
ECLI:CY:AD:2019:A25
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2013)
30 Ιανουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΕΤΑΙΡΕΙΑ J.K. VAVLITES (HOTELS & LEISURE) LTD,
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------------
Δ. Μιχαηλίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες,
για τους Εφεσίβλητους.
--------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσίβλητη αντιπροσωπευόμενη από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήγειρε αγωγή με την οποία αξίωσε εναντίον της εφεσείουσας €171.980,67 ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας δανείου και/ή λόγω παράβασης των όρων της συμφωνίας και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως χρήματα δοθέντα και ληφθέντα, καθώς και €64.584,63 ως τόκους υπερημερίας μέχρι 31.12.2006 και περαιτέρω τόκους υπερημερίας προς 9% ετησίως επί των ανωτέρω ποσών από 1.1.2007 μέχρι εξόφλησης. Ταυτόχρονα ζητήθηκε διάταγμα για την πώληση διά δημοσίου πλειστηριασμού ακινήτου στην επαρχία Λάρνακας που είχε υποθηκευθεί από την εφεσείουσα προς όφελος της εφεσίβλητης.
Οι διάδικοι προσήλθαν σε συμφωνία δανειοδότησης στις 29.1.1980 μέσω του Γενικού Λογιστή της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία συμφωνήθηκε όπως παραχωρηθεί στην εφεσείουσα δάνειο που δεν θα υπερέβαινε τις ΛΚ150.000 για την αγορά χώρου σε παραλιακή τοποθεσία της Λάρνακας για την ίδρυση τουριστικού συγκροτήματος. Το δάνειο θα αποπληρωνόταν μαζί με τους οφειλόμενους τόκους διά δέκα ετησίων ισόποσων δόσεων από ΛΚ21.356,62 εκάστη, μαζί δε με την πρώτη δόση θα καταβαλλόταν και τόκος προς 7% επί των εκάστοτε απολήψεων μέχρι την ημερομηνία της συμφωνίας. Προς εξασφάλιση του δανείου υποθηκεύθηκε με πρώτη υποθήκη το ακίνητο επί του οποίου βρίσκονταν ήδη διάφορα υποστατικά.
Στη βάση δεύτερης συμφωνίας ημερ. 20.12.1980 μεταξύ των ιδίων διαδίκων συμφωνήθηκε η παραχώρηση δανείου που δεν θα υπερέβαινε τις ΛΚ120.000. Και αυτό το δάνειο θα αποπληρωνόταν με δέκα ετήσιες ισόποσες δόσεις εκ ΛΚ18.698,411. Επί του ιδίου ακινήτου ενεγράφη προς όφελος της εφεσίβλητης και δεύτερη υποθήκη.
Μετά από αίτημα της εφεσείουσας συνομολογήθηκε νέα συμφωνία προς ενοποίηση των δύο δανείων και υπογράφηκε προς τούτο επιστολή στις 28.3.1997. Δυνάμει της νέας συμφωνίας το συνολικά οφειλόμενο ποσό ήταν στις 29.10.1996 ΛΚ298.465, το οποίο θα αποπληρωνόταν σε επτά ετήσιες δόσεις από ΛΚ57.326,89, η κάθε μια και με επιτόκιο 8% ετησίως. Οι όροι των προηγουμένων συμφωνιών θα ίσχυαν και για τη συμφωνία των ενοποιημένων δανείων.
Μετά την αποπληρωμή τεσσάρων δόσεων, η εφεσείουσα παρέμεινε να οφείλει στις 31.12.2006 το ποσό των ΛΚ236.565,30 με αποτέλεσμα να εγερθεί η προαναφερθείσα αγωγή προς έκδοση απόφασης για το ποσό και εκποίηση των υποθηκών.
Η εφεσείουσα ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει την αγωγή μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έθεσαν προ αυστηρής απόδειξης τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης και εισηγήθηκαν ότι όλα τα δανεισθέντα ποσά αποπληρώθησαν πλήρως, ενώ εκ παραδρομής κατεβλήθη στην εφεσίβλητη και ένα επιπρόσθετο ποσό ΛΚ21.213,77, αντίστοιχο με €36.245,88, τα οποία και ανταπαίτησε. Ακολούθησαν η απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση με την οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν από του να ισχυρισθεί ότι ο υπολογισμός του τόκου κατά την περίοδο 1980-1996 ήταν λανθασμένος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια απόφαση εκτεινόμενη σε 34 σελίδες, εξέτασε την υπόθεση και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας για το ποσό των €292.340,95 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής στις 30.5.2007 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διάταγμα πώλησης του υποθηκευμένου ακινήτου. Απέρριψε επίσης την ανταπαίτηση και καταδίκασε την εφεσείουσα στα έξοδα της διαδικασίας. Το Δικαστήριο κατέγραψε τα πραγματικά γεγονότα ως είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Υπόψη του Δικαστηρίου τέθηκαν 15 συνολικά έγγραφα και η διαφορά στην ουσία περιορίστηκε στον τρόπο υπολογισμού των ποσών που εκάστη πλευρά απαιτούσε ή ανταπαιτούσε, ανάλογα, καθώς και στην εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο μετά την παρέλευση τόσου μεγάλου χρονικού διαστήματος να αμφισβητήσει το ύψος του απαιτούμενου χρέους. Είχε διευκρινιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν αμφισβητείτο η ορθότητα των αριθμών που η κάθε πλευρά χρησιμοποίησε, παρά μόνο η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε.
Προς την κατεύθυνση αυτή προσέφερε μαρτυρία ο xxx Δxx, Πρώτος Λογιστής στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη και ο xxx Γxx, Εγκεκριμένος Ελεγκτής στον Ελεγκτικό Οίκο KPMG εκ μέρους της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, όπως το ίδιο κατέγραψε, με το ζήτημα της νομιμοποίησης του Γενικού Εισαγγελέα να ενεργεί ως δικηγόρος της εφεσίβλητης διότι το ερώτημα αυτό ουδόλως απασχόλησε εν τέλει την πλευρά της εφεσείουσας και ούτε τέθηκε οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία αναφορικά με αυτό το ζήτημα. Αφού αναφέρθηκε στην καλά καθιερωμένη αρχή ότι ένα χρέος μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκροτεί παραδεδεγμένο λογαριασμό («account stated») και αφού παρέθεσε σχετική νομολογία για το ζήτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό που ζητείτο αποτελούσε εκκαθαρισμένο ή παραδεδεγμένο λογαριασμό χωρίς η πλευρά της εφεσίβλητης που τον επικαλέστηκε να ήταν υποχρεωμένη να δικογραφήσει και να αποδείξει κάθε ένα από τα στοιχεία του λογαριασμού αυτού με αποτέλεσμα να εμποδιζόταν η πλευρά της εφεσείουσας να επαναφέρει ζήτημα συζήτησης και ορθότητας του υπολοίπου, όπως αυτό συμφωνήθηκε κατά τις 29.10.1996.
Το Δικαστήριο επίσης συζήτησε το ζήτημα κατά πόσο ένας διάδικος εμποδιζόταν από το δίκαιο της επιείκειας να επιμένει στην απόλαυση των δικαιωμάτων του όταν αυτό θα απέληγε να ήταν άδικο, θεωρώντας ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να αποπληρώσει τα δάνεια σύμφωνα με τους όρους των συμφωνιών, με αποτέλεσμα με δικό της αίτημα να συνομολογηθεί νέα συμφωνία με την οποία επιβεβαιώθηκε το οφειλόμενο ποσό στις 29.10.1996, με ταυτόχρονη αναπροσαρμογή του ύψους των δόσεων, διαφοροποίηση του επιτοκίου και του χρόνου καταβολής των συμφωνηθέντων δόσεων. Έκρινε περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη δεν είχε συμβατική υποχρέωση τερματισμού της συμφωνίας και ουδεμία παραπληροφόρηση ή παραπλάνηση
υπήρξε από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα για τις πληρωμές που έγιναν στη βάση της συμφωνίας ημερ. 28.3.1997, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί ήταν απογυμνωμένοι από οποιαδήποτε μαρτυρία και παρέμειναν αόριστοι και μετέωροι.
Το Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία του xxx Δxx από την αντίθετη μαρτυρία του xxx Γxx, λέγοντας για τον τελευταίο ότι οι υπολογισμοί του μάρτυρα κάλυπταν μόνο την περίοδο από την αρχική παραχώρηση δανείων το 1980 μέχρι το 1996, χωρίς να είχε λάβει υπόψη του το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει η νέα συμφωνία στις 28.3.1997, με αποτέλεσμα οι υπολογισμοί του μάρτυρα να μην προσφέρονταν για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων προς επίλυση του επιδίκου θέματος. Κατ΄ αντίθεση, ο xxx Δxx πειστικά επεξήγησε την κατάσταση λογαριασμού και χρεοπιστώσεων έχοντας ως αφετηρία τη νέα συμφωνία ενοποίησης των δύο δανείων. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι η εφεσείουσα είχε καταβάλει έστω με μικρές χρονικές αποκλίσεις τις τέσσερεις πρώτες δόσεις αποπληρωμής του συμφωνηθέντος ως υπολοίπου του δανείου στη βάση της συνομολογηθείσας νέας συμφωνίας. Αφού συζήτησε το δικαίωμα απόδοσης τόκου υπερημερίας προς 9% επί των καθυστερημένων δόσεων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το υπόλοιπο ποσό για το οποίο και εξέδωσε απόφαση θα έφερε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Με την έφεση θεωρείται λανθασμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δικαιούτο να εγείρει την αγωγή χωρίς προηγούμενο τερματισμό της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας. Περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούντο στα αξιούμενα ποσά αφού αυτά προέκυψαν κατόπιν υπολογισμού των τόκων με βάση το Νόμο αρ. 160(Ι)/99, ο οποίος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις συμφωνίες των διαδίκων οι οποίες είχαν καταρτισθεί προγενέστερα της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του Νόμου την 1.1.2000. Ο εφαρμοζόμενος Νόμος ήταν ο υπ΄ αρ. 2/77 και υπολογιζομένων των τόκων δυνάμει του Νόμου αυτού, η εφεσείουσα κατέβαλε περισσότερα ποσά στην εφεσίβλητη τα οποία και έπρεπε να επιστρέψει. Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό ημερομηνία 28.3.97 συμφωνία απέκλειε την εξέταση όλων των προηγηθέντων με βάση τις δύο προγενέστερες συμφωνίες. Η νέα συμφωνία που ενοποίησε τις προηγούμενες περιείχε πρόνοια ενσωμάτωσης των όρων των προηγουμένων συμφωνιών με αποτέλεσμα η συμφωνία να έπρεπε να είχε τερματιστεί προηγουμένως πριν την έγερση αγωγής.
Από πλευράς της η εφεσίβλητη υιοθετεί την πρωτόδικη κρίση ως ορθή με δεδομένο ότι η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε εξοφλήσει τα δύο δάνεια με βάση τους όρους των συμφωνιών ήδη από το 1990. Λόγω της παράλειψης της να αποπληρώνει εγκαίρως τις δόσεις δανείου ζητήθηκε και έγινε δεκτή η ενοποίηση των συμφωνιών σε μια νέα συμφωνία δανείου, αποδεχόμενη το υπόλοιπο που καθορίστηκε που επιμαρτυρείται όχι μόνο από την υπογραφή της συμφωνίας, αλλά και από την πληρωμή τεσσάρων δόσεων μετά τη συνομολόγηση της νέας συμφωνίας. Το χρέος κατέστη απαιτητό στη βάση επιστολών που απέστειλε η εφεσίβλητη στη βάση ρητής πρόνοιας ότι παράλειψη καταβολής μιας δόσεως ή μέρος του τόκου καθιστούσε ολόκληρο το χρέος απαιτητό.
Εξετάζοντας την έφεση, το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απαίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός. Η αιτία ή βάση αγωγής της εφεσίβλητης δεν ήταν αυτή. Όπως προηγουμένως λέχθηκε η απαίτηση εδραζόταν, όπως άλλωστε αβίαστα απορρέει από το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, επί διαζευκτικών βάσεων αγωγής που συνίσταντο σε ποσό οφειλόμενο από συμφωνία δανείου ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ως χρήματα δοθέντα και ληφθέντα. Πουθενά δεν εγείρεται ζήτημα παραδεδεγμένου λογαριασμού («account stated»), αξίωση που απαιτείται κατά τις ρητές επιταγές της Δ.20 θ.4, να τίθεται με ρητούς ισχυρισμούς και μάλιστα με λεπτομέρειες. Διαφορετική είναι η περίπτωση όπου η αξίωση εδράζεται σε «statement of account», που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο προς παραδοχή άλλης αιτίας αγωγής οπότε και δεν είναι αναγκαία η αναφορά του στη δικογραφία.
Ο παραδεδεγμένος λογαριασμός που διαφέρει βέβαια από αξίωση για παροχή λογαριασμών («action for an account»), (δέστε Odgers’ Principles of Pleading and Practice 21η Έκδ. σελ. 47-49), δυνατόν να λαμβάνει δύο μορφές. Η μία αφορά χρεοπιστώσεις μεταξύ των μερών και εκατέρωθεν απαιτήσεις και τη μεταξύ τους συμφωνία επί του υπολοίπου προς όφελος του ενός. Η αντιπαροχή είναι η υπόσχεση του έτερου ότι θα αποπληρώσει το οφειλόμενο, όλες δε οι προηγούμενες χρεοπιστώσεις εξαλείφονται. Τέτοιος λογαριασμός μπορεί να επανανοίξει μόνο στην περίπτωση δόλου ή αν υπάρχουν ουσιώδη λάθη.
Η άλλη περίπτωση είναι αυτή όπου όλος ο λογαριασμός είναι προς όφελος της μιας μόνο πλευράς και υπάρχει παραδοχή επί του συνολικού οφειλόμενου ποσού. Θεωρείται ότι δεν υπάρχει νέα αντιπαροχή για την αποπληρωμή του ποσού και ο λογαριασμός αυτός, αν και παραδεκτός, δεν είναι τελειωτικός με αποτέλεσμα ακόμη και στην απουσία δόλου να δύναται ο χρεώστης να τον αμφισβητήσει. Αρχικά θεωρείτο ο λογαριασμός αυτός μόνο ως ένα χρήσιμο εργαλείο απόδειξης, αλλά στην πορεία αναγνωρίστηκε ότι αποτελεί αυτοτελή, καλή και νέα βάση αγωγής.
Όπως συνάγεται και από τις αγορεύσεις των διαδίκων πρωτοδίκως και τα παραδεκτά γεγονότα, το κατά πόσον υπήρχε ή όχι παραδεδεγμένος λογαριασμός δεν απασχόλησε στη νομική επιχειρηματολογία. Το θέμα φαίνεται να το ανέδειξε το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφαση του και το επανέλαβε η εφεσίβλητη και στο δικό της περίγραμμα. Άλλωστε, στην απουσία ισχυρισμού για δόλο επί παραδεδεγμένου λογαριασμού δεν μπορούσε να προσκομιστεί μαρτυρία και επομένως ήταν αντιφατική η θέση του Δικαστηρίου περί «account stated» με την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας επί των προηγηθείσων συμφωνιών.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν χρειαζόταν προηγούμενος τερματισμός της συμφωνίας όχι μόνο διότι κάτι τέτοιο δεν καθίστατο αναγκαίο από τους όρους των προηγηθεισών συμφωνιών που ενσωματώθηκαν στη νέα συμφωνία, αλλά και διότι η ίδια η καταχώρηση της αγωγής συνιστούσε ουσιαστικό τερματισμό και αξίωση επί της οφειλής. Πρόσθετα, η εφεσείουσα προειδοποιήθηκε για το απαιτητό του χρέους με σχετικές επιστολές, η τελευταία των οποίων καθόριζε, μετά από επιστολή της εφεσείουσας, εκ νέου το οφειλόμενο ποσό επί του δανείου, με αποτέλεσμα η καθυστέρηση στην περαιτέρω πληρωμή να ενεργοποιεί από μόνη της την έγερση αγωγής. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εδώ δεν υπήρχαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις ή τρεχούμενος λογαριασμός το υπόλοιπο του οποίου έπρεπε να προσδιοριστεί αφού προηγουμένως τερματιζόταν η συνέχιση της λειτουργίας του. Πρόκειτο για συμφωνηθέν υπόλοιπο με υποχρέωση μόνο από πλευράς της εφεσείουσας να το αποπληρώσει σε τακτές δόσεις. Άλλωστε, ο ενσωματωθείς όρος ότι με την παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή τόκου, ολόκληρο το ποσό καθίστατο «πάραυτα» απαιτητό, επισφράγιζε το χωρίς άλλη προειδοποίηση ή προηγούμενο τερματισμό, δικαίωμα έγερσης αγωγής, (δέστε Μακεδόνας ν. Ευάγγελου Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322, Ioannou v. Hasan 3 C.L.R. 30, Lombard Natwest Ltd ν. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, κ.ά.).
Σ΄ αντίθεση με τις περιπτώσεις απλής δανειοδότησης ή γραμματίου και παρομοίων αξιογράφων, οι υποθέσεις M. Loizides Syrimis & Co. κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 54, Χατζηζαχαρίου κ.ά. ν. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1225 και άλλες που αναφέρθηκαν από την εφεσείουσα, σχετίζονταν με διάρρηξη συμφωνίας όπου υπήρχαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις και εναπόκειτο στο αναίτιο μέρος να επιλέξει μεταξύ του τερματισμού της συμφωνίας ή τη διατήρηση της εν ζωή με ανάλογες συνέπειες, σε κάθε περίπτωση.
Επί της ουσίας και επί του υπολοίπου του ποσού που αξιώθηκε, υπενθυμίζεται ότι οι χρησιμοποιηθέντες αριθμοί δεν είχαν αμφισβητηθεί από οποιαδήποτε πλευρά. Ρητά δηλώθηκε ότι η διαφορά τους έγκειτο στη χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία. Κατά τη μαρτυρία του κ. Γxx τέθηκε πράγματι ζήτημα ως προς την εφαρμογή του Νόμου αρ. 2/77, ο οποίος, ως εισηγήθηκε, διείπε τη μεταξύ των διαδίκων συναλλαγή ώστε ο τόκος να έπρεπε να υπολογιζόταν εξαμηνιαίως κατά τις 30.6 και 31.12 εκάστου έτους δυνάμει της συμφωνίας, το οποίο σήμαινε ότι όλες οι πληρωμές ήταν έναντι του κεφαλαίου και όχι έναντι των τόκων. Το ποσό που προέκυπτε δεν μπορούσε να ανατοκιζόταν εφόσον αυτό θα οδηγούσε στη χρέωση τόκου πέραν του τότε επιτρεπομένου προς 9%.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συζήτησε ευθέως το ζήτημα της εφαρμογής του Νόμου αρ. 2/77. Έκρινε όμως τη διαφορά, και ορθά, στη βάση του ότι η εφεσείουσα είχε ρητά αναγνωρίσει το χρέος της με τη νέα συμφωνία, ημερ. 19.3.1997, συμφωνώντας καθόλα με το περιεχόμενο της επιστολής ταυτόσημης ημερομηνίας, η οποία και αυτό είναι σημαντικό, προέκυψε μετά από προφορική αίτηση της ίδιας της εφεσείουσας. Η ενοποίηση και αναπροσαρμογή των δόσεων ήταν αποτέλεσμα δικής της προτροπής. Στην επιστολή ημερ. 19.3.1997 που υπεγράφη από την εφεσείουσα καθορίστηκε με ακρίβεια το κατά την ημερομηνία εκείνη οφειλόμενο ποσό και η εφεσείουσα ανεπιφύλακτα το αποδέχθηκε. Τότε ήταν η στιγμή αμφισβήτησης του ποσού που θεωρήθηκε από την εφεσίβλητη ως οφειλόμενο. Η εφεσίβλητη ήγειρε στην υπεράσπιση της στην ανταπαίτηση ζήτημα κωλύματος διά της εκ των υστέρων αμφισβήτησης του οφειλόμενου, όχι μόνο λόγω αποδοχής, αλλά και διότι η εφεσείουσα ενήργησε στη βάση της ενοποιημένης συμφωνίας αποπληρώνοντας στη συνέχεια άλλες τέσσερεις δόσεις στις οποίες ήδη εμπεριέχονταν οι τόκοι, όπως αποδεικνύεται από τη συνημμένη στην επιστολή κατάσταση όπου καταγράφηκαν με λεπτομέρεια το κεφάλαιο, ο τόκος, το οφειλόμενο ποσό και η ημερομηνία εκάστης πληρωμής. Αυτή η κατάσταση επίσης προσυπογράφηκε από την εφεσείουσα.
Έπεται ότι στη βάση των αρχών της επιείκειας και του κωλύματος, που ορθά συζήτησε στην απόφαση του το Δικαστήριο, δεν παρεχόταν πεδίο υπαναχώρησης επί των συμφωνηθέντων. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας σχέσης τους, η εφεσείουσα αμφισβήτησε τα ποσά ή τον τρόπο υπολογισμού τους. Ευρισκόμενη διαρκώς σε καθυστέρηση, οι συμφωνίες τηρούνταν, οι δόσεις έτρεχαν με τις τοκοφόρους υπερημερίες και η ενοποίηση των δύο δανείων σκοπό είχε την παροχή περαιτέρω βοήθειας προς την εφεσείουσα με την επιμήκυνση του χρόνου και την αναπροσαρμογή των δόσεων και του επιτοκίου να αποπληρώσει τις οφειλές της. Ορθά συναφώς το Δικαστήριο παρατηρεί ότι και στις οικονομικές εξελεγμένες καταστάσεις της εφεσείουσας για το 1992, οι οφειλές αναγνωρίσθηκαν ως αντανακλώσες τις πραγματικές οφειλές και απεικόνιζαν μια ακριβή, αληθή και δίκαιη εικόνα της οικονομικής κατάστασης της.
Επομένως η οφειλή της εφεσείουσας ήταν δεδομένη και δεν υπήρχε βάση για επανεξέταση. Ο ενοποιηθείς και συμφωνημένος λογαριασμός ως προέκυψε κατά την υπογραφή της νέας συμφωνίας ημερομηνίας 19.3.1997, αποτελούσε ισχυρή απόδειξη του ποσού του οφειλομένου υπολοίπου. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε δεν υπήρξε ικανή να αντικρούσει τα συμφωνηθέντα. Μεταξύ δε των μαρτύρων που κατέθεσαν ως προς τη μεθοδολογία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Δxx εκ μέρους της εφεσίβλητης, «πειστικά εξήγησε την κατάσταση λογαριασμού και πίνακα χρεοπιστώσεων, έχοντας ως αφετηρία τη νέα συμφωνία ενοποίησης των δύο δανείων …..». Αντίθετα η μαρτυρία της εφεσείουσας κάλυπτε μόνο την περίοδο 1980-1996 για την οποία δεν παρεχόταν πλέον, μετά τη νέα συμφωνία, έδαφος επανεξέτασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο