STARGEL CO LTD ν. LUTKIN κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011, 21/6/2018
print
Τίτλος:
STARGEL CO LTD ν. LUTKIN κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011, 21/6/2018
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2018:A300

ECLI:CY:AD:2018:A300

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011

 

21 Ιουνίου, 2018.

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

STARGEL CO LTD ,

                                                             Εφεσείοντες/Ενάγοντες                                                                                                                                                     

-      ΚΑΙ –

 

1.    LUTKIN

2.    LUTKIN

                                          Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

                *********************

 

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ,, για τους Εφεσείοντες

Τ. Κουκούνης  για κ.κ. Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για τους Εφεσίβλητους

**********************

  ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Α. Πούγιουρου Δ., με την οποία συμφωνώ.  Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 19/3/01 (η συμφωνία) η εφεσείουσα ανέλαβε τις εργασίες ανέγερσης προς όφελος των εφεσιβλήτων μιας κατοικίας σε οικόπεδο των εφεσιβλήτων στην Ορόκλινη, επαρχίας Λάρνακας, έναντι καθορισμένης αμοιβής.  Αν και η εφεσείουσα εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες και άλλες επιπρόσθετες εργασίες που ζητήθηκαν, οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να ξοφλήσουν το υπόλοιπο της αμοιβής τους εκ Λ.Κ.7.949,00 πλέον τόκους εξ’ ου και η εφεσείουσα προχώρησε με την καταχώρηση της Αγωγής 4174/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προς ανάκτηση του οφειλόμενου ποσού. 

 

Οι εφεσίβλητοι από την άλλη με την Υπεράσπιση τους αν και παραδέχονται την ύπαρξη της συμφωνίας εγείρουν θέμα ακυρότητας της εξ υπαρχής, ενόψει μη εγγραφής της εφεσείουσας στο Μητρώο Εργοληπτών του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων.  Προβάλλουν  δε θέμα πρόκλησης στους ιδίους ειδικών ζημιών ύψους Λ.Κ.48.170,75  ενόψει της ύπαρξης  κακοτεχνιών και ελαττωματικών εργασιών στην κατοικία, και παράλειψης  εκτέλεσης όλων των εργασιών που συμφωνήθηκαν, ποσό το οποίο αξιώνουν με Ανταπαίτηση, στη βάση παραβίασης της συμφωνίας, των αρχών της επιείκειας, του δικαίου αποκατάστασης και αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Αξιώνουν περαιτέρω γενικές αποζημιώσεις για ταλαιπωρία, κλονισμό υγείας και ψυχική οδύνη. 

 

Στην Απάντηση της στην Υπεράσπιση η εφεσείουσα υπεραμύνεται της εγκυρότητας της συμφωνίας αρνούμενη την ύπαρξη κακοτεχνιών και τις κατ’ ισχυρισμόν ειδικές ζημιές που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι. 

 

Την 1/12/08 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση στην Αγωγή προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσίβλητων με αναστολή εκτέλεσης της μέχρι την ημερομηνία έκδοσης απόφασης επί της Ανταπαίτησης. Η ακρόαση διεξήχθηκε στη συνέχεια  σ’ όσον αφορά την Ανταπαίτηση μόνο.   

 

Η τελική ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η αποδοχή των θέσεων των εφεσιβλήτων κατά προτίμηση εκείνων της εφεσείουσας, με επακόλουθο την  έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος της εφεσείουσας επί της Ανταπαίτησης για το ποσό των Λ.Κ.11.680,30, που αντιπροσωπεύει τα έξοδα αποκατάστασης των κακοτεχνιών που έχουν αποδειχθεί και ανέρχονται σε Λ.Κ. 7.626, 55 και την αμοιβή των εμπειρογνωμόνων των εφεσιβλήτων εκ Λ.Κ.4.053,75.

 

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας συνολικά έξι (6) λόγους έφεσης.  Ο μεν λόγος έφεσης 1 αναφέρεται στη λανθασμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραδοχή της εφεσείουσας ότι δεν κατείχε άδεια εγγεγραμμένου εργολήπτη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, οι λόγοι έφεσης 2 - 5 σε επί μέρους ευρήματα ως προς τις κακοτεχνίες και παραλείψεις εκτέλεσης συμφωνηθεισών εργασιών και/ή σύμφωνα με τα εγκριθέντα σχέδια, ο δε λόγος έφεσης 6  στην λανθασμένη επιδίκαση ολόκληρης της αμοιβής των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων.

 

Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση του λόγου έφεσης 1,  ενόψει της σπουδαιότητας του θέματος που εγείρεται,  εφόσον τυχόν επιτυχία του θα κρίνει και την τύχη της έφεσης. 

 

Συγκεκριμένα η εφεσείουσα προβάλλει την εισήγηση  ότι ενώ η ίδια προέβη σε σαφή και ρητή παραδοχή του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους  ότι δεν ήταν αδειούχα εργολήπτης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την έλαβε καθόλου υπόψη, παρά τη σπουδαιότητα που ενείχε, εφόσον εισάγει θέμα παράνομης σύμβασης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του ασχολήθηκε κατά αρχάς με την εξέταση του θέματος των κακοτεχνιών, της μη εκτέλεσης των εργασιών που συμφωνήθηκαν και της πλημμελούς εκτέλεσης τους που αφορούσε η Ανταπαίτηση και κατέληξε ότι προς αποκατάσταση των προβληματικών και πλημμελών εργασιών η εφεσείουσα είναι υπόλογη καταβολής προς τους εφεσίβλητους του ποσού των Λ.Κ.7.626,55, για το οποίο εξέδωσε απόφαση.  Στη συνέχεια εξέτασε τη νομική πτυχή, μέρος της οποίας αποτελούσε εισήγηση της εφεσείουσας περί παράνομης σύμβασης εργολαβίας που προκύπτει από το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Εργοληπτών. 

 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι από τον τρόπο που χειρίστηκε η πλευρά των εφεσιβλήτων το θέμα, όπου δεν παρουσίασε μαρτυρία προς απόδειξη του ισχυρισμού της και από την άλλη η παράλειψη από πλευράς εφεσείουσας να εγείρει ευθέως το θέμα της μη εξασφάλισης άδειας εργολήπτη, η παραδοχή του δικηγόρου της εφεσείουσας κατά τη διάρκεια της ακρόασης ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε άδεια εργολήπτη και το προχωρημένο στάδιο της ακρόασης που έγινε η δήλωση, η εφεσείουσα εμποδίζετο εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. 

 

Κρίνουμε σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ως προς τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε την εισήγηση:

 

«Οι ενάγοντες στην παρ. 3 του δικογράφου της απάντησης στην υπεράσπιση αρνούνται την παρ. 4 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων και προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η επίδικη συμφωνία είναι νόμιμη, ισχυρή και δεσμευτική και εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται οιονδήποτε θέμα που να επηρεάζει την εγκυρότητα της. 

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της πλευράς των εναγομένων ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων δήλωσε ότι παραδέχεται τον ισχυρισμό της παρ. 4 του δικογράφου της υπεράσπισης των εναγομένων ότι οι ενάγοντες δεν ήταν εγγεγραμμένοι στο μητρώο εργοληπτών του συμβουλίου εγγραφής και ελέγχου εργοληπτών οικοδομικών και τεχνικών έργων κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

Από τον τρόπο με τον οποίο η πλευρά των εναγομένων χειρίστηκε το υπό εξέταση ζήτημα διεφάνη ότι αυτή είχε εγκαταλείψει τον εγειρόμενο στην παρ. 4 του δικογράφου της υπεράσπισης ισχυρισμό ότι η επίδικη σύμβαση είναι παράνομη.  Επισημαίνω ότι καμμιά μαρτυρία παρουσίασαν στο δικαστήριο για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι οι ενάγοντες δεν ήταν εγγεγραμμένοι στο μητρώο εργοληπτών κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάμω αναφορά στη θέση την οποία υποστήριξε ο εναγόμενος αρ. 1 κατά την αντεξέταση του ότι οι ενάγοντες ήταν εγγεγραμμένοι εργολάβοι.  Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων σε καμμιά περίπτωση είχε εγείρει ευθέως ότι οι ενάγοντες δεν κατείχαν την απαιτούμενη από τον νόμο άδεια εργολήπτη κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς των εναγομένων.  Αντίθετα, μέσα από τη γραμμή της αντεξέτασης διεφάνη ότι οι ενάγοντες δεν αποδέχονταν ότι δεν ήταν εγγεγραμμένοι στο μητρώο εργοληπτών.  Προς επίρρωση των όσων αναφέρω πιο πάνω θεωρώ ορθό όπως παραθέσω αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του εναγομένου αρ. 1

 

   «Ε.  Αφού λες ότι η Stargel έχει άδεια εξ όσων ξέρεις γιατί στην υπεράσπιση σου γράφεις ότι δεν έχουν άδεια;  Στην παρ. 4 της υπεράσπισης σου;

 

   Α.  Μετά από την προηγούμενη υπόθεση, από αυτή, αυτήν που είμαστε τώρα ανακαλύψαμε ότι η Stargel έχει άδειες διότι η εταιρεία C & E Estates έχουν άδειες, ο Κυριάκος Αλεξάνδρου που είναι η Stargel έχει τις άδειες και έτσι ακολουθεί ότι η Stargel  έχει τις άδειες. 

 

κ. Ζαχαρίου:  Δεν έχω άλλες ερωτήσεις.»

 

 

Είμαι της άποψης ότι η δήλωση – παραδοχή του συνηγόρου των εναγόντων ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν εγγεγραμμένοι εργολάβοι, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο.  Η γραμμή η οποία ακολουθήθηκε από αυτούς κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς των εναγομένων είναι ασυμβίβαστη κατά την άποψη μου με την εκ των υστέρων δήλωση τους ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι εργολάβοι.  Η τυχόν αποδοχή από το δικαστήριο της ως άνω δήλωσης τους στο στάδιο στο οποίο έγινε, αναμφίβολα θα επηρέαζε δυσμενώς την υπόθεση των εναγομένων.  Θα εκθεμελίωνε κατά την άποψη μου εκ βάθρων την υπόθεση τους.  Επισημαίνω ακόμα ότι το δικόγραφο της απάντησης στην υπεράσπιση οι ενάγοντες αρνούνται ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη και προβάλλουν ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε θέμα που να επηρεάζει την εγκυρότητα της.  Φυσικά, διαφορετική θα ήταν η βαρύτητα που θα μπορούσε να αποδοθεί στην ως άνω δήλωση, αν αυτή γινόταν σε αρχικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Με βάση τα δεδομένα τα οποία περιγράφω αμέσως πιο πάνω, καταλήγω ότι οι ενάγοντες εμποδίζονται από του να δηλώνουν εκ των υστέρων ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι εργολάβοι.»

 

Παραθέτουμε επίσης την παράγραφο 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης που καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους και την παράγραφο 3 της Απάντησης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:

«ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ

………………………………………………………………………………

4. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίζονται ότι η συμφωνία που επικαλούνται οι Ενάγοντες στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης ήταν και/ή κατέστη κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή παράνομη και ταυτόχρονα στερείται οποιασδήποτε νομικής ισχύς καθότι αντίκεται σε και/ή καταστρατηγεί ρητές διατάξεις υφιστάμενης νομοθεσίας μετά των συναφών τροποποιήσεων με αποτέλεσμα να είναι και/ή να καταστεί άκυρη και/ή άκυρη εξ’ υπαρχής (void ab initio) λόγω αποκλειστικής ευθύνης και υπαιτιότητας των Εναγόντων.  Ειδικότερα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίζονται ότι, εν αγνοία τους και χωρίς αυτοί να ευθύνονται καθοιονδήποτε τρόπο (δηλαδή οι Εναγόμενοι 1 και 2), οι Ενάγοντες παράνομα, αυθαίρετα και αντικανονικά ανέλαβαν, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση του έργου χωρίς κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάληψης και/ή ανέγερσης του έργου να είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Εργοληπτών του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων και/ή εν πάση περιπτώσει παράνομα, αυθαίρετα και αντικανονικά ανέλαβαν, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση του έργου χωρίς κατά τον ουσιώδη χρόνο να κατέχουν σε ισχύ ετήσια άδεια της τάξης και κατηγορίας στην οποία ανήκει το εν λόγω έργο, ως προνοεί η υφιστάμενη νομοθεσία μετά των συναφών τροποποιήσεων, με αποτέλεσμα να κωλύονται και/ή να εμποδίζονται να ζητούν οποιαδήποτε θεραπεία και/ή αποζημίωση στηριζόμενη πάνω στην επικαλούμενη παράνομη συμφωνία.»

 

«ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ

          ……………………………………………………………………

«3.  Οι ενάγοντες αρνούνται την παρά. 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία είναι νόμιμη, ισχυρή και δεσμευτική και εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται οιονδήποτε θέμα που να επηρεάζει την εγκυρότητα της και οι εναγόμενοι εμποδίζονται δυνάμει συμφωνίας και/ή παραστάσεων και/ή συμπεριφοράς και/ή δηλώσεων επί των οποίων οι ενάγοντες βασίσθηκαν και ενήργησαν προς ζημιά τους και εκτέλεσαν τις ανατεθείσες σ’ αυτούς εργασίες από τον να προβαίνουν στους εν λόγω ισχυρισμούς οι οποίοι αποτελούν προϊόν υστέρας σκέψεως προς αποφυγή των υποχρεώσεων τους.»

 

 

Λόγω της σημασίας της παραδοχής  του δικηγόρου της εφεσείουσας κατά τη διάρκεια της ακρόασης, σ’ όσον αφορά την εγγραφή της εφεσείουσας στο Μητρώο, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:

 

«κ. Κουκούνης:  Δεν θα υπάρξει άλλος μάρτυρας για την πλευρά των Εναγομένων.

 

κ. Ζαχαρίου:  Δεν προτίθεμαι να φέρω μάρτυρα.  Απλώς θα προβώ σε παραδοχή του γεγονότος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στη σελίδα 2, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάληψης και/ή ανέγερσης του έργου δεν ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο…… (διαβάζει την παρ. 4 της Υπερ. Και Ανταπ.).  Δεν θα υπάρξει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.»

 

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση σε συνάρτηση με τα πιο πάνω αποσπάσματα των δικογράφων και πρακτικών και με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο η κατάληξη του να μην λάβει υπόψη τη δήλωση του δικηγόρου της εφεσείουσας, για τους λόγους που επικαλείται στην απόφαση του και παραθέσαμε ανωτέρω, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

Η σημασία των δηλώσεων/παραδοχών κατά τη διάρκεια της ακρόασης από μέρους του δικηγόρου ενός εκ των διαδίκων, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1874 όπου στις σελ. 1880 – 1882 αναφέρθησαν τα εξής:

 

Έχοντας, επομένως, υπόψη τα δικόγραφα θα ελέγαμε ότι ο εφεσείων θεωρείται ότι έκαμε παραδεκτό τον σχετικό ισχυρισμό.  Πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η απόδειξη μέσω των δικογράφων ή των παραδοχών του αντιδίκου συνιστά ένα παραδεκτό τρόπο απόδειξης ισχυρισμών. Όπως υποδεικνύεται στον Phipson on Evidence, 10 εκ., παραγ. 16, στις πολιτικές υποθέσεις οι κανόνες απόδειξης μπορούν να χαλαρωθούν με τη συμφωνία των μερών. Έτσι τα μέρη μπορούν να προβούν σε παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη κατά τη δίκη: ("In civil cases . the rules of evidence may be relaxed by consent of parties. Thus the parties may agree to make admissions for the purpose of dispensing with formal proof at the trial"). Οι παραδοχές με σκοπό την απαλλαγή από την τυπική απόδειξη μπορούν να γίνουν κυρίως μέσω των δικογράφων ή μέσω συμφωνίας πριν ή κατά τη δίκη, των διαδίκων ή των αντιπροσώπων τους (Phipson, πιο πάνω, παραγ. 42-43: "Admissions for the purpose of dispensing with proof at the trial may be made by the pleadings or default thereof or by agreement, or otherwise, before or at the trial by the parties or their agents").

 

Ωστόσο το θέμα δεν τελειώνει εδώ γιατί ο κ. Ποιητής έχει επικαλεσθεί κυρίως τη δήλωση η οποία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου από τους δικηγόρους των μερών στην παρουσία των διαδίκων.   Στους Halsbury΄s Laws of England, third ed., Vol. 15 υποδεικνύεται ότι στις πολιτικές υποθέσεις παραδοχές από δικηγόρο αν γίνουν στη διάρκεια της διαδικασίας αποτελούν μαρτυρία εναντίον του πελάτη του στην ίδια διαδικασία. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι αν γίνουν για το ρητό σκοπό της απόδειξης κατά τη δίκη γενικά θα είναι συμπερασματικές εναντίον του πελάτη· άλλως ισοδυναμούν απλώς με εκ πρώτης όψεως απόδειξη των συνεπαγομένων γεγονότων.

 

Στους Halsbury΄s Laws of England, 4th ed., Vol. 3(1) το θέμα τίθεται ως εξής:

 

"522. Statements of counsel. Admissions made by counsel in court in the presence of the lay client or his solicitor or other representative must be taken to have been made with the authority of the client, and are binding on the client unless and until withdrawn. Such an admission may subsequently be withdrawn by the client, however, unless the other party has acted to his detriment on the faith of it, so that the circumstances give rise to an estoppel."

 

Σε μετάφραση:

«Δηλώσεις από δικηγόρους. Παραδοχές που γίνονται από δικηγόρους στο δικαστήριο στην παρουσία του πελάτη ή του solicitor του ή άλλου αντιπροσώπου πρέπει να εκλαμβάνονται ότι έγιναν με την εξουσιοδότηση του πελάτη και δεσμεύουν τον πελάτη μέχρις ότου αποσυρθούν. Ωστόσο τέτοια παραδοχή μπορεί μεταγενέστερα να αποσυρθεί από τον πελάτη εκτός αν ο άλλος διάδικος έχει ενεργήσει προς βλάβη του με βάση την παραδοχή έτσι ώστε οι περιστάσεις να εγείρουν κώλυμα.»

 

 

Στην υπόθεση Γ. & Ντ. Μαυρογένης Εστέϊτ Λτδ ν. Διαχ. Επιτρ. Πολ. Πελεκάνος (2011) 1 (Β) ΑΑΔ 1472 αποφασίστηκε ότι χειρισμοί διαδίκων θεωρούνται ότι καθιστούν ορισμένο θέμα επίδικο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των γραπτών προτάσεων.  (βλ. επίσης Μουζέ ν. Λαμπρή 1994 1 ΑΑΔ 216).

 

Στην παρούσα περίπτωση η δήλωση/παραδοχή του δικηγόρου της εφεσείουσας  δεν αποσύρθηκε σε κανένα στάδιο της δίκης. Όπως ούτε και οι εφεσίβλητοι απέσυραν τον ισχυρισμό τους για παράνομη σύμβαση, ενόψει της μη εγγραφής της εφεσείουσας στο Μητρώο Εργοληπτών. Το γεγονός ότι από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 κατά την αντεξέταση του παρατηρείται μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση από πλευράς εφεσιβλήτων απ’ εκείνη του δικογράφου τους, ως προς το θέμα της εγγραφής της εφεσείουσας στο Μητρώο Εργοληπτών, ότι δηλ. μετά ανακάλυψαν ότι η Εφεσείουσα έχει άδειες,  δεν ενέχει καμιά σημασία για το υπό εξέταση θέμα, εφόσον η κατοχή ή όχι άδειας εργολήπτη εξακολουθούσε να είναι επίδικο θέμα στη βάση των δικογράφων.  Σημειώνεται ότι η Ανταπαίτηση είναι ξεχωριστή αξίωση απ’ εκείνη της Αγωγής.  Στην περίπτωση δε που η Αγωγή ανασταλεί, διακοπεί ή απορριφθεί, η Ανταπαίτηση μπορεί να συνεχιστεί σύμφωνα με τη Δ.21 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.  Η ακρόαση της Ανταπαίτησης άρχισε και ολοκληρώθηκε στη βάση των αρχικών δικογράφων χωρίς οποιαδήποτε επίκληση του γεγονότος έκδοσης απόφασης επί της Αγωγής.  Στην παράγραφο 31 της Ανταπαίτησης αναφέρεται ότι «οι Εναγόμενοι 1 και 2 επαναλαμβάνουν όλους μαζί και καθένα ξεχωριστά τους ισχυρισμούς τους, όπως αυτοί εκτίθενται στην Υπεράσπιση τους πιο πάνω και ειδικότερα στις παραγράφους 1-30 αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων.» Ένας από αυτούς είναι εκείνος της παραγράφου 4 που αναφέρεται στην παράνομη σύμβαση.   Τίποτε δεν εμπόδιζε τους εφεσίβλητους σε τροποποίηση του δικογράφου τους, αν πρόθεση τους ήταν η εγκατάλειψη του ισχυρισμού περί παράνομης σύμβασης ώστε η προσαχθείσα μαρτυρία να συμφωνεί με το δικόγραφο τους και σε προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας αν επιθυμούσαν. Η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης από πλευράς εφεσιβλήτων θα εξαρτάτο από τη θέση που θα τηρούσε η εφεσείουσα με το νέο δικόγραφο της.   Σημειώνεται ότι  αμέσως μετά τη δήλωση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι δεν προτίθεται να προσκομίσει μαρτυρία για την πλευρά της εφεσείουσας, ο ίδιος ανέφερε ότι απλά θα προέβαινε σε παραδοχή του ισχυρισμού στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης  και Ανταπαίτησης, όπως και έπραξε, και δεν θα προσκόμιζε μαρτυρία. 

Η παραδοχή αυτή έγινε προφανώς μετά την αντεξέταση του εναγομένου – εφεσίβλητου 1, μέσα από την οποία διαφάνηκε, ως ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 δήλωσε, ότι από έρευνα που έκαμε ανακάλυψε  σε χρόνο μεταγενέστερο της αγωγής ότι η εφεσείουσα έχει άδεια γιατί μια εταιρεία της συζύγου του Αλεξάντρου, διευθυντή της εφεσείουσας, και ο ίδιος ο Αλεξάντρου είναι αδειούχοι.

 

Έστω και σε εκείνο το στάδιο της δήλωσης του δικηγόρου της εφεσείουσας, οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να προβούν στα αναγκαία διαβήματα για απόσυρση της αρχικής θέσης τους στην Υπεράσπιση.  Δεν το έπραξαν όμως και στη συνέχεια η Ανταπαίτηση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις σε μεταγενέστερη ημερομηνία, κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων των διαδίκων.  

 

Η δήλωση του δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν σαφής και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας απ’ εκείνη που μεταδίδει το λεκτικό της.  Με τη δήλωση η πλευρά της εφεσείουσας έκαμε δεκτό το γεγονός ότι η ίδια η εφεσείουσα δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Εργοληπτών πάντοτε κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάληψης του επίδικου έργου, οπότε έπαψε να θεωρείται ο ισχυρισμός της παραγράφου 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης  επίδικο θέμα που έχρηζε εξέτασης.  Η παραδοχή του δικηγόρου της εφεσείουσας έδινε την απαραίτητη βεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της και δεν χρειάζετο οποιασδήποτε διευκρίνισης.  Άφησαν τον ισχυρισμό περί μη κατοχής άδειας εργολήπτη και άρα παράνομης συμφωνίας να υφίσταται στην Ανταπαίτηση τους ο οποίος μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενισχύων τους ισχυρισμούς τους περί κακοτεχνιών που προωθούσαν ανταπαιτητικώς.  Σε καμιά φάση της όλης διαδικασίας ο ισχυρισμός αυτός δεν τέθηκε εκ ποδών.

 

Στη βάση της πιο πάνω παραδοχής του δικηγόρου της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση κατά πόσο η παράλειψη εγγραφής στο Μητρώο της εφεσείουσας, κατά τον κρίσιμο και  ουσιώδη πάντοτε χρόνο, καθιστούσε την επίδικη σύμβαση ανάθεσης έργου παράνομη και συνακόλουθα άκυρη.   Αντίθετα αγνόησε την παραδοχή, ωσάν να μην έγινε ουσιαστικά, κρίνοντας ότι θα έπρεπε οι διάδικοι να προβούν σε απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους στη βάση των δικογράφων τους, προσέγγιση που κρίνουμε μεμπτή.

 

 Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης μας θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε κατά πόσο η παραδοχή αυτή της εφεσείουσας καθιστά παράνομη την επίδικη σύμβαση εργολαβίας, ως η εισήγηση της ίδιας της εφεσείουσας.    

 

Στο σημείο αυτό παραθέτουμε τα σχετικά άρθρα του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου (Ν. 29(1)/2001) που αφορούν στο υπό εξέταση θέμα της  παράνομης συμφωνίας.

 

«Άρθρο 25.  Κανένας δεν μπορεί να αναθέτει σε ή να επιτρέπει την εκτέλεση οποιουδήποτε οικοδομικού ή και τεχνικού έργου από πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης ή και δεν κατέχει κατά τον ουσιώδη χρόνο ετήσια άδεια της τάξης και κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο.

 

Άρθρο 30.  (1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη.

 

(2)  Χωρίς επηρεασμό της ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του παρόντος Νόμου, η κατά το εδάφιο (1) ακυρότητα μπορεί στην περίπτωση εγγεγραμμένου ήδη εργολήπτη, να θεραπευθεί αναδρομικά αν αυτός, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία συνομολόγησης της συμβάσεως, εξασφαλίσει από το Συμβούλιο ετήσια άδεια της τάξης του οικοδομικού ή τεχνικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου που διαλαμβάνεται στη συμφωνία.

 

 

Ενόψει της πιο πάνω νομοθεσίας η συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας ήταν παράνομη ενόψει της μη εγγραφής της εφεσείουσας στο Μητρώο Εργοληπτών κατά τον ουσιώδη χρόνο, που είναι ο χρόνος καταρτισμού της,  και ως τέτοια τα μέρη δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση εκατέρωθεν απαιτήσεων βασιζομένων στη συμφωνία αυτή.  (βλ. ChrMavrikios Constr. Ltd v. Χατζηκωνσταντά (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1093).

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.  Ενόψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης καθίσταται περιττή.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η Ανταπαίτηση απορρίπτεται.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι δημιουργείται σίγουρα ένα αίσθημα αδικίας εφόσον η εφεσείουσα είχε εξασφαλίσει υπέρ της απόφαση με τη σύμφωνη γνώμη των εφεσιβλήτων ενώ εκ των υστέρων η ίδια παραδέχθηκε τη μη εγγραφή της στο Μητρώο Εργοληπτών, που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της Ανταπαίτησης.  Σ’ αυτήν όμως την κατάσταση οδήγησε ο αποσπασματικός τρόπος χειρισμού από πλευράς των διαδίκων μέσω των δικηγόρων τους αλλά και ο μη έγκαιρος εντοπισμός του όλου δημιουργηθέντος προβλήματος από το ίδιο το Δικαστήριο. 

 

Ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης όπου εκ συμφώνου εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων επί της Απαίτησης στη βάση της ίδιας της συμφωνίας εργολαβίας που εκ των υστέρων κρίθηκε άκυρη από το Εφετείο,  κρίνουμε ορθό όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της τόσο τα πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

                                     

                                                            ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                  

                                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                                

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/11

 

21 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2018

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.

 

STARGEL CO LTD

 

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ/ΕΝΑΓΟΥΣΑ

 

και

1.  LUTKIN

                                          2.  LUTKIN

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

--------------------

 

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για του Εφεσείοντες

Τ. Κουκούνης για κ.κ. Ανδρέας Κουκούνης & Σία ΔΕΠΕ για τους Εφεσίβλητους

-------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  (MΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Με όλο το σεβασμό προς την πλειοψηφία, για τους λόγους που θα εξηγήσω στην απόφαση μου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι περίπου αυτά που εκτίθενται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Σ'  αυτά θα ήθελα όμως να προσθέσω και τα ακόλουθα.

 

Εκκρεμούντος του δικογραφικού ισχυρισμού των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων, στην παράγρ. 4 της Έκθεσης Υπεράσπισης, περί παρανομίας της επίδικης συμφωνίας εργολαβίας λόγω μη εγγραφής της Εφεσείουσας στο Μητρώο Εργοληπτών και μετά από μερική ακρόαση οι διάδικοι συνεβίβασαν την αξίωση της Εφεσείουσας/Ενάγουσας.  Οι σχετικές δηλώσεις και η απόφαση του Δικαστηρίου είναι οι ακόλουθες:

 

"κ. Ζαχαρίου:  Έχει διευθετηθεί η απαίτηση των Εναγόντων και θα εκδοθεί απόφαση στην αγωγή υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων για το ποσό ΛΚ8.500 (€14.523,11) με νόμιμο τόκο ο οποίος θα ξεκινά από την ημέρα της εκδόσεως της απόφασης στην ανταπαίτηση. Δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα. Κατόπιν αυτού, παραμένει για εκδίκαση μόνο η ανταπαίτηση και η εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί θα ανασταλεί μέχρι την έκδοση της απόφασης στην ανταπαίτηση. Παρακαλώ όπως μας δοθεί μια νέα ημερομηνία, αν είναι δυνατό μέσα στο νέο χρόνο, ενόψει του ότι καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες για διευθέτηση και της ανταπαίτησης.

 

κ. Βλάμης  Συμφωνώ με τα πιο πάνω.

 

Δικαστήριο: Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση στην αγωγή υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων για €14.523 με νόμιμο τόκο ο οποίος θα είναι από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης στην ανταπαίτηση.  Η εκτέλεση της απόφασης θα ανασταλεί μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης στην ανταπαίτηση.  Η ανταπαίτηση ορίζεται για ακρόαση στις 12 Ιανουαρίου 2009."

 

Ως αποτέλεσμα προχώρησε στην ακρόαση το μόνο θέμα που παρέμεινε και που ήταν η ανταπαίτηση.

 

Είναι ηλίου φαεινότερο από τον άνω συμβιβασμό ότι οι Εφεσίβλητοι δεν επέμεναν στον ισχυρισμό τους περί παρανομίας της επίδικης συμφωνίας άλλως θα ήταν παράλογο να δεχθούν απόφαση.  Το ίδιο ισχύει και για την Εφεσείουσα.  Με τη δήλωση του συμβιβασμού ουσιαστικά προκύπτουν και εξυπακούονται παραστάσεις από αμφότερους τους διαδίκους, μεταξύ άλλων, ότι έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας όπως προβάλλεται στην παράγρ. 3 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση αναφορικά με την νομιμότητα της επίδικης συμφωνίας. Σε διαφορετική περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα εξέδιδε απόφαση με βάση παράνομη συμφωνία.  Η παράγρ. 3 έχει ως ακολούθως:

"3.  Οι ενάγοντες αρνούνται την παρά. 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία είναι νόμιμη, ισχυρή και δεσμευτική και εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται οιονδήποτε θέμα που να επηρεάζει την εγκυρότητα της και οι εναγόμενοι εμποδίζονται δυνάμει συμφωνίας και/ή παραστάσεων και/ή συμπεριφοράς και/ή δηλώσεων επί των οποίων οι ενάγοντες βασίσθηκαν και ενήργησαν προ ζημιά τους και εκτέλεσαν τις ανατεθείσες σ'  αυτούς εργασίες από το να προβαίνουν στους εν λόγω ισχυρισμούς οι οποίοι αποτελούν προϊόν υστέρας σκέψεως προς αποφυγή των υποχρεώσεων τους."

 

Επίσης η αντεξέταση του Εφεσιβλητου 1 επί του θέματος ήταν διευκρινιστική και από τις απαντήσεις φαίνεται ξεκάθαρα η εγκατάλειψη υπό των Εφεσίβλητων του ισχυρισμού περί παρανομίας της συμφωνίας.  Παρατίθεται το σχετικό μέρος:

 

"Ε. Πέστε μου ξέρετε εάν η Stargel ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος τότε που του αναθέσατε την εργασία; Ή εκάμετε κάποια έρευνα;

 

Α.    Από ότι ήξερα ότι υπόγραψα το συμβόλαιο μου είπε η Stargel ότι ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος. Μας έδειξε ένα σπίτι που αυτός είχε κτίσει, πολυκατοικία υπό κατασκευή, η γυναίκα του μας έδειξε σπίτια που είχαν κτιστεί και προσπάθησε να μου πουλήσει ένα όταν υπόγραψα, όταν υπόγραψε το contrato δεν είχα κανέναν λόγο να αμφιβάλλω. Και μου είπε ότι είχε πολλή εμπειρία και μας είπε ότι εάν χρησιμοποιούσαμε υπεργολάβο θα ήταν έμπειροι επαγγελματίες τεχνίτες. Ξέρω ότι ο Κυριάκος είναι αδειούχος και ότι και η εταιρεία της γυναίκας του C & Ε Estates είναι αδειούχα και έχω μια επιστολή, πιστεύω είναι το τεκμήριο 21, που είναι στην επικεφαλίδα της εταιρείας C & Ε Estates που αναφέρεται στην κατασκευή του σπιτιού μας, τότε υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ του Stargel της C & Ε Estates και Κυριάκου Αλεξάνδρου.

 

Ε.    Άρα τώρα μας λέτε ότι δεν είναι στο έγγραφο που υπήρχε αυτός ο όρος για εξειδικευμένο προσωπικό, αλλά σας το είπαν.

 

Α.    Μου το είπε ο αδελφός του και ο ίδιος και η γυναίκα του.

 

Ε.    Σας λέω ότι και αυτό που λέτε δεν είναι η αλήθεια και προσπαθήσετε να καλύψετε την έλλειψη που φάνηκε πριν στη μαρτυρία σας.

 

Α. Τότε γιατί η Stargel να υπογράψει ένα συμβόλαιο που ήταν
τελείως παράνομο εφόσον δεν είχε τις απαιτούμενες άδειες;

 

Ε.    Είπε παρακάτω τις οποίες πιστεύει ότι είχε νομίζω.

 

 

Α. Βεβαίως. Κανένας, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα
προθυμοποιείτο να χτίσει ένα σπίτι εάν δεν είχε τις κατάλληλες
άδειες.

 

Ε.    Γιατί εσύ στην υπεράσπιση σου στην παράγραφο 4 ...

 

Α.    Μου έδειξε ένα σπίτι που έκτισε και είχε κόσμο που κατοικούσε εκεί, μου έδειξε μια πολυκατοικία που είπε ότι αυτό το έκτισε και
η γυναίκα του μου έδειξε ένα συνοικισμό που έκτισαν αυτά.

 

Ε. Εγώ σου λέω ότι αυτά τα έργα που λες έχουν κτιστεί από την
εταιρεία
C & Ε Estates Ltd, η οποία είναι εγγεγραμμένος
εργολάβος.

 

Α.    Δεν είναι αυτό που μας είχαν πει. Αυτό που μας είπαν ότι είναι
αυτές είναι κατασκευές από την
Stargel. Από την Stargel.

 

Ε.    Αφού λες ότι η Stargel έχει άδεια εξόσων ξέρεις γιατί στην
υπεράσπιση σου γράφεις ότι δεν έχουν άδεια; Στην παράγραφο
4 της υπεράσπισης σου;

 

Α.    Μετά από την προηγούμενη υπόθεση, από αυτήν, αυτήν που είμαστε τώρα ανακαλύψαμε ότι η Stargel έχει άδειες διότι η εταιρεία C & Ε Estates έχουν άδειες, ο Κυριάκος Αλεξάνδρου που είναι η Stargel είναι, έχει τις άδειες και έτσι ακολουθεί ότι η Stargel είναι έχει τις άδειες.

 

κ. Ζαχαρίου.     Δεν έχω άλλες ερωτήσεις."

 

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας των Εφεσιβλήτων ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

 

"κ. Ζαχαρίου  Δεν προτίθεμαι να φέρω μάρτυρα.  Απλώς θα προβώ σε παραδοχή του γεγονότος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στη σελίδα 2, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάληψης και ή ανέγερσης του έργου δεν ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο ………….. (διαβάζει στην παρ.4 της Υπερ. Και Ανταπ.).  Δεν θα υπάρξει οποιασδήποτε άλλη μαρτυρία."

 

Η νομική ανάλυση στην απόφαση της πλειοψηφίας αναφορικά με δηλώσεις/παραδοχές συνηγόρου με βρίσκει σύμφωνο πλην όμως είναι η άποψη μου ότι στα ειδικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής διότι, μεταξύ άλλων, η δήλωση παραδοχής της παρανομίας έγινε από την συνήγορο της Εφεσείουσας/Ενάγουσας και όχι από το συνήγορο των Εφεσίβλητων.  Πέραν όμως τούτου, εδώ, κατά την γνώμη μου, προκύπτουν δύο ζητήματα.  Το πρώτο αφορά το δεδικασμένο και το δεύτερο, δικαϊκό κώλυμα από τις παραστάσεις στις οποίες η Εφεσείουσα προέβη, μέσω του συνηγόρου της στο πλαίσιο της δίκης.

 

Το Εφετείο δυνάμει του Άρθρου 25(3) του Ν.14/60 και η Δ.35 θ.8 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών έχει εξουσία να επεμβαίνει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με έφεση είτε με αντέφεση προκειμένου να επιλύσει τα πραγματικά επίδικα ζητήματα, προς το σκοπό ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης.  (βλ. Ηolidays Tours Ltd v. Κούτα κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, Αβραάμ άλλως Δώρου Φασούλη κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 656, Δημητρίου κ.α. ν. Sidorenko (2011) 1 Α.Α.Δ. 1095 (απόφαση πλειοψηφίας)).  Η προσκόλληση στον τύπο θα αποτελούσε τυπολατρία και ιδιαίτερα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα ήταν άτοπη.

 

ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ

 

Όπως ανάφερα πιο πάνω, οι διάδικοι συνεβίβασαν την αξίωση που αναφέρεται στην αγωγή και εξεδόθη εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσίβλητων.  Σημειώνεται ότι καμία επιφύλαξη για κανένα επίδικο θέμα δεν έγινε από τους διαδίκους ή συνήγορους τους.  Περαιτέρω, σημειώνεται, ότι η αιτία αγωγής αφορούσε συμφωνία εργολαβίας ανέγερσης οικίας των Εφεσίβλητων από την Εφεσείουσα.

 

Η εμβέλεια της εκ συμφώνου απόφασης έχει αναλυθεί στην Governor and the Company of the Bank of Scotland v. Του Πλοίου "Sapphire Seas" (2002) 1 Α.Α.Δ. 1563.

"…………………………….. …………………………….. ………. Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι η εμβέλεια της εκ συμφώνου απόφασης.  Σύμφωνα με το Spencer, Bower, Turner and Handley, The Doctrine of Res Judicata, σελ. 39:

 

«Απόφαση ή διάταγμα εκ συμφώνου μπορεί να συνιστά δεδικασμένο.  Σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση να διερευνήσει ή να διερευνήσει περαιτέρω τα επίδικα θέματα και δεν αποφαίνεται δικαστικώς επ' αυτών·  πλήν, όμως,  με την κοινή παράκληση των μερών δίδει δικαστική επικύρωση και αναγκαστικό κύρος στα συμφωνηθέντα και με τον τρόπο αυτό μετατρέπει μια συμφωνία η οποία, εκτός δυνάμει νόμου, δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως κώλυμα σε δικαστική απόφαση επί της οποίας μπορεί να θεμελιωθεί εισήγηση για δεδικασμένο.  Αποφάσεις, διατάγματα και επιδικάσεις εκ συμφώνου είναι το ίδιο αποτελεσματικές όπως εκείνες που απαγγέλλονται μετά από ακροαματική διαδικασία για τη δημιουργία κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής και για την πραγματοποίηση συγχώνευσης των αιτιών αγωγής οι οποίες ηγέρθησαν στην αγωγή ......................................................

Η απόφαση για θεμελίωση δεδικασμένου δυνατόν να εξαρτάται από την ικανότητα ενός μέρους να συνάψει την σχετική συναλλαγή ή να δώσει την συγκατάθεση του. Δυνατόν επίσης να εξαρτάται από την εξουσία του δικαστηρίου να χορηγήσει τα σχετικά διατάγματα.»*

Σημειώνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί ποτέ θέμα αναφορικά με την ικανότητα του δικηγόρου, που εκπροσώπησε το εναγόμενο πλοίο, να δώσει τη συγκατάθεση του για την εκ συμφώνου απόφαση.  Ούτε και έχει τεθεί θέμα αναφορικά με την εξουσία του δικαστηρίου να εκδώσει την εκ συμφώνου απόφαση.

Η έννοια του κωλύματος αναφορικά με αιτία αγωγής (cause of action estoppel) έχει επεξηγηθεί από τον Diplock L.J. στην Thoday v. Thoday [1964] 1 All E.R. 341, 352 ως εξής: 

".. 'cause of action estoppel', is that which prevents a party to an action from asserting or denying, as against the other party, the existence of a particular cause of action, the non-existence or existence of which has been determined by a court of competent jurisdiction in previous litigation between the same parties.  If the cause of action was determined to exist, i.e., judgment was given on it, it is said to be merged in the judgment, or, for those who prefer Latin, transit in rem judicatam.  If it was determined not to exist, the unsuccessful plaintiff can no longer assert that it does; he is estopped per rem judicatam.  This is simply an application of the rule of public policy expressed in the Latin maxim, 'nemo debet bis vexari pro una at eadem causa'.» 

Σε μετάφραση:

«..... κώλυμα αναφορικά με αιτία αγωγής είναι εκείνο που εμποδίζει ένα μέρος μιας αγωγής από του να ισχυρίζεται ή να αρνείται, έναντι του άλλου μέρους, την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας αγωγής, η μη ύπαρξη ή ύπαρξη της οποίας έχει αποφασισθεί από αρμόδιο δικαστήριο σε προηγούμενη διαδικασία ανάμεσα στα ίδια μέρη.  Αν η αιτία αγωγής έχει αποφασισθεί ως υφιστάμενη αν π.χ. έχει δοθεί απόφαση επ' αυτής λέγεται ότι συγχωνεύεται στην απόφαση ή για εκείνους που προτιμούν τα λατινικά, transit in rem judicatam.  Αν έχει αποφασισθεί ως μη υφιστάμενη, ο αποτυχών ενάγοντας δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι υφίσταται· κωλύεται per rem judicatam.  Αυτή είναι απλώς εφαρμογή του κανόνα δημόσιας πολιτικής που εκφράζεται στο λατινικό γνωμικό 'nemo debet bis vexari pro una et eadem causa' (κανένας δεν μπορεί να ταλαιπωρείται δύο φορές για την ίδια αιτία).»

Έχουμε την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής (cause of action estoppel) γιατί με την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης έχει αποφασισθεί η ύπαρξη της αιτίας αγωγής, την οποία είχε επικαλεσθεί η Τράπεζα, σε διαδικασία ανάμεσα στα ίδια μέρη.  Επομένως η αιτία αγωγής έχει συγχωνευθεί στην εκ συμφώνου απόφαση.

Εν όψει της δημιουργίας κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής, η Τράπεζα κωλύεται από του να επαναφέρει το θέμα, για να πετύχει το αυτό αποτέλεσμα ήτοι απόφαση εναντίον του εναγομένου πλοίου.  Μια τέτοια πορεία θα εξουδετέρωνε την αρχή της τελεσιδικίας. Εδώ έχουν τη θέση τους τα λεχθέντα στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 (απόφαση Νικήτα, Δ.):      

«Ο αντίθετος προσανατολισμός θα δημιουργούσε επικίνδυνο ρήγμα στην αρχή της τελεσιδικίας. Το δεδικασμένο έχει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση στο Ρωμαϊκό δίκαιο.  Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασσική φράση, που εκφράζει την πεμπτουσία του δόγματος, quia res judicata pro veritate accipitur (Dig. 15,25),  που συνδέθηκε με την αλήθεια των νομικών καταστάσεων.  Αξίζει να παραθέσουμε από τη μελέτη του καθηγητή Χρίστου Μπάκα στον τόμο Δεδικασμένο του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1989) στη σελ. 50, που φανερώνει τη διαχρονική αξία του δόγματος:

'Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση άσχετα αν είναι δίκαια ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να αποδεχθεί την απόφαση και την εκτέλεση της ........  Το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με την προαναφερόμενη αρχή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που θα κυριαρχούσε σε διαφορετική περίπτωση στη δίκαιη κρίση ......'»

 

Στην παρούσα υπόθεση η Εφεσείουσα επέλεξε να κινήσει αγωγή εναντίον των Εφεσίβλητων με αιτία αγωγής ως ανωτέρω έχει αναφερθεί.  Εν συνεχεία συναίνεσε, χωρίς καμία επιφύλαξη, στην έκδοση εκ συμφώνου απόφασης.  Η εκ συμφώνου απόφαση έχει δημιουργήσει κώλυμα αναφορικά με την αιτία αγωγής (cause of action estoppel).  Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι στην Ανταπαίτηση, η οποία σύμφωνα με την νομολογία (βλ. Pilavachi & Co Ltd v. International Chemical Company Ltd (1965) 1 C.L.R. 97, Μυλωνά ν. Μυλωνά (2003) 1 Α.Α.Δ. 688) συνιστά ανεξάρτητη αγωγή, η Εφεσείουσα κωλύεται να επαναφέρει θέμα παρανομίας της επίδικης συμφωνίας.  Με την εκ συμφώνου απόφαση έχει αποφασισθεί η ύπαρξη της αιτίας αγωγής, την οποία επαναλαμβάνω, επικαλέστηκε η Εφεσείουσα, στην αγωγή μεταξύ τους.  Ενόψει της δημιουργίας κωλύματος αναφορικά με την αιτία αγωγής, η Εφεσείουσα κωλύεται από του να επαναφέρει το θέμα για να πετύχει τώρα αντίθετο αποτέλεσμα.

 

Στην Σιμιλλίδης ν. Σιμιλλίδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1012 τα γεγονότα περίπου ήταν τα ίδια όπως και η παρούσα υπόθεση.  Ο Εφεσείων/σύζυγος δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες δόσεις σε τράπεζα βάσει συμφωνίας ενοικιαγοράς και η τελευταία με την αγωγή αρ. 3702/93 εναντίον του Εφεσείοντα συζύγου της και εγγυητών/Εφεσίβλητων 2 και 3 εξασφάλισε απόφαση εκ συμφώνου εναντίον όλων των πιο πάνω.  Η Εφεσίβλητη/σύζυγος πλήρωσε το εξ αποφάσεως χρέος στην Τράπεζα και με αγωγή της διεκδίκησε από το σύζυγο της και δύο άλλους Εφεσίβλητους εγγυητές την συνεισφορά τους για το χρέος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την αξίωση της συζύγου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της και εναντίον του συζύγου της.  Ταυτόχρονα απέρριψε την Ανταπαίτηση του συζύγου στην οποία επικαλέστηκε παρανομία ήτοι εικονικότητα της ενοικιαγοράς αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

"Οι διάδικοι αποδεχόμενοι εκ συμφώνου απόφαση, ουσιαστικά απεκδύονται οποιουδήποτε ελαττώματος ή παρανομίας της εν λόγω συμφωνίας εφόσον το θέμα θα έπρεπε να τεθεί και αποφασισθεί στα πλαίσια εκείνης της αγωγής στην οποία και οι δύο υπήρξαν διάδικοι."

 

Ο Εφεσείων/σύζυγος καταχώρησε Έφεση ισχυριζόμενος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αρνήθηκε να εξετάσει αν η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν παράνομη/εικονική.  Το Εφετείο απορρίπτονας την Έφεση έκρινε ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο με την απόφαση στην αγωγή της Τράπεζας αρ. 3702/93.  Απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται εκ συμφώνου δημιουργεί δεδικασμένο και οδηγεί σε εφαρμογή του κωλύματος (estoppel) που αποκλείει την εκ δευτέρου δικαστική εξέταση ζητήματος λυθέντος στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου μεταξύ των ιδίων διαδίκων.  (βλ. επίσης Εταιρεία ο "Φιλελεύθερος" Λτδ κ.α ν. Σοφοκλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 549)

 

ΚΩΛΥΜΑ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 94, με αναφορά στην Langdale v. Danby (1982) 3 All E.R. 129, αποφασίστηκε:

 

"Παραστάσεις στις οποίες ο διάδικος προβαίνει μέσω του δικηγόρου του προς τον αντίδικο του στο πλαίσιο της δίκης, μπορούν να οδηγήσουν στην θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος εφόσον (i) είναι σαφείς, (ii) ο αντίδικος βασίζεται σε αυτές και αναπροσαρμόζει τη θέση του σε βαθμό και έκταση που (iii) θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον πρώτο διάδικο να αποστεί από τις παραστάσεις του."

 

(βλ. επίσης Πιττάλης Κωνσταντίνος κ.α. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Λαϊκή Τράπεζα ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1 Α.Α.Δ. 556, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92)

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είμαι της γνώμης ότι πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις.  Ο συμβιβασμός αξίωσης στηριζομένης στην επίδικη συμφωνία εξεδήλωνε την νομιμότητα της επίδικης συμφωνίας επί της οποίας στηρίζετο η αξίωση.  Με δεδομένο αυτό οι Εφεσίβλητοι όχι μόνο δεν παρουσίασαν μαρτυρία για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους στην παράγρ. 4 της Υπεράσπισης τους περί παρανομίας της επίδικης συμφωνίας, αλλά αντίθετα, μέσω του Εφεσίβλητου 1 δέχθηκαν την νομιμότητα της συμφωνίας, όπως ήταν η θέση των Εφεσειόντων.

 

Με βάση αυτά θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον πρώτο διάδικο να αποστεί από τις παραστάσεις του.  Αδικία που διαπιστώνεται και στην απόφαση της πλειοψηφίας.  Τα Δικαστήρια, κατά τη γνώμη  μου, θα πρέπει να αποτρέπουν αυτού του είδους δικονομικές συμπεριφορές.

 

Περαιτέρω στα ειδικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εάν επέτρεπα την Έφεση, θα είχε ως αποτέλεσμα, Δικαστήριο που απονέμει το δίκαιο στη επιείκειας να βοηθήσει διάδικο να αντλήσει πλεονέκτημα από παρανομία.  Να παραδέχεται δηλαδή ενώπιον Δικαστηρίου από τη μια ότι η επίδικη γραπτή συμφωνία είναι παράνομη  και από την άλλη να εξασφαλίζει Δικαστική απόφαση επί αυτής της παράνομης συμφωνίας και να αποκομίζει κέρδος.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα τον σχετικό λόγο Έφεσης.  Δεν θα προχωρήσω να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους Έφεσης ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας.

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο