
ECLI:CY:AD:2018:D157
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 9/2018
(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.)
3 Απριλίου 2018
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO EΝΔΙΑΜΕΣΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.2.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 284/18 ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΕΟ ΣΤΙΣ 21.2.2018 ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.2.2018 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ MCP PAPHOS KAI MCP PACHNA
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 284/18 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 8.2.2018 ΚΑΙ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ:
1. BLUE RIBBON SHIPPING LIMITED,
2. BLUE SKY SHIPPING LIMITED,
3. INTERNSHIP NAVIGATION CO LTD,
4. NAVINVEST HOLDINGS LIMITED,
5. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ,
6. GEORGE STUART MICHAEL MC BRIDE ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Αίτηση ημερ. 16.2.2018
Γ. Τριλλίδης με Τσαρούχη (κα) για κ.κ. Πολάκης Σαρρής & Σία ΔΕΠΕ για Αιτητές
Χ'Ξενοφώντος (κα) για κ. Κ. Μελά, για Καθ'ων η αίτηση
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Στις 8.2.2018, Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, εξέδωσε τ' ακόλουθα δύο Διατάγματα:
"1. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει και εμποδίζει τους Εναγόμενους να προβούν στη σύλληψη του πλοίου με την ονομασία MCP Paphos, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας 1, ΙΜΟ nο. 9555436"
2. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει και εμποδίζει τους Εναγόμενους να προβούν στη σύλληψη του πλοίου με την ονομασία MCP Paphos, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας 2, ΙΜΟ nο. 9566679".
Στις 15.2.2018 παραχωρήθη Άδεια στους Αιτητές όπως καταχωρήσουν Αίτηση δια κλήσεως, για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari και Prohibition για ακύρωση των άνω Διαταγμάτων ημερ. 8.2.2018 και απαγόρευση συνέχισης της ακρόασης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα δύο πιο πάνω Διατάγματα. Ως απότοκο της άδειας και σύμφωνα με τις δοθείσες οδηγίες, καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση δια κλήσεως ημερ. 16.2.2018. Την αίτηση συνοδεύει η μονομερής αίτηση ημερ. 15.2.2018 μαζί με την Έκθεση, Ένορκη Δήλωση και Τεκμήρια που όλα είχαν καταχωρηθεί στο στάδιο εξέτασης της μονομερής αίτησης.
Οι Καθ' ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση και προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους:
"Α1. Η δια κλήσεως Αίτηση είναι παράτυπη και/η αντικανονική καθώς δεν συνοδεύεται από νομότυπη και/η έγκυρη ένορκη δήλωση και ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη και να απορριφθεί.
Α2. Η δια κλήσεως Αίτηση είναι παράτυπη και/η αντικανονική και συνεπώς άκυρη και απορριπτέα καθώς δεν αναγράφονται στο σώμα της Αίτησης οι λόγοι για τους οποίους ζητείται ένταλμα της φύσης certiorari και prohibition αλλά γενικά και αόριστα αναφέρεται ότι οι Αιτητές θα επικαλεστούν τους λόγους που αναγράφονται στην Έκθεση που συνόδευε την αίτηση. Όμως είναι νομολογημένο ότι η Αίτηση certiorari και prohibition καταχωρείται μόνο για τους λόγους που δίδεται Άδεια.
A3. Η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί καθώς στο σώμα της Μονομερούς Αίτησης για άδεια καταχώρησης εντάλματος certiorari ημερ. 15/02/2018 δεν είχε επισυναφθεί πιστοποιημένο αντίγραφο του προσβαλλόμενου Διατάγματος. Συνεπώς η μονομερής αίτηση ήταν παράτυπη και/η άκυρη.
Β. Δεν υπάρχει ούτε τίθεται θέμα έκδηλου νομικού σφάλματος σε σχέση με την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Ε.Δ Λεμεσού, ούτε ενυπάρχει νομική πλάνη στην απόφαση και/η στο Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 08/02/2018.
Γ. Κανένα από τα άρθρα των Νόμων και Κανονισμών στα οποία βασίζεται τόσο η μονομερής όσο και η παρούσα δια κλήσεως αίτηση μπορεί να ενεργοποιήσει την δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα του Ανώτατου Δικαστηρίου ούτως ώστε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και/ή διατάγματα.
Δ. Υπήρχε στη διάθεση των Αιτητών εναλλακτικό ένδικο μέσο καθώς το προσβαλλόμενο Διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο και έτσι μπορούσαν οι αιτητές να προβάλουν τις θέσεις τους επιζητώντας την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος χωρίς να θεωρηθεί ότι αποδέχονταν την αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Επίσης με αίτηση τους ημερομηνίας 21/02/2018 οι Αιτητές αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στα πλαίσια της αγωγής 284/208 και εξασφάλισαν διάταγμα που τους έδιδε την άδεια να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης υπό αίρεση.
Ε. Με την ρηθείσα διαδικασία δεν μπορούσε να αποφασιστεί το θέμα της καθ’ ύλη δικαιοδοσίας, καθώς το αίτημα ήταν πρόωρο αφού ακόμη δεν είχε καταχωρηθεί η έκθεση απαίτησης στα πλαίσια της αγωγής 284/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που σύμφωνα με παραδεδεγμένη νομολογία είναι η μοναδική πηγή αναζήτησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Στ. Από την Γενική Οπισθογράφηση, την μονομερή αίτηση ημερομηνίας 08/02/2018 και την ένορκη δήλωση που την συνοδεύει, είναι ξεκάθαρο ότι καθ’ ύλην αρμοδιότητα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Η. Δεν έχει δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την δικαιοδοσία του ως Ναυτοδικείο να εκδικάσει την αγωγή υπ’ αριθμό 284/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αφού δεν πρόκειται για «action in rem», αλλά «action in personam».
Θ. Δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες πρέπει πάντοτε να αποδεικνύονται ανεξάρτητα από το λόγο που ζητείται έκδοση του εντάλματος certiorari. Η απουσία εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει και για το θέμα του κατεπείγοντος."
Θα προχωρήσω πρώτα να εξετάσω τον πρώτο λόγο της Ένστασης (Α1, Α2, Α3) που αφορά τον τύπο της εξεταζόμενης αίτησης. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν η αίτηση δια κλήσεως είναι παράτυπη και/ή αντικανονική καθότι δεν συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση (Α1), δεν αναγράφονται στο σώμα της οι λόγοι για τους οποίους ζητούνται τα προνομιακά Εντάλματα (Α2), και διότι στο σώμα της μονομερούς αίτησης για Άδεια, ημερ. 15.2.2018 δεν είχε επισυναφθεί πιστοποιημένο αντίγραφο του/των προσβαλλομένου/νων διατάγματος/των (Α3) με αποτέλεσμα τόσο η αίτηση δια κλήσεως όσο και η μονομερής αίτηση να είναι άκυρες και ως τέτοιες να απορριφθούν.
Η ευπαίδευτη συνήγορος με αναφορά στη νομολογία, υποστήριξε ότι η αίτηση δια κλήσεως θα έπρεπε να συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση στην οποία να επισυνάπτονται ως τεκμήρια, η μονομερής Αίτηση για Άδεια, η Έκθεση και Ένορκη Δήλωση κ.λ.π που καταχωρήθηκαν στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης. Επίσης ότι αίτηση δια κλήσεως καταχωρείται μόνο για τους λόγους που δόθηκε η Άδεια και το οποίο δεν συμβαίνει στην παρούσα Αίτηση. Επακόλουθο, σύμφωνα με την εισήγηση της, είναι η απόρριψη της αίτησης εκ προοιμίου.
Η απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση του Ιωάννη Μεταξά (1999) 1 Α.Α.Δ. 2045, η οποία αναφέρθηκε από την ευπαίδευτο συνήγορο των Καθ' ων η Αίτηση, επιλύει, άνευ ετέρου, τα θέματα υπό εξέταση. Στην άνω υπόθεση, όπως και εδώ, η αίτηση δια κλήσεως καταχωρίστηκε χωρίς να συνοδεύεται από οποιαδήποτε Ένορκη Δήλωση. Αντ' αυτής συνοδεύετο από αντίγραφα της αίτησης για παραχώρηση άδειας, η οποία συνοδεύετο με την σειρά της από Ένορκη Δήλωση και την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση. Η Ολομέλεια στην απόφαση της είπε τα ακόλουθα:
"Η διαδικασία στην Κύπρο για το θέμα των προνομιακών ενταλμάτων δεν είναι ταυτόσημη με την Αγγλική. Ο αιτητής αφού επιτύχει στην άνευ ειδοποιήσεως αίτηση του για παροχή άδειας υποχρεούται όπως, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Δικαστήριο, να καταχωρήσει αίτηση διά κλήσεως. Η αίτηση αυτή και μόνο μαζί με τα τυχόν επισυνημμένα έγγραφα πρέπει να επιδοθούν στα επηρεαζόμενα πρόσωπα. Το Πρωτοκολλητείο τηρεί διαφορετικούς φακέλους με διαφορετικό αύξοντα αριθμό τόσο για την αίτηση για άδεια όσο και για την αίτηση διά κλήσεως."
Εν συνεχεία υιοθέτησε τ' ακόλουθα από την παράγρ. 138 στη σελ. 75 του Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος ΙΙ, κάτω από τον τίτλο Nature of evidence admissible and necessary":
"Where certiorari is sought on the ground of error of law on the face of the record, the Court will not admit any extraneous evidence: the error must be apparent from the record itself. Where certiorari is sought on the ground of absence or excess of jurisdiction, bias by interest, fraud or breach of natural justice, extraneous evidence of these matters will be admissible, and indeed necessary, if they are not apparent of the face of the record."
Περαιτέρω δέχθηκε ότι όπου το νομικό λάθος είναι ολοφάνερο (apparent) και μπορεί να γίνει αντιληπτό με την πρώτη εξέταση του πρακτικού, τότε σύμφωνα με τη νομολογία και πρακτική, δεν απαιτείται περαιτέρω μαρτυρία για την επιβεβαίωση του. Επίσης ότι το βάρος της απόδειξης εναποτίθεται σε εκείνο που προβάλλει το λάθος, την παρατυπία ή την παράλειψη.
Στα περιστατικά εκείνης της υπόθεσης κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία η Ένορκη Δήλωση στην οποία θα επιβεβαιώνονταν τα γεγονότα και το βάθρο στο οποίο εστηρίζοντο τα αιτήματα της αίτησης ενόψει του ότι δεν παρουσιάστηκε: φάκελος της υπόθεσης ολοκληρωμένος και η έλλειψη τέτοιας μαρτυρίας ως προς τα γεγονότα και η μη παρουσία του φακέλου καθιστούσε τον Δικαστικό έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο, αδύνατο.
Στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του κ. Πέτρου Αρτέμη σελ. 241 παράγρ. 5-24 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Τι πρέπει να συνοδεύει την άιτηση.
5.24 Όπως φαίνεται από τις σχετικές αυθεντίες, δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση για Certiorari ή Prohibition εκτός αν έχει δοθεί άδεια. Η αίτηση για άδεια πρέπει να υποστηρίζεται από "έκθεση" στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται. Η "έκθεση" πρέπει να καταχωρηθεί πριν γίνει η ένορκος δήλωση η οποία επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σ΄ αυτή. Αφού δοθεί η άδεια και καταχωρηθεί η αίτηση δια κλήσεως, αυτή πρέπει να επιδοθεί μαζί με αντίγραφο ή αντίγραφα της έκθεσης καθώς και με όλα τα έγγραφα πάνω στα οποία θα στηρίζει την υπόθεσή του ο αιτητής (Ίδε Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 11, paragraphs 1546, 1552-1554, Annual Practice 1958, O.59, r.3, Chitty and Jacob's Queen's Bench Forms, 20th Ed., pp. 1005 to 1006).
Όπως φαίνεται από τις πιο πάνω αυθεντίες είναι επιτακτικό όπως η "έκθεση" επιδοθεί στην άλλη πλευρά μαζί με την αίτηση διά κλήσεως. Ο τύπος της "έκθεσης" ο οποίος πρέπει να ακολουθηθεί φαίνεται στον Atkin's Court Forms, 2nd Ed., Vol. 14, p.75, Form 22, και Chitty and Jacob's (πιο πάνω) pp. 1007-1008)."
(βλ. επίσης Chitty and Jacob's Queen's Bench Forms, Twentieth edition, p. 1006 & 1009)
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, είναι η κρίση μου ότι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η καταχωρηθείσα αίτηση διά κλήσεως συνοδευόμενη από την Μονομερή αίτηση, Έκθεση, Ένορκη Δήλωση και Τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στο στάδιο παροχής Άδειας για καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, είναι καθόλα νομότυπος και έγκυρη. Προς τούτο, περαιτέρω συνηγορούν και τα ακόλουθα:
Τα δύο προσβαλλόμενα διατάγματα ημερ. 8.2.2018 και το περιεχόμενο τους έχει ήδη αναφερθεί. Απαγορεύουν στους Αιτητές τη σύλληψη των δύο αναφερομένων πλοίων ιδιοκτησίας των Καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2. Η σύλληψη πλοίου αφορά τη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου η οποία κυρίως ασκείται στην Κύπρο δυνάμει των προνοιών του Administration of Justice Act 1956, νομοθεσία η οποία ισχύει στην Κύπρο δυνάμει των Άρθρων 19(α) και 29(2)(α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε. Η δικαιοδοσία επί πράγματος, in rem, ρυθμίζεται από το Άρθρο 3 του Act 1956. Η in rem δικαιοδοσία αφορά κατ' εξοχήν το πράγμα, σ' εκείνο απευθύνεται το κλητήριο ένταλμα και το οποίο συλλαμβάνεται για σκοπούς εξασφάλισης του Ενάγοντα. Συνεπώς, εκείνο που ουσιαστικά απαγορεύεται στους αιτητές είναι να προσφύγουν στο κατάλληλο Δικαστήριο, Ναυτοδικείο στην περίπτωση υπό εξέταση και να αξιώσουν τη σύλληψη των δύο πλοίων υπό αναφορά.
Σχετικός επίσης είναι ο Περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμος του 1963, Ν.45/1963, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με αυτόν το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει Διάταγμα απαγορεύον δικαιοπραξία αφορώσαν εις πλοίον ή μερίδιον πλοίου κ.λ.π. (Άρθρο 30), ο Εγγεγραμμένος ενοιπόθηκος δανειστής κέκτηται απόλυτον εξουσίαν διαθέσεως πλοίου ή του εγγεγραμμένου μεριδίου του (Άρθρο 35), η κατάσχεση πλοίου δυνάμει του Νόμου (Ν.45/1963) εκδικάζεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρθρο 74).
Εις το σύγγραμμα Admiralty Jurisdiction and Practice, 5th Edition, p. 34 αναφέρεται:
"Historically the Admiralty Court exercised jurisdiction in claims for possession of a ship.
………………………………………………………………………….. …………………….
Today the jurisdiction extends to all questions relating to the possession, both legal and equitable."
(βλ. Foong Tai & Co v. Buchheister & Co (1908) A.C. 458 at 467-8)
Η ευπαίδευτη συνήγορος πρόβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων μέσα στα πλαίσια anti-suit αγωγής όπως είναι και η αγωγή (αρ. 284/2018 Ε.Δ. Λεμεσού) μέσα στα πλαίσια της οποίας εξεδόθησαν. Παρέπεμψε προς τούτο στην Gasto Shipping Company Limited ν. Mineag SQM (Africa) (Proprietory) Limited και Άλλων (Aρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1634.
Με όλο το σεβασμό προς τη συνήγορο, η anti-suit δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ουδεμία απολύτως σχέση έχει με το εξεταζόμενο θέμα. Όπως επιγραμματικά αναφέρεται στο Commercial Injuctions του Steven Gee, 5η Έκδοση, σελ. 393:
"An anti-suit injuction is any injuction against a person enjoining him from commencing or continuing with proceedings in a court abroad"
(η υπογράμμιση είναι δική μου)
Η Gasto Shipping Company Limited (άνω) ακριβώς ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, και με το θέμα αυτό. Ειδικότερα κατά πόσο θα εκδίδετο Διάταγμα παρεμπόδισης του Εναγομένου να εγείρει αγωγή στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Χιλή.
Συνεπώς ουδεμία σχέση υπάρχει με τα εκδοθέντα διατάγματα. Το ίδιο ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι η πρωτόδικη διαδικασία είναι αγωγή in personam και όχι in rem όπως λανθασμένα προσπάθησε η ευπαίδευτη συνήγορος να εξηγήσει ότι δήθεν κάνει τη διαφορά. Εδώ δεν τίθεται θέμα κατά πόσο το Ναυτοδικείο μπορεί να εκδικάσει την πρωτόδικη αγωγή (Αγ. αρ. 284/18 Ε.Δ. Λεμεσού) που είναι action in personam, αλλά κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αγωγής αυτής να εκδώσει τα προσβαλλόμενα Διατάγματα υφαρπάζοντας δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου.
Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου είναι δικαίωμα προστατευόμενο από το Σύνταγμα, Άρθρο 30 και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Άρθρο 6 (ΕΣΔΑ).
Όσον αφορά το παράπονο των Καθ΄ ων η Αίτηση ότι η αίτηση είναι παράτυπη καθότι δεν αναγράφονται στο σώμα της οι λόγοι για τους οποίους ζητείται ένταλμα της φύσης Certiorari, είμαι της γνώμης ότι δεν είναι ορθό. Η αίτηση είναι ορθά διατυπωμένη και παραπέμπει στους λόγους που φαίνονται στην Έκθεση της Μονομερούς Αίτησης και οι οποίοι, όλοι αναφέρονται στην έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έκδοσης των προσβαλλόμενων Διαταγμάτων.
Οι Καθ΄ ων η Αίτηση, όπως φαίνεται από την γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων τους, το έχουν αντιληφθεί πλήρως αυτό, δεν έχουν τεθεί προ εκπλήξεως, καταχώρησαν την ένσταση τους και αγόρευσαν πλήρως επί του θέματος χωρίς να υφίστανται οιανδήποτε ζημιά ή βλάβη από το γεγονός μη αναγραφής του λόγου αυτού στο σώμα της αίτησης δια κλήσεως που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν αναγκαίο.
Είναι λοιπόν κατά την κρίση μου ολοφάνερο (apparent) από το πρακτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 8.2.2018 το νομικό λάθος στο οποίο υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και γίνεται άμεσα αντιληπτό αυτό χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω μαρτυρία για επιβεβαίωση του.
Όσον αφορά τον λόγο ένστασης ότι δεν επεσυνήφθη στην Μονομερή αίτηση πιστοποιημένο αντίγραφο του προσβαλλόμενου διατάγματος, με όλο το σεβασμό δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Αντίγραφο των δύο Διαταγμάτων ημερ. 8.2.2018 πιστοποιημένο και υπογραμμένο από τον Πρωτοκολλητή επισυνάφθηκε.
Για τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος λόγος ένστασης (Α1, Α2 και Α3) δεν μπορεί να επιτύχει.
Αναφορικά με τη νομική βάση στην οποία στηρίζονται οι αιτητές μονομερώς και δια κλήσεως, και που είναι μεταξύ άλλων το Άρθρο 155(4) του Συντάγματος, τα Άρθρα 19 και 29 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60, και Άρθρα 1(1)(α)(c),(s), 1(4), 3 και 4 του Administration of Justice Act 1956, κρίνω ότι είναι καθόλα επαρκής.
Το Άρθρο 155(4) του Συντάγματος, παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων και επίσης τα άλλα αναφερόμενα νομοθετήματα αναφέρονται στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου έκδοσης μεταξύ άλλων ενταλμάτων σύλληψης πλοίου. Συνεπώς, ο λόγος ένστασης υπό (Γ) δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Όσον αφορά την ουσία του θέματος, όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης αλλά και η αγόρευση από την ευπαίδευτο συνήγορο των Καθ' ων η αίτηση σκοπούσε να καταδείξει ότι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λόγω ύπαρξης στη διάθεση των Αιτητών εναλλακτικής θεραπείας, αυτής της ένστασης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ παράλληλα ανυπαρξία εξαιρετικών περιστάσεων, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Αντίθετη βεβαίως είναι η εισήγηση της άλλης πλευράς.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νίνου Α. Χατζηρούσου υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτης της Εταιρείας Y. Liasides Developers Ltd (2011) 1 A.A.Δ. 1703 λέχθηκαν τα ακόλουθα με τα οποία ασφαλώς και συμφωνώ:
"Όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ' εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 464). Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Tζεννάρο Περρέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965 και Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552). Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας (δέστε Μικρού (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 609).
Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ' εξοχήν λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ' εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari. Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.
Ειδικά για το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition, το οποίο επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση, εξηγείται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» στο Κεφ. 5. σελ. 216-218, ότι το prohibition εκδίδεται για να εμποδιστεί κατώτερο Δικαστήριο από του να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή καθ' υπέρβαση της, ώστε να μην συνεχίζονται δικαστικές διαδικασίες καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά τρόπο που η διαδικασία που ακολουθείται είναι ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην παρ. 5.05, σελ. 218, ότι το προνομιακό ένταλμα τύπου prohibition δεν προσφέρεται για την ακύρωση διαταγής κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά έχει βασικό σκοπό να «...... εμποδίσει τα κατώτερα Δικαστήρια να ενεργούν εκτός των πλαισίων της δικαιοδοσίας τους ή κατά παράβαση των νόμων της χώρας.».
Το prohibition συνδυάζεται συνήθως και με το προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, εφόσον το τελευταίο στοχεύει στη διόρθωση λαθών επί του νόμου ή και επί απόφασης ληφθείσας καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, ενώ το πρώτο απαγορεύει στο Δικαστήριο που έχει υπερβεί δικαιοδοσία, από του να τη συνεχίσει. Δεν χωρεί βέβαια εναντίον τελεσίδικης απόφασης ούτε εναντίον νομοθετικής αρχής ή σώματος (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law, 5η έκδ., σελ. 540-541). Όπως εξηγήθηκε από τον Atkin L.J. στην υπόθεση R. v. Electricity Commisioners [1924] 1 K.B.D. 204, και τα δύο αυτά προνομιακά εντάλματα έλκουν την καταγωγή τους από τα βάθη του χρόνου και σχετίζονται στην ουσία με την υπέρβαση της δικαιοδοσίας των κατωτέρων Δικαστηρίων. Το prohibition απαγορεύει τη συνέχιση της διαδικασίας, (επί ποινή περιφρόνησης), ενώ το certiorari σκοπεί στη μεταφορά του πρακτικού και της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στο ανώτερο Δικαστήριο, για να εξεταστεί η νομιμότητα αυτών και εν ανάγκη, να ακυρωθούν."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι γεγονός ότι οι αιτητές έχουν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο προσβολής ή αντιμετώπιση της πρωτόδικης απόφασης, έκδοσης των Διαταγμάτων ημερ. 8.2.2018 διά της καταχώρησης ένστασης ή Αίτησης ενδεχομένως με βάση τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Ο.48 ρ.8(4). Το θέμα συνεπώς παραμένει κατά πόσο ενυπάρχουν, σύμφωνα με τη νομολογία, εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων. Το τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Δεν υπάρχει δυνατότητα προσδιορισμού τους εκ των προτέρων. Στην Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31 ο Κωνσταντινίδης Δ., όπως ήταν τότε αναφέρει:
"Δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τί συνιστά εξαιρετική περίσταση. Το ζήτημα κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ. R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717). Στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257, κρίθηκε πως ήταν τόσο σοβαρή η παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες ώστε να δικαιολογείται, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου, να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου υπέρ της αναθεώρησης της απόφασης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για την έκδοση διατάγματος certiorari. Αναλύθηκε συναφώς η αγγλική νομολογία πάνω στο θέμα και έγινε αναφορά σε παράγοντες που θεωρήθηκαν σχετικοί. Για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης θα περιοριστώ στην αναφορά στην υπόθεση R. v. Hillingdon London Borough, Ex. p. Royco Homes Ltd [1974] 2 All E,R. 643, στην οποία θεωρήθηκε ότι ενδείκνυται η υποβολή αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλης θεραπείας, όταν η υπό αναθεώρηση απόφαση υπόκειται σε ακύρωση ως θέμα νόμου επειδή από το ίδιο το περιεχόμενό της προκύπτει σαφώς ότι εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία ή εξ αιτίας νομικού σφάλματος".
Το Άρθρο 30 του Συντάγματος όπως έχω προαναφέρει, κατοχυρώνει το δικαίωμα εκάστου να έχει πρόσβαση σε Δικαστήριο.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο με την έκδοση των δύο Διαταγμάτων ουσιαστικά αποστέρησε από τους Αιτητές τα θεμελιακά δικαιώματα τους ως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, Άρθρο 30 και μάλιστα να προσφύγουν σε Ανώτερο από αυτό Δικαστήριο για θέματα τα οποία το ίδιο δεν είχε δικαιοδοσία.
Στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα (άνω) σελ. 137, παράγρ. 4.41, αναφέρονται τα ακόλουθα:
"4.41 Πρέπει να τονισθεί ότι στις περιπτώσεις που διαφαίνεται παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ή συνταγματικών δικαιωμάτων του διάδικου μέρους, όπως τα δικαιώματα που προστατεύονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος για παρουσίαση της υπόθεσης του στο δικαστήριο, χωρεί επέμβαση με Certiorari: In re Georghiou (1986) 1 C.L.R. 413, In re Loucaides (1986) 1 C.L.R. 458 και In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568. Βλέπε επίσης Basu's Commentary on the Constitution of India, 5η Έκδοση, σελ. 584 και 609 και Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, 11ος Τόμος, παράγραφος 122, σελ. 64-65. Στην Ινδία η παραβίαση συνταγματικής αρχής θεωρείται σαν μια μορφή έλλειψης δικαιοδοσίας. Διαβάζουμε τα εξής στις σελ. 608 και 609:
"Constitution, enforcement of. It has been stated earlier (pp.499, 530, ante) that in India, certiorari or prohibition is available on the additional ground that the decision of a quasi-judicial authority offends the Constitution. It is, in fact, a species of absence of jurisdiction for, if the Constitution constitutes the supreme law of the ladn, any action which transgresses the Constitution cannot be said to be within the jurisdiction or "legal authority" of the person or body of persons empowered to make such decision."
Η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου στη διάθεση του αιτητή και ειδικά έφεση δεν αποκλείει πάντοτε την έκδοση εντάλματος certiorari. Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου η αίτηση βασίζεται στην έλλειψη δικαιοδοσίας ή σε νομικό σφάλμα που είναι εμφανές στο πρακτικό τότε η περίπτωση θεωρείται εξαιρετική περίσταση που καθιστά δυνατή την έκδοση τέτοιου εντάλματος (βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, R. v. chief Constable of Merseyside (1986) 1 All E.R. 256, R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, Γενικός Εισαγγελέας και άλλος ν. Σαββίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 323.)
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης κρίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποπέσει σε έκδηλη νομική πλάνη και σε έκδηλο νομικό σφάλμα εκδίδοντας τα δύο Διατάγματα με έκδηλη έλλειψη δικαιοδοσίας προς τούτο, εμφανές στο πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου. Κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι πρόκειται περί εξαιρετικής περίστασης η οποία δικαιολογεί την έκδοση των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων.
Η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδονται προνομιακά εντάλματα ως οι παράγρ. (i) και (ii) της αίτησης.
Τα έξοδα να είναι υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο