ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΣΥΓΓΕΛΟΥ ν. ΠΑΝΙΚΟΥ Γ. ΛΟΪΖΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε120/2013, 21/12/2017

ECLI:CY:AD:2017:A480

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε120/2013

 

21 Δεκεμβρίου, 2017.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΣΥΓΓΕΛΟΥ,

 

Εφεσείοντα/Ενάγοντα/Αιτητή

 

-      ΚΑΙ  -

 

1.      ΠΑΝΙΚΟΥ Γ. ΛΟΪΖΟΥ,

2.      ΓΑΒΡΙΈΛΛΑΣ ΣΥΓΓΕΛΟΥ,

(ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ ΣΥΓΓΕΛΟΥ),

 

Εφεσίβλητων/Εναγόμενων/Καθ΄ ων η Αίτηση.

------------------------

 

Διομήδης Καλλής για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, μαζί με την Ασπασία Ευσταθίου (κα) για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Αλέξανδρος Ταλιαδώρος για Δρα Χρυσοστομίδη & Σια ΔΕΠΕ και για Μάριο Α. Χαρτσιώτη, για τον Εφεσίβλητο 1.

Αλέξανδρος Ταλιαδώρος για Δρα Χρυσοστομίδη & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2.

----------------------

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Ο εφεσείων την 31.10.2008 καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την κληρονομική αγωγή (probate action) υπ’ αρ. 4279/08 εναντίον των εφεσιβλήτων, σε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, επιδιώκοντας δήλωση του Δικαστηρίου ότι έγγραφο ημερομηνίας 27.4.2008 που κατατέθηκε στον Πρωτοκολλητή Διαχειρίσεων του εν λόγω Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως η τελευταία διαθήκη της αποβιώσασας Σμαράγδας Σύγγελου, τέως από τη Λεμύθου Λεμεσού και το Λονδίνο είναι άκυρη και/ή άνευ νόμιμου αποτελέσματος.

 

Ακολούθως, στις 25.9.2012, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση ζητώντας αριθμό θεραπειών.  Κύριο αίτημα του ήταν η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής με την προσθήκη ως εναγομένων 3 και 4, αντίστοιχα, του Αντώνη Κωνσταντίνου Τσίντο και της Γεωργιάνας Κλαούντια Τσίντο, καθώς και της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος, της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης. Επίσης, ζητούσε όπως επιτραπεί η καταχώριση νέας και/ή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς επιβεβαίωση του περιεχομένου του κλητηρίου εντάλματος.  Τα υπόλοιπα αιτητικά αφορούσαν την επίδοση των τροποποιημένων δικογράφων.

 

Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εναγομένων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι τυχόν έγκριση της θα συνεπαγόταν παραβίαση των προνοιών της Δ.2 θ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών[1], η οποία προβλέπει ότι της σφράγισης κλητηρίου εντάλματος σε αγωγές επικύρωσης διαθήκης πρέπει να προηγείται η καταχώριση ένορκης δήλωσης από τον ενάγοντα ή ένα από τους ενάγοντες για επαλήθευση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος.  Οι εφεσίβλητοι ήγειραν και αριθμό άλλων λόγων ένστασης, στους οποίους δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στο παρόν στάδιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, τον παραπάνω λόγο ένστασης, θεωρώντας, ορθώς, ότι αυτός ήταν ο κύριος λόγος αντίρρησης των εφεσιβλήτων στην αίτηση.  Θεώρησε σχετική, με το εγειρόμενο από τους εφεσίβλητους θέμα, την υπόθεση Πετρίχου ν. Χ”Ιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81.  Σε αυτή επαναλήφθηκε η θέση της νομολογίας, όπως καθιερώθηκε με την Demetriou and others v Prodromou (1983)1 CLR 301, ότι η καταχώρηση της ένορκης δήλωσης που προβλέπεται στη Δ.2,θ.13 αποτελεί αναγκαία προηγούμενη προϋπόθεση για την έγκυρη έναρξη της διαδικασίας και οι πρόνοιες της είναι επιτακτικές, ώστε μη συμμόρφωση με αυτές να καθιστά εξαρχής άκυρη τη διαδικασία.  Υπό το φως του δικαστικού λόγου της Πετρίχου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Είναι φανερό επομένως ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις ως επίσης η αιτούμενη καταχώρηση νέας ή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης δεν μπορούν να επιτύχουν αφού έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες της Δ.2 Θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η πλευρά του αιτητή προβάλλει το επιχείρημα ότι με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και όχι η τροποποίηση της οπισθογράφησης της αγωγής όπως αφορούσε η υπόθεση Πετρίχου ν. Χ”Ιωσήφ (ανωτέρω).  Δεν συμφωνώ με την εισήγηση αυτή.  Ο αιτητής στην παράγραφο Β της αίτησης σαφώς εξαιτείται την τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος ενώ στην παράγραφο Γ της αίτησης εξαιτείται την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης.  Από τη στιγμή που δεν επιτρέπεται η τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης τότε σε τι θα εξυπηρετήσει η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής;  Εν πάση περιπτώσει οι αξιώσεις θα πρέπει να είναι άμεσα συναρτώμενες με συγκεκριμένους εναγόμενους και από τη στιγμή που η τροποποίηση της οπισθογράφησης το κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δεν θα πρέπει να επιτραπεί ούτε η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Ούτε η επίκληση της Δ.9 Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να διαφοροποιήσει τα δεδομένα έχοντας υπόψη για όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ακόμα στην υπόθεση Πετρίχου ν. Χ”Ιωσήφ (ανωτέρω) εξηγείται ότι ούτε η Δ.64 μπορεί να βοηθήσει την πλευρά του αιτητή αφού η παρούσα περίπτωση δεν αφορά παρατυπίες στη διαδικασία που είναι θεραπεύσιμες.»

 

 

Ενόψει της κατάληξης του και θεωρώντας ότι αυτή καθιστούσε την εξέταση των υπόλοιπων αιτητικών της αίτησης άνευ αντικειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

 

Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.  Προβλήθηκε ένας και μόνο λόγος έφεσης με άξονα τη θέση ότι το παραπάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο και αποτέλεσμα παρερμηνείας της νομολογίας.  Όπως συναφώς επισημαίνεται στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εφεσείοντα, ο εφεσείων δεν είχε υποβάλει κλητήριο ένταλμα για σφράγιση, αλλά αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος, της Έκθεσης Απαίτησης και  του τίτλου της αγωγής. Επομένως, εισηγούνται, δεν προέκυπτε ανάγκη συμμόρφωσης με τις επιταγές της Δ.2 θ.13, οι οποίες εφαρμόζονται στο στάδιο παρουσίασης του κλητηρίου εντάλματος για σφράγιση.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων είχε συμμορφωθεί απόλυτα με τις επιταγές της Δ.2 θ.13 κατά την σφράγιση του κλητηρίου. Αυτή δε είναι η ειδοποιός διαφορά με την  Πετρίχου στην οποία δεν είχε καταχωρηθεί η προβλεπόμενη από την ως άνω δικονομική πρόνοια ένορκη δήλωση.

 

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επαναλαμβάνοντας ενώπιον μας τα όσα ουσιαστικά πρόβαλαν και πρωτοδίκως, με προεξάρχουσα τη θέση ότι το Δικαστήριο στερείται «a priori τη διακριτική ευχέρεια και εξουσία» να επιτρέψει τις αιτούμενες με την αίτηση τροποποιήσεις και την καταχώριση νέας ή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς επιβεβαίωση του κλητηρίου εντάλματος. Κάτι τέτοιο, εισηγούνται, θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες της Δ.2 θ.13, επισημαίνοντας συναφώς, ότι η τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος ανατρέχει στο χρόνο καταχώρισης του αρχικού κλητηρίου. 

 

Περαιτέρω, με αντέφεση τους, οι εφεσίβλητοι θεωρούν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον λόγο ένστασης υπό στοιχείο (Α), σύμφωνα με τον οποίο η αίτηση του εφεσείοντα ήταν νομικά και πραγματικά αβάσιμη.  Αυτό, γιατί υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση προσώπου το οποίο δεν ήταν ή δεν φαινόταν να είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον εφεσείοντα να προβεί σε αυτή, ούτε είχε προσωπική γνώση των γεγονότων και περιστατικών που αφορούν την υπόθεση, (1ος λόγος αντέφεσης). Προβάλλουν και αριθμό άλλων λόγων που αφορούν στη μη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτητικών της αίτησης του εφεσείοντα και των υπόλοιπων λόγων που οι ίδιοι ήγειραν με την ένστασή τους.

 

Να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι η επιχειρηματολογία των συνηγόρων του εφεσείοντα, στο περίγραμμα αγόρευσης τους, αναπτύσσεται στη βάση ότι στην Πετρίχου δεν υπήρχε εξ αρχής η απαιτούμενη με βάση τη Δ.2,Θ13 ένορκη δήλωση, ούτε στη Demetriou υπήρχε.  Για την τελευταία, διαπιστώνεται με ευκολία από το κείμενο της εφετειακής απόφασης ότι έτσι είχαν τα πράγματα, ενώ αυτό δεν ισχύει για την Πετρίχου εφόσον δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά.  Όπως όμως επισημαίνουμε από απόσπασμα που παραθέτουν οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων στο περίγραμμα αγόρευσης τους, από την πρωτόδικη απόφαση του Οικονόμου, Π.Ε.Δ., (όπως ήταν τότε) στην Άλκη Αντωνιάδη κ.ά ν Αριστοφάνη Γεωργίου κ.ά, Αγωγή Αρ. 2983/2007, ημερομηνίας 24.9.2008, ο οποίος εξέδωσε πρωτόδικα και την υπό έφεση απόφαση στην Πετρίχου, στην τελευταία «υπήρχε εξ αρχής η απαιτούμενη ένορκη δήλωση».

 

 Όπως και να έχουν τα πράγματα, φαίνεται ότι η απόφαση στην Πετρίχου λήφθηκε κατά παραγνώριση της πρακτικής και διαδικασίας του Τμήματος Επικύρωσης Διαθηκών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας για το ζήτημα, αυτής εφαρμοζόμενης δυνάμει του άρθρου 58 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189, όπου δεν γίνεται πρόνοια στο Νόμο ή τους Κανονισμούς, όπως είναι η περίπτωση μας. Η πρακτική αυτή  διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σχόλιο της δικονομικής διάταξης Ο.28, r.2, στο Annual Practice του 1958 (σελ. 629), ως εξής:

 

«Probate Action.- The indorsement on a writ in a Probate action must be verified by affidavit (O.5, r.15), and the Registrar΄s certificate must be made on the writ.  An amendment of a claim indorsement on the writ would require the leave of a Registrar and similar verification by affidavit.»

 

 

 

Εφαρμοζόταν δε σε σχέση με την αναφερόμενη στο πιο πάνω απόσπασμα όμοια δικονομική πρόνοια της Δ.2, Θ.13.

 

Κατά την αγγλική πρακτική, λοιπόν, η τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου είναι εφικτή κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου και παρόμοιας επαλήθευσης της, όπως προνοείται από τη Δ.2,Θ.13, δηλαδή με ένορκη δήλωση.  Πρακτική η οποία ήταν ευθυγραμμισμένη με την ισχύουσα αγγλική νομολογία κατά το χρόνο που ενδιαφέρει, και αναγνώριζε σε πρόσωπο που είχε συμφέρον ή ακόμα πιθανότητα συμφέροντος στην περιουσία αποβιώσαντος, δικαίωμα να προστεθεί ως διάδικος σε κληρονομική υπόθεση (βλ. Kipping and Barlow v Ash 163 ER 1035 και Crispin v Doglioni 29 LJP 130, οι οποίες αναφέρονται και στο Annual Practice του 1958, στη σελ. 344).

 

Επί του ιδίου θέματος, επισημαίνεται στο σύγγραμμα Powles and Oakley on the Law and Practice Relating to Probate & Administration, ότι (σελ. 472):

 

«Ιt may be well to observe here that, in all actions in the Probate Division, every person having or pretending to have an interest in the estate of the deceased must be brought before the Court in some way ….»

 

Η άποψη αυτή, περί δυνατότητας τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος, ενισχύεται και από την Kennaway v Kennaway 1 P.D. 148.  Σε αυτήν απασχόλησε το ερώτημα κατά πόσο η πρακτική, γνωστή ως «citation to see proceedings», κατ΄ εφαρμογή της οποίας πρόσωπα που είχαν συμφέρον σε κληρονομική υπόθεση μπορούσαν  να εμφανιστούν και να λάβουν μέρος στη δικαστική διαδικασία χωρίς να συνενωθούν ως διάδικοι, υποστηρίζοντας είτε τον ενάγοντα είτε τον εναγόμενο, αναλόγως των συμφερόντων τους, επηρεάστηκε από τη θέσπιση της αγγλικής διάταξης O.16, r.13 η οποία αντιστοιχεί στη  Δ.9,  θ.10  των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών[2],  που αφορούν  στη συνένωση διαδίκων, ώστε ο ενάγων να πρέπει να τους συνενώσει στην αγωγή ως διάδικους.  Θεώρησε το Δικαστήριο ότι η εξουσία που παρείχετο από την εν λόγω αγγλική δικονομική διάταξη, σκοπός της οποίας ήταν να ευρίσκονται ενώπιον του όλα τα πρόσωπα, η παρουσία των οποίων ήταν αναγκαία για την αποτελεσματική και πλήρη απονομή της δικαιοσύνης, ήταν πρόσθετη προς την πιο πάνω πρακτική και όχι προς αντικατάστασή της, καθιστώντας έτσι μη αναγκαία τη συνένωση τους. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, είναι η άποψη μας ότι η Πετρίχου  η οποία είχε εκδοθεί χωρίς να τεθεί ενώπιον του Εφετείου ώστε να ληφθεί υπόψη η αγγλική πρακτική και διαδικασία για τα πιο πάνω ζητήματα, θα πρέπει να προσεγγιστεί και υπό το πρίσμα της αγγλικής πρακτικής και διαδικασίας, προσέγγιση που ενδεχομένως να διαφοροποιούσε το αποτέλεσμα της υπόθεσης. 

 

Η διαπίστωση αυτή μας φέρνει στον πρώτο λόγο αντέφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αβάσιμο τον προβαλλόμενο από τους εφεσίβλητους λόγο ένστασης υπό στοιχείο (Α), κρίνοντας ότι ο ομνύων στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση του εφεσείοντα, συμμορφούμενος με τις πρόνοιες της Δ.39,θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ανέφερε της πηγές της γνώσης του και ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Το παράπονο των εφεσιβλήτων δεν ευσταθεί.  Η ένορκη δήλωση συνήδε με τους κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό της και προβλέπονται στη Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.   Η δήλωση του ομνύσαντα ότι ήταν «δεόντως εξουσιοδοτημένος» ήταν αρκετή να θεμελιώσει την εξουσιοδότηση του να προβεί στην ένορκη δήλωση, η λέξη «δεόντως» υποδηλούσα την τήρηση των αναγκαίων ως προς την κατοχή εξουσιοδότησης του από τον εφεσείοντα, ο οποίος, να σημειωθεί, διαμένει στο εξωτερικό.  Πέραν τούτου, η μη κατοχή προσωπικής γνώσης κάποιων γεγονότων δεν επηρεάζει το σύννομο και την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης, εφόσον ο ομνύων για τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτει την πηγή άντλησης της πληροφόρησης του.  

 

Δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην εξέταση των θεμάτων στα οποία αφορούν η έφεση και ο πρώτος λόγος αντέφεσης, η αίτηση του εφεσείοντα δεν εξετάστηκε στην ουσία της.   Μας κάλεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων να ασκήσουμε τις εξουσίες μας δυνάμει της Δ.35,θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και να εξετάσουμε την υπό αναφορά αίτηση στα πλαίσια των λόγων 2 μέχρι 5 της αντέφεσης, οι οποίοι, ως έχει αναφερθεί, αφορούν στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τα αιτητικά της αίτησης του εφεσείοντα και τους λόγους ένστασης.

 

Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση καθορίζονται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960 επιπρόσθετα προς τις προβλεπόμενες από τη Δ.35,θ.8.  Πρόκειται για επάλληλες πρόνοιες, οι οποίες παρέχουν εξουσία, μεταξύ άλλων, για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης. 

 

Η ικανοποίηση ή μη των αιτητικών της αίτησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξουσία που αυτό δεν άσκησε αφού, ως έχει αναφερθεί, η αίτηση δεν εξετάστηκε στην ουσία της.  Δεν ενδείκνυται η πρωτογενής εξέταση της αίτησης και των μη εξετασθέντων λόγων ένστασης από το Εφετείο, όπως καλούμαστε ουσιαστικά να πράξουμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, τα οποία αρμοδίως θα πρέπει να εξεταστούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Δεδομένης της επικύρωσης της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το λόγο ένστασης υπό στοιχείο (Α), η αίτηση να τεθεί ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου για εκδίκαση. 

 

Τα έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.

 

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                          Δ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] «13. The sealing of a writ of summons in probate actions shall be preceded by the filing of an affidavit by the plaintiff, or one of the plaintiffs, in verification of the indorsement on the writ.»

[2] «No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non-joinder of parties, and the Court may in every cause or matter deal with the matter in controversy so far as regards the rights and interests of the parties actually before it. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. No person shall be added as a plaintiff suing without a next friend, or as the next friend of a plaintiff under any disability, without his own consent in writing thereto. Every party whose name is so added as defendant shall be served with a writ of summons or notice in manner provided by Rule 11 of this Order or in such manner as may be prescribed by any special order, and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο