Αναφορικά με τον ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΘΩΜΑ ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ , Πολιτική αίτηση αρ.22/18, 10/5/2018

ECLI:CY:AD:2018:D224

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.22/18

 

 10 Μαίου, 2018

 

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3 και  9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964,

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με τον ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΘΩΜΑ Α.Τ. 0409165 από τη Λάρνακα

ΚΑΙ

Aναφορικά με την αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari

KAI

Αναφορικά με την απόφαση ημερ. 16/3/2018 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αίτηση/έφεση για παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ΄ ή και ΙΒ΄ με αριθμό 2/2018 μεταξύ του Αυγουστίνου Θωμά Α.Τ. 0409165 και της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τη Λάρνακα.

 

------------------

Φ. Φανής, για τον αιτητή

Μ. Κυριακίδης με Γ. Καραμαλλή, (κα.), για την καθ΄ης η αίτηση

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Το επίμαχο σημείο που αφορά την παρούσα διαδικασία είναι η ερμηνεία του άρθρου 44Γ(3) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/65.  Ερμηνεία που οδήγησε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε απόρριψη αίτησης που είχε καταχωρηθεί για παραμερισμό της ειδοποίησης 1Α΄ ή και 1Β΄, ως εκπρόθεσμης. 

Το επίμαχο άρθρο με τονισμό της επίμαχης πρόνοιας που ενδιαφέρει 44Γ(3) έχει ως εξής:

44Γ.-(1) Τηρουµένων των διατάξεων του άρθρου 44Β, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να προχωρήσει στην έναρξη της διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, αφού επιδώσει στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόµενο πρόσωπο, έγγραφη ειδοποίηση κατά τον Τύπο «I» του ∆εύτερου Παραρτήµατος, συνοδευόµενη από κατάσταση λογαριασµού του οφειλόµενου ενυπόθηκου χρέους, των τόκων και όλων των εξόδων για την είσπραξή του καλώντας τον όπως εξοφλήσει το ποσό, σύµφωνα µε την επιδοθείσα κατάσταση λογαριασµού, τάσσοντας σε αυτόν προθεσµία όχι µικρότερη των τριάντα (30) ηµερών από την ηµεροµηνία επίδοσης της ειδοποίησης προς εξόφληση του οφειλόµενου ποσού: 

Νοείται ότι, µε την ειδοποίηση ενηµερώνεται ο ενυπόθηκος οφειλέτης ότι σε περίπτωση µη εξόφλησης του οφειλόµενου ποσού που καθορίζεται σε αυτήν, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να ασκήσει το δικαίωµά του για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου µε βάση τις διατάξεις του παρόντος Μέρους. 

 (2) Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοδήποτε ενδιαφερόµενο πρόσωπο δεν συµµορφωθεί µε τις απαιτήσεις της ειδοποίησης που του επιδίδεται δυνάµει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να επιδώσει στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόµενο πρόσωπο, δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία να αναφέρεται ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί µε πλειστηριασµό· η ειδοποίηση επιδίδεται κατά τον Τύπο «ΙΑ» του Δευτέρου Παραρτήµατος, εντός περιόδου όχι µικρότερης των τριάντα (30) ηµερών από την καθορισµένη ηµέρα και ώρα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου. 

(3) Ο ενυπόθηκος οφειλέτης καθώς και οποιοδήποτε ενδιαφερόµενο µέρος δύναται, εντός τριάντα (30) ηµερών από την ηµεροµηνία παραλαβής της ειδοποίησης, σύµφωνα µε το εδάφιο (2) να καταχωρίσει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για παραµερισµό της ειδοποίησης της σκοπούµενης πώλησης, για τους ακόλουθους λόγους …..»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει, με την απόφαση του ημερ. 16.3.2018, ότι η ως άνω προθεσμία αρχίζει να προσμετρά από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης και όχι από την επόμενη.  Θεώρησε ότι το άρθρο 31 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ.1 δεν εφαρμόζετο στην προκείμενη περίπτωση εφόσον, κατά την κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, στο συγκεκριμένο λεκτικό του  άρθρου 44Γ(3), προνοείτο ότι η προθεσμία καταχώρησης έφεσης αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης και όχι από την επόμενη.  Η τράπεζα, την 6.12.2017 είχε επιδώσει προσωπικά στον αιτητή, την ειδοποίηση (Τύπος ΙΑ), η δε αίτηση-έφεση καταχωρήθηκε την Παρασκευή 5.1.2018, δηλαδή – την 31η ημέρα από την ημερομηνία παραλαβής της, ενώ δεν προηγείτο οποιαδήποτε αργία.    Κρίνοντας ότι η αίτηση είναι εκπρόθεσμη, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε οποιαδήποτε άλλα θέματα που εγείρονταν στην αίτηση. 

Μετά την παραχώρηση αδείας προς τον αιτητή για καταχώρηση της παρούσας, η τράπεζα εμφανιζόμενη στη διαδικασία καταχώρησε ένσταση με κύριες συνισταμένες τις εξής θέσεις:

·        Δεν υπάρχει καταφανής πλάνη περί το νόμο ή οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ούτε αποκαλύπτονται βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος.

·        Δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να παρακάμψουν τον κανόνα, ότι, όπου υπάρχει εναλλακτική θεραπεία δεν παραχωρείται άδεια για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, τύπου certiorari.  Εν προκειμένω συντρέχει η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης.

·        Είναι λανθασμένος και αβάσιμος ο λόγος ακύρωσης που προβάλλεται εφόσον η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και η προθεσμία των 30 ημερών έληγε στις 4.1.2018, ενώ ο αιτητής προχώρησε στην καταχώρηση έφεσης στις 5.1.2018. 

 

΄Αλλα σημεία που εγείρονται δια της ενστάσεως αφορούν είτε το θέμα της ορθότητας της ενασχόλησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το θέμα της προθεσμίας, ενώ αυτό δεν δικογραφείτο, είτε ζητήματα που αφορούν την ουσία της αίτησης, εφόσον παρακάμπτετο το θέμα της προθεσμίας.  ΄Ηδη κατά την ακρόαση της παρούσας, ο κ.Φανή δέχθηκε ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της προθεσμίας, παρά το ότι δεν δικογραφείτο.  (βλ. Χ΄Στυλλής ν. 1. Μ.C. Papadema a.o. (2000)1Α Α.Α.Δ. 551).

Ως προς δε την ουσία της αίτησης είναι αχρείαστο να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με το θέμα, αλλά μόνο θα περιοριστεί στο ζήτημα της προθεσμίας που είχε εγερθεί και για το οποίο είχε δοθεί άδεια. 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο σε συσχετισμό με το λεκτικό του άρθρου 31 του Κεφαλαίου 1 ανωτέρω όπου δηλώνεται ότι ισχύει η πρόνοια «εκτός εάν φαίνεται το αντίθετο» κατέληξε στο ότι ενώ η Τράπεζα επέδωσε προσωπικά στον αιτητή στις 6.12.2017, η αίτηση κατεχωρήθη Παρασκευή 5.1.2018 δηλαδή την 31η ημέρα από την ημερομηνία παραλαβής της και δεν προηγείτο οποιαδήποτε αργία.  Για το λόγο αυτό, η αίτηση εκρίθη εκπρόθεσμη. 

Χρήσιμο είναι να παρατεθεί το αρ.31 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1 [με τονισμό της ειδικής πρόνοιας 31(α)]:

«31. Στον υπολογισµό χρόνου για τους σκοπούς Νόµου ή δηµόσιου εγγράφου εκτός αν φαίνεται το αντίθετο—

(α) περίοδος ηµερών από το συµβάν γεγονότος ή την εκτέλεση πράξης ή πράγµατος θεωρείται ότι εξαιρεί την ηµέρα κατά την οποία το συµβάν λαµβάνει χώρα ή η πράξη ή το πράγµα γίνεται·

(β) αν η τελευταία ηµέρα της περιόδου είναι Κυριακή ή δηµόσια αργία (οι οποίες ηµέρες αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως "εξαιρούµενες ηµέρες") η περίοδος θα περιλαµβάνει την επόµενη ηµέρα η οποία δεν είναι εξαιρούµενη ηµέρα·

(γ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάσσεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβει χώρα σε ορισµένη ηµέρα, τότε αν η ηµέρα εκείνη είναι εξαιρούµενη ηµέρα, η πράξη ή διαδικασία θα θεωρείται ότι έγινε ή έλαβε χώρα σε ορθό χρόνο αν γίνει ή λάβει χώρα την επόµενη ηµέρα µετά, η οποία δεν είναι εξαιρούµενη ηµέρα·

(δ) όταν πράξη ή διαδικασία διατάττεται ή επιτρέπεται να γίνει ή να λάβει χώρα εντός χρόνου ο οποίος δεν υπερβαίνει έξι ηµέρες, εξαιρούµενες ηµέρες δεν θα καταχωρούνται στον υπολογισµό του χρόνου».

 

Ο λόγος που εδόθη άδεια για να καταχωρηθεί η παρούσα ήταν στη βάση της συζητήσιμης υπόθεσης πως για την ερμηνεία της συγκεκριμένης προθεσμίας υπήρξε – εκ πρώτης όψεως πάντα – πλάνη που οδήγησε σε μη ενασχόληση του Δικαστηρίου με τις λοιπές παραμέτρους της αίτησης και της ένστασης.  (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (αρ.2)(1995) 1 Α.Α.Δ. σελ.126). 

Το θέμα τώρα θα εξεταστεί σε βάθος και έχοντας υπόψη και τις θέσεις που διατύπωσε η άλλη πλευρά.

Ο κ.Κυριακίδης στάθηκε ιδιαίτερα στη φρασεολογία εκ του ιδίου του αρθ.44Γ(3) με την κύρια εισήγηση που προβλήθηκε, δια μέσω διαφόρων αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο ότι, εφόσον η φράση ενός νομοθετήματος, σε σχέση με προθεσμία, περιλαμβάνει τις λέξεις «εντός ….. ημερών από …..» αυτό σημαίνει πως το άρθ.31 του  περί Ερμηνείας Νόμου δεν ισχύει και η προθεσμία άρχεται από την ημέρα του συμβάντος και όχι από την επομένη. Υπήρξε η κατάληξη του πώς αυτό συμβαίνει και εν προκειμένω, (στο άρθ.44Γ(3) όπου συναντάται η φράση «εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης»), οπότε και η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα αυτή και όχι την επομένη.

 

Ο κ.Φανή επανέλαβε αυτά που είχε αναφέρει και κατά το στάδιο λήψης της αδείας.

 

Και οι δύο συνήγοροι επιχείρησαν να πείσουν με αναφορές σε άλλα νομοθετήματα ή άρθρα ή κανονισμούς και πώς αυτά ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία, σε συνάρτηση με το ζητούμενο δηλαδή το θέμα της προθεσμίας και την ημερομηνία έναρξης αυτής.

 

Ο κ.Φανή στάθηκε ιδιαίτερα στις ακόλουθες αποφάσεις:

Coudounaris ν. Coudounaris (1980)1 C.L.R. 581, Hjisoteriou a.o. v. the Director of Lands and Surveys a.o. (1983) 1 C.L.R. 567, Danish Kingdom Represented by Farvandsdirektorated (The Royal Danish Administrations of Navigation and Hydrography) v. Mystic Isle Navigation Co. Ltd. (1990)1 C.L.R. 850.

 

O κ.Κυριακίδης, εκτός από διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις, στάθηκε και στην ακόλουθη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

Olympia Designs (Properties Ltd) Eμπορευόμενη υπό την εμπορική επωνυμία Olympia Designs v. Unique U.K. Inc Εμπορευόμενη υπό την εμπορική επωνυμία Unique Party (2010) 1 A.A.Δ. 1395, Αθανασιάδης ν. Aλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945, Αναστασιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 385.

 

΄Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις, τους σχετικούς νόμους και νομολογία. ΄Εχω προσπαθήσει να υπεισέλθω στη λογική των επιχειρημάτων αλλά και παραδειγμάτων που η κάθε πλευρά εισήξε.  Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε πρωτογενής ή εναρκτήρια διαδικασία μη υποκείμενη στη Δ.48 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η δε σχετική πρόνοια (αρθ.44Γ(3) αποτελεί μέρος μιας ειδικής διαδικασίας για εκποίηση ακινήτου ενυπόθηκου οφειλέτη από τον ενυπόθηκο δανειστή με συγκεκριμένα στάδια και συγκεκριμένες προθεσμίες (ανά στάδια), όπως, βεβαίως και συγκεκριμένες «δυνατότητες» ενστάσεων ή αμφισβητήσεων από τους ενυπόθηκους οφειλέτες. 

 

Με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτουν τα ακόλουθα:

Στη Coudounaris (ανωτέρω) επί προδικαστικής ένστασης πως η έφεση ήταν εκπρόθεσμη (Ο.35 r.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«There does not exist a corresponding rule in our Rules but section 31 of the Interpretation Law, Cap. 1, and in particular paragraph (a) thereof reads as follows:»

 

Μετά δε την παραπομπή ευθέως στον περί Ερμηνείας Νόμο και το άρθρο 31, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατηρεί και τα ακόλουθα:

«This statutory provision, in our view, supplements; with its wide application regarding the computation of time for the purposes of any law or public instrument, the gap that exists in the Civil Procedure Rules and there does not appear from the wording of Order 35, rule 2 or Order 34, rule 2, to exist any intention whatsoever to exclude the manner of computation provided for by the aforementioned section 31, paragraph (a) of the Interpretation Law.

 

In the computation of time, therefore, in the present case, the date on which the judgment appealed from was delivered must be excluded and counting should commence as from the following day. In view of this the present appeal cannot but be found to have been filed within the prescribed time and therefore this preliminary objection fails».

 

Στη Χjisoteriou ν. 1. the Director of Land and Surveys (ανωτέρω) αναφέρθησαν επίσης τα εξής σχετικά:

 “Under the provisions of Order 35, rule 2, of the Civil Procedure Rules such appeal could be filed within fourteen days from the date when the decision of the District Court was given. The lodgment of the compensation was effected on the fourteenth day after the delivery of the decision of the District Court, not counting the day on which such judgment was delivered; and it is correct that the day of the lodgment was the last day on which the appeal to the Supreme Court could have been filed, because the relevant provision in Order 35, rule 2, has been interpreted so as to treat the relevant period of fourteen days as not including the day on which the decision appealed from has been delivered (see, in this respect, inter alia, the case of Coudounaris v. Coudounaris, (1980) 1 C.L.R. 581, 585, and, also, the cases of Loizou v. Konteatis, (1968) 1 C.L.R. 291, 293 and The Turkish Co-Operative Carob Marketing Society Ltd. v. Kiamil, (1973) 1 C.L.R. 1, 5, which illustrate in practice the correct mode of computation of time as it was found to be in the Coudounaris case, supra)”.

 

 

Στη δε Danish Kingdom (ανωτέρω), επιβεβαιώθηκε η ίδια προσέγγιση:

«Ο λόγος 2, πιο πάνω, είναι ότι η αγωγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα. Η δικηγόρος των εναγόντων, εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 31(α) του Κεφ. 1, η μέρα κατά την οποία έγινε το συμβάν εξαιρείται στον υπολογισμό του χρόνου, ανεξάρτητα από το εάν η σχετική περίοδος μέσα στην οποία η αγωγή πρέπει να εγερθεί, είναι διατυπωμένη σε μέρες, εβδομάδες, μήνες ή χρόνια. Συνεπώς, κατά τον υπολογισμό του χρόνου στην παρούσα υπόθεση, η μέρα κατά την οποία έγινε η σύγκρουση των δύο πλοίων, πρέπει να εξαιρεθεί από τον υπολογισμό. Προς υποστήριξη των θέσεων των εναγόντων, η δικηγόρος τους, αναφέρθηκε σε δύο κυπριακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που ενώ τα σχετικά χρονικά όρια ήταν διατυπωμένα σε εβδομάδες στην μια και μέρες στην άλλη, το Δικαστήριο στον υπολογισμό του χρόνου εφάρμοσε το άρθρο 31(α) του Κεφ. 1, εξαιρώντας την πρώτη μέρα της σχετικής περιόδου.

 

Οι υποθέσεις αυτές είναι οι Dinos Coudounaris v. Winnifred L.Coudounaris (1980) 1 CLR 581 και η Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 CLR 499.

 

Επίσηςοι ενάγοντες υπεστήριξαν τη θέση τους με αναφορά σε αγγλικές αυθεντίεςόπως το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η ΈκδοσηΤόμος 37, παράγραφος 26, το Annual Practice 1959 (Order 64, rule 12) και την υπόθεση Marren v. Dawson Bentley and Co. Ltd. [1961] 2 Q.B. 135.»

 

 

Στο Halsburys Laws of England, 4th ed. τόμος 37, παραγρ.26, αναφέρονται και τα εξής:

«26.  General rules as to reckoning periods of time. Provision is made for reckoning any period of time fixed by the Rules of the Supreme Court or by any judgment, order or direction for doing any act.  Where the act is required to be done within a specified period after or from a specified date, the period begins immediately after that date. This expresses the general rule for the computation of time, which is that where a period of time after or from a specified date is prescribed as the period within which a specified act is to be done, the day of that date is to be excluded in reckoning the period, and the act is to be done on or before the last day of that period. On the other hand, where the act is expressly required by rule or order to be done within a period beginning on a specified date, the period begins on that date and the act must be done on or before the day before the last day of the period.

 

Where any act is required to be done within or not less than a specified period before a specified date, the period ends immediately before that date.

Where the act is required to be done a specified number of clear days before or after a specified date, at least that number of days must intervene between the day on which the act is done and that date. In general, in procedural matters, a provision specifying a period of not less than a specified number of days excludes both the starting date and the terminal date.»

 

Με όλο το σεβασμό, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ο κ.Κυριακίδης επικαλείται δεν διαφοροποιούν την πιο πάνω ισχύουσα νομολογία.  Και εξηγώ:

 

Στην Αναστασιάδη (ανωτέρω) απλώς γίνεται αναφορά για το χρόνο των 75 ημερών του ΄Αρθ.146(3) του Συντάγματος. Σε καμία περίπτωση η υπόθεση δεν ασχολήθηκε με το ζητούμενο ειδικό θέμα που απασχολεί εν προκειμένω.

 

Η δε Οlympia Designs (ανωτέρω) δεν ασχολείται με την προηγούμενη νομολογία αλλά υπό το πρίσμα της εξέτασης της Δ.64 έκρινε απλώς ότι στην ειδική προθεσμία της Δ.44 θ.12 των θεσμών δεν εφαρμόζεται ο περί Ερμηνείας Νόμος. 

 

Στην Αθανασιάδη (ανωτέρω) επίσης δεν εξετάζεται το ειδικό αυτό θέμα συσχετιζόμενο με τον περί Ερμηνείας Νόμο.  Απλώς εξηγείται ότι η παρέλευση της προθεσμίας στην ειδική περίπτωση (κλήση για οδηγίες) μπορούσε να θεραπευθεί με βάση τη Δ.64.

Στην παλαιά, νομολογία στηρίζεται εξάλλου η νεότερη απόφαση Σ. Α. Καρασιαλή κ.ά. ν. Αντ.Ιωάννου Ε.183/13 και Ε183Α/13 ημερ. 23.10.2015, όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Έχοντας σκιαγραφήσει το πραγματικό πλαίσιο της αίτησης, προχωρούμε στην εξέταση του πρώτου εγειρόμενου ζητήματος. Κατά πόσο δηλαδή οι επίδικες εφέσεις καταχωρίστηκαν ή όχι εκπρόθεσμα, θέμα το οποίο περιστρέφεται γύρω από τις πρόνοιες των Δ.35 θ.2 και Δ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών και τις συνυφασμένες με αυτές ερμηνευτικές πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1.

Η Δ.35 θ.2, σε συνδυασμό με τη Δ.2, καθορίζει ως προθεσμία άσκησης έφεσης εναντίον απόφασης με την οποία εκδίδεται προσωρινό διάταγμα – όπως είναι η υπό εξέταση περίπτωση – τις 14 μη «πλήρης ημέρες» (clear days) από το χρόνο κατά τον οποίο το διάταγμα κατέστη δεσμευτικό για τον προτιθέμενο εφεσείοντα, χωρίς όμως να καθορίζει και τον τρόπο υπολογισμού των 14 ημερών. Και το ερώτημα που εδώ εγείρεται είναι κατά πόσο ευσταθεί η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η ημέρα κατά την οποία το διάταγμα κατέστη δεσμευτικό για τους καθ΄ ων η αίτηση – δηλαδή η 26.9.13 – προστίθεται στις ημέρες που ακολουθούν. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική εφόσον όπως αποφασίστηκε στην Coudounaris v. Coudounaris (1980) 1 CLR 581, κατά τον υπολογισμό του χρόνου για άσκηση έφεσης η ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση – εδώ το Διάταγμα – εξαιρείται και η μέτρηση του χρόνου αρχίζει από την επόμενη ημέρα όπως προνοείται από τις ερμηνευτικές πρόνοιες του άρθρου 31(α) του περί Ερμηνείας Νόμου.»

 

Η επί του θέματος νομολογία, όπως από τα πιο πάνω αποσπάσματα, σαφώς και με καθαρό λόγο έχει καθοριστεί, δεικνύει ότι η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.  Τίποτε στην επίμαχη διάταξη δεν συνιστά «περί του αντιθέτου πρόνοια» ώστε να μην ισχύει το άρ.31 του περί Ερμηνείας Νόμου.

 

Παραμένει να εξεταστεί το θέμα υπό το πρίσμα  της ύπαρξης άλλης θεραπείας σε συνδυασμό με την εισήγηση για συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο certiorari.  Ήδη εξηγήθηκε στο στάδιο της λήψης αδείας για την παρούσα, πως συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις εν προκειμένω, ώστε να παραχωρηθεί το αιτούμενο μέτρο (βλ. σελ. 7 της απόφασης στην Πολ. Αίτηση 20/18, ημερ. 22.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:D126).

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η αίτηση επιτυγχάνει.  Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari ως το (Α) του παρακλητικού της αίτησης.

 

Εξυπακούεται η εκ νέου εκδίκαση της αίτησης/έφεσης αρ.2/2018, ενώπιον του ιδίου Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή.

 

Έξοδα της παρούσας αίτησης εκ ποσού €1.650, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο