Ι. Γ. ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΜΙΧΑΗΛ, Πολιτική Έφεση Αρ. E187/2013, 9/10/2018

ECLI:CY:AD:2018:A435

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. E187/2013

 

9 Οκτωβρίου, 2018.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, M. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/Δ]

 

Ι. Γ. ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσειόντων,

 

-          ΚΑΙ  -

 

XXXXX ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσίβλητης,

 

-          ΚΑΙ  -

 

OPTIONS CASSOYLIDES PLC,

Πρώην Εναγομένων.

------------------------

Μιλτιάδης Βιολάρης για Κλεόπας & Κλεόπας Δ.Ε.Π.Ε, για τους Εφεσείοντες.

Παναγιώτης Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ:-  Η εφεσίβλητη καταχώρησε την αγωγή υπ’ αρ. 6638/2009 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εταιρείας Options Cassoulides Plc («η εταιρεία») διεκδικώντας από αυτή γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία τραυματισμού της σε εργατικό ατύχημα.  Το ατύχημα συνέβη κατά ή περί την 21.5.2009, ενώ η εφεσίβλητη βρισκόταν, όπως ήταν η θέση της, στην υπηρεσία της εν λόγω εταιρείας. 

 

Μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, η εφεσίβλητη αιτήθηκε την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, με την απάλειψη του ονόματος της εταιρείας και την αντικατάσταση του με το όνομα  Ι.Γ. ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, προβάλλοντας ότι εκ λάθους ανέφερε στους δικηγόρους της, όταν τους έδωσε οδηγίες, πως οι εργοδότες της ονομάζονται Options Cassoulides Plc. Το λάθος, ισχυρίστηκε, διαπιστώθηκε από τους δικηγόρους της κατά την προετοιμασία της ακρόασης, τον Σεπτέμβρη 2012, όταν η εφεσίβλητη τους παρέδωσε στοιχεία σε σχέση με το μισθό που λάμβανε κατά το χρόνο του ατυχήματος.  Αποδίδοντας το λάθος σε σύγχυσή της, λόγω των διαφόρων ονομάτων και επωνυμιών που χρησιμοποιούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο από τον όμιλο εταιρειών Κασουλίδη, ήταν η θέση της ότι επρόκειτο για καλόπιστο λάθος και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένο.

 

Το αίτημα αντιμετώπισε την ένσταση της εταιρείας αλλά και των προτεινόμενων εναγομένων, Ι.Γ. ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, στους οποίους είχε επιδοθεί η αίτηση κατόπιν οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Δεδομένου ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε πρωτόδικα ή κατ’ έφεση σχετικά με την επίδοση της αίτησης στους προτεινόμενους διαδίκους,  το ζήτημα αυτό δεν θα μας απασχολήσει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαιοδοτικό πλαίσιο για την εξέταση του αιτήματος ήταν η Δ.9,θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στο εξής «οι Θεσμοί») και όχι η Δ.12 και η Δ.25 επί των οποίων επίσης εδραζόταν η αίτηση.  Εγκρίνοντας δε το αίτημα, έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση λανθασμένης περιγραφής διαδίκου, στην οποία τύγχαναν εφαρμογής οι αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν Σ.Χ. Χαρικλείδη κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 1608.   Αφού σημείωσε, επίσης, τη σύμφωνη θέση όλων των πλευρών,  ότι εργοδότες της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν οι προτεινόμενοι διάδικοι, έκρινε πως η σκοπούμενη τροποποίηση εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, αφού θα παρεχόταν στο Δικαστήριο η ευκαιρία να αποφασίσει επί της «ουσιαστικής πτυχής» της υπόθεσης. Κατά πόσο δηλαδή οι εργοδότες της εφεσίβλητης υπέχουν ευθύνη έναντι της για το ατύχημα.

 

Σε σχέση δε με τον παράγοντα της καθυστέρησης, σαν λογικής απόρροιας των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος για τον οποίο, σημειώνουμε, έγινε πολύς λόγος τόσο από την εταιρεία όσο και από τους προτεινόμενους εναγομένους, το Δικαστήριο δεν εντόπισε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, αφού η δικαιολογία της εφεσίβλητης, ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μόλις αντιλήφθηκε το λάθος, δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέτασή της.  Ούτε θα προξενείτο, κατά την άποψή του,  ανεπανόρθωτη ζημιά στους καθ’ ων η αίτηση, δεδομένου ότι δεν είχε αρχίσει η ακροαματική διαδικασία της αγωγής, η εταιρεία θα έπαυε να είναι διάδικος και οι προτεινόμενοι εναγόμενοι θα είχαν δικαίωμα καταχώρησης υπεράσπισης με την οποία να προβάλουν τους  δικούς τους ισχυρισμούς. 

 

Η έφεση που ασκήθηκε από τους εφεσείοντες Ι.Γ.ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, κατά της απόφασης αυτής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προωθήθηκε στη βάση έξι λόγων έφεσης οι οποίοι αφορούν σε όλες τις πιο πάνω πτυχές της και στην επιδίκαση των εξόδων της αίτησης εναντίον των εφεσειόντων[1]

 

Ως πρώτο θέμα θα μας απασχολήσει κατά πόσο η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Δ.9, θ.10 των Θεσμών παρέχει τη δυνατότητα αντικατάστασης εναγομένου, είναι εσφαλμένη και στερείται νομικού ερείσματος, ως είναι η θέση των εφεσειόντων. Επί του προκειμένου, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι θεσμοί επιτρέπουν την αντικατάσταση ενάγοντα (Δ.9, θ.2) αλλά δεν υπάρχει, δικονομικά, η δυνατότητα αντικατάστασης εναγόμενου, παρά μόνο η προσθήκη ή διαγραφή του με βάση τις αρχές της συνένωσης εναγομένων, κάτι που δεν ζητήθηκε και δεν προωθήθηκε από την εφεσίβλητη.  Παράλληλα υποδεικνύουν ότι η τροποποίηση του τίτλου μιας αγωγής, χωρεί μόνο για σκοπούς διόρθωσης λάθους στο όνομα διαδίκου και όχι για σκοπούς προσθήκης νέου διάδικου.

 

Από την άλλη πλευρά, η εφεσίβλητη εισηγείται, με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα, ότι η θέση των εφεσειόντων δεν βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό της εν λόγω δικονομικής πρόνοιας, αλλά ούτε στη νομολογία.

 

Η τροποποίηση του τίτλου αγωγής με την υποκατάσταση ενός διαδίκου με άλλο διάδικο, διέπεται από τη Δ.9 των Θεσμών.  Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος μπορεί να συνεπάγεται την υποκατάσταση νέου διάδικου (βλ. την απόφαση του δικαστή Russell, LJ στην Mitchell v Harris Engineering Company Ltd [1967] 2 QB 703, 721), σε τέτοια περίπτωση, όμως, η υποκατάσταση είναι τεχνική ή τυπική (βλ. την απόφαση του Dawson, J στην Bridge Shipping (Pty) Ltd v Grand Shipping SA and Another [1992] LRC (Comm) 730, 734 και 739).  Η Δ.9, θ.11 προβλέπει ότι όπου προστίθεται ή υποκαθίσταται εναγόμενος, το κλητήριο ένταλμα τροποποιείται αναλόγως και επιδίδεται στον νέο εναγόμενο. 

 

Κατά τα προβλεπόμενα στη Δ.9, θ.10, η διαδικασία εναντίον του νέου εναγομένου θεωρείται ότι αρχίζει με την επίδοση σε αυτόν του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος.  Επομένως, ο χρόνος που επιχειρείται η τροποποίηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις εκείνες που ενδεχόμενη προσθήκη ή υποκατάσταση θα ανατρέψει ή θα οδηγήσει σε αποστέρηση του προτεινόμενου εναγόμενου υπεράσπισης που του παρέχει ο νόμος.  Εξηγεί, συναφώς, ο Πικής, Π στην υπόθεση Papaioannou Ltd v Intermed Ship κ.ά (1995) 1 ΑΑΔ 467, μετά από αναφορά στην Κetteman v Hansel Properties Ltd [1988] 1 All ER 38 ότι:

«Οι θεσμικές διατάξεις ρυθμίζουν τη διαδικασία. Η εφαρμογή τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος ή να αποστερήσει τον εναγόμενο από υπεράσπιση την οποία του παρέχει ο νόμος.» 

 

Πριν από το 1965, τα αγγλικά δικαστήρια αντιμετώπιζαν το ζήτημα εφαρμόζοντας τον κανόνα περί ανατροπής της προθεσμίας, μη επιτρέποντας την προσθήκη διαδίκου ή βάση αγωγής αν η προσθήκη θα οδηγούσε σε ανατροπή υπεράσπισης που προβλεπόταν από τον περί Παραγραφής Νόμο του 1939, (βλ. μεταξύ άλλων, Davies v Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All ER 672).  Όπου αυτό προβαλλόταν ως ενδεχόμενο, ετίθετο το ερώτημα κατά πόσο η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος αποσκοπούσε, στην πραγματικότητα, στην προσθήκη ή υποκατάσταση εναγομένου,  ή στην απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer). Στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρεπόταν η τροποποίηση, στη δεύτερη μπορούσε να επιτραπεί αν η ουσία της υπόθεσης το δικαιολογούσε.  Η αδικία που προκαλείτο από την εφαρμογή του κανόνα, οδήγησε από το 1965 στη θεσμική ρύθμιση του ζητήματος, αρχικά από το O. 20, r. 5 των αγγλικών Θεσμών[2],  ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις αίτηση για τροποποίηση που υποβάλλεται μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής, μπορεί να εγκριθεί αν το Δικαστήριο το κρίνει δίκαιο.  Στην Κύπρο όμως, όπως παρατηρείται στην Κυριάκου κ.ά ν Φραντζίδη (1999) 1 ΑΑΔ 2035, τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα, ενώ υποδεικνύεται ότι θα έπρεπε να είχε θεσπιστεί και στην Κύπρο τέτοια αλλαγή «…για να είναι δυνατή η εξέταση των περιστατικών της κάθε περίπτωσης ώστε να υπερισχύει, πέρα από άκαμπτα νομικά κωλύματα ό,τι καταδεικνύεται ως το δίκαιο».  Υπόδειξη την οποία επαναλαμβάνουμε.

 

Εκτενής ανασκόπηση της εξέλιξης της σχετικής αγγλικής νομολογίας, πριν από το 1965, γίνεται στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν Χαρικλείδη (ανωτέρω), την οποία εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί.  Στην υπόθεση εκείνη τέθηκε το ερώτημα που τέθηκε και στην Davies (ανωτέρω), κατά πόσο η περίπτωση αποτελούσε διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα».[3]  Η κάθε υπόθεση, βέβαια, όπως προκύπτει και από τη σχετική νομολογία, εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση το κατά πόσο η σκοπούμενη τροποποίηση αποτελούσε, στην πραγματικότητα, υποκατάσταση διαδίκου ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ακαδημαϊκό και δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της Χαρικλείδη,  όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.   Στην Χαρικλείδη, τυχόν υποκατάσταση του εναγομένου θα συνεπαγόταν ανατροπή της τασσόμενης από το άρθρο 8(1)(β) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983 (Ν25/83) προθεσμίας για τη λήψη νομικών διαβημάτων από ιδιοκτήτη απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης.  Γεγονός που έφερνε στο προσκήνιο το ερώτημα που τέθηκε στην Davies κατά πόσο επρόκειτο για περίπτωση «σφάλματος περί το όνομα». Στην προκειμένη περίπτωση δεν ετίθετο θέμα ανατροπής προθεσμίας ή οποιασδήποτε άλλης υπεράσπισης των εφεσειόντων με την σκοπούμενη τροποποίηση, ούτε συνεπαγόταν η έγκριση της αίτησης την αποστέρηση ουσιαστικού δικαιώματός τους.  Αυτή δε είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Χαρικλείδη και της παρούσας, η οποία καθιστά την Χαρικλείδη μη σχετική με την περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε, λοιπόν, να περιοριστεί στο μόνο ερώτημα που αναδυόταν από τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά πόσο δηλαδή οι εφεσείοντες ήταν αναγκαίοι διάδικοι για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.9, θ.10 των Θεσμών.  Ζήτημα το οποίο δεν συνεπαγόταν την εξέταση κατά πόσο η προτεινόμενη τροποποίηση αφορούσε «σφάλματος περί το όνομα».  Έχοντας, όμως, απαντήσει στο ερώτημα αυτό,  το Δικαστήριο στη συνέχεια θεώρησε, ουσιαστικά, ότι οι εφεσείοντες ήταν αναγκαίοι διάδικοι αφού, όπως σημείωσε, η απαίτηση της εφεσίβλητης  θα μπορούσε να διεκδικηθεί μόνο από τους εφεσείοντες οι οποίοι ήταν οι εργοδότες της, κατά το χρόνο του ατυχήματος.  Το εύρημα είναι ορθό και, εν πάση περιπτώσει, δεν προσβάλλεται με την έφεση.

 

Ό,τι απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια ήταν τα όσα προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες και την εταιρεία ως παράγοντες που αφορούσαν στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εγκρίνει ή όχι το αίτημα, τα οποία το Δικαστήριο απέρριψε.  Έχει σημειωθεί η επ’ αυτών κρίση του Δικαστηρίου, ανωτέρω, την οποία οι εφεσείοντες θεωρούν  εσφαλμένη, ως έχει αναφερθεί.  

 

Τέθηκε θέμα καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης.  Θέση η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο κρίνοντας ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση αφού η εφεσίβλητη ενήργησε  δεόντως μόλις αντιλήφθηκε το λάθος. Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση στη βάση  ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε πλήρως πως το βάρος απόδειξης σχετικά με τον παράγοντα της καθυστέρησης ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης.  Καταλήγοντας δε ότι η παράλειψη αντεξέτασης της εφεσίβλητης κατέστησε αδιαμφισβήτητο τον ισχυρισμό της περί υποβολής της αίτησης μόλις αυτή αντιλήφθηκε το λάθος, το Δικαστήριο παραγνώρισε, επίσης, πως οι καθ’ ων η αίτηση (η εταιρεία και οι εφεσείοντες), αμφισβητούσαν τον εν λόγω ισχυρισμό.  Προσβάλλεται και η ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου περί μη πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στους εφεσείοντες στη βάση, ουσιαστικά, ότι με την υποκατάσταση τους στη θέση της εταιρείας, θα αναγκαστούν να λάβουν μέρος σε αγωγή που προωθείται εναντίον άλλου διάδικου για περίοδο τεσσάρων ετών εν αγνοία τους.  Επίσης, θα αποστερηθούν «όλων των δικαιωμάτων που έχει ένας διάδικος από την πρώτη στιγμή που επιδίδεται σε αυτόν μια αγωγή», ενώ σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της εφεσίβλητης, θα κληθούν να καταβάλουν τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. 

 

Υπήρξε όντως αμφισβήτηση εκ μέρους της εταιρείας και των εφεσειόντων των όσων προβλήθηκαν από την εφεσίβλητη ως δικαιολογία για το χρόνο υποβολής της αίτησης. Βέβαια, αίτηση για τροποποίηση με την προσθήκη ή υποκατάσταση διαδίκου δυνάμει της Δ.9, μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Η καθυστέρηση στην υποβολή μιας τέτοιας αίτησης δεν αποτελεί εκ προοιμίου αρνητικό παράγοντα για την έγκρισή της, αλλά εξετάζεται σε συνάρτηση με άλλους παράγοντες όπως, για παράδειγμα, την ανυπαρξία καλής πίστης.  Τα όσα οι εφεσείοντες διατείνονται, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση τους, σχετικά με την προβαλλόμενη από την εφεσίβλητη δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησής της, αποτελούν αμφισβήτηση της γνησιότητας της δικαιολογίας και της καλοπιστίας της εφεσίβλητης.  Δεν οδηγούν όμως, χωρίς άλλο, στο συμπέρασμα που διατυπώνουν οι εφεσείοντες ότι ο «όποιος ισχυρισμός αναπτύσσεται στην ένορκη δήλωση της [εφεσίβλητης] είναι ψευδείς (sic), κακόπιστος και αποτελεί εκ των υστέρων κατασκεύασμα».  Γεγονός με το οποίο συναρτάται, προφανώς, η αναφορά του Δικαστηρίου περί μη αντεξέτασης της εφεσίβλητης, αφού αυτός που προβάλλει την ανυπαρξία καλής πίστης, φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του. 

 

Βέβαια, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, συνεκτίμησε, ως όφειλε, και τους υπόλοιπους σχετικούς με την αίτηση παράγοντες, όπως το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η αγωγή και οι συνέπειες που θα είχε τυχόν έγκριση της αίτησης για τους εφεσείοντες, υπό το φως του ισχυρισμού τους ότι θα προκαλείτο σε αυτούς ανεπανόρθωτη ζημιά.  Σημείωσε, για το πρώτο, ότι δεν είχε αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, ενώ για το δεύτερο, στο οποίο εστιάζεται το παράπονο των εφεσειόντων,  έκρινε ότι δεν θα προκαλείτο σε αυτούς οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Εφόσον έχουν καταστεί εναγόμενοι, οι εφεσείοντες δικαιούνται να υπερασπιστούν την αγωγή και να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα που έχει ένας εναγόμενος, όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όσον αφορά το θέμα του τόκου, δεν φαίνεται να εγέρθηκε πρωτόδικα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να απασχολήσει κατ’ έφεση.[4] Κρίνουμε αβάσιμες και αυτές τις αιτιάσεις των εφεσειόντων. 

 

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και το πλέγμα των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με τον ορθό τρόπο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της αίτησης της εφεσίβλητης, τα οποία, κατά τους εφεσείοντες, εσφαλμένα επιδικάστηκαν εναντίον τους.  

 

Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει πρωτίστως υπόψη τον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα της διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου.  Τόσο ισχυρός είναι ο κανόνας:

 

 «…που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389

 

(Ζαβρού ν Μιχαηλίδου  (1996) 1 ΑΑΔ 477).

 

 

Ωστόσο, το Εφετείο στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κώστα Χαραλάμπους Πιερή (1999) 1 ΑΑΔ 809, είχε διαφορετική προσέγγιση στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης δυνάμει της Δ.35, θ.20 των Θεσμών, για άδεια καταχώρησης έφεσης εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αναφορικά με τα έξοδα αίτησης για τροποποίηση.  Αποδεχόμενο την τροποποίηση μετά από ακρόαση,  το Επαρχιακό Δικαστήριο επιδίκασε τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και τα έξοδα που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της αίτησης υπέρ της αποτυχούσας καθ’ ης η αίτηση-ενάγουσας. Επιδοκιμάζοντας την προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και την παρέκκλιση από τον κανόνα, στη βάση ότι υπαίτιος της προκληθείσας εκτροπής από τη φυσιολογική πορεία και διαδικασία της υπόθεσης ήταν ο αιτητής, το Εφετείο υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

«Έχουμε τη γνώμη πως η πρωτόδικος δικαστής προσέγγισε ορθά το ζήτημα. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά και ύστερα από ορθή και προσεκτική στάθμιση των σχετικών γεγονότων που αφορούν την υπόθεση. Η διαπίστωση ότι υπαίτιος της εκτροπής της υπόθεσης από τη φυσιολογική πορεία της διαδικασίας είναι ο αιτητής-εναγόμενος είναι ορθή. Η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας των εξόδων ήταν αυτό τούτο το δικονομικό διάβημα του αιτητή εναγόμενου που οδήγησε την υπόθεση στην εκτροπή. Η ένσταση της καθ' ης η αίτηση εναγόμενης (sic) αν και τελικά ανεπιτυχής δεν επηρεάζει την παρέκκλιση από τον κανόνα εφόσον, όπως έχει ειπωθεί, η γενεσιουργός αιτία της εκτροπής ήταν η αίτηση. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των ορίων που έχουν προδιαγραφεί στις Φιλίππου ν. Φιλίππου και Θρασυβούλου ν. Arto Estates (ανωτέρω).»

 

 

Η προσέγγιση αυτή αντανακλάται, σε κάποιο βαθμό, και στην Αγγλική πρακτική όπως διατυπώνεται στο White Book του 2018, όπου στην παράγραφο 17.3.10 του 1ου τόμου, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«17.3.10 Applicants who obtain permission to amend are often ordered to pay the other parties’ costs of and caused by the application (Taylor v Burton [2014] EWCA Civ 21; and as to the meaning of “cost of and caused by”, see Practice Direction 44, para.4.2 (44PD.4). However, parties ought to consent to amendments they cannot reasonably oppose because, if they do not, they may be penalised in costs. In La Chemise Lacoste SA v Sketchers USA Ltd [2006] EWHC 3642 (Ch), C sought D’s consent to amendments to the particulars of claim; when D made half-hearted attempts to resist by making proposals to deal with the matter in another way. C successfully applied for permission to amend and was awarded the costs of the application against D.

As to costs of late amendments, see further, para.17.3.4 “Effect of amendment”, above.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς δεν είχε υπόψη την Πιερή (ανωτέρω) ώστε να το απασχολήσει. Ούτε, όμως, διαπίστωσε οτιδήποτε στην συμπεριφορά των εφεσειόντων γενικά ή σε σχέση με την αίτηση, ή οτιδήποτε άλλο το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τα εκεί αποφασισθέντα. Κρίνουμε, συνεπώς, ότι το παράπονο των εφεσειόντων αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, στο οποίο αφορά ο 6ος λόγος έφεσης, ευσταθεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν έπρεπε να καταδικάσει τους εφεσείοντες στα έξοδα αυτά.

 

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς τα έξοδα. Επειδή οι εφεσείοντες απέτυχαν στους υπόλοιπους πέντε από τους έξι λόγους έφεσης, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να μη εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα της έφεσης. 

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

                                                                  

 



[1] Στο σχετικό λόγο έφεσης αναφέρεται εκ λάθους, προφανώς, «εναντίον των Εφεσιβλήτων».

[2] Έχει αντικατασταθεί με νεότερες θεσμικές διατάξεις.

[3] Για το κριτήριο που εφαρμόζεται για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει σφάλμα περί της ταυτότητας ή σφάλμα περί του ονόματος βλ. Davies (ανωτέρω), ιδιαίτερα την απόφαση του Λόρδου Devlin, και την υπόθεση Mitchell v Harris  Engineering Co Ltd [1967] 2 Q.B. 703 στην οποία εξετάστηκε για πρώτη φορά η δικονομική διάταξη Ord 20, r 5.  Η διαφορά μεταξύ των δύο όρων τίθεται με σαφήνεια στην υπόθεση Adelson v Associated Newspapers Ltd [2007]  4 All ER 330, 341.   Βλ. επίσης την Whittam v W.J. Daniel & Co Ltd  [1962] 1 QB 271 στην οποία δεν ακολουθήθηκε η Davies καθότι τα γεγονότα καταδείκνυαν ότι οι προτεινόμενοι εναγόμενοι δεν είχαν αμφιβολία ότι στην πραγματικότητα αυτούς ήθελε να εναγάγει η ενάγουσα.

[4] Βλ. Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714, Χ"Ιωάννου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 844, 851 και F.H.K. Hotels Holdings Limited (1999) 1 ΑΑΔ 2159, 2165). 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο