ECLI:CY:AD:2019:A92
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 488/2012)
18 Μαρτίου, 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ χχχ χχχ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΛΛΩΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ALPHA BANK LIMITED,
Εφεσίβλητοι
-------------------------
Α. Χαραλάμπους, για εφεσείοντα.
Ξ. Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους.
---------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα για τους λόγους που με λεπτομέρεια επεξηγούνται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Με την εν λόγω αγωγή του ο εφεσείων αξίωνε την έκδοση διατάγματος και/ή αναγνωριστικής απόφασης του Δικαστηρίου και/ή αποζημίωσης εναντίον της εναγόμενης-εφεσίβλητης τράπεζας, με προεξάρχουσες τις θεραπείες:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 27.2.2003 η οποία εξεδόθη στα πλαίσια της αγωγής 5903/1999 προς όφελος των Εναγομένων ALPHA BANK LIMITED και εις βάρος του πτωχεύσαντα χχχ χχχ Παπαγεωργίου ως εγγυητή των πρωτοφειλετών ELEFIX LIMITED ως το αποτέλεσμα και/ή το προϊόν δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και/ή για το λόγο ότι η εν λόγω απόφαση εξεδόθη ενάντια στον περί Τόκου Νόμο και/ή ενάντια στη δημόσια Πολιτική.
Β. Αναγνωριστική απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι παρέβησαν τους όρους και τις προϋποθέσεις παραχώρησης προς την εταιρεία ELEFIX LIMITED δανείου, σύμφωνα με επιστολή ημερ. 7.11.1997 για το οποίο δάνειο ο Ενάγοντας κατέστη υπόλογος να καταβάλει, ως εγγυητής τα ποσά της απόφασης ημερ. 27.2.2003 η οποία εξεδόθη προς όφελος των Εναγομένων και εις βάρος του Ενάγοντα για το ποσό των Κ£183.105,35 πλέον 9% τόκο επ΄ αυτού από 10.1.1999 πλέον Κ£527,50 έξοδα πλέον τόκο προς 8% επί του ποσού αυτών από 11.8.1999.
Δ. Παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας από πλευράς Εναγομένων και/ή έκδοση απόφασης προς όφελος τους και εις βάρος του Ενάγοντα ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, απόκρυψης γεγονότων και παρανομίας κατά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης και/ή διαφορετικά.
Ε. Αναγνωριστική απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι εξ΄ αιτίας του γεγονότος ότι οι Ενάγοντες με την απαλλαγή των χχχ Παπαγιώργη και Γιώργου Παπαγιώργη από τις αλληλέγγυες με τον πτωχεύσαντα/Ενάγοντα χχχ χχχ Παπαγιώργη, εγγυήσεις και υποχρεώσεις τους έναντι των πρωτοφειλετών Elefix Ltd και/ή την αποδέσμευση των εξασφαλίσεων και υποθηκών που είχαν προς όφελος του από τα πιο πάνω πρόσωπα και/ή τις διευθετήσεις που έκαναν, κατά τρόπο ώστε με την από μέρους τους πληρωμής του ποσού των Λ.Κ. 131.400 έναντι των χρεών των πρωτοφειλετών προς τους Εναγόμενους, απαλλάσσονται από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις των Πρωτοφειλετών έναντι τους και/ή σε σχέση με τις αγωγές 5903/1999 και 2573/2000, με αποτέλεσμα να αποδεσμεύσουν και οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις είχαν προς όφελος τους από τα πιο πάνω πρόσωπα, έχει ως συνέπεια την απαλλαγή και του Πτωχεύσαντα και κατ΄ επέκταση του Ενάγοντα από τις υποχρεώσεις των Πρωτοφειλετών έναντι των Εναγομένων.»
Μεταφέρουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της αγωγής, όπως καταγράφονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης των όσων θα αναλύσουμε κατωτέρω, με αναφορά στους λόγους έφεσης:
«Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, κατά ή περί το έτος 1992 με συμφωνία δανείου την οποία συνήψαν οι Εναγόμενοι με την εταιρεία ELEFIX LTD, συμφώνησαν όπως παραχωρήσουν σ΄ αυτήν δάνειο και/ή άλλες τραπεζικές διευκολύνσεις ημερομηνίας 2.10.92 στο λογαριασμό με αριθμό 115-09883-χχχχ-χ. Οι Εναγόμενοι ανανέωσαν τις υφιστάμενες συμφωνίες συνάπτοντας κατά ή περί το έτος 1997 νέα συμφωνία δανειοδότησης της εταιρείας ELEFIX LTD σε διάφορους λογαριασμούς. Κατά τον ουσιώδη χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ELEFIX LTD με ημερομηνία 9.10.1997, ζητήθηκαν καθ΄ υπόδειξη των Εναγομένων, συνέχιση, παροχή και/ή ανανέωση των υφιστάμενων τραπεζικών διευκολύνσεων των Εναγομένων προς την εταιρεία. Οι Εναγόμενοι απέστειλαν απάντηση προς το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας με την οποία τους πληροφορούσαν την έγκριση ή επανέγκριση πιστωτικών διευκολύνσεων και τις εξασφαλίσεις από πλευράς της εταιρείας προς την Τράπεζα, Εναγόμενη. Εάν η εταιρεία συμφωνούσε με τους πιο πάνω όρους και προϋποθέσεις, τότε θα έπρεπε μέσα σε 30 μέρες να υπογραφεί η επιστολή και να επιστραφεί προς τους Εναγόμενους. Η εταιρεία μέσω του Διευθυντή Γεώργιου Παπαγιώργη, υπέγραψε την πιο πάνω επιστολή και την απέστειλε προς τους Εναγόμενους. Στη συνέχεια υπεγράφησαν συμφωνίες και/ή εκχωρήσεις δικαιωμάτων μεταξύ της εταιρείας, των εγγυητών της και των Εναγομένων. Ο πτωχεύσας υπέγραψε ως εγγυητής της εταιρείας ELEFIX LTD προς τους Εναγόμενους και παραχώρησε την υποθήκη για το ποσό των ΛΚ130.000, σε κομμάτι γης με αριθμό εγγραφής 2xxx5 και 1xxx5, ευρισκόμενα στη xxx, βασιζόμενος στις παρουσιάσεις, όρους και προϋποθέσεις για την παραχώρηση των εν λόγω δανείων όπως περιλαμβάνονται στην επιστολή των Εναγομένων ημερ. 7.11.97 μεταξύ άλλων για το λόγο ότι περιλαμβάνονται οι πιο κάτω εξασφαλίσεις:
Α) Προσωπική αλληλέγγυα και για απεριόριστο ποσό εγγύηση της εταιρείας ELEFIX LTD προς τους Εναγόμενους των πιο κάτω προσώπων:
α) Γεώργιου Παπαγιώργη
β) χχχ χχχ Παπαγιώργη
γ) xxx Χριστοδούλου
Β) Εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του Γεώργιου Παπαγιώργη προς όφελος Τράπεζας για ποσό ύψους τουλάχιστον ΛΚ200.000.
Οι Εναγόμενοι κατά παράβαση των πιο πάνω συμφωνηθέντων και ιδιαίτερα τους όρους και προϋποθέσεις παραχώρησης των αναφερομένων πιστωτικών διευκολύνσεων σχετικές με τις εξασφαλίσεις που θα παραχωρούσαν η εταιρεία και οι εγγυητές της, για την παραχώρηση των εν λόγω δανείων παρέλειψαν να υλοποιήσουν και/ή να ζητήσουν υλοποίηση των όρων και προϋποθέσεων της επιστολής ημερ. 7.11.1997, ήτοι την εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του Γεώργιου Παπαγιώργη προς όφελος της Τράπεζας για το ποσό ύψους τουλάχιστον ΛΚ200.000 και το πρωτότυπο της ασφάλειας ζωής του Διευθυντή της εταιρείας Γεώργιου Παπαγιώργη, θα πρέπει να παρουσιασθεί προς την Τράπεζα αμέσως προκειμένου να προχωρήσουν σε εκχώρηση του προς την Τράπεζα. Οι Εναγόμενοι ενήργησαν ως ανωτέρω από αμέλεια και /ή κατά παράβαση των συμβατικών και/ή νομίμων καθηκόντων τους, έναντι του Ενάγοντα με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ζημιά. Η ασφάλεια δεν εκχωρήθηκε και δεν εκδόθηκε διάταγμα στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 5903/99. Το Μάρτη του 1999 ο Γεώργιος Παπαγιώργη υπέστη χχχ χχχ το οποίο τον κατέστησε παντελώς ανίκανο για εργασία. Για την ασθένεια αυτή ο Γεώργιος Παπαγιώργη εισέπραξε το ποσό των ΛΚ100.000 από την ασφάλεια, ποσό που αν οι Εναγόμενοι υλοποιούσαν τους όρους που έθεταν στην επιστολή τους ημερ. 7.11.97 και εκχωρείτο η ασφάλεια προς όφελος της τράπεζας, θα ελάμβαναν και εισέπρατταν το ποσό και ο Ενάγοντας θα απαλλάσσετο. Την χ.3.09 ο Γεώργιος Παπαγιώργη απεβίωσε και οι κληρονόμοι του εισέπραξαν ΛΚ100.000, ποσό το οποίο θα εισέπραττε η τράπεζα με τον ίδιο τρόπο και οι εγγυητές θα απαλλάσσοντο. Οι Εναγόμενοι ήγειραν στις 11.8.99 την αγωγή 5903/99 εναντίον των εγγυητών και της εταιρείας με βάση τις συμφωνίες που υπέγραψαν. Στις 30.1.02 εξεδόθη απόφαση εκ συμφώνου εναντίον του Γεώργιου Παπαγιώργη, xxx Χριστοδούλου, ELEFIX LTD και χχχ Παπαγιώργη για το ποσό των ΛΚ175.000 και στις 27.2.2003 εναντίον του Ενάγοντα, στην παρούσα αγωγή, στην απουσία του, για το ποσό των ΛΚ183.105,35. Οι Εναγόμενοι σε συνεννόηση μαζί με τους εγγυητές και αλληλέγγυα οφειλέτες χχχ Παπαγιώργη και Γιώργο Παπαγιώργη στις αγωγές 5903/99 και 2573/00 διευθέτησαν την πληρωμή ΛΚ131.400 έναντι των χρεών και απάλλαξαν αυτούς. Απάλλαξαν αυτούς και από τις υποθήκες, πράγμα το οποίο έπρεπε να πράξουν και για τον Ενάγοντα σύμφωνα με το άρθρο 99 του περί Συμβάσεων Νόμου. Οι Εναγόμενοι θα εισπράξουν ή εισέπραξαν το ποσό της αποζημίωσης από απαλλοτριωθέν μέρος της υποθηκευμένης περιουσίας του Ενάγοντα.»
Όπως προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, ο εφεσείων παρόλο που του επιδόθηκε δεόντως η αγωγή υπ΄ αρ. 5903/99 (η πρώτη αγωγή), συνειδητά αποφάσισε να μην εμφανιστεί, με τη δικαιολογία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πτωχεύσας. Αγνόησε λοιπόν τις όποιες επιπτώσεις και τους κινδύνους που ενείχε για τον ίδιο η παράλειψη εμφάνισης και υπεράσπισης στην αγωγή και άφησε να πράγματα να οδηγηθούν στην έκδοση απόφασης σε βάρος του.
Προκύπτει από προσεκτική μελέτη της έκθεσης απαιτήσεως, ότι ο εφεσείων συνέζευξε ζητήματα που αφορούσαν: στην εγκυρότητα και δεσμευτικότητα της επίδικης συμφωνίας δανείου και εγγυήσεων, με αξιώσεις για ακύρωση της εναντίον του απόφασης, ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων της εφεσίβλητης. Η τελευταία πρόταση υποστηρίζεται κατά τον εφεσείοντα από την ενέργεια της εφεσίβλητης να απαλλάξει τους άλλους δύο συνεγγυητές/συνεναγομένους από τις εγγυήσεις και υποχρεώσεις τους.
Η μαρτυρία του εφεσείοντος δεν έγινε δεκτή. Ο εφεσείων, έκρινε το Δικαστήριο, προσπάθησε «να θέσει τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου όπως βόλευε την υπόθεση του», η δε μαρτυρία του αντικρούετο από την έγγραφη μαρτυρία. Επιμέρους, έκρινε το Δικαστήριο, ότι οι όποιες αιτιάσεις του που αφορούσαν σε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων και/ή νομίμων καθηκόντων της εφεσίβλητης έναντι του, καλύπτονταν από δεδικασμένο όπως προέκυψε από την απόφαση η οποία εξεδόθη ερήμην του στην πρώτη αγωγή: ο εφεσείων κωλύετο να επαναφέρει τις αυτές αξιώσεις προβάλλοντας διαφορετική ερμηνεία των όρων των επίδικων εγγράφων. Όπως και τις αξιώσεις του για ακύρωση της απόφασης εναντίον του:
«Ο Ενάγων περαιτέρω δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς του όσον αφορά την δήθεν εξασφάλιση της εναντίον του απόφασης στην αγωγή αρ. 5903/99 κατόπιν δόλου, απάτης, ή ψευδών παραστάσεων. Τόσο στη μαρτυρία που προσκόμισαν οι Ενάγοντες στην αγωγή αρ. 5903/99 για απόδειξη της υπόθεσης τους, όσο και στην ίδια την αγωγή, ο πτωχεύσας δεν εντόπισε, ούτε παρέπεμψε το Δικαστήριο σε συγκεκριμένα γεγονότα ή ισχυρισμούς που να αποδεικνύουν δόλο, απάτη ή ψευδείς παραστάσεις από μέρους των Εναγόντων, Εναγομένων στην παρούσα υπόθεση, και πάνω στην οποία να βασίστηκε το Δικαστήριο για να εκδώσει την απόφαση για την οποία παραπονείται ο Ενάγων.»
Η απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης, με τον 1ο και το 2ο να συμπλέκονται άμεσα και να αφορούν κατ΄ ουσία στη λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων κωλύεται λόγω δεδικασμένου να προωθεί την αγωγή, καθώς και στις παραλείψεις του Δικαστηρίου να εξετάσει και να σχολιάσει έγγραφα και τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του, αφορώντα στη συνομολόγηση και την ανανέωση των διαφόρων δανείων, εγγυήσεων και εξασφαλίσεων. Με τον 3ο λόγο έφεσης εισάγεται παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει και τη θέση του εφεσείοντος ότι η απαλλαγή των συνεγγυητών του κατά την έκδοση της απόφασης στην πρώτη αγωγή και στη συνέχεια από ολόκληρο το χρέος με την καταβολή μέρους αυτού, ήταν παράνομη και κατά παράβαση της αρχής της ίσης συνεισφοράς (άρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149).
Απόφαση που εκδίδεται εκ συμφώνου, έχει την ίδια ισχύ όπως και η απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση δημιουργεί δεδικασμένο το οποίο αποσβένει το αγώγιμο δικαίωμα και συναρτά μετά ταύτα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση (Εταιρεία ο Φιλελεύθερος Λτδ κ.α. ν. Ανδρέα Σοφοκλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 549).[1]
Οποιοσδήποτε τρίτος, θεωρεί πως η υλοποίηση της συμφωνίας των διαδίκων στην αγωγή, και επί του προκειμένου εφεσίβλητης και συνεναγομένων, πλήττει δικά του δικαιώματα και συμφέροντα, είναι ελεύθερος να τα προστατεύσει αδέσμευτος από τα όσα συμφώνησαν οι διάδικοι μεταξύ τους (Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906).
Απόφαση δε που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου, μπορεί να ακυρωθεί μόνο με απόφαση που εκδίδεται σε νέα αγωγή που καταχωρίζεται για το σκοπό αυτό και μόνο για συγκεκριμένους λόγους: η συμφωνία είχε στοιχεία παρανομίας, λήφθηκε κατόπιν απάτης, ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους ή δεν υπήρχε η απαραίτητη εξουσιοδότηση. Ακόμα ακύρωση δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου δεν μπορεί να επιτευχθεί με καταχώριση έφεσης: Ανώτερα Δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώνουν δικαστικές αποφάσεις από κατώτερα Δικαστήρια. Η ακύρωση θα πρέπει να επιδιωχθεί με την καταχώριση νέας ανεξάρτητης αγωγής όταν ο διάδικος που επικαλείται το ζήτημα θα έχει την ευχέρεια να καλέσει μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του (Παναγιώτης Ανδρέου ν. P & D Crystal Line Co Ltd (2001) 1(Γ) A.A.Δ. 1521).
Ορθά το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο εφεσείων εμποδίζεται να προβάλει τους αυτούς ισχυρισμούς λόγω δεδικασμένου, παραπέμποντας στις Παμπορίδης ν. Κτηματική Τράπεζα Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 και K.S.R. Comercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Nav. Ltd (1995) 1 A.Α.Δ. 309. Οι εν λόγω αξιώσεις μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην πρώτη αγωγή με την υπεράσπιση του εναγόμενου εφεσείοντος και να προβληθούν στο πλαίσιο του νομικού αντικειμένου της αντιδικίας: στην έκταση που αφορούσαν στις εγγυήσεις που ανέλαβε ο εφεσείων για τον ίδιο επίδικο λογαριασμό και στο ίδιο χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου επεδίωξε να αμφισβητήσει το ύψος και να αξιώσει την επιστροφή του με την υπό κρίση αγωγή.
Ότι επιτεύχθηκε συμβιβασμός στην πρώτη αγωγή και ακολούθως συμφωνία για απαλλαγή των συνεγγυητών του εφεσείοντος δεν επαρκεί για να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, ο οποίος υπενθυμίζουμε ότι δεν έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, ο εφεσείων έχει στη διάθεση του, αν τα γεγονότα της υπόθεσης το δικαιολογούν, να αξιώσει συνεισφορά από τους συνεγγυητές του, δυνάμει του άρθρου 104 του Κεφ. 149.[2]
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/φκ
[1] Theori and another v. Djioni and Another (1984) 1 C.L.R. 296, Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742, Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 389, Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906, Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Spencer Bower and Turner "The Doctrine of Res Judicata", 2η Έκδ., παραγρ. 41, 189.
[2] Νεοφύτου κ.α. ν. Γερακιώτη (2010) 1 Α.Α.Δ. 25, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. & Κ. Βιονευρολογική Λτδ κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 234.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο