ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ν. ΚΩΣΤΑ ΨΑΡΑ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 197/2011, 13/2/2018

ECLI:CY:AD:2018:A75

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 197/2011)

 

13 Φεβρουαρίου, 2018

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

 

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η Αίτηση,

ν.

 

 

ΚΩΣΤΑ ΨΑΡΑ,

 

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

________________________

 

Ανδρέας Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

Μιχάλης Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο - Αντεφεσείοντα.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος, Κώστας Ψαρά, υπηρετούσε ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές, όταν, στις 20.3.2009, απολύθηκε άνευ προειδοποιήσεως, με αφορμή κάποιο περιστατικό που συνέβη  στις 14 προς 15.1.2008, στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, στο οποίο εμπλέκονταν ο ίδιος και ένας συνάδελφός του.  Καταχώρισε κατά του εργοδότη του, ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αίτηση για παράνομη απόλυση.  Το εκδικάσαν Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυσή του ήταν παράνομη, κατά το ισχύον δίκαιο και, ειδικά, σύμφωνα με τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 3(1), 5(ε) και 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»).  Ως εκ τούτου, επιδίκασε, προς όφελός του, ποσό €8.240,83, πλέον τόκο, ως εύλογη αποζημίωση, καθώς, επίσης, ποσό €1.267,82, για τη μη προειδοποίησή του.  Δε διέταξε, όμως, την επαναπρόσληψή του, θεραπεία την οποία αυτός είχε, επίσης, ζητήσει με την αίτησή του.

 

Η προαναφερθείσα αίτηση καταχωρίστηκε από τον εφεσίβλητο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, «μέσω» του Γενικού Εισαγγελέα, προς ικανοποίηση της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 57[1] του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960).  Το πιο πάνω άρθρο προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο ενάγεται η Κυπριακή Δημοκρατία.  Η χρήση δε, στην προκειμένη περίπτωση, του επιρρήματος «μέσω», στον τίτλο της αίτησης, υποδηλοί, ακριβώς, αυτό, δηλαδή την έγερση αγωγής «εναντίον» του Γενικού Εισαγγελέα.  Επομένως, διαπιστώνεται ότι υπήρξε συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο.  Επίσης, επισημαίνεται ότι η πρόσθετη αναφορά στον τίτλο της αίτησης ότι η εφεσείουσα, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία, εναγόταν και «μέσω του Διευθυντή Φυλακών» είναι, υπό το φως των ανωτέρω, άνευ οποιασδήποτε σημασίας, ώστε δικαιολογείται αυτή να αγνοηθεί, ο δε περί του αντιθέτου, με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, δεύτερος λόγος έφεσης να απορριφθεί, όπως και απορρίπτεται.

 

Μετά και την απόσυρση, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, του πρώτου λόγου έφεσης, παραμένουν προς εξέταση δύο μόνο λόγοι.  Συγκεκριμένα, με τον τρίτο λόγο, προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τη σημασία που αυτό απέδωσε στην αναβίωση της συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών σε κάποιο χρόνο πριν την υπό αναφορά απόλυση του εφεσίβλητου στις 20.3.2009, ενώ, με τον τέταρτο λόγο, προσβάλλεται το εύλογο της επιδικασθείσας προς αυτόν αποζημίωσης.  Ο εφεσίβλητος, από την πλευρά του, μη ικανοποιηθείς με την απόφαση που αφορά στην τελευταία πιο πάνω πτυχή, καταχώρισε αντέφεση και, με συγκεκριμένο λόγο, ζητά αύξηση της αποζημίωσης που ο ίδιος δικαιούται.  Με έναν άλλο λόγο, προσβάλλει την παράλειψη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να εξετάσει και να διατάξει την επαναπρόσληψή του στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, στη θέση που αυτός κατείχε πριν την απόλυσή του.

 

΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, ο εφεσίβλητος, κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε, δυνάμει σύμβασης απασχόλησης, ως έκτακτος δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές, έχοντας προσληφθεί στη θέση αυτήν την 1.3.2006.  Στην πορεία, με βάση πρόνοιες του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003, (Ν. 98(Ι)/2003), η εν λόγω σύμβαση μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου.  Ο εφεσίβλητος ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή του Διευθυντή Φυλακών, (ο Διευθυντής), ημερομηνίας 20.3.2009.  ΄Οταν δε αυτός, την ίδια ημέρα, απολύθηκε, είχε συμπληρώσει, ήδη, τρία χρόνια υπηρεσίας.

 

Ως εκ της εργοδότησης του εφεσίβλητου στο Δημόσιο Τομέα, ηγέρθη, προδικαστικά, εκ μέρους της εφεσείουσας, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ότι η απόφαση για απόλυσή του έπρεπε να είχε προσβληθεί με προσφυγή, κατά το διοικητικό δίκαιο.  Το εκδικάσαν Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την αρχή η οποία καθιερώθηκε στην υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, απέρριψε τη θέση, ανωτέρω, της εφεσείουσας.  Αποφάσισε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση εντασσόταν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και, κατά συνέπεια, αρμόδιο να της επιληφθεί ήταν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.  Η πιο πάνω αρχή επιβεβαιώθηκε και έτυχε εφαρμογής στη μεταγενέστερη υπόθεση Χρύσανθος Βενιζέλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 67/2010, 21.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:C360, της οποίας τα γεγονότα ήταν πολύ παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας.  Στη βάση δε αυτή, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, ορθώς, απέσυρε το σχετικό λόγο έφεσης 1.

 

Για τους εναπομείναντες δύο λόγους, 3 και 4, χρήσιμη είναι η αναφορά και στα ακόλουθα γεγονότα.  Στις 14.1.2008, ο εφεσίβλητος, ευρισκόμενος εκτός υπηρεσίας, μετέβη, με το συνάδελφό του Κύπρο Πέτρου, στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, όπως γίνεται αντιληπτό, για σκοπούς αναψυχής.  Αυτοί, ενώ βρίσκονταν εκεί και, συγκεκριμένα, σε νυκτερινό κέντρο της κατεχόμενης Λευκωσίας, συνελήφθησαν από την «αστυνομία», για, δήθεν, υπόθεση πορνείας.  Το απόγευμα της επομένης, 15.1.2008, αφέθηκαν ελεύθεροι.  Ο Κύπρος Πέτρου, όμως, ήταν υπηρεσία το πρωί της ημέρας εκείνης.  Γι’ αυτό, στο μεταξύ, στην παρουσία του εφεσίβλητου, τηλεφώνησε στο Φρούραρχο των Κεντρικών Φυλακών και τον πληροφόρησε, ψευδώς, ότι ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να μεταβεί στην εργασία του.  Δεν είχε, προφανώς, υπολογίσει ότι το εν λόγω περιστατικό θα ήταν, στις 15.1.2008, στις ειδήσεις και, έτσι, θα πληροφορούνταν οι πάντες για τούτο, καθώς και η διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών.  Οπότε, την αμέσως επόμενη μέρα, 16.1.2008, διορίστηκε, από το Διευθυντή, ερευνών λειτουργός, ο οποίος, μέχρι τις 13.2.2008, ετοίμασε το πόρισμά του.  Στη βάση αυτού, ο Διευθυντής, στις 25.2.2008, κάλεσε τον εφεσίβλητο ενώπιόν του και, αφού τον άκουσε, τον απέλυσε, χωρίς προειδοποίηση, λόγω κακής διαγωγής. 

 

Ο εφεσίβλητος, στις 7.4.2008, καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Διευθυντή.  Πριν, όμως, αυτή εκδικαστεί, ο τελευταίος, βασιζόμενος σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ανακάλεσε την απόφασή του∙ έπασχε η διαδικασία απόλυσης του εφεσίβλητου.  Ως αποτέλεσμα, επήλθε αναβίωση της σύμβασης απασχόλησής του και, στις 16.2.2009, αυτός επέστρεψε κανονικά στα καθήκοντά του.  Υπήρξε, όμως, και συνέχεια.  Ο Διευθυντής, από τα μέσα Μαρτίου 2009, έλαβε μέτρα για επανάνοιγμα της υπόθεσης του εφεσίβλητου, υπό το φως του εκδοθέντος, πιο πάνω, πορίσματος, δεκατρείς μήνες προηγουμένως.  Για το σκοπό αυτό, εκχώρησε τις εξουσίες του σε λειτουργό του Τμήματος Φυλακών, ο οποίος, αφού άκουσε, εκ νέου, τον εφεσίβλητο, στις 20.3.2009, προέβη στην άμεση απόλυσή του, στη βάση συγκεκριμένων προνοιών των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 19/2000), (οι «Κανονισμοί»). 

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία το εκδικάσαν Δικαστήριο διαπίστωσε, η απόλυση του εφεσίβλητου βασίστηκε στην, κατ’ ισχυρισμό, διάπραξη από αυτόν πειθαρχικού παραπτώματος∙ συγκεκριμένα, αυτού της απόκρυψης από ανώτερο πειθαρχικού παραπτώματος, διαπραχθέντος από άλλο μέλος του προσωπικού, (Κ. 58(ιστ) των Κανονισμών), συνιστώντος επίδειξη κακής διαγωγής, κατά τον Κ. 4(2) των Κανονισμών.  Το Δικαστήριο, εξέτασε το σύνολο των περιστάσεων αναφορικά με την αποδιδόμενη στον εφεσίβλητο κακή διαγωγή, υπό το πρίσμα, ειδικά, των προνοιών της παραγράφου (ε)[2] του άρθρου 5 του Νόμου.  Θεώρησε, ορθώς, πως αυτές παρέχουν σε πρόσωπο ευρισκόμενο στη θέση του εφεσίβλητου προστασία σε υπέρτερο βαθμό, συγκριτικά προς τις ανάλογες πρόνοιες των Κανονισμών.  Εφαρμόζοντας δε σε αυτές το κριτήριο του μέσου συνετού εργοδότη, ως η καθοδήγηση που παρέχει η σχετική νομολογία[3], κατέληξε πως δεν εύρισκε «ότι το παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε ο Αιτητής ήταν τόσο σοβαρό που δικαιολογούσε το δραστικό μέτρο της απόλυσης.  Κανένας λογικός εργοδότης δεν θα κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση.  Υπήρχαν ηπιότερες μορφές τιμωρίας ή ποινής που μπορούσαν να επιβληθούν στον Αιτητή, όπως μια αυστηρή επίπληξη ή μια τελευταία προειδοποιητική επιστολή.» 

 

Με δεδομένη την κατάληξη, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, σε σχέση με το λόγο απόλυσης του εφεσίβλητου, αποτελεί, συγχρόνως, αναπόδραστη διαπίστωση ότι αυτή δεν προσβάλλεται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης.  Σχετικός με την πτυχή αυτή φέρεται να είναι ο τρίτος λόγος, στο γενικό μέρος του οποίου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «λανθασμένα ερμήνευσε το άρθρο 5(ε) και (στ) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν. 24/67».  Αιτιολογείται δε αυτός με το σκεπτικό πως το Δικαστήριο «κατά την ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων δεν έλαβε υπόψιν του πως ο Καθ’ ου η Αίτηση ήταν υποχρεωμένος να ανακαλέσει την αρχική απόφαση απόλυσης του Αιτητή, η δε άμεση προώθηση επανεξέτασης της περίπτωσής του δείχνει ξεκάθαρα πως ο Καθ’ ου η Αίτηση όχι μόνο δεν συγχώρεσε τον Αιτητή αλλά θεωρούσε εξ υπαρχής πως η συνέχιση της σχέσης Εργοδότη - Εργοδοτούμενου δεν ήταν επιθυμητή».

 

Εμφανώς, ο συγκεκριμένος λόγος, όπως αυτός καταγράφεται πιο πάνω, δεν μπορεί να συσχετιστεί με την κατάληξη, ανωτέρω, του Δικαστηρίου ότι η απόλυση του εφεσίβλητου είναι παράνομη, εφαρμοζομένου, υπό τις περιβάλλουσες αυτήν περιστάσεις, του κριτηρίου του μέσου συνετού εργοδότη.  ΄Ο,τι δε αυτό εξέτασε, στη συνέχεια, ουσιαστικά, αντικείμενο του προαναφερθέντος λόγου έφεσης, αφορά στην επιπρόσθετη  διαπίστωσή του ότι η άμεση απόλυση του εφεσίβλητου δεκατέσσερις, και πλέον, μήνες μετά το υπό αναφορά επιλήψιμο περιστατικό, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε «εντός λογικού χρονικού διαστήματος», όπως προβλέπεται στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε)[4] του Νόμου, ώστε να θεωρείται και από αυτήν την άποψη παράνομη.  

 

Με τα πιο πάνω, σχετίζεται, επίσης, η μη αμφισβητηθείσα διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι, ουσιαστικά, το όλο εγχείρημα επανεξέτασης του προαναφερθέντος περιστατικού αποσκοπούσε στην υλοποίηση προειλημμένης απόφασης, ο δε, εκ νέου, τερματισμός της αναβιωσάσης σύμβασης απασχόλησης του εφεσίβλητου «έφερε όλα τα στοιχεία της κακοπιστίας αφού η Καθ’ ης η αίτηση ήταν εκ των προτέρων αρνητικά διατεθειμένη να συνεχίσει τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση».  Εμφανώς, στη βάση του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, αυτό έκρινε πως, μετά την ανάκληση της αρχικής απόφασης για απόλυση του εφεσίβλητου, η, κατ’ ισχυρισμό, επιβαλλόμενη επανεξέταση, ως στερούμενη οποιουδήποτε νομικού ερείσματος, δε δικαιολογείτο.  Βέβαια, επαναλαμβάνεται ότι πρόκειται για πρόσθετη βάση και η εξέτασή της στο πλαίσιο του προαναφερθέντος λόγου έφεσης, εν πάση περιπτώσει, δεν ωφελεί σε οτιδήποτε την υπόθεση της εφεσείουσας, δεδομένου ότι η προηγούμενη κατάληξη του Δικαστηρίου για το παράνομο της απόλυσης του εφεσίβλητου δεν εφεσιβλήθηκε και, επομένως, αυτή παραμένει ανεπηρέαστη και σε ισχύ. 

 

Τέλος, ούτε και ο τέταρτος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.  Η θέση που προβάλλεται με αυτόν ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρει στην απόφασή του οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί τις «υπέρογκα αυξημένες αποζημιώσεις» οι οποίες επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου δεν είναι ορθή.  Κατ’ αρχάς, σημειώνεται ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε περίπτωση όπως η παρούσα, συμφώνως της παραγράφου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, επαφίεται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.  Αυτή δε ασκείται στο πλαίσιο των οικονομικών περιορισμών που τίθενται στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω Πίνακα και με αναφορά στους επιμέρους παράγοντες που προβλέπονται στην παράγραφο 4 αυτού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος λάμβανε το ποσό των €316,95 εβδομαδιαίως, το δε συνολικό ποσό των €8.240,83, που το Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελός του, ως αποζημίωση, αντιστοιχεί με τις απολαβές είκοσι έξι εβδομάδων.  Ο χρόνος αυτός αφορά σε πολύ μικρότερη χρονική περίοδο από αυτήν των δύο ετών, που προβλέπει η παράγραφος 3 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, ως το μέγιστο της περιόδου, προς την οποία δυνατό να αντιστοιχεί επιδικαζόμενη αποζημίωση.  Εντούτοις, με δεδομένο αυτό και την εξουσία, σχετικά, του Δικαστηρίου, δεν εξηγείται από την εφεσείουσα για ποιο λόγο αυτή θεωρεί την επιδικασθείσα αποζημίωση ως «υπέρογκα αυξημένη».  Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται πως η αιτιολογία ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρει «κανένα νόμιμο λόγο», σε σχέση με την επιδίκαση του προαναφερθέντος ποσού, χαρακτηρίζεται ως γενική και ως μη αντιμετωπίζουσα, ειδικά, ό,τι, στην πραγματικότητα, έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, για να καταλήξει στο πιο πάνω ποσό αποζημίωσης.

 

Παραμένοντας στο θέμα της επιδικασθείσας αποζημίωσης, υπό το φως και του σχετικού δεύτερου λόγου αντέφεσης, διαπιστώνεται, αντιθέτως, ότι αυτή θα μπορούσε να ήταν αυξημένη, ειδικά, δεδομένης της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι η άμεση απόλυση του εφεσίβλητου, δεκατέσσερις και πλέον μήνες μετά το φερόμενο ως επιλήψιμο περιστατικό, αποτελούσε προειλημμένη απόφαση προς τούτο του Διευθυντή, καθιστώντας και για το λόγο αυτό την απόλυσή του παράνομη και κακόπιστη.  Ενισχυτικές της θέσης, ανωτέρω, είναι και οι προηγουμένως παρατεθείσες παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να τύχει επιεικέστερης μεταχείρισης, ώστε να του δινόταν, έτσι, η ευκαιρία να παραμείνει στην υπηρεσία της εφεσείουσας.  Συνυπολογιζομένων των παραγόντων αυτών με ό,τι το Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη του και στάθμισε δυνάμει της παραγράφου 4 του προαναφερθέντος Πίνακα, ως λογική αποζημίωση κρίνεται ποσό υπολογιζόμενο στη βάση 52 εβδομάδων, δηλαδή €16.481,66, με το οποίο αντικαθίσταται το ποσό των €8.240,83, το οποίο επιδικάστηκε πρωτοδίκως.

 

Τέλος, με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος επικρίνει την παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει το αίτημά του για επαναπρόσληψή του στην υπηρεσία της Δημοκρατίας.  Αυτό αποτελεί γεγονός και, ατυχώς, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση προς τούτο.  Επ’ ευκαιρία, τονίζεται ότι εκδικάζον δικαστήριο, ευρισκόμενο αντιμέτωπο με ένα τέτοιο αίτημα, οφείλει να το εξετάζει και να παραθέτει ευκρινώς τους λόγους για την οποιαδήποτε απόφασή του.  Στην παρούσα υπόθεση, εκ των πραγμάτων, το καθήκον αυτό θα εκπληρώσει το παρόν Δικαστήριο, ενεργώντας υπό το φως των ευρημάτων και διαπιστώσεων, συναφώς, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Σημειώνεται πως παρέχεται δικονομικά τέτοια δυνατότητα στο Εφετείο, (βλ. Δ.35, Κ. 8[5] των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας).  Το ίδιο έπραξε το Εφετείο και στην υπόθεση Πατσαλίδης ν. Κυπριακών Αερογραμμών (2012) 1 Α.Α.Δ. 194, όταν αυτό είχε να αντιμετωπίσει περίπτωση όπως η παρούσα.

 

Η δυνατότητα έκδοσης διαταγής για επαναπρόσληψη παρανόμως απολυθέντος εργοδοτουμένου προβλέπεται στη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 3(1)[6] του Νόμου.  Επαφίεται δε στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις.  Βασικός παράγων που λαμβάνεται υπόψη για την άσκησή της, πέραν των τυπικών προϋποθέσεων που αναφέρονται στη σχετική πρόνοια του Νόμου, είναι η ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών.  Ο εν λόγω παράγων πρέπει να διατρέχει συνεχώς και αδιαλείπτως την εργασιακή σχέση, ώστε αυτή να διατηρείται ενεργή και λειτουργική.  Επιβεβαίωση προς τούτο προσφέρει, για ευνόητους λόγους, η τυπική προϋπόθεση στην εν λόγω πρόνοια ότι, για να εκδοθεί τέτοια διαταγή, πρέπει να εργοδοτούνται τουλάχιστον δεκαεννέα πρόσωπα, στην υπηρεσία του εργοδότη.  Βέβαια, η εμπιστοσύνη, αν αυτή έχει τρωθεί, δεν εξασφαλίζεται ούτε αποκαθίσταται, από το γεγονός και μόνο ότι ικανοποιείται η προαναφερθείσα προϋπόθεση, (βλ. Πατσαλίδης ν. Κυπριακών Αερογραμμών, ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος υπηρετούσε σε ένα νευραλγικό τομέα, ο οποίος έχει να κάμει με την ασφάλεια, την πειθαρχία και τη συνεργασία εντός των φυλακών, καθώς, επίσης, η επιμονή της εφεσείουσας για αποπομπή του, αποτελούν σαφείς ενδείξεις της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του και, ειδικά, ότι αυτός θα έφερνε σε πέρας τα καθήκοντά του ως δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές.  Στη βάση των παρατηρήσεων αυτών, σαφώς, δικαιολογείτο η μη άσκηση της προαναφερθείσας εξουσίας υπέρ της απόδοσης στον εφεσίβλητο της θεραπείας αποκατάστασής του στην υπηρεσία της εφεσείουσας, στη θέση που αυτός κατείχε πριν από την απόλυσή του.  Επομένως, ο λόγος αυτός αντέφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας. 

 

 

 

 

 

 

                                                             Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] «57.  Αγωγαί υπό της Δημοκρατίας εναντίον οιουδήποτε προσώπου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε νόμου, θα εγείρωνται εν ονόματι του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, και αγωγαί εκ μέρους οιουδήποτε προσώπου κατά της Δημοκρατίας, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε νόμου, θα εγείρωνται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας ως εναγομένου.  ...»

[2] «5.  Τερματισμός απασχολήσεως δι’ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

 

.......................................................................................................................................................................

 

(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:»

 

[3] Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1 Α.Δ.Δ. 1478, Galatariotis Telecom. Ltd v. Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318 και Post Office v Foley [2001] 1 All ER 550.

[4] «Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμά του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμά του να απολύση τον εργοδοτούμενον∙».

[5]  “...  The Court of Appeal shall have power to draw inferences of fact and to give any judgment and make any order which ought to have been made, and to make such further or other order as the case may require.  ...”

 

[6]  «Νοείται περαιτέρω ότι, προκειμένου περί εργοδοτών οι οποίοι απασχολούν πέραν των δεκαεννέα εργοδοτουμένων, σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου ήταν έκδηλα παράνομος ή παράνομος και κακόπιστος, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δύναται, αν κατά τη γνώμη του οι περιστάσεις το δικαιολογούν και ο εργοδοτούμενος το έχει ζητήσει ως θεραπεία, να διατάξει την επαναπρόσληψη του εργοδοτουμένου και ταυτόχρονα την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημιά την οποία πράγματι ο εργοδοτούμενος υπέστη ως συνέπεια της απόλυσης του, νοουμένου ότι το ποσό αυτό δε θα υπερβαίνει τα ημερομίσθια δώδεκα μηνών.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο