ΠΟΛΛΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΛΤΔ ν. ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΝΝΑΦΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2012, 25/1/2018

ECLI:CY:AD:2018:A44

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2012

 

 

25 Ιανουαρίου, 2018

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΠΟΛΛΥΣ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  ΛΤΔ

                                                  Εφεσείουσας

 

 

-      ΚΑΙ –

 

1.     ΜΙΧΑΛΗ  ΚΟΝΝΑΦΗ

2.     ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

 

                                               Εφεσιβλήτων

 

-------------------------

 

Α. Μιτίδου (κα),  για Εφεσείουσα

Στ. Γεωργίου (κα), για Εφεσίβλητο 1

Α. Χριστοφόρου, για Εφεσίβλητο 2

 

……………….

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:-   Η εφεσείουσα εταιρεία διεξήγαγε εργασίες σιδηρουργικών κατασκευών και αλουμινίων στη Λεμεσό, λειτουργώντας αντίστοιχα τμήματα στα οποία εργοδοτούσε 13 τεχνίτες.  Μεταξύ αυτών και το Μιχάλη Κονναφή (εφεσίβλητο 1), ο οποίος προσελήφθη από την εφεσείουσα στις 28.8.1996 και εργαζόταν ως τεχνίτης στο τμήμα των σιδηρουργικών κατασκευών.

 

      Μετά από έντεκα (11) και πλέον έτη, στις 2.1.08, η εφεσείουσα απέστειλε τον εφεσίβλητο 1 επιστολή με την οποία τον πληροφορούσε ότι με την παρέλευση οκτώ (8) εβδομάδων οι υπηρεσίες του τερματίζονται λόγω έλλειψης εργασιών.  Και αυτό με τη διευκρίνιση ότι «… η συνεχής μείωση του κύκλου εργασιών στο τμήμα των σιδηρουργικών κατασκευών, λόγω έλλειψης συμβολαίων προς εκτέλεση, μας αναγκάζει να μειώσουμε το προσωπικό μας».

 

      Με την παρέλευση των οκτώ (8) εβδομάδων της προειδοποίησης, στις 3.3.08, ο εφεσίβλητος 1 υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (εφεσίβλητος 2, στο εξής το Ταμείο) για πληρωμή αποζημίωσης λόγω  πλεονασμού.

 

      Το Ταμείο, ενεργώντας καθηκόντως, εξέτασε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και εν τέλει απόρριψε την αίτηση του εφεσίβλητου 1, κρίνοντας πως ο τερματισμός της απασχόλησης του δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού.

 

      Ο εφεσίβλητος 1/αιτητής αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματος του με την υπ΄ αρ. 323/09 αίτηση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, με την οποία αξίωσε εναντίον της εφεσείουσας αποζημιώσεις λόγω αδικαιολόγητου και/ή παράνομου τερματισμού της απασχόλησης του και διαζευκτικά πληρωμή από το Ταμείο λόγω πλεονασμού.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του από τους δύο μάρτυρες που κατέθεσαν για την εφεσείουσα/καθ΄ ης η αίτηση 1 – του διευθυντή της Π. Γρηγορίου και του ελεγκτή Β. Θεοδώρου – καθώς και του εφεσίβλητου 1/αιτητή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης δεν ήταν προϊόν πλεονασμού αλλά παράνομης και/ή αδικαιολόγητης απόλυσης.  Με αποτέλεσμα να εκδώσει απόφαση προς όφελος του εφεσίβλητου 1 και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των €13.364,36 ως αποζημιώσεις (€460,84 χ 29 εβδομάδες) και να απορρίψει την αίτηση του εναντίον του Ταμείου χωρίς έξοδα.

 

          Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και πρόσβαλε με την παρούσα έφεση για δύο λόγους.  Ωστόσο, με το περίγραμμα αγόρευσης της εγκατέλειψε το δεύτερο λόγο  έφεσης και περιορίστηκε στην προώθηση του πρώτου.  Προβάλλει συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο συμπέρασμα του ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 δεν έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(i), (ii), (v) και (vii) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).

 

      Είναι θέση της εφεσείουσας ότι με τη μαρτυρία που προσκόμισε πρωτοδίκως, συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1 που συντάχθηκε με τη θέση της για ουσιώδη μείωση των εργασιών του τμήματος σιδηροκατασκευών, είχε αποδείξει ότι η επίδικη απόλυση έγινε υπό συνθήκες πραγματικού πλεονασμού και το περί αντιθέτου συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο.  Εσφαλμένο γιατί βασίστηκε μόνο στον ισολογισμό και στα λογιστικά της στοιχεία, παραγνωρίζοντας ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου (1994) 1 Α.Α.Δ. 703 και Χρυσάνθου κ.α. ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 383) ναι μεν τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά αλλά δεν είναι τα μόνα που ενδεχομένως τεκμηριώνουν πλεονασμό.  Περαιτέρω είναι αυθαίρετο γιατί η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρέμεινε αναντίλεκτη, εφόσον με αυτή αποδείχτηκε ότι από το 2008 και μετέπειτα υπήρξε μείωση του όγκου και του κύκλου των εργασιών του τμήματος σιδηροκατασκευών και εσφαλμένα το στοιχείο αυτό δεν λήφθηκε υπόψη.  Επομένως, κατέληξε, δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης όπως έγινε και στην Χριστοδούλου ν. Π.Λ. Κακογιάννης & Σία κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 188.

 

      Όπως και πρωτοδίκως έτσι και κατ΄ έφεση οι θέσεις της εφεσείουσας βρήκαν πλήρη υποστήριξη και από τον εφεσίβλητο 1.  Αντίθετη όμως είναι η θέση του Ταμείου, το οποίο υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εισηγήθηκε πως το προσβαλλόμενο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι προϊόν αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.  Παρέπεμψε συναφώς στη Λοϊζου ν. Stylson Engineering Co Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 2077, επισημαίνοντας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα βασιζόμενο αποκλειστικά στα λογιστικά στοιχεία της εφεσείουσας αλλά συνεκτίμησε και άλλα στοιχεία.  Όπως το γεγονός ότι ο εργοδότης ήταν αντιφατικός ως προς το κατά πόσο έκλεισε, και πότε, το τμήμα σιδηροκατασκευών και στην αποφυγή του να προσφέρει μαρτυρία για έλλειψη παραγγελιών ή μείωση εργασιών,  τη στιγμή που από τη μαρτυρία που προσκόμισε διεφάνη πως κατά τον ουσιώδη προς την απόλυση χρόνο υπήρξε αύξηση του κύκλου εργασιών της σε σύγκριση με τα προηγούμενα τρία (3) έτη.

 

      Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας.  Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία που παρέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσείουσα, διεφάνη ότι ο κύκλος εργασιών της κατά το 2005 αυξήθηκε κατά 28% σε σύγκριση με το 2004, το 2006 μειώθηκε κατά 6% σε σύγκριση με το 2005 και το 2007 αυξήθηκε κατά 15% σε σύγκριση με το 2006.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο  υπήρξε αύξηση του κύκλου εργασιών της και εν πάση περιπτώσει το 2007 παρουσίασε κέρδος, εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται με την έφεση.  Ό,τι επί του προκειμένου παραπονείται η εφεσείουσα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη πως διαμορφώθηκε ο κύκλος εργασιών της και κατά το 2008.  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση αυτή.  Όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόλυση του εφεσίβλητου 1 έγινε στις 2.1.08 – την πρώτη δηλαδή εργάσιμη ημέρα του 2008 – με το αιτιολογικό ότι «… η συνεχής μείωση του κύκλου εργασιών στο τμήμα των σιδηρουργικών κατασκευών λόγω έλλειψης συμβολαίων προς εκτέλεση μας αναγκάζει να μειώσουμε το προσωπικό»  και η διαμορφωθείσα (οικονομική) κατάσταση της εφεσείουσας για το 2008 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη εφόσον, όπως παρατήρησε,  «… η κρίση του Δικαστηρίου επί του επίδικου θέματος θα πρέπει να βασισθεί στα στοιχεία που είχε ενώπιον του και στα οποία στηρίχθηκε ο εργοδότης κατά το χρόνο λήψης της απόφασης απόλυσης του εργοδοτουμένου».  Κατά συνέπεια το υπό αναφορά παράπονο της εφεσείουσας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

      Παρέμεινε το δεύτερο – και βασικό όπως αντιλαμβανόμαστε – παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα βασιζόμενο αποκλειστικά στα λογιστικά της στοιχεία και διαγράφοντας την περαιτέρω αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των δύο μαρτύρων της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 1.

 

      Ούτε και αυτό το παράπονο μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

     

      Το γεγονός ότι το Ταμείο δεν προσκόμισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία δεν κατέστησε αδιαμφισβήτητο τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόλυση έγινε λόγω πλεονασμού, όπως είναι η θέση της.  Το Ταμείο, τόσο με το δικόγραφο του όσο και με την αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 1, αμφισβήτησε ότι η απόλυση ήταν προϊόν πλεονασμού και το ερώτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο σύμφωνα με την ενώπιον του προσκομισθείσα μαρτυρία η εφεσείουσα απόσεισε το βάρος απόδειξης (άρθρο 6(1) του Νόμου) ότι η επίδικη απόλυση έγινε για οποιοδήποτε από τους λόγους που προνοούνται από το άρθρο 18 του Νόμου.  Προς τούτο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στα λογιστικά στοιχεία που έθεσε  υπόψη του η εφεσείουσα σύμφωνα με τα οποία δεν υπήρξε μείωση του κύκλου εργασιών της στο τμήμα των σιδηρουργικών κατασκευών – όπως ήταν και ο λόγος που επικαλέστηκε στην επιστολή της ημερ. 2.1.08 – αλλά αύξηση.  Επιπρόσθετα, ως αποτέλεσμα εκτεταμένης αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, επεσήμανε ότι (α) κατά το 2007 η εφεσείουσα δεν απόλυσε οποιοδήποτε υπάλληλο, παρά τον ισχυρισμό που διατύπωσε στην πιο πάνω επιστολή ότι η συνεχής μείωση του κύκλου εργασιών στο τμήμα σιδηρουργικών κατασκευών την ανάγκασε να μειώσει το προσωπικό της, (β) κατά την αντεξέταση ο διευθυντής της εφεσείουσας αποστασιοποιήθηκε από το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης, ισχυριζόμενος ότι αυτή έγινε καθότι η εφεσείουσα άλλαξε το είδος των εργασιών στο τμήμα σιδηρουργικών κατασκευών από το κλασικό κάγκελο στο κάγκελο από γυαλί, ενώ στην επιστολή τερματισμού πρόβαλε μείωση κύκλου εργασιών και έλλειψη συμβολαίων και (γ) δεν προσκόμισε αξιόπιστη μαρτυρία και στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισμού που διατύπωσε στο δικόγραφο της ότι η απόλυση του εφεσίβλητου 1 οφειλόταν και «σε παρατεταμένη έλλειψη παραγγελιών για ανάληψη νέων έργων».

 

      Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα βασιζόμενο αποκλειστικά στα λογιστικά της στοιχεία ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η σχετική επισήμανση στις Α. Ιάσωνος Λτδ και Χρυσάνθου κ.α. (ανωτέρω), αλλά και σε άλλα στοιχεία που εντόπισε ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας.  Όπως δε είναι νομολογημένο (βλ. Τhe United Automotive Dealers Ltd v. Πέτρου, Πολ. Εφ. 442/11 ημερ. 25.10.11 και Σουραϊλίδου ν. Kikis A. Demetriou Properties Ltd).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο ανάγεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής του αρμοδιότητας και επί τούτου δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου.  Τέτοια επέμβαση είναι επιτρεπτή όταν η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/1967, όπως τροποποιήθηκε) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι εφέσιμες για νομικό σημείο μόνο, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

 

      Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε πως δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση και η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα προς όφελος του Ταμείου, ενώ σ΄ ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 1 κρίνουμε πως δεν θα πρέπει να εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα λόγω του ότι αυτός πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση συντάχθηκε με την πλευρά της εφεσείουσας.

 

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                             Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο