ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ OLGA APANASIK, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 295/2016, 6/3/2018
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ OLGA APANASIK, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 295/2016, 6/3/2018
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2018:A97

ECLI:CY:AD:2018:A97

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 295/2016)

 

6 Μαρτίου, 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/64

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 15, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 6, 8, 13 ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟAΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/70 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ν. 172/86

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ OLGA APANASIK, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

 

Εφεσείουσα

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ OLGA APANASIK ΣΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 11.04.2016 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/15

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Γεωργίου με Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

_ _ _ _ _ _


 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε στις 11.4.2016 διάταγμα προφυλάκισης, με σκοπό την έκδοση της  Εφεσείουσας στη Λευκορωσία προς έναρξη διαδικασίας δίωξής της για τα αδικήματα της πρόσληψης ατόμων για σεξουαλική ή άλλη εκμετάλλευση από οργανωμένη ομάδα μέσω απάτης και συνωμοσίας κατά παράβαση του άρθρου 187(3) του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν κατά την περίοδο 2000-2004.

 

Στις 22.4.2016 η Εφεσείουσα, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 10(1) του περί Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970 (ο οποίος θα αναφέρεται στη συνέχεια ως ο Νόμος), υπέβαλε την Πολιτική Αίτηση αρ. 50/16 στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση εντάλματος habeas corpus, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησής της.  Ζητούσε επίσης αναστολή της διαδικασίας απέλασής της στη Λευκορωσία και την απόλυσή της με όρους. Προέβαλε ότι: (1) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την, κατ΄ ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων είναι υπέρμετρο, σε βαθμό που να καθιστά την έκδοση άδικη και/ή καταπιεστική, (2)  η δίωξη έχει πολιτικά κίνητρα και τυχόν έκδοσή της θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της και θα οδηγήσει σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της και (3) ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από τις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και αποσκοπεί στην κακομεταχείριση ενός αντιπάλου της κυβέρνησης της εν λόγω χώρας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, συνόψισε ως εξής τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα:

 

«Η Αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Λευκορωσία όπου ασκούσε το επάγγελμα της εκπαιδεύτριας χορογραφίας, συνελήφθη και προφυλακίστηκε από τις αρχές της χώρας αυτής το 2004 ως ύποπτη διάπραξης του προαναφερθέντος αδικήματος στη βάση καταγγελιών δύο νεαρών γυναικών ότι τις παραπλάνησε πως θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες, ενώ στην πραγματικότητα τις προόριζε για σεξουαλική εκμετάλλευση.  Ωστόσο η διερεύνηση της υπόθεσης, τότε, διεκόπη στις 11.5.05 επειδή δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία εναντίον της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αυτή αφέθη ελεύθερη.  Στη συνέχεια όμως, κατά τα έτη 2009-2010, προέκυψαν νέα στοιχεία και η εναντίον της υπόθεση επανάνοιξε με τη λήψη καταθέσεων και από άλλες νεαρές γυναίκες, οι οποίες καταλόγισαν στην Αιτήτρια ότι υπό το πρόσχημα ότι θα τους εξασφάλιζε νόμιμη εργοδότηση στο εξωτερικό ως χορεύτριες τις προώθησε σε νυχτερινά κέντρα όπου υφίσταντο αφόρητες και αθέμιτες πιέσεις να γίνουν πόρνες.  Στο πλαίσιο δε της (εκ νέου) διερεύνησης της υπόθεσης επανακρίθηκε και η Αιτήτρια στις 23.2.11 η οποία, στη σχετική κατάθεση που έδωσε, ναι μεν παραδέχθηκε ότι παρείχε βοήθεια σε νεαρές γυναίκες να μεταβούν σε συγκεκριμένες χώρες του εξωτερικού για εργασία αλλά αρνήθηκε πως για τις υπηρεσίες αυτές έλαβε οποιαδήποτε αμοιβή ή ότι εγνώριζε πως η μεταφορά των εν λόγω γυναικών στα νυχτερινά κέντρα αποσκοπούσε στη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.  Επιπρόσθετα υπέγραψε και δέσμευση να εμφανίζεται ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν στη συνέχεια κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της ανακρίτριας στις 31.3.11 όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε αλλά εγκατέλειψε τη Λευκορωσία και κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αποφάσισαν την ποινική της δίωξη και στη βάση σχετικού Διατάγματος, τον Αύγουστο του 2013, στάληκε στην Interpol Κύπρου ερυθρά αγγελία (Red Notice) για σύλληψη της Αιτήτριας η οποία επετεύχθη στις 1.8.15 στη βάση προσωρινού εντάλματος σύλληψης στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας όπου μετέβη για να παραλάβει τη θυγατέρα της.  Ακολούθησε στις 10.9.15 η προβλεπόμενη από το Νόμο εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου και η εν τέλει ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος της Λευκορωσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.»

 

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τις επί των επιδίκων θεμάτων προσεγγίσεις των δύο πλευρών, κατέληξε ως ακολούθως, απορρίπτοντας το αίτημα για την απελευθέρωση της Εφεσείουσας:

 

«Διεξήλθα με την επιβαλλόμενη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων όπως αυτές αναπτύχθηκαν στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους οι οποίες υιοθετήθηκαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.  Κατέληξα ότι οι αιτιάσεις της Αιτήτριας και για τους τρεις λόγους που προώθησε προς έκδοση του αιτούμενου εντάλματος δεν ευσταθούν.  Συγκεκριμένα, σ΄ ό,τι αφορά:

 

1.  Το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, υπενθυμίζεται πως κατά πάγια νομολογία όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο το φυγόδικο τότε αυτός δεν μπορεί να επωφεληθεί και σε τέτοια περίπτωση η έκδοση του δεν είναι άδικη ή καταπιεστική.  Στην παρούσα περίπτωση η διερεύνηση των καταλογιζόμενων στην Αιτήτρια αδικημάτων ναι μεν άρχισε το 2004, αλλά τότε η δίωξη δεν προχώρησε λόγω ανεπαρκών στοιχείων.  Στη συνέχεια, όμως, ο φάκελος της εναντίον της υπόθεσης επανάνοιξε το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των καταθέσεων μεγάλου αριθμού νεαρών γυναικών και συναφώς η Αιτήτρια  κλήθηκε ενώπιον ανακρίτριας το 2011 όπου υπέγραψε δέσμευση  να εμφανιστεί ενώπιον των ανακριτικών αρχών όποτε της ζητηθεί, πλην όμως όταν αυτή κλήθηκε να εμφανιστεί στις 31.3.11 όχι μόνο δε συμμορφώθηκε αλλά κατέφυγε στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Υπ΄ αυτά τα δεδομένα η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε στη δίωξή της και στις συνακόλουθες αλλαγές της προσωπικής της κατάστασης δεν οφείλεται στις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας αλλά στην ίδια και συνεπώς δεν νομιμοποιείται να επικαλείται τον παράγοντα αυτό ως λόγο για έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

 

2.  Την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία, είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δεχθεί τη μαρτυρία του κ. Πουργουρίδη σύμφωνα με την οποία η χώρα αυτή παρουσίαζε συχνή συμπεριφορά παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης.  Όμως το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Αιτήτριας η οποία όπως κρίθηκε πρωτοδίκως δεν είναι πολιτικό πρόσωπο και ούτε απέδειξε ότι είναι μέλος του αντιπολιτευόμενου της κυβέρνησης της Λευκορωσίας κόμματος.  Σχετική επί του θέματος είναι η Γενικός Εισαγγελέας ν. Κonovalova (ανωτέρω) όπου επισημάνθηκε πως η όλη δομή της Σύμβασης «. βασίζεται στο γενικό τεκμήριο ότι οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη (Khodorkovsky) και όποτε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός προσώπου γίνεται για πολιτικά ή άλλα κίνητρα το βάρος απόδειξης το φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο» και τέλος

 

3. Τον ισχυρισμό για κατάχρηση διαδικασίας από τις διωκτικές αρχές της Λευκορωσίας είναι αρκετό να λεχθεί ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν τεκμηριώνουν τέτοιο ισχυρισμό.  Οι διωκτικές αρχές της χώρας αυτής απλώς διέκοψαν το 2005 τη διερεύνηση των επίδικων αδικημάτων στη βάση ότι (τότε) δεν προέκυψαν εναντίον της επαρκή στοιχεία, στην οποία επανήλθαν - όπως λέχθηκε - το 2009-2010 ως αποτέλεσμα των πολλών νέων καταθέσεων επιπρόσθετων  κατ΄ ισχυρισμό θυμάτων της.  Υπ΄ αυτά τα δεδομένα έκδηλα δεν  μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση διαδικασίας και ως εκ τούτου και ο υπό αναφορά λόγος κρίνεται αβάσιμος.

     

 Για όλα τα  πιο πάνω η αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus απορρίπτεται και ενόψει της φύσεως της δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.»

 

Η Εφεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία προσβάλλεται η εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 6.9.2016, προωθώντας τους εξής τέσσερις λόγους έφεσης:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 11 Ιουλίου του 2016 απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας για προσαγωγή νέας μαρτυρίας και συγκεκριμένα την προσαγωγή της έκθεσης του ειδικού αντιπροσώπου των Ηνωμένων Εθνών για Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Λευκορωσία, έκθεση που έφερε τον τίτλο Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights in Belarus και η οποία είχε εκδοθεί στις 21/4/2016 δηλαδή 10 μέρες αργότερα από την έκδοση της απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στις 11/4/2016.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 6/9/2016 δεν δέχθηκε την έκθεση με τίτλο Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights in Belarus και η οποία είχε εκδοθεί στις 21/4/2016 ως μέρος του διεθνoύς δικαίου και άρα ως νομική πηγή για την κατάληξη σε ευρήματα.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 6/9/2016 απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας για πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος και στην ουσία έθεσε την ίδια υπόλογο για την καθυστέρηση.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 6/9/2016 απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας αναφορικά με το γεγονός ότι η Λευκορωσία είναι η μόνη χώρα που δεν υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άρα καμία διαβεβαίωση από την εν λόγω χώρα για τήρηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»

 

 

 

Μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, πλήττεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή αποτυπώνεται σε ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 11.7.2016, να απορρίψει αίτημα εδραζόμενο στο άρθρο 10(4) του Νόμου για προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, συγκεκριμένα της Εκθεσης του ειδικού ανταποκριτή του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ημερομηνίας 21.4.2016, με τίτλο «Report of the Special Rapporteur on the situation of human rights in Belarus». Ηταν η επί του ζητήματος κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε ήδη δοθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο μαρτυρία ως προς τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία και είχε καταγραφεί η σχετική αντιμετώπιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η οποία και αποτελούσε αντικείμενο της διαδικασίας habeas corpus στην υπό κρίση πολιτική αίτηση 50/2016. Συνεπώς, δεν εντοπιζόταν οποιοσδήποτε λόγος για περαιτέρω κατάθεση άλλης έκθεσης για το ζήτημα αυτό. Περαιτέρω, επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόμοια έκθεση του ιδίου εμπειρογνώμονα για τη Λευκορωσία δημοσιοποιήθηκε και ένα χρόνο προηγουμένως και με κατάλληλη έρευνα μπορούσε να εντοπισθεί και να προσκομισθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, πράγμα που παρέλειψε να πράξει η πλευρά της Εφεσείουσας. Με αυτά ως δεδομένα, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό αναφορά έκθεση δεν συνιστούσε συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο στα πλαίσια των προβλεπομένων από τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 10(4) του νόμου και κατά προέκταση δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ικανοποίηση του αιτήματος για προσαγωγή νέας μαρτυρίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ότι με δεδομένη «την ασύμμετρη δύναμη των όπλων» σε διαδικασίες όπως την παρούσα, πρέπει να δίδεται η μέγιστη δυνατή ευκαιρία στο εκζητούμενο πρόσωπο να προβάλει και να αποδείξει το καταπιεστικό της έκδοσής του και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Θέτει, προεκτείνοντας, ότι το Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιτρέψει την παρουσίαση συμπληρωματικής μαρτυρίας, νοουμένου ότι η μαρτυρία αυτή είναι σχετική και δεν ήταν διαθέσιμη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Συμπληρώνοντας, υπέβαλε ότι η υπό αναφορά έκθεση θα βοηθούσε το Δικαστήριο να κρίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία και να αντιληφθεί τον κίνδυνο που διατρέχει η Εφεσείουσα σε περίπτωση έκδοσής της.

 

Το ζήτημα προσκόμισης πρόσθετης μαρτυρίας σε υποθέσεις αυτής της μορφής, διέπεται από το άρθρο 10(4) του Νόμου, με βάση το οποίο παρέχεται η δυνατότητα προσκόμισης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, υπό το αυστηρό όμως πλαίσιο που ο ίδιος ο Νόμος καθορίζει. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 10 έχουν ως ακολούθως:

 

«10.-(1) Τo Δικαστήριov, εv πάση περιπτώσει, καθ' ηv ήθελε διατάξει τηv κράτησιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, θέλει πληρoφoρήσει άμα τov εvδιαφερόμεvov, εις κoιvήv γλώσσαv, περί τoυ δικαιώματoς αυτoύ όπως υπoβάλη αίτησιv διά habeas corpus πρoς τoύτoις δε αμελλητί κoιvoπoιήση τηv τoιαύτηv απόφασιv τω Υπoυργώ.

 

(2) …………………………………………………………………………………………..

 

(3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-

 

(α) λόγω της ασημάvτoυ φύσεως τoυ αδικήματoς, δι' o διώκεται ή κατεδικάσθη· ή

 

 

 

(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή

 

(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,

 

η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.

 

(4) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov oιασδήπoτε τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται vα δεχθή συμπληρωματικά απoδεικτικά στoιχεία, σχετικά πρoς τηv άσκησιv της δικαιoδoσίας αυτoύ δυvάμει τoυ άρθρoυ 4 ή δυvάμει τoυ εδαφίoυ (3) τoυ παρόvτoς άρθρoυ.

 

(5)  ………………………………………………………………………………………….»

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, το αίτημα για προσκόμιση πρόσθετης μαρτυρίας εδράζεται στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 10(3)(γ) του Νόμου. Το εν λόγω εδάφιο περιορίζει τη δυνατότητα προσκόμισης συμπληρωματικών στοιχείων στις περιπτώσεις και μόνο που προορίζονται να καταδείξουν ότι οι κατηγορίες δεν έλαβαν χώραν «καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης», με αποτέλεσμα η απόδοση του εκζητούμενου να αποτελεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. 

 

Στην ενώπιόν μας όμως περίπτωση, έχει ήδη κριθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού η πλευρά της Εφεσείουσας δεν απέσεισε το σχετικό βάρος που είχε, ότι η δίωξή της δεν ενέχει πολιτικά κίνητρα. Η παράμετρος αυτή ήταν και το ουσιαστικό βάθρο στήριξης των θέσεων της Εφεσείουσας περί των κινδύνων κακομεταχείρισής της και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της σε περίπτωση έκδοσής της. Επιπρόσθετα, είναι επίσης αναντίλεκτο ότι η μαρτυρία η οποία επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του πιο πάνω εδαφίου, αφού αφορά τη γενική κατάσταση στη Λευκορωσία και καμία αναφορά δεν γίνεται στην εν λόγω έκθεση στις προσωπικές συνθήκες της Εφεσείουσας, ούτως ώστε να καταδειχθεί ότι η απόδοσή της στη Λευκορωσία θα αποτελούσε άδικο και καταπιεστικό μέτρο.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω δεν παρεχόταν η ευχέρεια ενεργοποίησης των σχετικών προνοιών του Νόμου προς  αποδοχή αιτήματος παρουσίασης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων. Στοιχεία, που εν πάση περιπτώσει, ήταν στη διάθεση της πλευράς της Εφεσείουσας, αφού παρόμοιες εκθέσεις, προηγούμενων ετών υπήρχαν και θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης συνιστά προέκταση και απόρροια της αποτυχίας της πλευράς της Εφεσείουσας να παρουσιάσει ως μέρος του μαρτυρικού υλικού την προαναφερθείσα έκθεση, ημερομηνίας 21.4.2016. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί την εν λόγω ένσταση ως μέρος του διεθνούς δικαίου και, κατά προέκταση, ως νομική πηγή για να καταλήξει σε ευρήματα.

 

Ηταν η σχετική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα ότι η εν λόγω έκθεση, αποτέλεσμα μιας έρευνας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, πρέπει να θεωρηθεί ως «μαλακόν και εύκαμπτον» μέρος του διεθνούς δικαίου, το οποίο και είναι εφαρμοστέο δίκαιο με βάση τα ΄Αρθρα 32 και 169 του Συντάγματος και με δεδομένη την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση, η οποία και δεν υποστηρίζεται από καμία από τις αυθεντίες τις οποίες έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος. Ούτως ή άλλως παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, ο συνήγορος της Εφεσείουσας, ότι σε δικαστική διαδικασία αυτής της μορφής, έκδοσης, επιβάλλεται η κατάθεση μαρτυρίας και η υποχρέωση βαρύνει τον αιτητή, την Εφεσείουσα εν προκειμένω, να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται πως σε περίπτωση έκδοσής του θα εκτίθετο σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως ήδη λέχθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, οι όποιες εκθέσεις, το περιεχόμενο των οποίων εξαντλείται στη γενική αναφορά ως προς την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία, δεν θα μπορούσαν να επιδράσουν στην τελική κρίση του Δικαστηρίου, αφού δεν τίθενται οποιεσδήποτε συγκεκριμένες προσωπικές περιστάσεις που να αποδεικνύουν πραγματικούς κινδύνους σε ό,τι αφορά το πρόσωπο της Εφεσείουσας, ζήτημα στο οποίο και θα επεκταθούμε κατά την εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την, κατ΄ ισχυρισμό, καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ των εξεταζόμενων αδικημάτων και της επιδιωχθείσας έκδοσης της Εφεσείουσας.

 

Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ότι εντοπίζεται υπέρμετρη καθυστέρηση, ως αποτέλεσμα της οποίας ελλοχεύουν πραγματικοί κίνδυνοι ως προς το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού τεκμήρια και μαρτυρίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Εφεσείουσα πιθανόν να έχουν απωλεσθεί και/ή να μη μπορούν να εντοπισθούν. Θέτει, περαιτέρω, ότι οι προσωπικές συνθήκες της Εφεσείουσας μεταβλήθηκαν περί το έτος 2007 «όταν έγινε μέλος του κόμματος της αντιπολίτευσης και γι΄ αυτό το λόγο ο χρόνος που πέρασε μέχρι την προσαγωγή της στη δικαιοσύνη καθιστούν την έκδοσή της άδικη και καταπιεστική».

 

Είναι καλά θεμελιωμένο ότι επιβαρυντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης φυγόδικου δικαιολογεί την απόρριψη του αιτήματος προς έκδοσή του (Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (1999) 1 ΑΑΔ 1964). Προκειμένου όμως η καθυστέρηση να χαρακτηρισθεί ως επιβαρυντική θα πρέπει να οφείλεται σε λόγους άλλους από τη φυγή του υποδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση το αδιαμφισβήτητο πλαίσιο των γεγονότων που καλύπτει το ζήτημα αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η θέση της Εφεσείουσας ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται στην ίδια δεν βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Αντιθέτως, είναι βάσιμη η θέση της Εφεσίβλητης ότι η όποια καθυστέρηση οφείλεται αποκλειστικά στην Εφεσείουσα και, κατά προέκταση, δεν προσμετρά στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου διεκπεραίωσης της όλης υπόθεσης και εξουδετερώνει τη σημασία του διαρρεύσαντος διαστήματος ως παράγοντα αποτρεπτικού της έκδοσης. Ως και η νομολογία επιτάσσει, όταν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο τον φυγόδικο δεν μπορεί να οδηγήσει σε άδικη ή καταπιεστική έκδοσή του (Kakis v. Government of the Republic of Cyprus (1978) 2 All E.R. 634, Νικολαϊδης (ανωτέρω) και Irakliy Dzhandzhgava, Πολιτική αίτηση 137/2017, ημερ. 17.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:D404, σελ. 18-19, όπου και συνοψίζεται η σχετική νομολογία επί του θέματος).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του τελευταίου λόγου έφεσης, τέταρτου, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι η Λευκορωσία είναι η μόνη χώρα που δεν υπέγραψε την ευρωπαϊκή σύμβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, άρα, καμία διαβεβαίωση από την εν λόγω χώρα για τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Στη σχετική επιχειρηματολογία του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας έθεσε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά δεν εξέτασε το εν λόγω επιχείρημα και πρόσθεσε ότι η ουσία της προβαλλόμενης εισήγησης είναι πως η Εφεσείουσα στερείται κάθε νόμιμου δικαιώματος προς διεκδίκηση πλήρους εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της προσφεύγοντας σε άλλα σώματα στην περίπτωση κατά την οποία αυτά παραβιασθούν στη Λευκορωσία. Εθεσε, ουσιαστικά, ότι δικαιολογείται η άρνηση έκδοσης και/ή απέλασης σε χώρες που δεν έχουν υπογράψει την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ειδικά όταν τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή και του δικαιώματος κατά των βασανιστηρίων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος συνέδεσε την επιχειρηματολογία του με αναφορές του ότι η Εφεσείουσα είχε στο παρελθόν ενεργό ρόλο στην αντιπολίτευση και, ως εκ τούτου, κατέστη στόχος του καθεστώτος.

 

Απάντηση στον υπό εξέταση λόγο έφεσης δίδεται στο σκεπτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Κ. ν. Russia, App. No. 69235/11, ημερ. 23.5.2013. Τα γεγονότα της, πολύ συνοπτικά, είχαν ως εξής:

 

Ο Κ., υπήκοος της Λευκορωσίας, συνελήφθη στη Μόσχα στις 16 Μαΐου 2011, μετά από έκδοση διεθνούς εντάλματος σύλληψης εκ μέρους της Γενικής Εισαγγελίας της Λευκορωσίας, ως ύποπτος διάπραξης σοβαρών αδικημάτων του κοινού ποινικού κώδικα. Αφορούσαν, μεταξύ άλλων, ληστεία και απαγωγή διαφόρων προσώπων, μεταξύ των οποίων και ανηλίκου, τα οποία, φερόταν να διαπράχθηκαν το 2000. Ακολούθησε διαδικασία έκδοσής του. Το αίτημα προς έκδοση εγκρίθηκε αρχικά από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Μόσχας.  Ακολούθως το Εφετείο και στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επικύρωσαν την πρωτόδικη απόφαση. Βασικό επιχείρημα του Κ. σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες που έλαβαν χώραν ήταν ότι διώκετο για τα πολιτικά του φρονήματα και πως τυχόν έκδοσή του θα ενείχε σοβαρούς κινδύνους πολιτικής δίωξης, βασανιστηρίων, άδικης μεταχείρισής του και, εν γένει, παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Ας σημειωθεί ότι οι αρμόδιες αρχές της Λευκορωσίας είχαν διαβεβαιώσει τις αντίστοιχες της Ρωσικής Ομοσπονδίας ότι η ποινική δίωξη του Κ. δεν ενείχε πολιτικά κίνητρα και εγγυήθηκαν τη διασφάλιση όλων των δικαιωμάτων του. Ο Κ. προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στηριζόμενος σε εκθέσεις μη κυβερνητικών οργανισμών αλλά και σε δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες γινόταν αναφορά για την κατάσταση στη Λευκορωσία και τους κινδύνους που εγκυμονούσε σε σχέση με τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με αυτά ως δεδομένα, επικαλείτο παραβίαση του ΄Αρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο, στις σκέψεις 56 – 61, υπενθύμισε το πρίσμα υπό το οποίο αποφασίζεται το κατά πόσο υπάρχει πραγματικός κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων του ΄Αρθρου 3, επανέλαβε την αρχή ότι εναπόκειται στον αιτητή να παρουσιάσει μαρτυρία ικανή να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εκτεθεί σε τέτοιο κίνδυνο και τόνισε ότι η ύπαρξη πιθανότητας πρόκλησης βασανιστηρίων με βάση την κατάσταση που επικρατεί σε μια χώρα δεν οδηγεί από μόνη της σε εύρημα παραβίασης του ΄Αρθρου 3. Σε σχέση με την ύπαρξη σχετικών εκθέσεων ως προς το επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια χώρα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στις σκέψεις 60 και 61:

 

«60. In assessing such material, consideration must be given to its source, in particular its independence, reliability and objectivity. In respect of reports, the authority and reputation of the author, the seriousness of the investigations by means of which they were compiled, the consistency of their conclusions and their corroboration by other sources are all relevant considerations (see Saadi, cited above, § 143). Consideration must also be given to the presence and reporting capacities of the author of the material in the country in question. In this respect, the Court observes that States (whether the respondent State in a particular case or any other Contracting or non-Contracting State), through their diplomatic missions and their ability to gather information, will often be able to provide material that may be highly relevant to the Court’s assessment of the case before it. It finds that the same consideration must apply, a fortiori, in respect of agencies of the United Nations, particularly given their direct access to the authorities of the country of destination, as well as their ability to carry out on-site inspections and assessments in a manner which States and non-governmental organisations may not be able to do (see NA. v. the United Kingdom, no. 25904/07, § 121, 17 July 2008).

 

61. While the Court accepts that many reports are, by their very nature, general assessments, greater importance must necessarily be attached to reports that consider the human-rights situation in the country of destination and directly address the grounds for the alleged real risk of ill‑treatment in the case before the Court. Ultimately, the Court’s own assessment of the human-rights situation in a country of destination is carried out only to determine whether there would be a violation of Article 3 if the applicant in the case before it were to be extradited to that country. Thus, the weight to be attached to independent assessments must inevitably depend on the extent to which those assessments are couched in terms similar to Article 3 (ibid., § 122).»

 

 

 

 

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης, το ΕΔΑΔ, εξετάζοντας την πρακτική σημασία των διαβεβαιώσεων των αρμοδίων αρχών της Λευκορωσίας, προκειμένου να καταλήξει ως προς την ποιότητά τους, έκρινε ότι ήταν πιο πολύ γενικής φύσης και πως δεν τεκμηριωνόταν ότι υπάρχει κάποιος μηχανισμός μέσω του οποίου, αντικειμενικά, θα ήταν δυνατός ο έλεγχος συμμόρφωσης με αυτές τις διαβεβαιώσεις. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, το ΕΔΑΔ δεν προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις σε σχέση με την κρινόμενη υπόθεση (σκέψη 65). Παρά ταύτα – και αυτό είναι το ουσιώδες σε αναφορά και με την ενώπιόν μας περίπτωση – το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα γενικά προβλήματα σχετικά με την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία εντοπίστηκαν στη Λευκορωσία, δεν ήταν ικανά από μόνα τους να δικαιολογήσουν άρνηση έκδοσης του Κ. Θα έπρεπε να ιδωθούν και να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ειδικών ισχυρισμών του Κ., προκειμένου να επιβεβαιωθεί κατά πόσο παρουσίασε μαρτυρία ικανή να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι εάν εκδοθεί θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 3 (σκέψη 66). Ηταν το τελικό συμπέρασμα του ΕΔΑΔ ότι με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του δεν τεκμηριώθηκε ότι ο Κ. ήταν θύμα πολιτικής δίωξης και πως υπήρχαν λεπτομερή και αιτιολογημένα στοιχεία ενώπιον των αρχών της Λευκορωσίας, αναφορικά με τις περιστάσεις και τις υποψίες εις βάρος του για τα εγκλήματα για τα οποία ζητήθηκε έκδοσή του. Ο Κ. παρέλειψε να παρουσιάσει ικανό μαρτυρικό υλικό, προκειμένου να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του περί ύπαρξης πολιτικών κινήτρων και καταδίωξής του για τα πολιτικά φρονήματά του. Οι ισχυρισμοί τους ως προς τους, κατά τη θέση του, πραγματικούς λόγους δίωξής του και περί του κινδύνου κακομεταχείρισής του ήταν γενικής μορφής. Τέλος, το ΕΔΑΔ έκρινε (σκέψη 72) ότι δεν έχει τεκμηριωθεί ότι η κατάσταση περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία είναι τέτοια που να επιτρέπει και να δικαιολογεί εξαγωγή γενικού κανόνα απαγόρευσης εκδόσεων προς τη χώρα αυτή στη βάση ύπαρξης κινδύνου κακομεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκζητουμένων.

 

Τα πιο πάνω, ως απόλυτα σχετικά, εφαρμόζονται και στην ενώπιόν μας περίπτωση. Αφενός, η μη υπογραφή της ΕΣΔΑ από τη Λευκορωσία δεν δημιουργεί, αφ΄ εαυτής, ανυπέρβλητο πρόβλημα και αφετέρου, οι εντελώς αστήριχτες και αποσυναρτημένες από μαρτυρικό υπόβαθρο γενικές αναφορές της πλευράς της Εφεσείουσας περί ύπαρξης πραγματικού κινδύνου παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της σε περίπτωση έκδοσής της, δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

                                                      ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο