ΒΟΥΖΟΥΝΗ κ.α. ν. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 457/2012, 10/4/2019

ECLI:CY:AD:2019:A138

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 457/2012]

 

10 Απριλίου, 2019

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.     xxxx ΒΟΥΖΟΥΝΗ

2.     xxxx ΒΟΥΖΟΥΝΗ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

ΚΑΙ

 

xxxx ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Εφεσίβλητος/Ενάγων

------------------------

 

Χρ. Βεζούβιος για Ηλ. Νεοκλέους, για τους εφεσείοντες.

 

Θ. Αντωνίου (κα) για Ν. Καλλή, για τον εφεσίβλητο.

 

---------

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Η αγωγή που καταχώρισε ο εφεσίβλητος, αξιώνοντας «ποσόν εκ ΛΚ25.300 υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 11.8.2005 (το αγοραπωλητήριο) και των μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντων για την εκτέλεση επιπλέον οικοδομικών εργασιών …» αντίκρισε την υπεράσπιση και ανταπαίτηση των εναγομένων-εφεσειόντων, αγοραστών.  Επρόκειτο, όπως προκύπτει από το αγοραπωλητήριο, όρος 3 του ιδίου, για αγορά μιας κατοικίας η οποία:

 

«3. …θα ανεγερθεί και αποπερατωθεί σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια βάσει των οποίων εξασφαλίστηκε η άδεια οικοδομής και θα είναι των ιδίων τεχνικών προδιαγραφών όπως η διπλανή οικία αρ. 1Α. …

 

4. Ο Πωλητής αναλαμβάνει όπως μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου 2005 αποπερατώσει την πωλούμενη οικίαν σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα αρχιτεκτονικά σχέδια και τεχνικούς όρους και παραδώσει κατοχή της στους Αγοραστές έτοιμη προς χρήση και κατοίκηση και συνδεδεμένη με μόνιμη παροχή νερού και ηλεκτρισμού …»

 

Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες θεωρούν και εκλαμβάνουν, ότι με την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου, η σχέση που δημιουργήθηκε δεν ήταν αποκλειστικά σχέση πωλητή και αγοραστή αλλά και εργολάβου-εργοδότη: ο εφεσίβλητος ανέλαβε να κατασκευάσει την κατοικία σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές παρακείμενης κατοικίας και να συμπληρώσει την κατασκευή της πωληθείσας, η οποία κατά τον χρόνο υπογραφής του αγοραπωλητηρίου ήταν ημιτελής.  Στη βάση των ανωτέρω, ήγειραν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι, ότι η σχετική σύμβαση εργολαβίας είναι παράνομη: κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος δεν ήταν και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να μην είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων.  Άρνηση πρόβαλαν και στα περί συμφωνίας για εκτέλεση επιπλέον έξτρα εργασιών ύψους £8.000 ή οποιουδήποτε ποσού, οι οποίες εργασίες εν πάση περιπτώσει, θεωρούν ότι αποτελούσαν υποχρέωση του ενάγοντος και περιλαμβάνονταν στα κατασκευαστικά σχέδια.  Ανταπαιτούν δε ποσό ΛΚ2.700 ως ενοίκια εννέα μηνών λόγω καθυστέρησης της παράδοσης, ΛΚ3.000 για μείωση της αξίας της οικίας λόγω χρησιμοποίησης υποδεέστερων υλικών (ξυλείας) (§6(στ) της έκθεσης απαιτήσεως) και ΛΚ30.000 για την κατασκευή και/ή επιδιόρθωση των κακοτεχνιών (§6(ζ), (η) και (θ) της έκθεσης απαιτήσεως), διαζευκτικά δε ως αποζημιώσεις για διάρρηξη της σύμβασης.

 

Το Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, δικαίωσε τόσο τον εφεσίβλητο όσο και τους εφεσείοντες, εκδίδοντας απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως για το συνολικό ποσό των €13.763 και υπέρ των εναγομένων-εφεσειόντων για το ποσό των €650 πλέον ανάλογα έξοδα αγωγής και ανταπαίτησης.

 

Η έφεση, στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου με επτά λόγους, αρχής γενομένης της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης των εφεσειόντων (1ος λόγος έφεσης): Το Δικαστήριο ενώ έκανε αποδεκτή τη θέση των εφεσειόντων, ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, λανθασμένα κατέληξε ως κατωτέρω, ότι η σχέση που διαμορφώθηκε, με την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου, ήταν σχέση πωλητή και αγοραστή, το δε οικοδομικό έργο που εξετέλεσε ο εφεσίβλητος δυνάμει προφορικής συμφωνίας, εξαιρείτο των προνοιών του Νόμου ως απλής φύσης τεχνικό έργο: 

 

«Σημαντικό κριτήριο για σκοπούς απόφανσης επί του εγερθέντος ζητήματος αποτελεί η αληθινή φύση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας στη βάση του συνόλου των δεδομένων.  Όπως, μάλιστα, υποδείχθηκε στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Κωμοδρόμου (1997) 1 ΑΑΔ 576, το όνομα ή ο χαρακτηρισμός που δίδουν τα μέρη στη συναλλαγή δεν είναι στοιχείο άσχετο, από την άλλη, όμως, δεν έχει αποφασιστική σημασία και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.  Η ερμηνεία της σύμβασης προς το σκοπό προσδιορισμού της φύσης της, ως θέμα νομικό, είναι έργο του Δικαστηρίου (βλέπε επίσης Θεοδούλου ν. Ασπίς Πρόνοιας Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής (1997) 1 ΑΑΔ 1551 και Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (2003) 1 ΑΑΔ 700 και Χριστοφή κ.α. ν. Φετοκάκη (2009) 1 ΑΑΔ 1208).

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το Αγοραπωλητήριο Έγγραφο αφορά την πώληση της πωλούμενης οικίας και όχι την ανέγερσή της με τρόπο ώστε να μην συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με διεξαγωγή εργοληπτικών εργασιών.  Σχετικός είναι και ο όρος 2 του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου σύμφωνα με τον οποίο «ο Πωλητής πωλεί στους Αγοραστές και οι Αγοραστές αγοράζουν από κοινού από τον Πωλητή την πωλούμενη οικία».

 

Χωρίς να παραγνωρίζω ότι με βάση τον όρο υπ΄ αριθμό 4 του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου ο Ενάγοντας αναλάμβανε όπως αποπερατώσει την πωλούμενη οικία σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα αρχιτεκτονικά σχέδια και τεχνικούς όρους μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου 2005, από το περιεχόμενο του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου διαπιστώνεται ξεκάθαρα ότι πρόθεση των μερών ήταν η συνομολόγηση της εν λόγω συμφωνίας με σκοπό την αγοραπωλησία της οικίας και όχι την ανέγερσή της.

 

Αυτό προκύπτει αφενός από τη μαρτυρία και των δύο πλευρών (τόσο του Ενάγοντα όσο και του Εναγόμενου 1) και αφετέρου από τα ακόλουθα:

 

1. Με την πληρωμή του ποσού των £61.000 ως η παράγραφος 6(β) του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου ο Ενάγοντας όφειλε να παραδώσει στους Εναγόμενους την κατοχή της πωλούμενης οικίας και να μεταβιβάσει σε αυτούς το 1/3 μερίδιο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου ελεύθερο από οποιαδήποτε υποθήκη ή άλλο εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση, και

 

2. Ο Ενάγοντας αναλάμβανε με βάση τον όρο 6(γ) να προχωρήσει σε διαχωρισμό του οικοπέδου και σε έκδοση τίτλου εγγραφής για την πωλούμενη οικία επ΄ ονόματι των Εναγομένων.

 

Υπό το φως των πιο πάνω λοιπόν, κρίνεται ότι το Αγοραπωλητήριο Έγγραφο δεν μολύνεται από παρανομία καθότι ουδεμία διάταξη της σχετικής νομοθεσίας φαίνεται να παραβιάζεται.

 

Ισχύει, όμως, το ίδιο σε σχέση με την προφορική συμφωνία που συνήψαν οι διάδικοι με την οποία ο Ενάγοντας ανέλαβε να εκτελέσει τις επιπρόσθετες εργασίες;

 

Η απάντηση στο ερώτημα είναι κατά την κρίση μου θετική και αυτό γιατί τόσο από τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα όσο και από τη μαρτυρία του κατά την ακροαματική διαδικασία προκύπτει ξεκάθαρα ότι με τη συμφωνία αυτή ο Ενάγοντας ανέλαβε να εκτελέσει επ΄ αμοιβή και πράγματι εκτέλεσε οικοδομικό έργο για λογαριασμό των Εναγομένων ενώ δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης κατά παράβαση των διατάξεων του περί Εγγραφής και ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου Ν. 29ΙΙ)/2001, με τρόπο ώστε υπό κανονικές συνθήκες η εν λόγω συμφωνία να έπρεπε να κριθεί άκυρη λόγω παρανομίας.  Εντούτοις, ενόψει του ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου η αξία του έργου που ανέλαβε να εκτελέσει ο Ενάγοντας ήταν συνολικού κόστους €4.050 (ως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΥ2), πλέον η τοποθέτηση της καγκελόπορτας η οποία δεν συνιστά εκτέλεση οικοδομικού έργου, άρα κάτω από £3.000 που με βάση τις πρόνοιες του  άρθρου 29()γ) του Νόμου εξαιρείται ως απλής φύσης τεχνικό έργο (βλέπε Γνωστοποίηση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων ημερομηνίας 26.9.2002 με αριθμό 467/ Κ.Δ.Π. 467/2002). Η συμφωνία για την εκτέλεση των εργασιών αυτών δεν μπορεί να κριθεί παράνομη.

           

Το δε γεγονός ότι στην αγωγή του Ενάγοντος ισχυρίζεται ότι με την προφορική συμφωνία για εκτέλεση των επιπρόσθετων εργασιών οι Εναγόμενοι του ανέθεσαν να εκτελέσει διάφορες «επί πλέον («ΕΞΤΡΑ») οικοδομικές εργασίες» δεν υποδηλοί με οποιοδήποτε τρόπο ότι με την αρχική συμφωνία ο Ενάγοντας επίσης ανέλαβε να διεκπεραιώσει οικοδομικές εργασίες.»

 

Αποτελεί αρχή δικαίου, ότι η παρανομία της σύμβασης καθιστά τα συμφωνηθέντα ανεφάρμοστα, άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.  Η δε παρανομία που δυνατόν να σχετίζεται είτε με τη συνομολόγηση της, είτε με την εκτέλεση της, θα πρέπει να αναδύεται κατ΄ αντικειμενικό τρόπο και ανεξάρτητα από την έκταση συμμετοχής εκάστου των  συμβαλλομένων.  Το δε Δικαστήριο οφείλει να αποστερήσει τον διάδικο που μετήλθε παράνομων ενεργειών από οποιαδήποτε θεραπεία (Ελευθέριος Χαραλάμπους v. Fahim Nasri Daccache (1989) 1(E) A.A.Δ. 269, Χριστοδούλου κ.α. ν. Vraets (2009) 1 Α.Α.Δ. 802, Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 2035  κ.α.[1], Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ ν. UIB Insurance Reinsurance & Consultant Brokers Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 23/12, 16.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A358 και Treitel: The Law of Contract, 8η έκδ., σελ. 381). 

 

Η ερμηνεία της σύμβασης, αναγκαίο στοιχείο για σκοπούς εφαρμογής και εκτέλεσης της, ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο.  Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου μιας σύμβασης αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και των όρων της, το δε κείμενο της, πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά έτσι ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι από το νόημα που αποδίδεται στους όρους της και που δυνατόν να μην αντικατοπτρίζουν, αντικειμενικά ιδωμένοι, τον σκοπό της συναλλαγής και την πραγματική πρόθεση των μερών (Ανόρθωση ν. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ. 518).

 

Όπως παρατηρείται και στο σύγγραμμα του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Τόμος Β, σ. 478, υπό τον τίτλο «Βεβαιότητα, Ασάφεια και Ερμηνεία της Σύμβασης»:

 

«Συμπερασματικά, παρά το ότι μια σύμβαση δεν είναι γραμματικό κείμενο αλλά μια νομική πράξη, το βασικό κριτήριο ερμηνείας δεν μπορεί να είναι άλλο από την έννοια που μεταδίδεται από το κείμενο της συμφωνίας στον μέσο λογικό άνθρωπο, με βάση την αντικειμενική θεωρία της συνομολόγησης και εφαρμογής συμβάσεων.»[2]

 

Εξετάζοντας το επίμαχο αγοραπωλητήριο και ιδιαίτερα τον όρο 2 αυτού, βρίσκουμε ότι ορθά το Δικαστήριο ερμήνευσε και προσδιόρισε τη φύση και τον σκοπό της σύμβασης.  Επρόκειτο ξεκάθαρα για την αγορά της κατοικίας στην κατάσταση την οποία βρισκόταν και την παράδοση της στους εφεσείοντες με την συμπλήρωση των εργασιών που είχαν απομείνει.  Ορθά το Δικαστήριο προσδιόρισε τη φύση της συμφωνίας και το σκοπό της.

 

Ορθή επίσης βρίσκουμε την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τους όρους της προφορικής συμφωνίας.  Δεδομένων των αδιαμφισβήτητων ευρημάτων του Δικαστηρίου όπως προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία (ΜΥ2), ευρήματα που δεν εφεσιβάλλονται αυτοτελώς, ορθά κατέληξε ότι τα εν λόγω έργα, αξίας κάτω των £3.000, εξαιρούνται των προνοιών του Νόμου, άρθρο 29(γ) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου, Ν. 29(Ι)/2000  ως απλής φύσης τεχνικά έργα.[3]

 

Ο συνήγορος των εφεσειόντων αντί να κακίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι απέτυχε να εξετάσει κατά πόσο τα εν λόγω έργα είναι απλής τεχνικής φύσης, και ότι περιορίστηκε στο ποσό που το ίδιο αποφάσισε ως αμοιβή, θα ήταν καλό να αναλογιστεί τον τρόπο χειρισμού της Υπεράσπισης και ανταξίωσης των εφεσειόντων και τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που τονίζουμε για ακόμη μια φορά ότι η αξιολόγηση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφεσιβάλλεται αυτοτελώς.

 

Δεν έχει, διαπιστώνουμε, τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ειδικού που να ορίζει κατά πόσο τα εν λόγω έργα ενέπιπταν στην έννοια «οικοδομικό έργο» ή «τεχνικό έργο», άρθρο 2 του Νόμου, οπότε ορθά το Δικαστήριο περιορίστηκε και στηρίχθηκε στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας στην αξία των εκτελεισθεισών εργασιών.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Η δεύτερη ενότητα άπτεται της λανθασμένης κατάληξης του Δικαστηρίου να απορρίψει τα κονδύλια τα οποία ανταξίωναν οι Εφεσείοντες για πρόσθετες εργασίες και/ή κατασκευαστικές κακοτεχνίες,[4] λόγοι έφεσης 3 μέχρι 7.  

 

Σκοπός των αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του αθώου αντισυμβαλλόμενου στη θέση που θα βρισκόταν, αν η σύμβαση εκπληρωνόταν απρόσκοπτα.  Η δε επιδίκαση και επιμέτρηση αποζημιώσεων προϋποθέτει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διεκδικούμενης απώλειας με την παράβαση της σύμβασης.  Η ζημιά θα πρέπει να προέρχεται, είτε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είτε να ήταν προβλέψιμη, με βάση το τι γνώριζαν ή είχαν υπόψη τους τα διάδικα μέρη, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης (Hadley v. Baxendale (1854) 9 Exch 341, Saab and another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.α. ν. Θέλμας Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679).

 

Ό,τι απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η αποδεκτή μαρτυρία (ΜΥ2) ήταν ικανή να υποστηρίξει τις αξιώσεις των εφεσειόντων, όσον αφορά τις ισχυριζόμενες ελλείψεις και/ ή κακοτεχνίες.

 

Με τις παραγράφους 8(ζ), (η), (θ) και (ι) της ανταπαίτησης αξιώνετο συνολικό ποσό €30.000, ενώ για τις επιμέρους ελλείψεις και/ή κακοτεχνίες, §8(ζ) ως ανωτέρω, δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένο ποσό.  Οι ειδικές αποζημιώσεις όπως εν προκειμένω οι αξιούμενες κακοτεχνίες, πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται αυστηρά.  Η γενική αναφορά του ΜΥ2 σε συνολικό ποσό ή συνολική λύση, χωρίς επιμέρους ανάλυση των κονδυλίων και μάλιστα σε συνδυασμό με μη δικογραφημένα «προβλήματα», δεν είναι δυνατόν να ικανοποιήσει το αποδεικτικό βάρος που έφεραν οι εφεσείοντες.

 

Σημειώνεται ότι μέρος των αξιούμενων ως κακοτεχνιών, όπως §8(ζ)(iii), αξία χειρολαβής της εσωτερικής σκάλας, €1.300, συνυπολογίστηκε και  αφαιρέθηκε από το αξιούμενο τίμημα πώλησης, οπότε ορθά, έκρινε το Δικαστήριο ότι δεν ετίθετο θέμα επιδίκασης του στα πλαίσια της ανταπαίτησης.

 

Το αυτό ισχύει και για την παράλειψη του εφεσίβλητου να κατασκευάσει ψησταριά και πιεστικό σύστημα στον ηλιακό θερμοσίφωνα,[5] που ήδη εξετάστηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια επιδίκασης του ποσού υπόλοιπου του τιμήματος πώλησης δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου.

 

Ο 3ος, 4ος και 5ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον 6ο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει ως αποζημιώσεις, τα ενοίκια που κατέβαλαν οι εφεσείοντες, για περίοδο από 11.10.2005 - 22.5.2006, λόγω καθυστέρησης της παράδοσης της αγορασθείσης κατοικίας. 

 

Το Δικαστήριο επί του προκειμένου αποφάσισε, παραπέμποντας στο σύγγραμμα McGregor on Damages, 14η έκδοση, σελ. 514-515, §729, ότι:

 

«Με δεδομένη την κατάληξή μου αναφορικά με την καταβολή του εν λόγω ποσού από τους Εναγόμενους και την ευθύνη του Ενάγοντα για την καθυστέρηση στην παράδοση της πωλούμενης οικίας, απομένει να αποφασιστεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιδίκαση του ποσού αυτού υπέρ των Εναγομένων.

 

Κρίνω ότι αυτό δεν δικαιολογείται αφού η πληρωμή ενοικίου για την περίοδο της καθυστέρησης δεν είναι το ορθό μέτρο αποζημίωσης για το ζήτημα αυτό.  Το ποσό που δύναται να επιδικαστεί σε μια τέτοια περίπτωση είναι η ενοικιαστική αξία της πωλούμενης οικίας, κάτι για το οποίο δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ούτε εγέρθηκε αξίωση από την πλευρά των Εναγομένων.»

 

Ο συναφής λόγος έφεσης πρέπει να επιτύχει.  Σύμφωνα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι κατέβαλαν ποσό £2.400 ως ενοίκια για την ως άνω περίοδο, λόγω καθυστέρησης της παράδοσης της κατοικίας από υπαιτιότητα του εφεσίβλητου.  Τα ενοίκια τα οποία κατεβλήθησαν από τους εφεσείοντες προέκυψαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και συνεπεία της παράβασης της σύμβασης εκ μέρους του εφεσίβλητου (§4 του αγοραπωλητηρίου, αποπεράτωση μέχρι 30.9.2005).  Οι εφεσείοντες απέσεισαν το αποδεικτικό βάρος που έφεραν και δικαιούνται να αποζημιωθούν για τη ζημιά που υπέστησαν από την υπαίτια παράβαση της σύμβασης εκ μέρους του εφεσίβλητου, άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.    Η αναφορά του Δικαστηρίου στο σύγγραμμα McGregor on Damages (ανωτέρω), δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.  Ο 6ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. 

 

Με τον 7ο και τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες πλήττουν ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να ανακτήσουν το ποσό το οποίο αξίωναν με την ανταπαίτηση για θεραπεία του προβλήματος εισροής ομβρίων υδάτων, λόγω λανθασμένης υψομετρικής κατασκευής του δαπέδου της οικίας και της λανθασμένης κλίσης του δαπέδου και/ή το αντίστοιχο ποσό ως αποζημίωση για διάρρηξη συμβάσεως (§8(δ)(iv), (iv) (sic)):

«Για σκοπούς θεραπείας των δύο αυτών προβλημάτων όπως επίσης των προβλημάτων που καθορίζονται στις παραγράφους Β3 και Β4 (τα οποία δεν δικογραφούνται στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση) ο ΜΥ2 εισηγείται μια συνολική λύση το κόστος της οποίας ανέρχεται σε €11.000.  Λόγω όμως του ότι το ποσό αυτό θα πρέπει να δαπανηθεί και για ελλείψεις/κακοτεχνίες οι οποίες δεν καθορίζονται στο δικόγραφο των Εναγομένων και στην έκθεση του ΜΥ2 δεν γίνεται οποιοσδήποτε διαχωρισμός, το ποσό των €11.000 δεν μπορεί να επιδικασθεί υπέρ των εναγομένων.»

 

Με έκπληξη μας ακούσαμε το δικηγόρο των εφεσειόντων να επικαλείται την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Α.Ε., τεκμήριο 32, για να υποστηρίξει ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων για θεραπεία του προβλήματος εισροής ομβρίων. Θέλει να αγνοεί ο δικηγόρος των εναγόντων, ότι η έκθεση δεν έγινε αποδεκτή και ορθά, ως εκ τούτου, δεν αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο: ο εν λόγω εμπειρογνώμονας δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει και να αντεξεταστεί, παρόλο που όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στην υπεράσπιση προς το σκοπό αυτό (σχετική η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 28.6.2012).

 

Η δε τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση την οποία επίσης επικαλείται ο δικηγόρος των εφεσειόντων, παραθέτει απλώς τις ελλείψεις και/ή κακοτεχνίες, χωρίς να καθορίζει το κόστος για αποκατάσταση τους.

 

Η παράλειψη δικογράφησης ως ανωτέρω και η αξίωση για συνολικό ποσό μοιραία οδήγησε σε απόρριψη των αξιώσεων των εφεσειόντων. Ο 7ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Προτρέπουμε τους διαδίκους σε υποθέσεις αυτής της φύσης, όπου εγείρονται τεχνικά ή κατασκευαστικά ζητήματα και κόστη, πριν να αποταθούν στο Εφετείο να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο, στρεφόμενοι σε εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης της διαφοράς: διαμεσολάβηση ή διαιτησία.  Μέθοδοι που αν ακολουθηθούν ορθά περισώζουν δικαστικό χρόνο και χρήμα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς (6ος λόγος έφεσης).  Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται.  Επιδικάζεται στους εφεσείοντες επιπλέον ποσό £2.400 (€4.100) ως ενοίκια/αποζημιώσεις, πλέον τόκο από 19.9.2012, ημερομηνία εκδόσεως της πρωτόδικης απόφασης.

 

Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/φκ                                                              Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.



[1] Alam v. Tουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968, Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444).

 

[2] Franklins Pty Ltd n. Metcash Trading Ltd (2009) NSWCA 407.

[3] Γνωστοποίηση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων ημερ. 26.9.2002, Αρ. 467/ ΚΔΠ 467/02.

[4] §8(δ) της Ανταπαίτησης:

«(i) Η ψησταριά που προβλέπεται στα σχέδια και τη συμφωνία δεν κατεσκευάσθη.

 

(ii) Ο ηλιακός θερμοσίφωνας ετοποθετήθη χωρίς πιεστικό σύστημα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ικανοποιητική πίεση για το νερό, ενώ ο ηλιακός θερμοσίφωνας της γειτονικής οικίας 1 Α είναι εφοδιασμένος με τέτοιο σύστημα.

 

(iii) Δεν ετοποθετήθη χειρολαβή στην εσωτερική σκάλα, η οποία προβλέπεται στα σχέδια.

 

(iv) Τα πλακάκια της βεράντας ετοποθετήθησαν με λανθασμένη κλίση, με αποτέλεσμα τα όμβρια ύδατα να εισέρχονται εντός της οικίας.

 

(iv) Η μόνωση της ταράτσας ήταν ελαττωματική, με αποτέλεσμα τη διαρροή των νερών της βροχής στην οικία.

 

(η) Περαιτέρω ο Ενάγων κατασκεύασε το δάπεδο της οικίας σε υψόμετρο πολύ πιο χαμηλό απ΄ ότι καθορίζεται στα κατασκευαστικά σχέδια, όπου το υψόμετρο καθορίζεται σε 60 εκατοστόμετρα άνωθεν του πεζοδρομίου και εκατέρωθεν της οικίας.  Αντ΄ αυτού, λανθασμένα, το δάπεδο έχει κατασκευαστεί μόνο 3,5 εκατοστόμετρα άνωθεν του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει η οικία με όμβρια ύδατα σε περίπτωση βροχής.»

 

[5] §8(δ)(i) και (ii) της Ανταπαίτησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο