ΤΟΥΛΛΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΥΡ. ΜΑΡΚΙΔΗ ν. ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2011, 27/3/2018

ECLI:CY:AD:2018:A132

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2011)

 

27 Μαρτίου 2018

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΤΟΥΛΛΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΥΡ. ΜΑΡΚΙΔΗ

Εφεσείουσα-Εναγόμενη 4

ν.

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας

------------

 

Παναγιώτης Μακρίδης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Αγνή Λιβέρα (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ., με την οποία συμφωνεί και η Π. Παναγή, Δ.  Ο Γ.Ν. Γιασεμής, Δ. θα δώσει δική του απόφαση.

 

------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η επίδικη αγωγή αφορούσε σε χρέος της εναγόμενης 1 εταιρείας, που δεν είναι διάδικος στην έφεση, προς την εφεσίβλητη τράπεζα, το οποίο είχε εγγυηθεί η εφεσείουσα, εναγόμενη 4, με παραχώρηση υποθήκης. 

 

Σύμφωνα με την εφεσείουσα τα ζητήματα της επίδικης αγωγής όπως και άλλων αγωγών μεταξύ της εφεσίβλητης τράπεζας και της εναγόμενης 1 εταιρείας, τα χειριζόταν ο αδελφός της, εναγόμενος 2, χωρίς η ίδια να έχει εμπλοκή.  Αυτή στηριζόταν στις διαβεβαιώσεις του ότι το ζήτημα ήταν τυπικό και θα το διευθετούσε.  Σ΄αυτά τα πλαίσια η εφεσείουσα υπέγραψε διοριστήριο (retainer) μαζί με τους λοιπούς εναγομένους με το οποίο διόρισαν δικηγόρο για να τους υπερασπιστεί.  Ο τελευταίος καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης μαζί με το διοριστήριο. 

 

Εκκρεμούσης της αγωγής, ο εν λόγω δικηγόρος απεβίωσε και αργότερα, σε άλλο στάδιο της διαδικασίας, εμφανίστηκε άλλος δικηγόρος για την εφεσείουσα και τους λοιπούς εναγομένους, ο οποίος τελικά δέχθηκε «εκ συμφώνου» απόφαση εκ μέρους τους.

 

Δέκα χρόνια μετά, η εφεσείουσα, που τότε έλαβε γνώση, όπως ισχυρίζεται, καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό ex debito justitiae της παραπάνω απόφασης ως άκυρης, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε έδωσε οδηγίες στο δεύτερο δικηγόρο να εμφανιστεί, ουδέποτε τον διόρισε δικηγόρο της, ουδέποτε υπέγραψε διοριστήριο δικηγόρου προς αυτόν.

 

Είναι αντικειμενικό το δεδομένο πως το μόνο έντυπο διορισμού δικηγόρου από την εφεσείουσα που υπάρχει στο φάκελο, είναι εκείνο που αφορούσε στο διορισμό του πρώτου δικηγόρου.

 

Προς επίλυση του προβλήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε στις πρόνοιες της Δ.33 κ.15[1] που ορίζουν ότι ο παραμερισμός απόφασης που λήφθηκε με δόλο δύναται να γίνει με αγωγή.  Τούτο, αν και αναγνώρισε πως εν προκειμένω δεν εγείρεται ζήτημα δόλου.  Παρέπεμψε όμως στην υπόθεση Παναγιώτης Ανδρέου ν. P & D Crystal Line Co Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 152, στην οποία αφού επαναβεβαιώθηκε η βασική αρχή ότι μια απόφαση που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου, μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση που εκδίδεται σε νέα αγωγή που καταχωρείται για το σκοπό αυτό, δόθηκαν παραδείγματα εκ συμφώνου αποφάσεων που ακυρώθηκαν ως λ.χ. γιατί η συμφωνία είχε στοιχεία παρανομίας (Windhill Local Board of Health v. Vint (1890), 45 Ch.D. 351, C.A.), ή γιατί λήφθηκε κατόπιν απάτης (Priestman v. Thomas [1884] 9 P.D. 70, 210) ή γιατί ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους (Wilding v. Sanderson [1897] 2 Ch. 534) ή και γιατί δεν υπήρχε η απαραίτητη εξουσιοδότηση (Sheperd v. Robinson [1919] 1 KB 474). 

 

Με αναφορά στο απόσπασμα αυτό από την υπόθεση Ανδρέου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αναγκαία νέα αγωγή και απέρριψε την αίτηση.  Είναι δε φανερό ότι την βαρύνουσα σημασία είχε η αναφορά στην υπόθεση Sheperd, η οποία, ας σημειωθεί, αναφέρεται ως παράδειγμα παραμερισμού εκ συμφώνου απόφασης και στα Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 22, σελ. 792(b).

 

Η υπόθεση Sheperd όμως δεν ήταν περίπτωση κατά την οποία έγινε ή χρειάστηκε να γίνει αγωγή ώστε να παραμεριστεί η απόφαση.  Επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος του εναγόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου (counsel) συναίνεσε στην έκδοση απόφασης εναντίον του πελάτη του, χωρίς γνώση ότι ο τελευταίος είχε δώσει οδηγίες στους δικηγόρους του (solicitors) να μην συμβιβαστεί η υπόθεση.  Πριν τη σύνταξη της εκ συμφώνου απόφασης, με αίτηση του εναγόμενου, η απόφαση αναστάληκε και η αγωγή επαναφέρθηκε προς εκδίκαση. 

 

Ακόμα κι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι στη Sheperd ήταν δυνατός ο συνοπτικός παραμερισμός, επειδή η απόφαση δεν είχε συνταχθεί, υπό την έννοια ότι διαφορετικά θα χρειαζόταν νέα αγωγή, εν πάση περιπτώσει η έννοια της υπόθεσης Sheperd, πέραν από τα όσα το ίδιο το κείμενό της μεταδίδει, εξηγείται στα Halsburys, ανωτέρω, σελ. 766, με αναφορά σε λάθος ή παρεξήγηση που υπάρχει στο πρόσωπο των νομίμως διορισθέντων δικηγόρων (solicitor ή counsel) του διαδίκου, σε σχέση με την εξουσιοδότησή τους να συμβιβάσουν την υπόθεση.  Όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, στη Sheperd ο δικηγόρος ήταν νόμιμα διορισμένος, αλλά υπερέβη την εξουσιοδότησή του.

 

Εντελώς διαφορετικό είναι το υπό εξέταση ζήτημα στο οποίο είναι δεδομένο πως δεν υπήρχε διοριστήριο από την εφεσείουσα προς το δεύτερο δικηγόρο.  Αυτή είναι η ουσία της έφεσης ως προς την οποία η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν πως η έλλειψη διοριστηρίου σημαίνει ότι ο δεύτερος δικηγόρος δεν είχε οδηγίες από την εφεσείουσα να εμφανίζεται και πολύ περισσότερο να συμβιβάσει την υπόθεση αποδεχόμενος απόφαση εναντίον της.  Δεν επρόκειτο για εκ συμφώνου απόφαση, κατέληξε.

 

Η εισήγηση αυτή είναι ορθή και βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.  Στην υπόθεση Eleni Charalambous v. Vyron Anastopoulos, Civil Appeal 7103, ημερομηνίας 15.4.1988 (μη δημοσιευμένη), αποφασίστηκε ότι η παράλειψη του δικηγόρου του εναγομένου να προσκομίσει και να καταχωρίσει διοριστήριο μαζί με το σημείωμα εμφάνισης ή εμπροθέσμως, όπως προβλέπεται από τη Δ.16, κ.11[2]:

 

«is tantamount that the counsel concerned has no instructions from the party in the action

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Βέβαια, εν προκειμένω δεν επρόκειτο για το αρχικό στάδιο καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης στο οποίο αναφέρεται η Δ,16, κ.11, όμως αποτελεί βασική αρχή ότι η εξουσιοδότηση του δικηγόρου να ενεργεί για τον πελάτη του πηγάζει από το διοριστήριο του.  Όπως αναφέρεται για την ανάλογη περίπτωση του solicitor στα Halsburys, ανώτ., Τόμος 36, σελ. 74: 

 

«The solicitor’s authority to act for his client arises from his retainer, and thus is confined to transacting the business to which the retainer extends or impliedly extends.»

 

Η αρχή αυτή αντανακλάται όχι μόνο στη Δ.16, κ.11, αλλά είναι διάχυτη στους θεσμούς.  Η Δ.2, κ.14 παρομοίως επιβάλλει στον πρωτοκολλητή να μη δέχεται προς καταχώριση αγωγές που παρουσιάζονται από δικηγόρο, εκτός αν συνοδεύονται από διοριστήριο.  Η Δ.35, κ.31 ορίζει ότι καμιά έφεση δεν καταχωρείται από δικηγόρο εκτός αν συνοδεύεται από τύπο διορισμού δικηγόρου. 

 

Σε σχέση βέβαια με τη Δ.35, κ.31, στην υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ v. Lakis Georghiou Construction Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 214/2012, ημερ. 6.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A411, θεωρήθηκε από την πλειοψηφία του Εφετείου ότι η έφεση ήταν έγκυρη, έστω και αν είχε καταχωριστεί χωρίς να συνοδεύεται από διοριστήριο.  Η παράλειψη θεωρήθηκε ως θεραπεύσιμη παρατυπία, εφόσον ο ενδιαφερόμενος διάδικος Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος στο μεταξύ είχε διοριστεί ως προσωρινός εκκαθαριστής της εφεσείουσας εταιρείας, είχε εμφανιστεί δια εκπροσώπου ενώπιον του Εφετείου δηλώνοντας την επιθυμία του να εκπροσωπηθεί στην έφεση.  Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τους δικηγόρους της εταιρείας, δίδοντας τους διοριστήριο, ώστε να τον εκπροσωπήσουν ως εκκαθαριστή, πλην όμως το διοριστήριο, για άγνωστους για τον ίδιο λόγους δεν υπήρχε στο φάκελο του Δικαστηρίου.

 

Είναι υπ΄αυτές τις όλως ιδιαίτερες συνθήκες και τονίζοντας ότι επρόκειτο για περίπτωση εκ των υστέρων έγκρισης της καταχώρισης της έφεσης που το Εφετείο, με αναφορά σε αντίστοιχη αγγλική νομολογία, έκρινε ότι επρόκειτο για θεραπεύσιμη παρατυπία.

 

Η διαφορά με την παρούσα υπόθεση είναι πασιφανής.  Εκεί επρόκειτο για εκ των υστέρων επικύρωση (ratification) και υιοθέτηση της έφεσης από τον επηρεαζόμενο διάδικο.   Εν προκειμένω, η επηρεαζόμενη διάδικος ούτε επικύρωσε, μήτε ποτέ υιοθέτησε το συμβιβασμό που δηλώθηκε από το δικηγόρο χωρίς τις δικές της οδηγίες (Charalambous).

 

Αναφερόμενοι ανωτέρω σε διάχυτη απαίτηση των θεσμών να υπάρχει διοριστήριο ως όρος sine qua non μιας έγκυρης εμφάνισης δικηγόρου, δεν παραβλέπουμε την πρόνοια του όρου Δ.58, κ.28(ii)(b) που αφορά στη ψήφιση εξόδων μεταξύ δικηγόρου πελάτη στην οποία αναφέρεται ότι ο δικηγόρος που ζητά τη ψήφιση εναντίον του πελάτη του «he shall, with his bill where no retainer has been filed, file an affidavit stating that he was retained by the client orally or in writing (in which latter case he shall attach the written retainer to the affidavit as an exhibit, if it is not already filed in Court)».  Αυτή η ειδικότερη περίπτωση προβλεπόμενη σε μια ειδική πρόνοια, πασιφανώς αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι θεσμοί ρητά επιτρέπουν την εκπροσώπηση από δικηγόρο χωρίς διοριστήριο, όπως αυτές προβλέπονται στη Δ.2, κ.14 και Δ.16, κ.11, οπότε, όταν ο δικηγόρος προχωρήσει σε διαδικασία για τα έξοδά του, προβλέφθηκε στην ειδική αυτή πρόνοια, ότι θα πρέπει να αποδείξει το διορισμό του με ένορκη δήλωση.  Τούτο διότι, κανονικά, χωρίς διοριστήριο δεν μπορεί να χρεώσει και να απαιτεί έξοδα (βλ. Halsburys, ανωτ., Τόμος 36, σελ. 74).  Εν πάση περιπτώσει, ως ειδική πρόνοια, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο που να αναιρέσει τη βασική, γενική αρχή ότι η εξουσιοδότηση του δικηγόρου δεν μπορεί παρά να πηγάζει από το διορισμό του ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί να είναι έγγραφος και να αποτελεί σε κάθε υπόθεση στοιχείο του φακέλου.

 

Τέτοια αυστηρή εμμονή στον τύπο δεν πηγάζει μόνο από τις ρητές πρόνοιες και το όλο πλέγμα των θεσμών, αλλά και από την επισημότητα, τη θετικότητα και την ασφάλεια που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις δικαστικές πράξεις.  Δεν μπορεί το κατ΄εξοχήν υπεύθυνο λειτούργημα του δικηγόρου, στη θεσμική του μάλιστα εκδήλωση, ήτοι ενώπιον δικαστηρίου, να ασκείται χωρίς να διασφαλίζεται απαραίτητα ο απαιτούμενος τύπος, ο οποίος καθορίζει τόσο το γεγονός, όσο και τους όρους του διορισμού του.

 

Σ΄αυτά τα πλαίσια, είναι χαρακτηριστική η σημασία που προσέδωσε ο Γ.Μ. Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), στη δική του απόφαση στην υπόθεση Simillides v. Neophytou (1986) 1 CLR 363, στην υπογραφή διοριστηρίου.  Αναφερόμενος στην εμπιστευτική φύση της σχέσης δικηγόρου-πελάτη και στο πλέγμα αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν από τέτοια σχέση, υπέδειξε ότι σύμφωνα με τους Θεσμούς η υπογραφή διοριστηρίου, αποτελεί αναγκαίο προηγούμενο (condition precedent) για την προώθηση αγωγής για ανάληψη υπεράσπισης, καθορίζοντας συνάμα υπό την έννοια συμβατικής δέσμευσης την αμοιβή του δικηγόρου.

 

Άλλωστε, η αντίληψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε σε τέτοια περίπτωση ο επηρεαζόμενος διάδικος να καταχωρίσει αγωγή, θα οδηγούσε στο άδικο αποτέλεσμα να επιφορτίζεται κάθε φορά ένας διάδικος, ο οποίος δεν έχει υπογράψει το θεσμοθετημένο διορισμό δικηγόρου, με το βάρος να καταχωρεί αγωγή για να αποδείξει, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες χρόνου, ταλαιπωρίας και εξόδων που θα υποστεί, ότι ο δικηγόρος ο οποίος αδιαμφισβήτητα δεν έχει νομοτύπως διοριστεί από τον ίδιο, δεν ήταν ο νόμιμος αντιπρόσωπός του στη δίκη.

 

Η πρακτική αυτή διάσταση αποκαλύπτει και την ουσιαστική διαφορά της παρούσας περίπτωσης από τις περιπτώσεις που ο διάδικος επικαλείται δόλο ή πλάνη ή εξαναγκασμό κτλ. στις οποίες αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα από την υπόθεση Παναγιώτου Ανδρέου και από τα Halsburys, σελ. 792.  Σε εκείνες τις περιπτώσεις είναι λογικό ότι απαιτείται διερεύνηση των περιστάσεων στο φυσιολογικό πλαίσιο μιας πλήρους αντιπαράθεσης, που είναι το πλαίσιο της ακρόασης μιας αγωγής.  Όταν όμως είναι δεδομένο ότι ο δικηγόρος εξ αρχής δεν έχει διοριστεί νομοτύπως ως δικηγόρος του διαδίκου, με δεδομένο μάλιστα το δεσμευτικό λόγο της Charalambous ως προς τις συνέπειες, τί απομένει να διερευνηθεί σε μια νέα αγωγή ώστε να κριθεί ότι ο εμφανιζόμενος, κατά νόσφιση εξουσιοδότησης, δικηγόρος δεν είχε εξουσιοδότηση να συμβιβάσει την υπόθεση;

 

Μόνο όταν ο δικηγόρος διαδίκου διορίζεται σύμφωνα με τους θεσμούς, ο

 διορισμός είναι νομότυπος και έγκυρος ώστε να παράγει έννομα αποτελέσματα.  Μόνο τότε ο δικηγόρος, τελώντας σε σχέση αντιπροσώπευσης με τον πελάτη του, έχει εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση (implied authority) και, συνεπακόλουθα, φαινόμενη προς τους τρίτους εξουσιοδότηση (apparent authority) να προβεί σε συμβιβασμό αγωγής, νοουμένου ότι ενεργεί κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο, με καλή πίστη προς το συμφέρον του πελάτη του και με εύλογη δεξιοτεχνία.  Εκτός, βεβαίως, αν έχει αντίθετες οδηγίες όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Sheperd (βλ., επίσης, σχετικά Bowstead on Agency, 15η έκδοση, σελ. 95, 113, 139). 

 

Το γεγονός όμως ότι δεν έχει νομότυπο και έγκυρο διορισμό σημαίνει, από μόνο του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεσμευτική νομολογία ότι δεν έχει οδηγίες και, άρα, δεν έχει εξουσιοδότηση. Οι συνέπειες τούτου εξηγούνται στα Halsbury’s, τόμος 36, ανωτέρω, σελ. 74:

 

«if unauthorised, he will be unable either to charge his client costs for work done or to bind his client to third parties.»

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο επαναβεβαίωσε πρόσφατα την εγρήγορση και την ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζει δικαστικές πράξεις που πάσχουν από θεμελιακό ελάττωμα ώστε να πρέπει να παραμεριστούν, άνευ ετέρου, ex debito justitiae, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα διάσωσης τους δια της Δ.64 (Ηλία Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 413/2011, ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37). 

 

Τέτοια είναι η παρούσα περίπτωση. Η αποδοχή απόφασης εναντίον της εφεσείουσας από το δικηγόρο που εμφανίστηκε χωρίς διοριστήριο έγινε χωρίς την εξουσιοδότησή της (Charalambous).  Η απόφαση που παρήχθη εναντίον της δεν ήταν «εκ συμφώνου», αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή της και ουδέποτε την υιοθέτησε.  Ήταν πράξη χωρίς τη θέλησή της.  Συνεπώς ήταν πράξη που δεν μπορεί να έχει υπόσταση στο δίκαιο και ως τέτοια θα έπρεπε να την παραμερίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως «χρέος προς τη  δικαιοσύνη».

 

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας €2500 πλέον ΦΠΑ.

 

                                                Π. Παναγή, Δ.

 

                                                Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 411/2011)

 

27 Μαρτίου, 2018

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΤΟΥΛΛΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΥΡ. ΜΑΡΚΙΔΗ,

Εφεσείουσα-Εναγομένη 4,

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

________________________

 

Παναγιώτης Μακρίδης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Αγνή Λιβέρα (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της εφεσείουσας για παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 7.12.2001, η οποία εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 2051/1997 εναντίον της, όπως αναφέρεται στο πρακτικό, εκ συμφώνου.  Η εφεσείουσα αμφισβητεί ότι η ίδια εξουσιοδότησε, οποτεδήποτε, την έκδοση της πιο πάνω απόφασης.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αυτή παραχώρησε διοριστήριο έγγραφο (retainer) στο δικηγόρο ο οποίος φέρεται να την είχε εκπροσωπήσει κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Ο εν λόγω ισχυρισμός της εφεσείουσας περί έλλειψης της αναγκαίας, ως άνω, εξουσιοδότησης και η θεωρούμενη παράλειψη της Δικαστού να τον λάβει δεόντως υπόψη διατρέχουν τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ενώ ο τρίτος λόγος είναι άσχετος με το υπό εξέταση ζήτημα και έχει αποσυρθεί. 

 

Η βασική διαφορά, στην οποία γίνεται μνεία στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, αφορούσε σε απαίτηση της εφεσίβλητης τράπεζας, ενάγουσας στην αγωγή αρ. 2051/1997 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον, μεταξύ άλλων, της εφεσείουσας, εναγομένης 4, για οφειλόμενο προς αυτή χρέος.  Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα ενάχθηκε ως εγγυήτρια της εναγομένης 1, σε προσωπική βάση, καθώς, επίσης, στη βάση εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, που η ίδια είχε, παράλληλα, παραχωρήσει προς όφελος της τελευταίας.

 

Η υπό αναφορά αγωγή πέρασε από διάφορα στάδια.  Το πιο σημαντικό ήταν η έκδοση, στις 7.12.2001, απόφασης εναντίον των εναγομένων, περιλαμβανομένης της εφεσείουσας, και υπέρ της εφεσίβλητης, προς ικανοποίηση της προαναφερθείσας απαίτησής της.  Σύμφωνα με το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, η εφεσείουσα εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό τόσο της ιδίας όσο και των υπολοίπων εναγομένων.  Η απόφαση δε, η οποία δηλώθηκε στην παρουσία του, εκδόθηκε και με τη δική του συγκατάθεση.  Βασικά, επρόκειτο για απόφαση η οποία φέρεται να εκδόθηκε εκ συμφώνου.

 

Μετά την τελευταία, πιο πάνω, εξέλιξη, πέρασαν αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η εφεσείουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με την εν λόγω αγωγή.  Στις 30.8.2010, έλαβε επιστολή από την εφεσίβλητη, με την οποία πληροφορείτο ότι είχαν εκδοθεί εναντίον της, υπό την πιο πάνω ιδιότητά της, αποφάσεις σε διάφορες αγωγές, περιλαμβανομένης της υπό αναφορά, και ότι, ως αποτέλεσμα, αυτή της όφειλε το συνολικό ποσό των €179.931,35, πλέον τόκους.  Τότε, κινητοποιήθηκε αμέσως.

 

Κατ’ αρχάς, η εφεσείουσα προέβη σε έρευνα στους σχετικούς δικαστικούς φακέλους, περιλαμβανομένου του φακέλου της αγωγής αρ. 2051/1997.  Διαπίστωσε ότι, σε κάποιο στάδιο στην πορεία της δικαστικής διαδικασίας, ο δικηγόρος που αυτή είχε, αρχικά, μέσω του αδελφού της, εναγομένου 2 στην πιο πάνω αγωγή, εξουσιοδοτήσει να την εκπροσωπεί απεβίωσε.  Στις 7.12.2001, όμως, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, εκ μέρους της, κάποιος άλλος δικηγόρος, τον οποίο, όπως ισχυρίζεται, η ίδια δεν είχε εξουσιοδοτήσει να την εκπροσωπεί∙ δεν του είχε παραχωρήσει διοριστήριο έγγραφο, ούτε εκείνος είχε καταχωρίσει, οποτεδήποτε, ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου.  Εντούτοις, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, αυτός ενήργησε εκ μέρους της, έχοντας καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, με αποτέλεσμα την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης εναντίον της. 

 

Ακολούθως, η εφεσείουσα προέβη στην καταχώριση, εντός της αγωγής αρ. 2051/1997, αίτησης για ακύρωση και/ή παραμερισμό της εν λόγω απόφασης, εκδοθείσας «εκ συμφώνου», όπως αναφέρεται στο αιτητικό μέρος της.  Τα όσα δε παρατίθενται πιο πάνω αναφέρονται στην ένορκη δήλωσή της προς υποστήριξη της υπό αναφορά αίτησης, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.33, Κ. 15 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (οι «Κανονισμοί»), και στη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου. 

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η υπό αναφορά απόφαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση η οποία έχει εκδοθεί εκ συμφώνου.  Υποστηρίζει τη θέση της αυτή με αναφορά στα προλεχθέντα από την ίδια, τα οποία έχουν, στο μεταξύ, επιβεβαιωθεί από το εκδικάσαν Δικαστήριο∙ δηλαδή ότι ο συνήγορος ο οποίος την εκπροσώπησε στις 7.12.2001 δεν είχε καταχωρίσει διοριστήριο έγγραφο, ούτε, επίσης, είχε καταχωρίσει ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου.  Από αυτά και μόνο, εισηγείται, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκδοθεί εκ συμφώνου και, εν πάση περιπτώσει, με την εξουσιοδότησή της. 

 

Το δικαίωμα διαδίκου για παραμερισμό απόφασης, λόγω απουσίας της αναγκαίας συγκατάθεσης (consent) προς τούτο, έχει, νομολογιακά, καθιερωθεί, βασικά, ως μέρος του κοινοδικαίου, οι δε αιτίες, στις οποίες αυτό μπορεί να βασιστεί, είναι διάφορες, (βλ. Ανδρέου ν. P & D Crystal Line Co. Ltd. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1521).  Για τη στοιχειοθέτησή του, απαιτείται η διερεύνηση των περιστάσεων που περιβάλλουν την αιτία, στη βάση της οποίας αμφισβητείται ο συναινετικός χαρακτήρας της απόφασης.  Ως εκ τούτου, το ορθό δικονομικό μέτρο για προώθηση οποιασδήποτε τέτοιας αιτίας είναι, κατά κανόνα, η αγωγή, (βλ. Kinch v. Walcott [1929] All E.R. Rep. 720 (P.C.), σελίδα 726 και Ανδρέου ν. P & D Crystal Line Co. Ltd., ανωτέρω).  Η περίπτωση του δόλου που αναφέρεται και στη Δ.33, Κ. 15[3] των Κανονισμών αποτελεί ένα παράδειγμα μεταξύ αυτών∙ δεν είναι, όμως, αυτήν την αιτία που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, αν και η ίδια αναφέρει τον πιο πάνω Κανονισμό, ως νομική βάση για την προαναφερθείσα αίτησή της.

 

Η απουσία εξουσιοδότησης προς δικηγόρο να ενεργεί για λογαριασμό διαδίκου στο δικαστήριο αποτελεί, επίσης, περίπτωση που δικαιολογεί τον παραμερισμό απόφασης η οποία φέρεται να έχει εκδοθεί εκ συμφώνου, (βλ. Shepherd v. Robinson [1919] 1 Κ.Β. 474 (C.A.) και Raynolds v. Howell [1873] 8 L.R. 398).  Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα ουδέποτε ανέθεσε, κατά το νενομισμένο τρόπο, στο συγκεκριμένο δικηγόρο να την εκπροσωπεί στην αγωγή αρ. 2051/1997.  Η τέτοια ανάθεση γίνεται, κατά κανόνα, γραπτώς, μέσω τυποποιημένου διοριστηρίου εγγράφου, το οποίο, προερχόμενο από εναγόμενο, καταχωρείται, συγχρόνως, με το σημείωμα εμφάνισης, όπως προβλέπεται στον Κ. 11[4] της Δ.16 των Κανονισμών, (Τύπος 12Α).  Σύμφωνα, όμως, με την επιφύλαξη στον πιο πάνω Κανονισμό, η καταχώρισή του δυνατό να γίνει αργότερα, κατόπιν αδείας Δικαστή και ως οι οδηγίες του ως προς τον ακριβή χρόνο.  Σημειώνεται ότι ανάλογη πρόνοια υπάρχει σε σχέση με την καταχώριση κλητηρίου εντάλματος, δυνάμει της Δ.2, Κ. 14 των Κανονισμών, καθώς, επίσης, σε σχέση με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης, δυνάμει της Δ.35, Κ. 31 των Κανονισμών

 

Πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται πιο πάνω, δεν προβλέπεται οπουδήποτε στους Κανονισμούς ότι, στην περίπτωση κατά την οποία αναλαμβάνει άλλος δικηγόρος την εκπροσώπηση διαδίκου, σε αντικατάσταση αυτού που τον εκπροσωπεί, πρέπει να καταχωρείται διοριστήριο έγγραφο.  Βέβαια, είναι σύνηθες, ως θέμα καλής πρακτικής, με κάθε αλλαγή δικηγόρου ή προσθήκη και άλλου δικηγόρου στην εκπροσώπηση διάδικου, να καταχωρείται τέτοιο έγγραφο, (βλ. Christakis Christoforou Ttofaros v. Niki E. Vassiliou and Others (1970) 1 C.L.R. 17), το οποίο συνοδεύει την ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου που προβλέπεται στη Δ.3[5] των Κανονισμών.  Σημειώνεται, παρεμπιπτόντως, ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά σε αλλαγή δικηγόρου, αλλά αφορά σε αντικατάσταση του αποβιώσαντος δικηγόρου.    

 

Δεδομένης, λοιπόν, της κατάστασης που υπάρχει με βάση τους Κανονισμούς, όπως αυτή έχει, πιο πάνω, εκτεθεί, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση διάδικος να εκπροσωπείται από δικηγόρο, χωρίς να έχει καταχωριστεί διοριστήριο έγγραφο, προς τούτο.  Το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια περίπτωση αναγνωρίζεται ευθέως στον Κ. 28(ιι)(β)[6] της Δ.59 των Κανονισμών, ο οποίος αφορά στην ψήφιση εξόδων μεταξύ δικηγόρου - πελάτη.  Στον εν λόγω Κανονισμό, προβλέπεται ότι, στην περίπτωση απουσίας διοριστηρίου εγγράφου, ο διορισμός του δικηγόρου δυνατό να αποδειχθεί με ένορκη δήλωση.  Από τις πρόνοιές του, επομένως, προκύπτει, ως λογικό επακόλουθο, ότι η απουσία διοριστηρίου εγγράφου δεν καθιστά τη δικαστική διαδικασία παράτυπη, σε βαθμό τέτοιο, ώστε αυτή να υπόκειται σε ακύρωση.  Αυτό αναγνωρίστηκε πρόσφατα με την απόφαση στην υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ ν. Lakis Georghiou Construction Ltd, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 214/2012, 6.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A411, (απόφαση πλειοψηφίας), που ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο ανεφύη ως εκ των προνοιών του Κ. 31 της Δ.35 των Κανονισμών, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Στην ίδια πιο πάνω υπόθεση, αποφασίστηκε, επίσης, ότι η μεταγενέστερη καταχώριση διοριστηρίου εγγράφου επιδρά διορθωτικά, προς αποκατάσταση της σημειωθείσας παρατυπίας. 

 

Ωστόσο, η απουσία διοριστηρίου εγγράφου δυνατό να αποτελεί ένδειξη για την έλλειψη εξουσιοδότησης προς δικηγόρο να εκπροσωπεί κάποιο διάδικο.  Αν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών περί της ύπαρξης τέτοιας εξουσιοδότησης, τότε το θέμα χρήζει διερεύνησης, προς το σκοπό διαπίστωσης της αλήθειας.  Στην υπόθεση Charalambos Michael v. Prezou Kyriacou and Others (1969) 1 C.L.R. 463, το Εφετείο, ευρισκόμενο ενώπιον περίπτωσης μη καταχώρισης, πρωτόδικα, κατά τη διαπίστωσή του, από δικηγόρο, μεταξύ άλλων, διοριστηρίου εγγράφου, κάλεσε το δικηγόρο του συγκεκριμένου διαδίκου (εναγομένου 1) και, αφού βεβαιώθηκε ότι αυτός τον εκπροσωπούσε, προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης, επιτρέποντάς του να εμφανιστεί και να αγορεύσει στο στάδιο εκείνο.  Σε μια άλλη περίπτωση, στην υπόθεση Shepherd v. Robinson, ανωτέρω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε προφορική μαρτυρία από τους εμπλεκόμενους δικηγόρους, ικανοποιήθηκε ότι, όντως, δεν υπήρχε η απαιτούμενη εξουσιοδότηση από την εναγομένη και ακύρωσε την απόφασή του, η οποία είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.  Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση εκείνη, η απόφαση δεν είχε οριστικοποιηθεί, διά της σύνταξής της, (drawn up), και το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη διαφορά για εξέταση του θέματος, στη βάση αιτήσεως, η οποία είχε υποβληθεί, σε σύντομο χρόνο μετά την έκδοσή της.

 

Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τη συζήτηση η οποία έχει προηγηθεί, προκύπτει, σαφώς, ότι η απουσία καταχώρισης του σχετικού διοριστηρίου εγγράφου δεν οδηγεί, χωρίς άλλο, σε ακύρωση της φερόμενης ως εκ συμφώνου απόφασης, ημερομηνίας 7.12.2001.  Το πιο πάνω γεγονός δεν αποτελεί καθοριστική απόδειξη για τη μη παραχώρηση από την εφεσείουσα εξουσιοδότησης προς το δικηγόρο που την εκπροσώπησε κατά την έκδοση της υπό αναφορά απόφασης να την εκπροσωπεί στην εν λόγω αγωγή.  Το θέμα ως προς την πτυχή αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να διερευνηθεί περαιτέρω και, όπως έχει ο σχετικός κανόνας, ο οποίος αναφέρεται πιο πάνω, αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο αγωγής, η οποία καταχωρείται για τον εν λόγω σκοπό.  Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε η σχετική αίτηση πρωτοδίκως.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση θα αποτύγχανε.

 

 

 

 

                                                                     Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ

 



[1] «A judgment obtained by fraud may, upon action brought by any person, whether a party to the record or not, be set aside as against the person who committed or procured the fraud, but this limitation shall not apply to an action to set aside a judgment granting probate of a will.»

 

[2]«Where an advocate enters appearance on behalf of a defendant who lives in Cyprus and is sued upon a claim relating to more than £25, the memorandum shall not be received by the Registrar, nor shall the duplicate thereof be dated, signed and sealed by him, unless the memorandum delivered to the Registrar is accompanied by a retainer in writing in Form 12A attested, where the defendant is illiterate, by a Registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates' clerks

Provided that, with the leave of a Judge, upon good cause shown, which shall be recorded in the minutes, the memorandum may be received by the Registrar and the duplicate thereof be dated, signed and sealed by him, without the memorandum being accompanied by a retainer in writing as aforesaid; but such retainer shall be filed later within such time as the Judge may think fit to allow.

These provisions shall also apply to an appearance entered by an advocate on behalf of a third party under Order 10, the form of retainer being varied to suit the circumstances of the case.»

 

[3]     15.  A judgment obtained by fraud may, upon action brought by any person, whether a party to the record or not, be set aside as against the person who committed or procured the fraud, ...”

 

[4]  11.  Where an advocate enters appearance on behalf of a defendant who lives in Cyprus and is sued upon a claim relating to more than £25, the memorandum shall not be received by the Registrar, nor shall the duplicate thereof be dated, signed and sealed by him, unless the memorandum delivered to the Registrar is accompanied by a retainer in writing in Form 12A attested, where the defendant is illiterate, by a Registrar, certifying officer, or two competent witnesses not being advocates’ clerks.”

 

[5]     “1.  A party suing or defending by an advocate shall, subject to the provisions of Rule 4 in Order 8, be at liberty to change his advocate in any cause or matter upon notice of the change being filed in the Court in which the cause or matter is proceeding; but until such notice is filed and a copy thereof served on the other parties to the cause or matter, the former advocate shall be considered the advocate of the party until the final conclusion of the cause or matter, whether in the District or the Supreme Court.”

 

[6]     (b)  When an advocate seeks to tax costs against his client he shall, with his bill, where no retainer has been filed, file an affidavit stating that he was retained by the client orally or in writing (in which latter case he shall attach the written retainer to the affidavit as an exhibit, if it is not already filed in Court), and whether or not he made any express agreement about his remuneration : if he states that there was such agreement, he shall, if it was oral, set forth the terms thereof in the affidavit, or, if it was in writing, attach it to the affidavit as an exhibit thereto.” 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο