ΔΙΓΚΛΗΣ κ.α. ν. TOTAL FIT LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E135/2015, 12/9/2018

ECLI:CY:AD:2018:A402

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E135/2015)

 

12 Σεπτεμβρίου, 2018

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, MIXAHΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1.  XXXXX ΔΙΓΚΛΗΣ,

2.  XXXXX ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι-

Καθ’ ων η Αίτηση,

ν.

 

TOTAL FIT LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας-Αιτήτριας.

­­_________________________

 

Αντώνης Ανδρέου, μαζί με Γκλόρια Π. Χρυσάφη, για τους Εφεσείοντες.

Μιχάλης Κυριακίδης, για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε. για την Εφεσίβλητη.

_________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η ορθότητα της ­απόφασης για οριστικοποίηση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων, τα οποία, κατόπιν αίτησης της εφεσίβλητης, είχαν εκδοθεί στην αγωγή αρ. 541/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Στρέφονται δε εναντίον των εφεσειόντων.  Τα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοσή τους είναι τα ακόλουθα:  Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών και διατηρεί επιχείρηση γυμναστηρίου, η οποία φέρει την ονομασία της.  Ιδρύθηκε το 1997, με πρωτοβουλία του πρώτου εφεσείοντος και ενός ακόμη προσώπου.  Οι δύο αυτοί συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους πρώτους μετόχους και διευθυντές της, ενώ, συγχρόνως, της πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ως γυμναστές.  Πέραν τούτων, της δάνεισαν διάφορα χρηματικά ποσά, προς το σκοπό δημιουργίας και λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης.  Συγκεκριμένα, ο πρώτος εφεσείων της δάνεισε συνολικό ποσό €131.900,00.  Στην πορεία, η εφεσίβλητη έτυχε, επίσης, δανεισμού από τραπεζικό οργανισμό.

 

Η εφεσίβλητη, αν και ασκούσε κανονικά τις εργασίες της στον πιο πάνω τομέα, εντούτοις, ουδέποτε κατόρθωσε να δημιουργήσει κέρδη.  Αντίθετα, αντιμετώπιζε συνεχώς προβλήματα και δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στις προαναφερθείσες οικονομικές της υποχρεώσεις.  Το 2002, η ανάγκη για εξυπηρέτηση, ειδικά, των τραπεζικών δανείων κατέστη ιδιαίτερα επιτακτική.  Τότε, ο πρώτος εφεσείων απευθύνθηκε για οικονομική βοήθεια προς συγγενικό του πρόσωπο, ονόματι XXXXX Δίγκλης, ο οποίος δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Ο τελευταίος ανταποκρίθηκε θετικά, έναντι, βέβαια, ανάλογου ανταλλάγματος.  Στην πορεία, αυτός, ως αποτέλεσμα της εμπλοκής του  στα οικονομικά της εταιρείας, κατέστη, τελικά, ο μοναδικός μέτοχός της.  Μέσω δε μιας πλήρως ελεγχόμενης από τον ίδιο εταιρείας, ανέλαβε, εξ ολοκλήρου, και τη διεύθυνσή της, ασκώντας, ουσιαστικά, τα καθήκοντα του διευθυντή∙ ο πρώτος εφεσείων παρέμεινε εκτός της εταιρείας.

 

Στις 3.2.2012, προς εξασφάλιση μέρους του δανείου, το οποίο ο πρώτος εφεσείων, όπως έχει προαναφερθεί, είχε παραχωρήσει στην εφεσίβλητη, υπεγράφη, μεταξύ του και της εφεσίβλητης, συμφωνία ομολόγου (debenture agreement), για ποσό €100.000,00.  Στην εν λόγω συμφωνία, αναγνωριζόταν, κατ’ αρχάς, ότι ο πρώτος εφεσείων δάνεισε στην εφεσίβλητη το πιο πάνω ποσό και εμφανιζόταν στα βιβλία της ως πιστωτής της.  Επιπρόσθετα, υπήρχε πρόβλεψη για την παραχώρηση από την εφεσίβλητη, προς όφελος του πρώτου εφεσείοντος, κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί του ενεργητικού της, καθώς, επίσης, για τη δυνατότητα διορισμού παραλήπτη και διαχειριστή (receiver and manager) αυτού.  Ειδικά, σε ό,τι αφορούσε την τελευταία πρόνοια, η συμφωνία ομολόγου προέβλεπε ότι αυτή θα ενεργοποιείτο στη βάση των προνοιών συμφωνίας διευκόλυνσης (facility agreement), την οποία τα μέρη, επίσης, θα συνήπταν μεταξύ τους.

 

Στις 12.3.2015, ο πρώτος εφεσείων, ενεργώντας, κατ’ ισχυρισμό, δυνάμει της προαναφερθείσας συμφωνίας ομολόγου, επέδωσε προς την εφεσίβλητη επιστολή, με την οποία καθιστούσε το ποσό του ομολόγου πληρωτέο και απαιτητό.  Με μια δεύτερη επιστολή, ιδίας ημερομηνίας, πληροφόρησε και πάλι την εφεσίβλητη για το διορισμό του δεύτερου εφεσείοντος ως παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της.  Επιπρόσθετα, ο πρώτος εφεσείων μερίμνησε ώστε οι πιο πάνω ενέργειές του να έλθουν σε γνώση του προσωπικού και της πελατείας του γυμναστηρίου της εφεσίβλητης.  Κατά τον ίδιο χρόνο, ο δεύτερος εφεσείων επιχείρησε να λάβει κατοχή του υποστατικού στο οποίο λειτουργούσε το γυμναστήριο και, γενικά, να θέσει υπό τον έλεγχό του το ενεργητικό της εφεσίβλητης, με ό,τι θα συνεπαγόταν η πράξη του αυτή.

 

Η εφεσίβλητη, ενεργώντας διά του διευθυντή της, κ. XXXXX Δίγκλη, καταχώρισε την προαναφερθείσα αγωγή, η οποία στρέφεται κατά των εφεσειόντων, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα.  Στο πλαίσιο αυτής, σύμφωνα με την οπισθογράφηση απαίτησης, αξιώνεται, μεταξύ άλλων, διακηρυκτική απόφαση ότι ο διορισμός του δεύτερου εφεσείοντος ως παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της «είναι άκυρος ή/και παράνομος ή/και χωρίς έννομα αποτελέσματα».  Την ίδια ημέρα, καταχωρίστηκε, εκ μέρους της εφεσίβλητης, και μονομερής αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν δύο προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα, με τα οποία, ουσιαστικά, εμποδίζεται ο δεύτερος εφεσείων να εισέρχεται στο υποστατικό της, καθώς, επίσης, να ενεργεί ως παραλήπτης και διαχειριστής του ενεργητικού της, δυνάμει της προαναφερθείσας συμφωνίας ομολόγου.  Εκδόθηκε, επίσης, τρίτο διάταγμα, με το οποίο εμποδίζονται και οι δύο εφεσείοντες από του να ασκούν οποιοδήποτε δικαίωμα ή πράξη, που, δυνατό, να απορρέει από τη συμφωνία ομολόγου.

 

Ακολούθησε η καταχώριση σχετικής ειδοποίησης ένστασης, από μέρους των εφεσειόντων, οπότε τα προαναφερθέντα προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα υποβλήθηκαν σε αναθεώρηση inter partes.  Ο εκδικάσας Δικαστής κατέληξε στην οριστικοποίησή τους, η δε απόφασή του, σχετικά, προσβλήθηκε με την υπό εξέταση έφεση.  Διαπιστώνεται ότι υπάρχει αντιστοιχία των λόγων που προβάλλονται με αυτή με κάποιους από τους λόγους ένστασης που είχαν προβληθεί πρωτόδικα στη σχετική ειδοποίηση.  Με δεδομένο αυτό, διαπιστώνεται, επίσης, ότι, στο επίκεντρο της όλης διαδικασίας και της αντίστοιχης επιχειρηματολογίας των συνηγόρων των διαδίκων μερών, βρίσκεται η συμφωνία ομολόγου∙ ειδικά, οι πρόνοιες ενεργοποίησης της εξουσίας που αυτή παρείχε στον πρώτο εφεσείοντα για διορισμό παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της εφεσίβλητης, εξουσία η οποία φέρεται να ασκήθηκε, με αποτέλεσμα το διορισμό, υπό την πιο πάνω ιδιότητα, του δεύτερου εφεσείοντος.           

 

Βασικά, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η οριστικοποίηση των προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων είναι αντίθετη προς το νόμο και τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία αναφορικά με το διορισμό παραλήπτη και διαχειριστή εταιρείας, δυνάμει συμφωνίας ομολόγου, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι αυτός έγινε όπως προβλέπεται στη συμφωνία ομολόγου και στο σχετικό νόμο.  Επιπρόσθετα, εισηγούνται πως δεν πληρούντο και οι προϋποθέσεις έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, δυνάμει του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), τόσο για το λόγο ανωτέρω, όσο και για το ότι η προσκομισθείσα, σχετικά, μαρτυρία είναι ανεπαρκής.

 

Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη προβάλει τη θέση, στη βάση της οποίας κινήθηκε και η υπό αναφορά αγωγή, ότι ο διορισμός του δεύτερου εφεσείοντος ως παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της είναι άκυρος εξ υπαρχής και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.  Βασίζεται δε η θέση αυτή στο ότι η σχετική πρόνοια στη συμφωνία ομολόγου, η εγκυρότητα της οποίας ουδόλως έχει αμφισβητηθεί, τελούσε, ως προς την ενεργοποίησή της, υπό την αίρεση συγκεκριμένων προνοιών μιας άλλης συμφωνίας, την οποία τα ίδια μέρη θα συνήπταν μεταξύ τους, υπό την περιγραφή facility agreement, («συμφωνία διευκόλυνσης»).  Η εν λόγω δεύτερη συμφωνία, όμως, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, ουδέποτε έχει συνομολογηθεί, θέση που το εκδικάσαν Δικαστήριο έκανε δεκτή, στο πλαίσιο, βέβαια, των αρχών που διέπουν τη συγκεκριμένη ενδιάμεση διαδικασία.    

 

Δεδομένης της κρισιμότητας της πιο πάνω θέσης της εφεσίβλητης, κρίνεται αναγκαίο όπως, στο σημείο αυτό, παρατεθούν οι σχετικές πρόνοιες της συμφωνίας ομολόγου, προκειμένου να διαφανεί ποια ήταν η πρόθεση των μερών κατά τη σύναψή της.  Η υπό αναφορά συμφωνία συντάχθηκε στην Αγγλική και στον όρο 12.4 αυτής προνοείται ότι:-

 

“12.4  At any time after this security becomes enforceable pursuant to clause 12.1 ..., the Lender may without further notice in addition to and without prejudice to any other remedy being granted pursuant to the terms hereof or pursuant to any other agreement or instrument or by law, appoint in writing under the hands of its duly authorised representative or representatives any person, whether such person is an employee of the Lender or the Borrower or not, as Receiver of the Charged Assets or any part thereof ...”

 

 

 

Ο όρος 12.1, που αναφέρεται στον παρατεθέντα αμέσως προηγουμένως όρο,  προβλέπει ότι:-

 

“12.1 The security constituted hereby shall become immediately enforceable at the Enforcement Time.”

 

 

 

Στο ερμηνευτικό μέρος της ίδιας συμφωνίας αναφέρεται ότιΕnforcement Τime means any time at which a notice is given in accordance with clause 11.1 (Events of Default) of the Facility Agreement;” και, πιο κάτω, Event of Default means an event which is designated to be an Event of Default under clause 11.1 of the Facility Agreement;”

 

Οι πιο πάνω συμβατικές πρόνοιες, σαφώς, παρείχαν εξουσία στον πρώτο εφεσείοντα να προβεί στο διορισμό παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της εφεσίβλητης.  Είναι, όμως, πρόδηλο, συγχρόνως, ότι η ενεργοποίηση της εν λόγω εξουσίας  εξαρτάτο άμεσα από συγκεκριμένες πρόνοιες, οι οποίες θα προβλέπονταν στη συμφωνία διευκόλυνσης, ειδικά, ως προς το χρόνο και τον τρόπο που αυτή μπορούσε να ασκηθεί.  ΄Οπως, όμως, έχει, ήδη, επισημανθεί, η τελευταία πιο πάνω συμφωνία φέρεται να μην έχει, ποτέ, συνομολογηθεί.  Επομένως, αυτή δε θα μπορούσε και να προσκομιστεί, ως μέρος της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, ως η περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων.  Τα θέματα αυτά και τα υπόλοιπα θέματα που αναφέρονται στη συνέχεια εξετάζονται υπό το πρίσμα της φύσεως της παρούσας διαδικασίας, η οποία αναλήφθηκε δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960 και η οποία επιβάλλει την εξέταση των σχετικών με τα εν λόγω θέματα ισχυρισμών ως αυτοί έχουν στην όψη τους.  Τούτο δε, εφόσον οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, στο πλαίσιο της καθοδήγησης που παρέχεται, σχετικά, στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557

 

Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως το θέμα, ειδικά, της νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να εγείρει την υπό αναφορά αγωγή, που, βασικά, στηρίζεται στη θέση της ότι δεν είναι νόμιμος ο διορισμός του δεύτερου εφεσείοντος ως παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της, ενδεχομένως, μπορεί, να εγερθεί από τους εφεσείοντες αυτοτελώς, μέσω της κατάλληλης διαδικασίας, εφόσον υπάρχει, προς τούτο, το αναγκαίο κοινώς αποδεκτό πραγματικό υπόβαθρο, και να κριθεί από το Δικαστήριο τελεσίδικα, με ανάλογες συνέπειες ως προς την πορεία, πρωτόδικα, της αγωγής.   

 

΄Οπως έχει, ήδη, αναφερθεί, τα υπό εξέταση προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα εκδόθηκαν στη βάση των προνοιών του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960.  Με ένα δε από τους λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου περί ικανοποίησης των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει η επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου.  Η μαρτυρία την οποία αυτό είχε ενώπιόν του, περί ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση κατά την ακρόαση, καθώς, επίσης, πιθανότητας η εφεσίβλητη να δικαιούται σε θεραπεία, προκύπτει, κυρίως, από το περιεχόμενο της συμφωνίας ομολόγου και, ειδικά, από τις πιο πάνω παρατεθείσες πρόνοιές της.  Επιπρόσθετα, είναι και ο ισχυρισμός, εκ μέρους της εφεσίβλητης, ότι τα μέρη ουδέποτε συνήψαν την προβλεπόμενη σε αυτή συμφωνία διευκόλυνσης.  

 

Διαφαίνεται ότι ο τελευταίος πιο πάνω ισχυρισμός, χωρίς αυτός να κρίνεται οριστικά, ή να κρίνεται η αλήθεια του, σε οποιοδήποτε βαθμό, ιδωμένος υπό το φως των προνοιών, ανωτέρω, της συμφωνίας ομολόγου, πρόσφερε την απαραίτητη νομική βάση, διά της οποίας η εφεσίβλητη μπορούσε να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διορισμού του δεύτερου εφεσείοντος, υπό την ιδιότητα που έχει προαναφερθεί.  Τούτο δύναται να στηριχθεί στο ότι, εκ πρώτης όψεως, οι εν λόγω πρόνοιες καθιστούν την ύπαρξη της συγκεκριμένης συμφωνίας διευκόλυνσης, που έχει προαναφερθεί, απαραίτητο προαπαιτούμενο για την ενεργοποίησή τους.  Στο σύγγραμμα The Law Relating to Receivers, Managers and Administrators, του Hubert Picarda, 4η έκδοση, συνοψίζεται ο σχετικός κανόνας δικαίου στη σελίδα 120, ως εξής:-

 

“..., it should be observed that challenges to the debenture and to the appointment of a receiver under it can be mounted by the company acting by its directors but not by the directors and shareholders acting in their own right.”

 

 

 

Βασική υπόθεση, στην οποία γίνεται παραπομπή, σχετικά, στο πιο πάνω σύγγραμμα, είναι η R Jaffe Ltd (In Liquidation) v Jaffe (No 2) - [1932] NZLR 195, όπου έχουν λεχθεί, συναφώς, στη σελίδα 5 τα εξής: “Here the right to appoint a receiver and manager rests in contract, and, in my opinion, the terms of the contract must be observed.”.  Αφορούσε περίπτωση μη τήρησης του όρου αναφορικά με τον τύπο διορισμού του παραλήπτη διαχειριστή, ήτοι εγγράφως, όπως προέβλεπε η σχετική συμφωνία.  Ως αποτέλεσμα, ο προαναφερθείς διορισμός κρίθηκε άκυρος.  Επομένως, υπό αυτές τις περιστάσεις, διαφαίνεται να υπάρχει νομική βάση έγερσης, εκ μέρους της εφεσίβλητης, μέσω του διευθυντή της, της εν λόγω αγωγής, για αμφισβήτηση της εγκυρότητας του διορισμού του δεύτερου εφεσείοντος ως παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού της, (βλ. R Jaffe Ltd (In Liquidation) v Jaffe (No 2), ανωτέρω).  Επιπρόσθετα, υπό το φως της συζήτησης που έχει προηγηθεί, σαφώς, η ίδια μαρτυρία ορθώς έχει κριθεί ότι αποκαλύπτει πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. 

 

΄Οπως διαπιστώνεται από τις πιο πάνω αυθεντίες, νομική βάση αγωγής, όπως αυτή που αναφέρεται πιο πάνω, προϊόν, ουσιαστικά, παραβίασης, κατ’ ισχυρισμό, συγκεκριμένου όρου συμφωνίας ομολόγου, ουδόλως αντιστρατεύεται τις αρχές οι οποίες προβλέπονται στο νόμο και στη σχετική νομολογία, σε σχέση με το νόμιμο διορισμό και λειτουργία παραλήπτη και διαχειριστή του ενεργητικού μιας εταιρείας, ως η εισήγηση, σχετικά, του συνηγόρου των εφεσειόντων. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση διορισμού εκκαθαριστή εταιρείας, δυνάμει δικαστικού διατάγματος για εκκαθάρισή της.  Συγκεκριμένα, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Genemp Trading Ltd ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2009) 1      A.A.Δ. 1658, στη σελίδα 1662, «Η αναγνώριση της δυνατότητας της εταιρείας να εφεσιβάλει το διάταγμα εκκαθάρισης της ουδόλως αντιστρατεύεται τις νομοθετικές πρόνοιες.».  Εν προκειμένω, όμως, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, αυτό που αμφισβητείται από την εφεσίβλητη είναι η εγκυρότητα του διορισμού του δεύτερου εφεσείοντος, υπό την πιο πάνω ιδιότητα, και όχι η εγκυρότητα της συμφωνίας ομολόγου, στην έκταση που αυτή δεν αφορά στην πιο πάνω πτυχή.    

 

Στην παρούσα περίπτωση, εάν επιτρεπόταν η άμεση ανάληψη της κατοχής από το δεύτερο εφεσείοντα του υποστατικού, εντός του οποίου λειτουργεί το γυμναστήριο της εφεσίβλητης, και, γενικά, του ελέγχου του ενεργητικού της, αυτό θα επιδρούσε, το πιο πιθανό, δυσμενώς στην όλη εικόνα της διεξαγόμενης επιχειρηματικής δραστηριότητάς της.  Το προσωπικό θα ανησυχούσε, λογικά, για τη διασφάλιση της εργοδότησής του, οι δε πελάτες της, δικαιολογημένα, θα είχαν εύλογες ανησυχίες κατά πόσο αυτοί θα συνέχιζαν να λαμβάνουν απρόσκοπτα τις υπηρεσίες για τις οποίες πλήρωσαν κάποια συνδρομή.  Αυτά δε όχι χωρίς εύλογη αιτία, αφού η διεξαγωγή της επιχείρησης της εφεσίβλητης ουδέποτε υπήρξε, ως φαίνεται από τη μαρτυρία, κερδοφόρα, ώστε η εφεσίβλητη, υπό τη διαχείριση του δεύτερου εφεσείοντος, να μπορούσε να ξεπληρώσει τα δάνειά της.  Οπότε, και στην προκειμένη περίπτωση, για να καθίστατο εφικτή η ικανοποίηση του χρέους της προς τον πρώτο εφεσείοντα, δυνάμει της συμφωνίας ομολόγου, θα έπρεπε, πιθανόν, ο δεύτερος εφεσείων να προέβαινε στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της.

 

Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, σαφώς, δικαιολογείτο η διατήρηση του status quo ante αναφορικά με το καθεστώς λειτουργίας της εφεσίβλητης, προς αποφυγή πρόκλησης ορατής ανεπανόρθωτης ζημιάς σε αυτή στο άμεσο μέλλον, και, οπωσδήποτε, και η έκδοση των προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.  Μέσα από το ίδιο μαρτυρικό υλικό, προκύπτει ότι ήταν, επίσης, ορθή η εκτίμηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της οριστικοποίησης, οπωσδήποτε, των δύο πρώτων απαγορευτικών διαταγμάτων, τα οποία στρέφονται εναντίον του δεύτερου εφεσείοντος.  Υπό το φως δε των περιορισμών που αυτά θέτουν στον τελευταίο, η οριστικοποίηση και του τρίτου προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο στρέφεται εναντίον και των δύο εφεσειόντων, δεδομένου του περιεχομένου του, όπως αναφέρεται, συνοπτικά, πιο πάνω, δε θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό.  Επομένως, το εν λόγω διάταγμα ακυρώνεται.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α.       

 

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο