ΜΑΡΙΟΥ ΙΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ν. THE SOCIETE (GENERALE) CYPRUS LTD EMPLOYEES PROVIDENT FUND, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 279/2012, 15/3/2018

ECLI:CY:AD:2018:A117

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 279/2012

 

15 Mαρτίου, 2018.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΜΑΡΙΟΥ ΙΕΡΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντα/Αιτητή

 

-      ΚΑΙ  -

 

THE SOCIETE (GENERALE) CYPRUS LTD

EMPLOYEES PROVIDENT FUND,

Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση.

------------------------

Βασιλική Παντελή (κα) για Στυλιανού Ν. Χριστοφόρου  & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Φίλιππος Καμένος για κ. Αλέκο Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Το εφεσίβλητο Ταμείο Προνοίας (στο εξής «το Ταμείο») ιδρύθηκε το 1990 για τους εργοδοτούμενους της Τράπεζας Societe (Generale) Cyprus Ltd (στο εξής «η Τράπεζα») και ενεγράφη στο Μητρώο Ταμείων Προνοίας που τηρείται από τον Έφορο Ταμείων Προνοίας σύμφωνα με τον περί Ταμείων Προνοίας Νόμο του 1981 (Ν.44/81) (στο εξής «ο Νόμος»).  

 

Ο εφεσείων προσελήφθη στην υπηρεσία της Τράπεζας την 1.6.2004 και έξι μήνες αργότερα έγινε μέλος του Ταμείου.   Η συμμετοχή του σε αυτό, σύμφωνα με τις πρόνοιες στο καταστατικό του, συνίστατο στη συνεισφορά του ιδίου στο λογαριασμό «Α» και της Τράπεζας στο λογαριασμό «Β» του Ταμείου. Στις 14.2.2008, ο εφεσείων αποχώρησε οικειοθελώς από την υπηρεσία της Τράπεζας.

 

Ο Κανονισμός 18.2 του καταστατικού του Ταμείου προνοεί για τα ωφελήματα των οικειοθελώς αποχωρούντων εργοδοτουμένων από την υπηρεσία της Τράπεζας, θέτοντας προϋποθέσεις για την καταβολή τους.  Τον παραθέτουμε αυτούσιο:

 

«A member voluntarily leaving the service of the Bank before attaining the age of sixty, shall be entitled to withdraw the entire monies standing to his or her credit in Account “A” of the Fund plus such percentage standing to his or her credit in Account “B” of the Fund in accordance with the following table.

(a)      If the member has attained the age of fifty or has completed ten complete years of service            100%

(b)      If the member has not attained the age of fifty and has completed:

-      Nine complete years of service:                        90%

-      Eight complete years of service:              80%

-      Seven complete years of service:           70%

-      Six complete years of service:                          60%  

-      five complete years of service:                         50%   

-      less than five complete years of service: Nil   »

 

Όταν ο εφεσείων αποχώρησε από την υπηρεσία της Τράπεζας στις 14.2.2008, δεν είχε συμπληρώσει 5 χρόνια υπηρεσίας και η ηλικία του ήταν κάτω των 50 ετών.  Έχοντας δε παύσει να είναι μέλος του Ταμείου, με την αποχώρηση του από την Τράπεζα, του καταβλήθηκε ολόκληρο το ποσό των δικών του συνεισφορών στο Ταμείο το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό «Α»,  όμως δεν του καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό «Β». Εξ ου και ο εφεσείων προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεκδικώντας την καταβολή του ποσού που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό «Β» και την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθίστανται άκυρες ως μη συνάδουσες με τον Νόμο συγκεκριμένες πρόνοιες του καταστατικού του Ταμείου.   

 

Πρωτοδίκως η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, επικεντρώθηκε, κυρίως, στη θέση ότι ο κανονισμός 18.2 του καταστατικού του Ταμείου αντίκειται προς τις πρόνοιες του Νόμου και ειδικότερα του άρθρου 21(2)(δ), το οποίο προβλέπει ότι μέλος ταμείου προνοίας, με τον τερματισμό της απασχόλησης του λαμβάνει «το ωφέλημα του», χωρίς  να τίθενται οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις, περιορισμοί ή όροι για την καταβολή του. Για το λόγο τούτο, εισηγήθηκε, ο κανονισμός 18.2 του καταστατικού του Ταμείου, με το να θέσει περιορισμούς στην είσπραξη του ωφελήματος, αντιβαίνει προς το Νόμο και, επομένως, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

 

Η αντίθετη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ταμείου ότι ο κανονισμός 18.2 συνάδει πλήρως με τις επιταγές του Νόμου, υποστηρίχθηκε με αναφορά στις ίδιες τις πρόνοιες του.

 

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν θέματα ερμηνείας, όπως προκύπτουν από τη νομολογία[1], έκρινε, ερμηνεύοντας τις επίδικες διατάξεις των άρθρων 2, 8 και 21 του Νόμου, συμφώνως της φυσικής και συνηθισμένης τους έννοιας, ότι ήταν «σαφέστατες και ξεκάθαρες»  και δεν υπήρχε περιθώριο ερμηνείας τους με τον τρόπο που εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.   Θεώρησε δε ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 21 του Ν.44/81 καθορίζουν τους λόγους που αποτελούν προϋπόθεση για καταβολή ωφελήματος από το ταμείο προνοίας» και πως ο Νόμος τόσο με τις ερμηνευτικές διατάξεις (άρθρο 2) όσο και με τις πρόνοιες των άρθρων 8 και 21 «καθορίζει ότι τα δικαιώματα των μελών του ταμείου προνοίας καθώς και τα ωφελήματα που καταβάλλονται στα μέλη του ταμείου προνοίας καθορίζονται από το καταστατικό του ταμείου προνοίας», (οι υπογραμμίσεις είναι από την πρωτόδικη απόφαση).  Σύμφωνα δε με τον Νόμο «ο τρόπος με τον οποίον καθορίζεται το ωφέλημα που καταβάλλεται στα μέλη του ταμείου προνοίας διέπεται από τους όρους του καταστατικού του ταμείου προνοίας».  Αφού έκρινε, στη συνέχεια, ότι ο κανονισμός 18.2 του καταστατικού του Ταμείου συνάδει πλήρως με τις διατάξεις του Νόμου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσείων δεν ικανοποιούσε τις τιθέμενες σε αυτό προϋποθέσεις, ώστε να νομιμοποιείται στην είσπραξη του ποσού συνεισφοράς του εργοδότη στο λογαριασμό «Β» του Ταμείου και απέρριψε την αίτηση.

 

Η ερμηνεία που απέδωσε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στα άρθρα 8 και 21 του Νόμου βρίσκεται στον πυρήνα των τριών λόγων έφεσης που προωθούνται με την έφεση που άσκησε ο εφεσείων κατά της απόφασης του.  Εν πρώτοις αμφισβητείται ότι ο Νόμος διέπει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να καταβάλλονται τα ωφελήματα στα μέλη ταμείου προνοίας και σε ποιο βαθμό.  Αμφισβητείται επίσης, η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου πως αποχωρών μέλος του Ταμείου Προνοίας δεν δικαιούται να εισπράξει όλα τα εις πίστη του ποσά σε αμφοτέρους τους λογαριασμούς Α και Β.  Κατά τον εφεσείοντα, το «ωφέλημα» που καταβάλλεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 21 του Νόμου, είναι το κατατεθειμένο στο Ταμείο Προνοίας ποσό στο σύνολο του, με το συλλογισμό ότι το ποσό που είναι κατατεθειμένο στο λογαριασμό Α αφού πρόκειται για δική του         εισφορά, δεν αποτελεί ωφέλημα.  Τέλος, ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την ερμηνεία από το Δικαστήριο των άρθρων 8 και 21 του Νόμου και την κατάληξη του ότι οι πρόνοιες του κανονισμού 18.2 του καταστατικού του Ταμείου συνάδουν με το Νόμο, εισηγούμενος ταυτοχρόνως ότι σύμφωνα με το πνεύμα του νομοθέτη το καταστατικό καθορίζει το ωφέλημα που δικαιούται να λάβει ο εργοδοτούμενος κατά τον τερματισμό της απασχόλησης του και όχι το ποσοστό του ωφελήματος, «καθότι το ωφέλημα είναι πάντα καταβλητέο ακέραιο».

 

Ας δούμε τον ορισμό «ωφέλημα» στο άρθρο 2 του Νόμου και τα επίμαχα άρθρα 8 και 21, τα οποία  παραθέτουμε στο βαθμό που ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

 

«Ωφέλημα» κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2:

«σηµαίνει ωφέληµα καταβαλλόµενον εκ ταµείου προνοίας δυνάµει του καταστατικού αυτού»

 

Το άρθρο 8 προβλέπει:

8.—(1) Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Νόµου, παν ταµείον προνοίας διέπεται υπό του καταστατικού αυτού.

 

(2) Το καταστατικόν ταµείου προνοίας δέον όπως καθορίζει—

[….]

(γ) τα δικαιώµατα και υποχρεώσεις των µελών,

[….]

(ζ) το ποσόν ή ποσοστόν εισφορών των µελών και του εργοδότου,

[….]»

 

 

Σε ό, τι αφορά τα ωφελήματα που καταβάλλονται από ταμείο προνοίας, το άρθρο 21 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«21.—(1) Τηρουµένων των διατάξεων του Παρόντος Νόµου τα ωφελήµατα τα οποία καταβάλλονται εκ ταµείου προνοίας καθορίζονται διά του Καταστατικού αυτού.

(2) Ωφελήµατα εκ ταµείου προνοίας δύνανται να καταβάλλωνται µόνον εις µέλος τοιούτου ταµείου ή τους νοµίµους κληρονόµους του µέλους

[….]

(δ) εν περιπτώσει τερµατισµού της απασχολήσεως του µέλους

[….]»

 

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

 

Αποτελεί βασικό κανόνα ερμηνείας ότι στις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθέτημα πρέπει να δίδεται η φυσική και συνηθισμένη έννοια τους (words are to be taken in their literal meaning).  Δεν επιτρέπεται απόκλιση από τις πρόνοιες μιας νομοθετικής διάταξης όταν αυτές είναι σαφείς.  Η τελολογική ερμηνεία η οποία αναζητά τον αντικειμενικό σκοπό του νομοθέτη, επιτρέπεται στις περιπτώσεις που το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται δεν είναι σαφές.

 

Εν προκειμένω, συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία όσον αφορά την ερμηνεία νομοθετημάτων[2], καθώς και με την ερμηνεία που έδωσε στις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις. Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε ότι το λεκτικό των υπό αναφορά νομοθετικών διατάξεων είναι σαφές.   Η δε φυσική και συνηθισμένη του έννοια δεν εκφράζεται με την περιοριστική ερμηνεία που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.  

 

Ορθά ερμηνευόμενες, οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις, προνοούν για τη ρύθμιση από το καταστατικό ενός ταμείου προνοίας όλων των ζητημάτων που αφορούν στα δικαιώματα και ωφελήματα των μελών του και άλλων δικαιούχων και στο ποσοστό της εισφοράς των μελών και του εργοδότη αντίστοιχα, «τηρουμένων των διατάξεων του …Νόμου», χωρίς οποιονδήποτε άλλο περιορισμό.   Εν προκειμένω, τα προβλεπόμενα, σχετικά, από τον  κανονισμό 18.2 του καταστατικού του Ταμείου δεν αντίκεινται προς τις εν λόγω πρόνοιες ή οποιεσδήποτε άλλες πρόνοιες του Νόμου αλλά, όπως ορθά θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκονται σε αρμονία με αυτές.  Δέον να σημειωθεί και η προσέγγιση στην πολύ όμοια υπόθεση Χριστοδούλου ν Ταμείο Προνοίας των Υπαλλήλων της Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Καϊμακλίου (2011) 1 ΑΑΔ 500 σε σχέση με παρόμοιες πρόνοιες καταστατικού ταμείου προνοίας.  Στην περίπτωση εκείνη το Εφετείο, διαφωνώντας με τη θέση ότι η εφεσείουσα, η οποία δεν είχε συμπληρώσει συνεχή υπηρεσία 5 ετών κατά την αποχώρηση της, δικαιούτο στο ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό συνεισφοράς του εργοδότη, λογαριασμό Β του Ταμείου,  έκρινε πως το κατά πόσο η εφεσείουσα είχε τέτοιο δικαίωμα υπόκειτο και εξαρτάτο από τις σχετικές πρόνοιες του καταστατικού του Ταμείου, τις προϋποθέσεις των οποίων δεν πληρούσε για να δικαιούται σε οποιονδήποτε ποσό από τον εν λόγω λογαριασμό.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, τα δικαιώματα και ωφελήματα στα οποία δικαιούτο ο εφεσείων είναι αυτά που καθορίζονται από το καταστατικό του Ταμείου, οι πρόνοιες του οποίου είναι δεσμευτικές τόσο για τον ίδιο όσο και για το εφεσίβλητο Ταμείο.  Ως είναι παραδεκτό, ο εφεσείων κατά την αποχώρηση του από την υπηρεσία της Τράπεζας, δεν είχε συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας του ή 10 χρόνια συνεχούς υπηρεσίας, προϋποθέσεις που τίθενται από τον Κανονισμό 18.2(α) του καταστατικού του Ταμείου για να δικαιούται σε ολόκληρο το ποσό που βρίσκεται σε πίστη του στο λογαριασμό συνεισφοράς της Τράπεζας, λογαριασμό «Β» του Ταμείου, αλλά ούτε 5 χρόνια υπηρεσίας για να δικαιούται έστω σε μέρος του εν λόγω ποσού σύμφωνα με τον Κανονισμό 18.2(β) του καταστατικού.

 

Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου Ταμείου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

/ΣΓεωργίου

 



[1] Μακεδόνας ν Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ ν Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 ΑΑΔ 355, Southfields Industries Ltd v Δήμου Λευκωσίας  (1995) 3 ΑΑΔ 59, Νικολάου ν Βασιλείου (1999) 1 ΑΑΔ 1566 και Νικολάου ν Total Properties Ltd κ.ά  (2011) 1 ΑΑΔ 1358.

[2] Δέστε υποσημείωση 1 (ανωτέρω)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο