ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/19, 21/5/2019

ECLI:CY:AD:2019:D192

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/19)

 

21 Μαΐου 2019

 

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2364/2017 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 24.4.2019 ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΕΠΙ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΗΜΕΡ. 04/02/2019 ΤΩΝ CLENCHBY PROPERTIES LIMITED, ΧΧΧ ΑΥΓΟΥΣΤΗ, EVELTHON DEVELOPMENTS LIMITED, TYRUSLAND LIMITED ΚΑΙ LANDRIAN ESTATES LIMITED ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΓΩΓΗΣ.

--------------

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

---------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

OIKONOMOY, Δ.:  Στις 11.8.2017 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στα πλαίσια της αγωγής 2364/2017 διάταγμα τύπου Anton Piller εναντίον των εναγομένων 2-9 ορίζοντας επιτηρητές δικηγόρους (supervising solicitors) για σκοπούς εκτέλεσής του.  Μεταξύ αυτών ήταν και ο νυν αιτητής.  Κατά την εκτέλεση του διατάγματος παραλήφθηκαν έγγραφα.  Δόθηκαν αντίγραφα στους δικηγόρους της ενάγουσας.  Στη συνέχεια ο αιτητής παρέδωσε στο Δικαστήριο, στην ασφαλή φύλαξη του Πρωτοκολλητή, τα έγγραφα που παρέλαβε.

 

Οι εναγόμενοι 2, 3, 4, 8 και 9, παράλληλα με τις προσπάθειές τους να ακυρώσουν το διάταγμα, προσέφυγαν με αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 4.2.2019 στο Επαρχιακό Δικαστήριο παραπονούμενοι ότι κάποια από τα έγγραφα που παραλήφθηκαν δεν καλύπτονται από το διάταγμα.  Το Δικαστήριο, αφού άκουσε κα την άλλη πλευρά, κατέληξε στη διαπίστωση ότι τα έγγραφα υπ΄αρ. 1-7 και 9-18 σε σχετικό κατάλογο συνιστούν αλληλογραφία που προστατεύεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος.  Έκρινε δε ότι η παραλαβή τους έγινε κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των εναγομένων και χωρίς τέτοια παραλαβή να είχε εξουσιοδοτηθεί με το διάταγμα Anton Piller.  Κατόπιν τούτου, προχώρησε στις 24.4.2019 στην έκδοση διατάγματος με το οποίο διατάσσεται η ενάγουσα και/ή οι δικηγόροι της και/ή οι εν λόγω επιτηρητές δικηγόροι περιλαμβανομένου του νυν αιτητή και/ή ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έλαβε τα έγγραφα ή αντίγραφά τους, όπως παραδώσουν τα εν λόγω συγκεκριμένα έγγραφα στους εναγόμενους 2, 3, 4, 8 και 9 και/ή στους δικηγόρους τους.

 

Επιπρόσθετα απαγόρευσε στα εν λόγω πρόσωπα από του να κρατήσουν αντίγραφα και/ή να χρησιμοποιήσουν και/ή κοινοποιήσουν και/ή δημοσιεύσουν και/ή γνωστοποιήσουν οποιοδήποτε από τα εν λόγω συγκεκριμένα έγγραφα. 

 

Τέλος, διέταξε τα εν λόγω πρόσωπα, πλην του Πρωτοκολλητή, όπως εντός ταχθείσας προθεσμίας καταχωρίσουν στο φάκελο του Δικαστηρίου ένορκη δήλωση αναφέροντας σε ποια πρόσωπα και πότε έχουν κοινοποιήσει και/ή δημοσιεύσει τα εν λόγω συγκεκριμένα έγγραφα και ποια πρόσωπα της δικηγορικής εταιρείας των δικηγόρων των αιτητών είχαν και/ή έχουν στην κατοχή τους τα εν λόγω έγγραφα.

 

Στoν αιτητή δεν επιδόθηκε η προαναφερθείσα αίτηση ημερομηνίας 4.2.2019.   Έλαβε γνώση όταν του επιδόθηκε το διάταγμα ημερομηνίας 24.4.2019.  Ακολούθως, καταχώρισε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari προς ακύρωση του διατάγματος 24.4.2019 και για έκδοση διατάγματος prohibition προς αναστολή του.

 

Στους νομικούς λόγους της αίτησης ισχυρίζεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο:

 

1.   ενήργησε καθ΄υπέρβαση και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας «αφού με το Διάταγμά του απαγορεύει και ουσιαστικά εμποδίζει τον αιτητή να δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές, ήτοι την αστυνομία ή τον Γενικό Εισαγγελέα για αδικήματα κατά της δικαιοσύνης και να καταθέσει σε δικαστήριο ως μάρτυρας για γεγονότα και πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση του κατά την εκτέλεση διατάγματος έρευνας τύπου Anton Piller».

 

2.   ενήργησε με πρόδηλη πλάνη νόμου αφού «η απαγόρευση του προς τον αιτητή να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες σε σχέση με τα έγγραφα και το περιεχόμενο των εγγράφων αντιβαίνει το νόμο αφού προσκρούει στο Άρθρο 17 του Συντάγματος και στις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που αφορούν την ανάκριση αδικημάτων και την παράσταση και εξέταση μαρτύρων…»

 

3.   ενήργησε με πρόδηλη πλάνη νόμου αφού «κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αφού η αίτηση ημερομηνίας 4.2.2019 κατονόμαζε συγκεκριμένα τον αιτητή θα έπρεπε η αίτηση να του επιδοθεί ώστε ο αιτητής ως επηρεαζόμενο πρόσωπο που κατονομαζόταν στην αίτηση να είχε το δικαίωμα να αντιδράσει και να ενστεί και να του διδόταν το δικαίωμα να ακουστεί».

 

Επιπρόσθετα, αναφέρονται στο μέρος της Αίτησης όπου παρατίθενται οι νομικοί λόγοι και τα ακόλουθα, χωρίς όμως να προσδιορίζεται υπό ποία έννοια νομικού λόγου για έκδοση προνομιακού εντάλματος τους γίνεται επίκληση:  Αναφέρεται, εν πάση περιπτώσει, ότι ο αιτητής διατάχθηκε να ορκιστεί και να καταχωρίσει στο φάκελο του Δικαστηρίου ένορκη δήλωση για ζητήματα για τα οποία έχει ήδη ορκιστεί και καταχωρίσει ένορκη δήλωση στις 4.9.2017 με την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο τους σφραγισμένους φακέλους με τα έγγραφα που είχαν ληφθεί και κατονόμασε τα πρόσωπα τα οποία είχαν λάβει αντίγραφα των εγγράφων.  Αναφέρεται περαιτέρω ότι ο αιτητής διατάσσεται να αποκαλύψει ενόρκως ζητήματα για τα οποία δεν μπορεί να έχει ή να λάβει γνώση, αφού διατάσσεται να κατονομάσει ποιο φυσικό πρόσωπο/πρόσωπα της δικηγορικής εταιρείας των δικηγόρων της ενάγουσας είχαν ή έχουν στην κατοχή τους τα εν λόγω έγγραφα ή αντίγραφά τους.

 

 Θα αρχίσω από τη βασική εισήγηση περί παράβασης της φυσικής δικαιοσύνης.  Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που μπορεί να δοθεί από το γεγονός ότι ο αιτητής αναφέρεται ρητά στην αίτηση και εκδόθηκαν διατάγματα απαγορευτικής αλλά και επιτακτικής μορφής περιλαμβάνοντας και το όνομά του, χωρίς να του είχε επιδοθεί η αίτηση και χωρίς να είχε γνώση και να ακουστεί.  Θεωρώ όμως ότι η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί με αναφορά, αφενός στο ρόλο του επιτηρητή δικηγόρου στα πλαίσια εκτέλεσης τέτοιας φύσεως διαταγμάτων και, αφετέρου έχοντας υπόψιν τα δικαιώματα ή συμφέροντα που επικαλείται ο αιτητής ως επηρεαζόμενα από το διάταγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

 

Τα διατάγματα έρευνας τύπου Anton Piller, όπως επικράτησε να ονομάζονται από την πρώτη σχετική απόφαση του αγγλικού Εφετείου (Anton Piller KG v. Manufacturing Processes Ltd (1976) 1 All ER 779), αποτελούν μια εξόχως δραστική, επεμβατική διαδικασία η οποία έχει χαρακτηριστεί ως δρακόντεια και στην ουσία της άδικη (Columbia Picture Industries v. Robinson [1986] 3 All ER 338 σελ. 370) ή και ως το «πυρηνικό όπλο» στο οπλοστάσιο ενός ενάγοντα (βλ. Αίτηση Γρηγοριάδη (2013) 1 ΑΑΔ 1247).

 

Η δυνατότητα έκδοσης τους και η σχετική διαδικασία στην Αγγλία έχει ρυθμιστεί από το νόμο,  τους διαδικαστικούς κανονισμούς και σχετικές πρακτικές οδηγίες. (Civil Procedure Act 1997, s.7 : CPR 25.1(1)(h) : CPR PD 25A, paras 7.1-7.11). Στην ουσία έχουν κωδικοποιηθεί οι διασφαλίσεις που είχαν προβλεφθεί από τη νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, Columbia Picture Industries v. Robinson (ανωτέρω), Lock International v. Beswick [1989] 1 W.L.R. 1268, Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 W.L.R. 840, CBS United Kingdom Ltd v. Lambert [1983] Ch. 37), ώστε να ελεγχθεί  η δραστικότητα των διαταγμάτων Anton Piller και να περιοριστεί τόσο η χρήση τους, ενθουσιώδης στην αρχή, όσο και οι συνέπειές τους (βλ. White Book 2019, Vol. 2, para 15-91).  

 

Στην Κύπρο το ζήτημα συνεχίζει να διέπεται από την νομολογιακή πρακτική, με δεδομένη την ανάγκη για φειδώ στην έκδοση τέτοιων διαταγμάτων και επιβολή διασφαλίσεων σε ότι αφορά την εκτέλεσή τους, ώστε να περιορίζεται ο δυσμενής αντίκτυπος στην άλλη πλευρά. 

 

Είναι τέτοιες αναγκαίες διασφαλίσεις που έχουν οδηγήσει στη διαπίστωση ότι, παρά την επεμβατική και δραστική του φύση, ένα διάταγμα Anton Piller δεν παραβιάζει, άνευ ετέρου, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) (Chappell v. U.K. (1990) 12 EHRR 1). 

 

Σημαντική διασφάλιση, ως ζήτημα, στην Κύπρο, πρακτικής, αποτελεί ο διορισμός «επιτηρητή δικηγόρου» (αντίστοιχου με τον «supervising solicitor») προς μείωση των κινδύνων του εναγόμενου (βλ. Gee on Commercial Injunctions, 6th Ed., para 17-049).  Όσο και αν ο κύριος ρόλος του είναι να ενεργεί για λογαριασμό του ενάγοντα, είναι ανεξάρτητος λειτουργός του δικαστηρίου (officer of the court) (Anton Piller KG v. Manufacturing Processes Ltd (ανωτέρω), Columbia Picture Industries v. Robinson (ανωτέρω), Celanese Canada Inc. v. Murray Demolition Corp., [2006] 2 S.C.R. 189, 2006 SCC 36, Αίτηση Frantisek Stepanek (2012) 1 ΑΑΔ 248). 

 

Η ιδιότητά του ως λειτουργός του δικαστηρίου συνεπάγεται, κατά πρώτον, ότι οφείλει να ενεργεί ανεξάρτητα και κατά τρόπο δίκαιο έναντι του εναγομένου.  Έχει υποχρέωση να προστατεύει τα δικαιώματα και νόμιμα συμφέροντα του εναγομένου, και ειδικότερα να του εξηγεί τις συνέπειες του διατάγματος κατά τρόπο δίκαιο σε απλή γλώσσα και να τον πληροφορεί για το δικαίωμα του να ζητήσει νομική συμβουλή προτού συμμορφωθεί προς το διάταγμα.  Η παράλειψή του να ενεργήσει κατά αυτό τον τρόπο συνιστά καταφρόνηση του διατάγματος το οποίο ανέλαβε να εκτελέσει (David Bean, Isabel Parry, Andrew Burns, Injunctions, 13th Ed., para 8-06).

 

Περαιτέρω, η ιδιότητά του ως λειτουργός του δικαστηρίου έχει ως συνέπεια ότι βρίσκεται υπό την εποπτεία ή και τον έλεγχο του δικαστηρίου που του ανέθεσε ένα τόσο σημαντικό και δραστικό ρόλο.  Στην Columbia, σελ. 379 λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:

 

«Solicitors who execute an Anton Piller order do so, in important part, as officers of the court. It is the court which places them in a position to do that which would, without the court authority, be a flagrant and inexcusable trespass. They are placed in a position in which their actions are likely to cause shock, distress and often outrage to those against whom the orders are executed.»

 

Τέτοια δρακόντεια διαδικασία και ο δικηγόρος που του ανέθεσε το δικαστήριο και αυτός ανέλαβε να την επιτηρεί ως λειτουργός του, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται υπό τη στενή εποπτεία του δικαστηρίου. Επιγραμματική είναι η αναφορά στα Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Reissue, Vol. 24, para 872:

 

«Such orders are made ex parte and are characterised by secrecy and there being no notice to the defendant of what is afoot.  Because their essence is surprised and because they operate drastically such orders are closely controlled by the court.»

 

Είναι υπό το παραπάνω πρίσμα που πρέπει να εξεταστεί το παράπονο του αιτητή για το ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης.  Ειδικότερα, θα πρέπει υπό το πρίσμα αυτό να εξεταστεί εάν τα επίμαχα διατάγματα του δημιουργούν τέτοιες υποχρεώσεις ή επηρεάζουν τα δικαιώματα ή τη νομική του θέση ούτως ώστε να εγείρεται ζήτημα φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ως άνω, ο πρώτος νομικός λόγος της αίτησης είναι ότι το Δικαστήριο ενήργησε καθ΄υπέρβασιν ή έλλειψη δικαιοδοσίας εφόσον με το διάταγμα εμποδίζει τον αιτητή να δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές και να καταθέσει ως μάρτυρας για γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση του κατά την εκτέλεση του διατάγματος Anton Piller.  Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός ενός τέτοιου διατάγματος, ούτε αυτός είναι ο ρόλος του επιτηρητή δικηγόρου.

 

O σκοπός του διατάγματος Anton Piller είναι η κατεπείγουσα προστασία μαρτυρίας που τελεί υπό άμεσο κίνδυνο καταστροφής ή απόκρυψης ώστε η μαρτυρία αυτή να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με συγκεκριμένη αγωγή. Μία από τις βασικές διασφαλίσεις, που αποτελεί εξυπακουόμενο όρο, είναι ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλη παράλληλη ή απώτερη πολιτική ή ποινική διαδικασία χωρίς τουλάχιστον την άδεια του δικαστηρίου. (Derby & Co Ltd v. Weldon (No. 1) [1990] Ch. 48, Alterskye v. Scott [1948] 1 All ER 297, Home Office v. Harman [1983] A.C. 280).  Δεν μπορεί να αποδίδεται, ως εκ τούτου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας επί της λανθασμένης αντίληψης ότι ο αιτητής μπορούσε να καταθέσει τα έγγραφα στα πλαίσια διερεύνησης ή εκδίκασης ποινικής υπόθεσης και εμποδίστηκε.  Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί δικαίωμα ακρόασης σε σχέση με σκοπούμενη εκτροπή από το διάταγμα Anton Piller.

 

Ως άνω, η υποχρέωση για αποκάλυψη που επέβαλε με το διάταγμα ημερομηνίας 24.4.2019 το Δικαστήριο, τηρουμένης της γενικότερης θέσης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης, δεν διασυνδέθηκε με κάποιο από τους νομικούς λόγους που έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία ως λόγοι για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari.   Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής δεν εξαναγκάζεται με το διάταγμα να προβεί σε ένορκη δήλωση για γεγονότα τα οποία δεν γνωρίζει.  Εξυπακούεται πάντοτε ότι η συμμόρφωση προς νόμιμη διαταγή του δικαστηρίου προϋποθέτει γνώση και δυνατότητα και η μη συμμόρφωση θέτει ζήτημα καταφρόνησης εάν και εφόσον είναι ηθελημένη.  Εναπόκειται στον αιτητή, ως λειτουργός του δικαστηρίου που εξουσιοδοτήθηκε για την εκτέλεση συγκεκριμένου διατάγματος, να δώσει τις εξηγήσεις που αρμόζουν, στα πλαίσια του εποπτικού ρόλου του Δικαστηρίου, ο οποίος πηγάζει από τη συμφυή του εξουσία.

 

Διευκρινίζεται ότι στους νομικούς λόγους της αίτησης δεν γίνεται αναφορά στην πτυχή εκείνη του διατάγματος η οποία αφορά στην υποχρέωση για παράδοση των εγγράφων.  Ορθά, εφόσον όταν ο επιτηρητής δικηγόρος εντοπίσει τα έγγραφα ή την άλλη μαρτυρία που κινδυνεύει και λάβει αντίγραφα τότε θα πρέπει να επιστρέψει το υλικό στον ιδιοκτήτη του.  Η θεσμοθετημένη αυτή διασφάλιση στην Αγγλία, ισχύει ως δικαστηριακή πρακτική με χαρακτηριστική τη σχετική αναφορά του δικαστή Scott στην υπόθεση Columbia v. Robinson  (ανωτέρω):

 

«For example, I do not understand how an order can be justified that allows the plaintiffs' solicitors to take and retain all relevant documentary material and correspondence.  Once the plaintiffs' solicitors have satisfied themselves what material exists and have had an opportunity to take copies therof, the material ought, in my opinion, to be returned to its owner.  The material need be retained no more than a relatively short period of time for that purpose.»

 

Ούτε, εν πάση περιπτώσει, έχει πρακτική σημασία το ζήτημα εν προκειμένω εφόσον, ως άνω, ο αιτητής παρέδωσε τα έγγραφα στον πρωτοκολλητή για ασφαλή φύλαξη.  Αυτή είναι η εξήγηση που οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να δώσει στο δικαστήριο υπό τον έλεγχο του οποίου τελεί.  Δεν διαπιστώνω ούτε ως προς το ζήτημα αυτό, έστω και αν ο αιτητής κατονομάζεται στο διάταγμα, να είχε εξ αυτού θέση διαδίκου ή άλλου προσώπου με δικαίωμα ακρόασης.  Είναι λειτουργός του δικαστηρίου και οφείλει να συμμορφωθεί στις οδηγίες του ή να δώσει εξηγήσεις.

 

Αλλά, έστω ότι ο αιτητής εκ του γεγονότος και μόνο ότι αναφέρεται στα διατάγματα είναι διάδικος ή πρόσωπο που θα έπρεπε άνευ ετέρου να ακουστεί.  Σε τέτοια περίπτωση θα εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης ώστε να δοθεί η απαιτούμενη άδεια.  Όμως, ακόμα και όταν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το δικαστήριο δεν αναμένεται να χορηγήσει άδεια εάν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων. 

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι η δυνατότητα που παρέχει η Δ.48 κ.8(4)[1] δεν παρέχεται εν προκειμένω διότι αφορά σε μονομερή αίτηση, ενώ η αίτηση εν προκειμένω ήταν δια κλήσεως.  Στην πραγματικότητα όμως, ενώ η αίτηση τιτλοφορήθηκε ως αίτηση δια κλήσεως, έτυχε τέτοιου χειρισμού μόνο αναφορικά με την ενάγουσα.  Είναι η ενάγουσα που κλήθηκε και είναι μεταξύ αυτής και των αιτητών που εκδικάστηκε η αίτηση inter partes.  Ο παρών αιτητής δεν κλήθηκε.  Η αίτηση δεν έγινε διά κλήσεως του και ακούστηκε στην απουσία του.  Με άλλα λόγια, έναντι του εκδικάστηκε μονομερώς.  Ως εκ τούτου είχε τη δυνατότητα που παρέχει η Δ.48 κ.8(4), η οποία δεν παρέχει απλώς μια εναλλακτική θεραπεία αλλά και τη δυνατότητα να παρέμβει στην κανονική πορεία των πραγμάτων το δικαστήριο που διατηρεί τον εποπτικό ρόλο στην επίμαχη διαδικασία του Anton Piller.  Οπότε θα είχε την ευκαιρία, όχι μόνο να ακυρώσει το διάταγμα, που είναι η μόνη δυνατότητα που παρέχει το ένταλμα certiorari, αλλά και να το τροποποιήσει έναντι του αιτητή, αφού τον ακούσει, με ό,τι θα μπορούσε να θεωρήσει, ως εποπτεύον δικαστήριο, αναγκαίο, διευκρινιστικό ή χρήσιμο.

 

Υπό το φως των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.

  

 

                                                T.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1] «(4)  Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or  vary such order on such terms as may seem just.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο