ΡΩΣΣΟΥ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 448/2012, 17/12/2018

ECLI:CY:AD:2018:A543

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 448/2012

 

17 Δεκεμβρίου, 2018

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΡΩΣΣΟΥ,

Εφεσείοντα/Εναγόμενου 2,

- ΚΑΙ -

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

                                                  Εφεσιβλήτων/Εναγόντων,

----------------------

Νικολέττα Παπαμιχαήλ (κα) για Παπαντωνίου & Παναντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους  Εφεσείοντες.

Κώστας Μαυραντώνης, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

     Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντα και δύο άλλων προσώπων, διεκδικώντας το ποσό των ΛΚ14.004,38 (€23.927,90) πλέον τόκους, στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς οχήματος.  Ο εφεσείων  ενάχθηκε για υποχρεώσεις που ανέλαβε ως εγγυητής δυνάμει συμφωνίας εγγυήσεως ενσωματωμένης στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς.

 

Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα και των άλλων εναγομένων, για το ως άνω ποσό και τόκους.  Σε μετέπειτα στάδιο, η απόφαση αυτή παραμερίστηκε σε σχέση με τον εφεσείοντα, για λόγους στους οποίους δεν αφορά η έφεση, και ο εφεσείων καταχώρησε υπεράσπιση με την οποία πρόβαλε αριθμό ισχυρισμών, αρνούμενος, μεταξύ άλλων, το οφειλόμενο ποσό που ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι και ότι υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης.

 

Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η προφορική μαρτυρία που προσάχθηκε αποτελείτο από την κατάθεση δύο προσώπων που ήταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων (στο εξής, ΜΕ1 και ΜΕ2, αντίστοιχα) και του εφεσείοντα. Αξιολογώντας τη μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, σημειώνοντας σε σχέση με τον ΜΕ1, πως δεν θεωρούσε ότι είχε πει ψέματα σε οποιοδήποτε στάδιο της μαρτυρίας του αλλά «σίγουρα…δεν ήταν πρόσωπο που είχε ασχοληθεί με τα δεδομένα της …υπόθεσης και λόγω και της μη κατάθεσης κατάστασης λογαριασμού δεν μπορούσε να τεκμηριώσει τα ισχυριζόμενα ποσά και χρεώσεις».  Σε σχέση με το ΜΕ2, σημείωσε τη θετική εντύπωση που αποκόμισε για αυτόν και, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«Ο εν λόγω μάρτυρας ήταν πολύ συγκεκριμένος στις απαντήσεις του, τις δικαιολογούσε και έδιδε μαρτυρία με βάση έγγραφα και πληροφορίες που είχε στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του σε ότι αφορά την παρούσα υπόθεση. Έδωσε σαφείς εξηγήσεις και για τις χρεώσεις που έγιναν στον επίδικο λογαριασμό και για τα επιτόκια όπως επίσης και για όλες τις πληρωμές που έγιναν έναντι του συμβολαίου με πλήρη αναφορά σε ημερομηνίες και ποσά. Η θέση του σε σχέση με την αποστολή επιστολής τερματισμού στον Εναγόμενο 2 στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση παρέμεινε σταθερή και επίσης έχει βεβαιώσει ότι δεν έγινε καμία πληρωμή από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής που ήταν 25.7.07 για το επίδικο συμβόλαιο. Έδωσε δε τον ακριβή αριθμό και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που καθυστερούσε η Εναγόμενη 1 μέχρι τον τερματισμό του συμβολαίου όπως και το ύψος των καθυστερήσεων. Θεωρώ ότι ο εν λόγω μάρτυρας έχει αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια και ότι μπορώ με ασφάλεια να στηριχτώ στην μαρτυρία του».

 

 

Ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

Με βάση την αξιολόγηση και τα αναντίλεκτα και/ή παραδεκτά γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη, στη συνέχεια, σε ευρήματα, στη βάση των οποίων κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πετύχει να αποδείξουν την αξίωση τους έναντι του εφεσείοντα, και εξέδωσε απόφαση εναντίον του.  Για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα ότι οι δύο μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν είχαν οποιαδήποτε ουσιαστική σχέση με το επίδικο συμβόλαιο, με αποτέλεσμα τη μη τεκμηρίωση της αξίωσης και περαιτέρω, ότι δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί το αξιούμενο από τους εφεσίβλητους ποσό, λόγω της μη κατάθεσης κατάστασης λογαριασμού.

 

Η έφεση που ασκήθηκε από τον εφεσείοντα κατά της πρωτόδικης απόφασης, περιορίστηκε κατά τη συζήτηση της σε τρείς λόγους έφεσης.  Στρέφονται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας των μαρτύρων των εφεσιβλήτων (Λόγος 5), του ευρήματος ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το αμφισβητούμενο από τον εφεσείοντα υπόλοιπο του λογαριασμού (Λόγος 1) και της έκδοσης απόφασης εναντίον του εφεσείοντα, εσφαλμένα, κατά τον τελευταίο, χωρίς «απόδειξη» εκ μέρους των εφεσιβλήτων και αγνοώντας ότι οι τελευταίοι είχαν το βάρος απόδειξης του ισχυριζόμενου χρέους (Λόγος 2).

 

Τα παράπονα του εφεσείοντα έχουν ως κοινή  συνισταμένη τη δύναμη και επάρκεια της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων να αποδείξει την αξίωση τους, λόγω της μη κατάθεσης κατάστασης λογαριασμού από τους τελευταίους, στην οποία να φαίνονται και να εξηγούνται τα ποσά που αυτοί αξίωναν. 

 

Παραπέμποντας σε νομολογία[1], ο εφεσείων υποστηρίζει πως οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων για τυχόν οφειλόμενα ποσά από τον ίδιο είναι ανυπόστατοι, γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι και εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποδείχθηκε η απαίτηση. Κανένας από τους δύο μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν γνώριζε τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης ή ήταν εκ των προσώπων που υπέγραψαν το επίδικο συμβόλαιο εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Έχοντας δε αποφασίσει ορθά ότι ο ΜΕ1 δεν γνώριζε πολλές λεπτομέρειες για την υπόθεση και δεν μπορούσε να απαντήσει σε ερωτήσεις για τα ποσά και τους τόκους του συμβολαίου, το Δικαστήριο αντιφατικά και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τους κανόνες απόδειξης, εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για ποσό που «προκύπτει μόνο στη Γραπτή Δήλωση του ΜΕ2», στην οποία αναφέρονται κάποιες πληρωμές που έγιναν έναντι της επίδικης συμφωνίας και όχι το σύνολο των χρεοπιστώσεων αναλυτικά.  Περαιτέρω, δεν προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα ο τρόπος υπολογισμού του τόκου, ούτε επεξηγήθηκε με σαφήνεια το συνολικά επιδικασθέν υπέρ των εφεσιβλήτων ποσό, ώστε να αποδειχθεί ότι είναι το πραγματικά οφειλόμενο και πως δεν περιέχονται σε αυτό παράνομες ή αντισυμβατικές χρεώσεις

 

Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη πλευρά, υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της.  

Η κάθε υπόθεση βέβαια κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα και περιστατικά και τη μαρτυρία που η κάθε πλευρά επιλέγει να προσκομίσει. Οι εφεσίβλητοι είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν την υπόθεσή τους, στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Στην πρωτόδικη απόφαση εξηγούνται οι λόγοι που στήριξαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και γιατί το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι ικανοποίησε το επίπεδο αυτό. 

 

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξαρχής ότι η μη κατάθεση κατάστασης λογαριασμού από τους εφεσίβλητους δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη τους να επιχειρήσουν την κατάθεση της ως τεκμηρίου.  Επιχείρησε να την καταθέσει ο ΜΕ1, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, δεν επέτρεψε την κατάθεση για το λόγο ότι το έγγραφο δεν είχε αποκαλυφθεί στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων των εφεσιβλήτων. Το γεγονός δε ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν ήταν εκ των προσώπων που υπέγραψαν τα συμβόλαια εκ μέρους τους, δεν τους καθιστούσε άσχετους με την υπόθεση και την αποδοχή της μαρτυρίας τους μεμπτή. Στα καθήκοντα τους περιλαμβανόταν η παρακολούθηση των προβληματικών λογαριασμών και των λογαριασμών για τις υποθέσεις που είχαν παραπεμφθεί στο Δικαστήριο.  Υπό την εποπτεία τους ήταν και ο επίδικος λογαριασμός. 

 

Όσον αφορά την τεκμηρίωση του αξιούμενου από τους εφεσίβλητους ποσού, το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς δεν θεώρησε πως η μαρτυρία του ΜΕ1 ήταν ικανή προς τούτο, όπως υποδηλώνεται από την παρατήρησή του ότι ο μάρτυρας αυτός «Σίγουρα …δεν ήταν πρόσωπο που είχε ασχοληθεί με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και λόγω και της μη κατάθεσης κατάστασης λογαριασμού δεν μπορούσε να τεκμηριώσει τα ισχυριζόμενα ποσά και χρεώσεις».  Ήταν, όμως, το πρόσωπο που είχε στην κατοχή του διάφορα έγγραφα, τα οποία κατάθεσε, που αφορούσαν την υπόθεση, σε σχέση με τα οποία εξήγησε, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, διάφορα θέματα.  Για το πώς προέκυπτε το διεκδικούμενο από τους εφεσίβλητους ποσό, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία του ΜΕ2, και σε έγγραφα που κατάθεσε ο ΜΕ1, θεωρώντας ότι ο ΜΕ2 ήταν πιο σαφής μάρτυρας από τον ΜΕ1  και «έδωσε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκαν τα διάφορα ποσά».    Η κατάργηση, άλλωστε, του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, επέτρεπε την προσαγωγή μαρτυρίας για γεγονότα για τα οποία ο ΜΕ1 και ο ΜΕ2 δεν είχαν άμεση προσωπική γνώση. 

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της τεκμηρίωσης της αξίωσης των εφεσιβλήτων είναι ορθή.  Η μη κατάθεση κατάστασης λογαριασμού, δεν αποτελούσε εμπόδιο στην τεκμηρίωση της αξίωσης με άλλης μορφής μαρτυρία.  Αν κατατίθετο, βέβαια, η κατάσταση, θα μπορούσε να έχει τη δική της αυτοτέλεια (βλ. Γρηγορίου ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846).   Εν προκειμένω, η αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι δεν υστερούσε, λόγω της μη κατάθεσης κατάστασης λογαριασμού.  Παρείχε στο Δικαστήριο πλήρη εικόνα, τόσο για τα ποσά που πληρώθηκαν από τους εναγόμενους όσο και για τις χρεώσεις που διενεργήθηκαν από τους εφεσίβλητους, στη βάση του επίδικου συμβολαίου, και για το πώς απέληγαν στο αξιούμενο από τους εφεσίβλητους ποσό, επιτρέποντας στο Δικαστήριο δικαίως να παρατηρήσει πως η μαρτυρία αυτή του έδωσε «όλη την πληροφόρηση που χρειαζόταν σε ότι αφορά την υπόθεση».   

 

Ορθά δε θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται από τις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, δεδομένου ότι σε εκείνες, σε αντίθεση με την παρούσα, διαπιστώθηκαν κενά στη μαρτυρία των εναγόντων ως προς την κίνηση του σχετικού λογαριασμού ή τα στοιχεία των συναλλαγών τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, απέληγαν στο οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

 Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητοι πέτυχαν με τη δύναμη της μαρτυρίας που προσκόμισαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένοι. Ανάμεσα στα έγγραφα που έθεσαν ενώπιον του  Δικαστηρίου ήταν το τιμολόγιο του πωλητή του οχήματος για ποσό ΛΚ17.500 και η συμφωνία ενοικιαγοράς για το συνολικό ποσό των ΛΚ22.578, την οποία ο εφεσείων, με την ένορκη μαρτυρία του, παραδέχτηκε ότι υπέγραψε ως εγγυητής για τα ποσά που αναφέρονται σε αυτή.   Από τη συμφωνία, προέκυπτε ότι το ποσό προς χρηματοδότηση ήταν ΛΚ17.500, πλέον ΛΚ36 για χαρτόσημα και ΛΚ5.042, που αφορούσαν δικαιώματα ενοικιαγοράς. Το συνολικό χρέος των ΛΚ22.578 θα αποπληρωνόταν δια 60 μηνιαίων δόσεων, ενώ με βάση τον όρο 2(γ) ο μισθωτής, δηλαδή η εναγόμενη 1, συμφώνησε να πληρώνει τόκο 9% ετησίως ή προς το εκάστοτε μέγιστο επιτρεπόμενο από τον Νόμο επιτόκιο πάνω σε όλα τα οφειλόμενα ποσά.  Σύμφωνα δε με τον όρο 2(γ) της επίδικης συμφωνίας, ήταν «αναφαίρετο δικαίωμα» των εφεσιβλήτων να αφαιρούν πρώτα από οποιαδήποτε πληρωμή, τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας.  

 

Πρόσθετα της έγγραφης μαρτυρίας, υπήρχε και η μαρτυρία του ΜΕ2, ο οποίος εξήγησε λεπτομερώς, αναλυτικά και με την πρέπουσα σαφήνεια τον τρόπο που υπολογίστηκαν τα αξιούμενα ποσά, αρχίζοντας από την κατάρτιση του επίδικου συμβολαίου, το οποίο υπεγράφη στις 14.3.2002, μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, με αναφορά στις πληρωμές που έγιναν από την πρωτοφειλέτιδα, τα αντίστοιχα ποσά και ημερομηνίες. Η τελευταία πληρωμή ήταν στις 8.11.2004, ενώ μετά τον τερματισμό του συμβολαίου  δεν πληρώθηκε κανέναν ποσό σε σχέση με το συμβόλαιο, ούτε μετά την καταχώρηση της αγωγής.  Ειδικότερα για το θέμα του τόκου, εξήγησε πως το ποσό των ΛΚ17.500 προς χρηματοδότηση έφερε τόκο προς 5.7623% ετησίως επί των 60 μηνιαίων δόσεων, ήτοι ΛΚ5.042.  Περαιτέρω, το πληρωτέο δυνάμει του όρου 2(γ) επιτοκίου προς 9% ετησίως, μειώθηκε κατά την καταχώρηση της αγωγής, σε 8% ετησίως.  Οι πληρωμές που έγιναν από την πρωτοφειλέτιδα ήταν έναντι του υπολοίπου, αφού πρώτα εξοφλούνταν οι τόκοι των καθυστερήσεων συμφώνως του όρου 2(γ) του συμβολαίου. Μέχρι δε την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας στις 8.3.2004, η πρωτοφειλέτιδα, εναγόμενη 1, καθυστερούσε 11 μηνιαίες δόσεις εκ ΛΚ376,30 εκάστη, ήτοι ΛΚ4.139,30 πλέον ΛΚ225,26 τόκους καθυστερημένων δόσεων, ενώ κατά την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, το οφειλόμενο ποσό ήταν €23.927,90 (ΛΚ14.004,38), πλέον τόκος 9% επί ποσού €126,91, από 8.11.2004, πλέον τόκος 8% επί ποσού €23.800,99, από 25.7.2005 μέχρι τελικής εξόφλησης.

 

Επρόκειτο για μαρτυρία η οποία, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν κλονίστηκε με την αντεξέταση, παρατηρώντας σε σχέση με τις θέσεις του εφεσείοντα πως:

 

 «… οι αόριστες και γενικές υποβολές ότι εξοφλήθηκε ολόκληρο το ποσό της συμφωνίας και/ή ότι έγιναν και άλλες πληρωμές και/ή ότι το υπόλοιπο του συμβολαίου εάν υπάρχει είναι κατά πολύ λιγότερο από το αξιούμενο παρέμειναν μετέωρες  χωρίς να μπορούν να στοιχειοθετηθούν ειδικά και με βάση την απάντηση του [εφεσείοντα] ότι ο ίδιος δεν έχει πληρώσει κανέναν ποσό έναντι του συμβολαίου, ούτε και έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε απόδειξη για ότι κάποιος άλλος έχει πληρώσει οποιοδήποτε ποσό»

 

 

Καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

         

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

                                                                  

 

 

 



[1] Γρηγορίου ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846, d & g Products Ltd v Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 263Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν Σαλούμη κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1347 και  Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 AAΔ 956.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο