον τρόπο λειτουργίας μάρτυρος εις την υπόθεση 11426/05, τεκμ. 62 που έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο στις Εφέσεις που ακολούθησαν, βλ. τεκμ. 62-62(α) δεν είναι επιτυχής. Εκεί όπως μπορεί να συναχθεί από την απόφαση αφορούσε μόνο μερικές εύλογες υποθέσεις υπό της μάρτυρος. Εδώ όλο το κατασκεύασμα του Μ.Ε.2 δηλ. το τεκμ. 13 βρίθει από λάθη σε σημείο να παρίσταται ανάγκη ριζικής ανακατασκευής του η οποία βεβαίως είναι αδύνατο να γίνει από το Δικαστήριο λόγω έλλειψης των αναγκαίων στοιχείων αλλά και διότι δεν είναι αυτή η λειτουργία του.»
Aπό την παράθεση αυτούσιου του πιο πάνω αποσπάσματος είναι νομίζουμε προφανές πως τα παράπονα του Ταμείου σ΄ ό,τι αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ2 είναι αβάσιμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του και ειδικά το τεκμ. 13 με υποδειγματική επιμέλεια και έδωσε εκτεταμένη αιτιολογία γιατί εν τέλει την απέρριψε. Ό,τι χρειάζεται να προσθέσουμε είναι πως το τεκμ. 13, επί του οποίου το Ταμείο βάσισε τις αξιώσεις του εναντίον των εφεσιβλήτων, όντως έβριθε από λάθη και η επισήμανση του ευπαιδεύτου Προέδρου ότι «… το τεκμ. 13 βριθεί από λάθη σε σημείο που παρίσταται ανάγκη ριζικής ανακατασκευής του» επιβεβαιώθηκε και κατ΄ έφεση με την παρουσίαση νέας έκθεσης από το Ταμείο η οποία προβλήθηκε ότι είναι το τεκμ. 13, ενώ δεν είναι.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε πως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση που προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τη μαρτυρία του ΜΕ2 και ενόψει τούτου απορρίπτεται και ο 2ος λόγος έφεσης.
Παρέμεινε προς εξέταση ο 3ος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο «… δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματά του».
Τα τρία από τα 4 παράπονα του Ταμείου, με τα οποία αιτιολογεί τον υπό κρίση λόγο έφεσης, σχετίζονται με την απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 (θέσεις (3.1), (3.2) και (3.3)) και έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί πιο πάνω. Το τέταρτο, που είναι και το κύριο, αφορά την μη επιδίκαση στο Ταμείο του ποσού των Λ.Κ.1.718.284,09 για τις μετοχές RGL. Επ΄ αυτού είναι θέση του Ταμείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολογεί γιατί δεν συμπεριέλαβε στην απόφαση του και το ποσό αυτό «… παρόλο που πουθενά στην απόφαση του δεν το απορρίπτει και παρόλο που προκύπτει από τη μαρτυρία ότι πωλήθηκαν και το πιο πάνω ποσό δεν πληρώθηκε ποτέ στους Πιλότους».
Η αξίωση για τις μετοχές RGL, αντιτείνουν οι εφεσίβλητοι, προωθήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τον ΜΕ2 και από τη στιγμή που η μαρτυρία του απορρίφθηκε ως μη ειλικρινής και αξιόπιστη, ορθώς απορρίφθηκε και η επίδικη αξίωση.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αξίωση του επίδικου ποσού ήταν μέρος της έκθεσης (τεκμ. 13) του ΜΕ2 και από τη στιγμή που η έκθεση αυτή απορρίφθηκε στην ολότητά της, ως το απόσπασμα που αυτούσιο παρατίθεται πιο πάνω, θα ήταν αντιφατικό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει στο Ταμείο το αξιούμενο ποσό. Το γεγονός δε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του εφεσίβλητου 4 ήταν και οι απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση του σε σχέση με τις μετοχές RGL, αφ΄ εαυτού, δεν είναι στοιχείο αποδοχής των αντίστοιχων θέσεων του ΜΕ2, ως είναι η εισήγηση του Ταμείου. Και αυτό γιατί το βάρος απόδειξης και σε σχέση με αυτό το κονδύλι ήταν επί του Ταμείου και η σχετική επί του θέματος μαρτυρία του ΜΕ2 κρίθηκε μη ειλικρινής και αναξιόπιστη, καθώς επίσης και μη τεκμηριωμένη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Ταμείου, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] 4. The appellant may, by his notice, appeal from the whole or any part of any judgment or order, and the notice shall state whether the whole or part only of the judgment or order is complained of, and in the latter case shall specify such part. The notice shall also state all the grounds of appeal and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated. Κάθε λόγος έφεσης θα καταγράφεται σε ξεχωριστή παράγραφο. Μετά από κάθε λόγο έφεσης θα καταγράφεται ξεχωριστά η αιτιολογία του. Any notice of appeal may be amended at any time as the Court of Appeal may think fit.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο