ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2012, 18/6/2019
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2012, 18/6/2019
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2019:A232

ECLI:CY:AD:2019:A232

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2012)

 

18 Ιουνίου 2019 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εφεσείων/Εναγόμενος 2

-         ΚΑΙ   -

 

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων

--------------------------------------------

 

Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Γαντζίδου (κα) με Κλ. Παπή (κα), για τους Εφεσιβλήτους.

 

--------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων ήταν ένας εκ των δύο εγγυητών των τραπεζικών υποχρεώσεων της πρώην εναγομένης εταιρείας 1, της οποίας ήταν αποκλειστικός διευθυντής και μέτοχος.  Η εφεσίβλητη τράπεζα είχε εγείρει αγωγή εναντίον της εταιρείας αυτής για το ποσό των €187.352,95 το οποίο δημιουργήθηκε δυνάμει συμφωνίας δανείου ημερ. 2.11.2006 με πρόσθετους συμφωνηθέντες τόκους προς 12.50% ετησίως. 

 

        Το ποσό του δανείου ήταν αρχικά €179.403,15.  Ανοίχθηκε σχετικός λογαριασμός, είχε δε συμφωνηθεί η αποπληρωμή του με μηνιαίες δόσεις των €5.940,55 από 31.1.2007.  Στο έγγραφο δανείου, ο εφεσείων και μια άλλη εταιρεία, η πρώην εναγομένη 3, είχαν προσωπικά εγγυηθεί όλες τις υποχρεώσεις της εναγομένης εταιρείας 1, ενώ ο εφεσείων πρόσθετα υποθήκευσε συγκεκριμένο τεμάχιο γης για το ποσό των €215.283,78 με τόκο προς 7.5% ετησίως από 3.11.2006.  Ο εφεσείων, όταν ηγέρθηκε η αγωγή, εισηγήθηκε ότι είχε απαλλαγεί πλήρως από την εγγύηση του διότι η τράπεζα είχε μεταβάλει τους όρους της συμφωνίας με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία χωρίς τη συναίνεση του.  Αυτό, διότι η τράπεζα είχε προχωρήσει σε συμβιβασμό με την πρώην εναγομένη εταιρεία 1 παρέχοντας παράταση χρόνου, συνάπτοντας άλλες συμφωνίες με αυτή, μειώνοντας και τη συμφωνηθείσα μηνιαία δόση σε €600.  Περαιτέρω ζητούσαν την εκποίηση της  υποθήκης και με άλλη αγωγή και, επομένως, υπήρχε κατάχρηση διαδικασίας εφόσον συνυπήρχαν δύο παράλληλες διαδικασίες προς επίτευξη του ίδιου σκοπού.  Ο εφεσείων ήγειρε και ανταπαίτηση με την οποία ζήτησε διάταγμα εξάλειψης ή ακύρωσης της  υποθήκης λόγω απαλλαγής του από την εγγύηση και λόγω κατάχρησης της διαδικασίας. 

 

        Το Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης τράπεζας την οποία και αποδέχθηκε πλήρως, θεωρώντας τη Δ. Χ., Μ.Ε.1, ως μάρτυρα αληθείας και η οποία εργαζόμενη στην Υπηρεσία Διακανονισμού Χρεών, ήταν σε θέση να επεξηγήσει το όλο ιστορικό και να καταθέσει όλα τα σχετικά έγγραφα ως Τεκμήρια.  Ειλικρινή επίσης χαρακτήρισε και τη μαρτυρία των άλλων δύο μαρτύρων της τράπεζας, Σ. Φ., Μ.Ε.2 και Κ. Σ., Μ.Ε.3.  Ο Μ.Ε.2 εργαζόταν στο Τμήμα Αλληλογραφίας Περιφέρειας Λεμεσού της τράπεζας και είχε καταθέσει ότι απεστάλησαν προειδοποιητικές επιστολές με συστημένο ταχυδρομείο, ενώ επίσης απέστειλε με σύνηθες ταχυδρομείο νέες επιστολές.  Ο Μ.Ε.3 εργαζόταν στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων Λινόπετρας και η μαρτυρία του ήταν ότι ο εφεσείων είχε επισκεφθεί την τράπεζα με το συνήγορο και το λογιστή του με σκοπό να του χορηγηθεί δάνειο και αφού ο μάρτυρας εξήγησε τη διαδικασία, η πρώην εναγομένη 1 υπέβαλε αίτηση για δάνειο, η οποία εγκρίθηκε,  ο δε εφεσείων ως διευθυντής της εταιρείας υπέγραψε, όπως υπέγραψε και την εγγύηση υπό την προσωπική του ιδιότητα, αλλά και ως διευθυντής της πρώην εναγομένης 3.

 

        Από την πλευρά του ο εφεσείων κάλεσε την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού A. Σ., Μ.Υ.1, η οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο πιστό αντίγραφο της Αγωγής υπ΄ αρ. 4300/08 με την τράπεζα ως ενάγουσα και εναγομένους την πρώην εναγομένη 1 στην παρούσα υπόθεση και τον εφεσείοντα.  Τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα το Δικαστήριο απέρριψε διότι προσπάθησε να αποφύγει την αναγνώριση της  υπογραφής του στη συμφωνία δανείου που  ήταν ενσωματωμένη στην εγγύηση, την οποία υπογραφή στο τέλος αποδέχθηκε, ενώ προσπάθησε να πείσει ότι είχε υπογράψει τη συμφωνία ως διευθυντής της πρώην εναγομένης 1 και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα.  Αρνήθηκε ότι είχε μεταβεί με το δικηγόρο και το λογιστή του στο υποκατάστημα της τράπεζας ή ότι έλαβε οποιαδήποτε επιστολή υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή ή ακόμη υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή των δύο εταιρειών.  Περαιτέρω, ότι ενώ ήταν εγγεγραμμένος στο 1/3 μερίδιο του ακινήτου, η τράπεζα επιδίωξε την εκποίηση ολόκληρου του τεμαχίου. 

 

        Το Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι τα δεδομένα είχαν ως τα κατέθεσαν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης τράπεζας, αλλά απέρριψε το αίτημα της για εκποίηση της υποθηκευμένης περιουσίας του εφεσείοντα διότι δεν καθοριζόταν με χωριστή εγγραφή το μέρος εκείνο του ακινήτου που αποτελούσε ιδιοκτησία του και δεν μπορούσε να εκποιηθεί η υποθήκη δεδομένου ότι επηρεάζονταν τα συμφέροντα των άλλων κατά τα 2/3 μερίδια συνιδιοκτητών, οι οποίοι όμως δεν ήσαν συνεναγόμενοι στην αγωγή.   Κατά τα άλλα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσείων είχε ενημερωθεί μέσω των επιστολών της τράπεζας, οι οποίες θεωρούνταν ότι είχαν παραδοθεί κατά το τεκμήριο της νομολογίας εφόσον κατά τη μαρτυρία της Μ.Ε.1, καμία ταχυδρομηθείσα επιστολή είτε διά του συστημένου ταχυδρομείου, είτε διά του συνήθους, δεν επιστράφηκε.  Απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων υπέγραψε ως διευθυντής της εταιρείας του και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα, έχοντας συνεπώς υπογράψει τις επίδικες συμφωνίες ως εγγυητής, μη έχοντας αμφισβητήσει τις υπογραφές κάτω από τη λέξη «Εγγυητής» στη σελίδα της συμφωνίας που αφορούσε το «Εγγυητήριο για περιορισμένο ποσό». 

 

        Επομένως, η ευθύνη του εφεσείοντα  προσωπικώς ως εγγυητής ήταν δεδομένη για τα ποσά που οφείλονταν από την πρώην εναγομένη εταιρεία 1 κατά τον τερματισμό της λειτουργίας του δανείου στη βάση των ποσών που οφείλονταν, ως η κατάθεση της Μ.Ε.1. Στην κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε παρουσιάζονταν μάλιστα και ποσά που είχε καταβάλει έναντι του χρέους της η πρώην εναγομένη 1 και τα οποία βεβαίως είχαν αφαιρεθεί ή υπολογιστεί αναλόγως.  Η ρήτρα στη συμφωνία εγγύησης προέβλεπε ότι η τράπεζα δικαιούτο κατά την απόλυτη κρίση της να δέχεται πληρωμές έναντι του δανείου, να δίδει παρατάσεις στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία χωρίς ειδοποίηση στον εγγυητή και να τερματίζει, τροποποιεί, αυξάνει ή ελαττώνει τις χρηματοδοτήσεις ή διευκολύνσεις προς αυτήν, αλλά και να προβαίνει σε συμβιβασμούς με αυτή ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή εγγυητή.  Δεν έγινε ποτέ οποιαδήποτε νέα συμφωνία που να  τροποποιούσε την αρχική συμφωνία δανείου έτσι ώστε ο εφεσείων, ως εγγυητής, να δικαιούτο απαλλαγής. 

 

        Με τα πιο πάνω δεδομένα, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση  υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €247.345,11 με τόκο 9.5% επί του ποσού των €241.171,78 από 6.10.2011 μέχρι εξόφλησης. Απέρριψε όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, την απαίτηση για έκδοση διατάγματος εκποίησης της υποθήκης, ενώ απέρριψε και την ανταπαίτηση του εφεσείοντος που αφορούσε στην απόρριψη της αγωγής ως προώρου και καθ΄ ολοκληρία αβάσιμης, σε διάταγμα εξάλειψης ή ακύρωσης της υποθήκης και σε δήλωση ότι απαλλάγηκε πλήρως από την εγγύηση του.  Επιδικάστηκαν επίσης έξοδα υπέρ της τράπεζας και εναντίον των εναγομένων επί της αγωγής, χωρίς ιδιαίτερα έξοδα επί της ανταπαιτήσεως εφόσον αυτή είχε συνεκδικασθεί με την αγωγή. 

 

        Η έφεση αφορά σε όλο το φάσμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το κύριο παράπονο, ως δηλώθηκε κατά τη συζήτηση της, να εστιάζεται στην απόρριψη της ανταπαιτήσεως. Εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντος ότι έπρεπε η αγωγή εναντίον του να διακηρυχθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξ υπαρχής άκυρη για το λόγο ότι οι υπόλοιποι συνιδιοκτήτες του υποθηκευμένου τεμαχίου γης δεν είχαν συνενωθεί στην αγωγή.  Συνακόλουθα, η ανταπαίτηση θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή και η απαλλαγή του από την εγγύηση στη βάση της διαφοροποίησης της συμφωνίας δανείου προς την πρώην εναγομένη εταιρεία 1.  Λανθασμένη ήταν και η αξιολόγηση της μαρτυρίας λόγω του ότι έγινε δεκτή μαρτυρία που δεν ήταν δικογραφημένη διότι οι μάρτυρες δεν είχαν προσωπική γνώση των δεδομένων και το τεκμήριο το οποίο είχε παραχθεί από ηλεκτρονικό  υπολογιστή, δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτό κατά το Νόμο, διότι δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.  Τέλος, δεν έπρεπε να είχε καταδικαστεί ο εφεσείων στα έξοδα εφόσον το Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί η αξίωση για εκποίηση της υποθήκης υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας. 

 

        Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης, η οποία να σημειωθεί δεν αμφισβήτησε με αντέφεση τη μη έκδοση του διατάγματος εκποίησης της υποθήκης, θεωρεί την απόφαση ορθή σε όλα της τα σημεία εξηγώντας τους λόγους για τη θέση της αυτή στο σχετικό περίγραμμα της.  Αναφορικά ιδιαιτέρως με το ζήτημα της υποθήκης, η εφεσίβλητη θεωρεί  ότι η νομολογία που είχε παραθέσει ο εφεσείων για τη μη συνένωση των  υπολοίπων συνιδιοκτητών δεν εφαρμόζεται στα επίδικα γεγονότα, όπως δεν έχει εφαρμογή η αρχή περί κατάχρησης διαδικασίας όταν συνυπάρχουν δύο ή περισσότερες διαδικασίες που αποσκοπούν στον ίδιο στόχο, δεδομένου ότι η ίδια υποθήκη είχε συνομολογηθεί και για έτερο χρέος μικρότερου ποσού και για το οποίο, βεβαίως, σε περίπτωση εκποίησης της υποθήκης το προϊόν της εκποίησης θα χρησιμοποιείτο προς εξόφληση του και οποιοδήποτε υπόλοιπο θα παρέμενε για την υπό συζήτηση υπόθεση ή θα επιστραφόταν αναλόγως στον εφεσείοντα. 

 

        Εξετάζοντας όλους τους λόγους έφεσης, κρίνεται ότι ουδείς εξ αυτών ευσταθεί.  Το βασικό παράπονο που αφορά τη μη αποδοχή της ανταπαίτησης η οποία επιδίωκε τη διαγραφή της υποθήκης δεν είναι βάσιμο καθότι, όπως ορθά εισηγήθηκε η εφεσίβλητη τράπεζα, ασχέτως της μη έκδοσης διαταγής εκποίησης της υποθήκης πρωτοδίκως, αυτή παρέμενε ισχυρή για ικανοποίηση του χρέους υπό τύπον εγγύησης και το οποίο χρέος το Δικαστήριο αναγνώρισε ως οφειλόμενο από τον εφεσείοντα ως εγγυητή, εκδίδοντας εναντίον του σχετική απόφαση.  Το γεγονός ότι το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να μην εκδώσει διάταγμα εκποίησης  διότι η απουσία των συνιδιοκτητών θα επηρέαζε εν αγνοία τους και το δικό τους συμφέρον επί της ιδιοκτησίας, δεν σήμαινε και την ταυτόχρονη εξάλειψη της υποθήκης παντελώς, εφόσον η ευθύνη του εφεσείοντα ως ενυπόθηκου οφειλέτη συνεχίζει να υφίσταται μέχρι την πλήρη εξόφληση του υφιστάμενου χρέους.  Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο (Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1210) και επικαλείται και ο εφεσείων, αφορούσε σε δικαίωμα διάβασης και η μη συνένωση του συνιδιοκτήτη στη βάση των ισχυόντων περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Κανονισμών του 1956, επέφερε ακυρότητα της αίτησης-έφεσης με την οποία αμφισβητείτο η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου να διαχωρίσει καταναγκαστικά τεμάχιο γης και να παραχωρήσει δικαίωμα διάβασης στο έγκλειστο.  Δεν έχει σχέση με τα επίδικα δεδομένα όπου η υποθήκη αφορούσε εξασφάλιση χρέους.

 

 Δεν θα συζητηθεί το βάσιμο της απόφασης του Δικαστηρίου να μην εκδώσει διάταγμα εκποίησης εφόσον δεν υπάρχει επί του θέματος αντέφεση.  Σίγουρα όμως, η μη συνένωση των άλλων συνιδιοκτητών δεν επιφέρει ακυρότητα της όλης αγωγής.  Η εφεσίβλητη τράπεζα είναι δυνατόν να πάρει τέτοια μέτρα που να καταστήσουν την εκποίηση της υποθήκης δυνατή ή ενδεχομένως το τεμάχιο γης με νόμιμες διαδικασίες να διαμοιραστεί με ξέχωρους τίτλους ιδιοκτησίας ούτως ώστε το μερίδιο του εφεσείοντος να αποκρυσταλλωθεί.  Η εγγύηση είχε νομότυπα συνταχθεί από την τράπεζα και είχε δεόντως υπογραφεί από τον εφεσείοντα υπό την προσωπική του ιδιότητα.

 

        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπήρξε λιτή από το Δικαστήριο, πλην, όμως, ορθή, διότι όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον του διά των εγγράφων-τεκμηρίων που κατατέθηκαν και τα οποία υποστήριζαν πλήρως την αξίωση της τράπεζας.  Η μαρτυρία της Μ.Ε.1 υπήρξε πλήρης και σαφής τόσο μέσα από τη γραπτή δήλωση-κατάθεση της, Τεκμήριο Α, όπου αναλύεται επαρκέστατα το όλο ιστορικό με σαφήνεια και παραπομπή σε έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, όσο και μέσα από την ένορκη μαρτυρία της.  Αντίθετα, αυτή του εφεσείοντος ήταν γεμάτη από υπεκφυγές.  Προσπάθησε πράγματι να αποφύγει τις ευθύνες του με κάθε τρόπο, ενώ σαφώς είχε υπογράψει και εκ μέρους της πρώην εναγομένης 1 ως διευθυντής για να αναλάβει το δάνειο, αλλά και προσωπικώς ως εγγυητής προς εξυπηρέτηση βεβαίως των συμφερόντων της εταιρείας του.  Προς τούτο εξουσιοδοτήθηκε από την πρώην εναγομένη εταιρεία 1, να υπογράψει, μεταξύ άλλων εξασφαλίσεων, και προσωπική εγγύηση για τις  υποχρεώσεις της όπως ρητά αναφέρει το Τεκμήριο Α3, Συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώην εναγομένης 1, ημερομηνίας 2.11.2006.  Ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης του υποδεικνύει κατά αβίαστο τρόπο τη συνεχή προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του, χωρίς να δίδει σαφή στοιχεία ή να αναφέρεται σε γεγονότα.  Από την αντεξέταση διαφάνηκε ότι η  υποθήκη υποστήριξε, με τη συγκατάθεση του εφεσείοντος και των εταιρειών του και ξέχωρο δάνειο ύψους ΛΚ25.000 για το οποίο ηγέρθηκε η αγωγή υπ΄ αρ. 4300/08.  Η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν γεμάτη από παλινδρομήσεις, ενώ έγινε δεκτό στο τέλος ότι η εταιρεία εξέδιδε επιταγές για πληρωμή των διάφορων εργασιών που γίνονταν για τους σκοπούς των εταιρειών του εφεσείοντος,  οι οποίες, βεβαίως καλύπτονταν από την τράπεζα.  Η προς τούτο αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Ε.1, είναι πλήρως επεξηγηματική.

 

 Νομίμως τερματίστηκε η συμφωνία δανείου με την επιστολή της τράπεζας ημερ. 2.4.2008, Τεκμήριο Α13, δεδομένου ότι η παράγραφος 10 της συμφωνίας δανείου, Τεκμήριο Α5, προνοούσε τον τρόπο που ηδύναντο να δοθούν ειδοποιήσεις και όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο προς τούτο τη μαρτυρία της Μ.Ε.1, ούτε οι συστημένες επιστολές, ούτε αυτές που στάλησαν με το σύνηθες ταχυδρομείο, επιστράφηκαν στην τράπεζα.  Η μαρτυρία περί της αποστολής των αναγκαίων επιστολών ενδυναμώθηκε και με τη σχετική κατάθεση προς τούτο του Μ.Ε.3.  Αποστάληκε και επιστολή στον ίδιο τον εφεσείοντα ως εγγυητή ως αποτέλεσμα του τερματισμού της λειτουργίας του δανείου. Ο εφεσείων δεν κατέθεσε με σαφήνεια στη μαρτυρία του ότι υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή στη διεύθυνση του και ούτε δόθηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ικανοποιητική της εισήγησης του ότι ουδέποτε έλαβε επιστολές.  Η θέση του ότι σε κάποια χρονική στιγμή    είχε αλλάξει διεύθυνση, παρέμεινε χωρίς αντικείμενο εφόσον αφενός δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς έγινε αυτό, αλλά και ταυτόχρονα δέχθηκε ότι όφειλε να είχε ειδοποιήσει την τράπεζα για οποιαδήποτε αλλαγή, πράγμα που δεν έπραξε. Κατά τεκμήριο, στη βάση της νομολογίας, επιστολές που δεν επιστρέφονται στον αποστολέα, θεωρούνται ότι παραδόθηκαν, (Πιττάκα ν. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479 και Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 397).

 

Οι επιστολές που απεστάλησαν και κατατέθηκαν ως τεκμήρια δεν συνάντησαν ουσιαστική ένσταση από τον εφεσείοντα.  Αρχικές ερωτήσεις, και αυτό μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις όσον αφορούσε το υπόβαθρο των γεγονότων, δεν συνεχίστηκαν μέσα από εξηγήσεις της Μ.Ε.1, με ρητή αναφορά του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι δεν  υπήρχε ένσταση στην κατάθεση τους.  Τα Τεκμήρια επιβεβαιώνουν ότι αποστάληκαν συγκεκριμένες επιστολές στον ίδιο τον εφεσείοντα υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή.  Περαιτέρω, οι μάρτυρες της τράπεζας κατέθεσαν έγγραφα ως μέρος της τραπεζικής πρακτικής και των αρχείων.  Δεν ήταν ανάγκη να είχαν για το κάθε τι προσωπική γνώση και ανάμειξη δεδομένου ότι ήταν φορείς κατάθεσης των γεγονότων εκ μέρους οργανισμού.  Το Πιστοποιητικό που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α17 δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφ. 9, τηρούσε όλα τα εχέγγυα της νομοθεσίας και επιβεβαίωσε τη συνημμένη κατάσταση λογαριασμού ως μέρους των τραπεζικών εργασιών οι οποίες τηρούνταν αδιαλείπτως και συστηματικά σε ηλεκτρονική μορφή, τηρώντας αρχείο της κίνησης του λογαριασμού και που είχε ελεγχθεί δεόντως από τη Μ.Ε.1.

 

Ο εφεσείων  λανθασμένα   επίσης διασύνδεσε την συμφωνία για δανειοδότηση  των  ΛΚ25.000 με  την  επίδικη.  Πρόκειτο για άλλο δάνειο  και τίποτε το επιλήψιμο δεν υπήρχε στην παραχώρηση του και την εξασφάλιση του με την ίδια υποθήκη.  Δεν είναι κατανοητή η θέση του εφεσείοντος περί κατάχρησης.  Με την αγωγή υπ΄ αρ. 4300/08 δεν επιδιωκόταν η ανάκτηση του αυτού χρέους με την επίδικη δανειοδότηση.  Ασφαλώς πρόκειτο για δύο χωριστά δάνεια.  Η υποθήκευση του ίδιου ακινήτου δεν απαγορεύεται και, όπως υπέδειξε η Μ.Ε.1, μια ήταν η υποθήκη, η οποία, αν εκποιείτο με σχετικό διάταγμα, θα είχε αναφορά και στα δύο δάνεια με στόχο την εξόφληση αμφοτέρων.

 

Ουδεμία διαφοροποίηση υπήρξε των όρων της συμφωνίας εν αγνοία και σε παραγνώριση του εφεσείοντος.  Όπως έδειξε η μαρτυρία, το δάνειο των ΛΚ25.000 ήταν ξεχωριστό, η υποθήκη ήταν προς εξασφάλιση μεγαλύτερου ποσού από το δάνειο της επίδικης υπόθεσης ήταν, δηλαδή, για ΛΚ126.000, σύμφωνα και με την τακτική της τράπεζας να εγγράφεται ένα ποσό μεγαλύτερο από τη χορήγηση του δανείου προς εξασφάλιση των ευρυτέρων υποχρεώσεων του δανείου.  Οι αλλαγές στο επιτόκιο δεν αποτελούσαν τροποποιήσεις της συμφωνίας δανείου δεδομένου ότι ήταν συμφωνημένο ένα κυμαινόμενο επιτόκιο ανάλογα με τα ισχύοντα, κατά περίπτωση, δεδομένα.  Ο τερματισμός δεν ήταν λογικό να γινόταν με την πρώτη καθυστέρηση διότι ευλόγως η τράπεζα είχε προηγουμένως τις αναγκαίες εκείνες επαφές και διαβουλεύσεις με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία.  Αυτό δεν σήμαινε διαφοροποίηση των όρων προς βλάβη του εγγυητή, ιδιαιτέρως εδώ, όπου ο εγγυητής ήταν και ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της δανειοδοτηθείσας εταιρείας.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, πολύ ορθά το Δικαστήριο τα απέδωσε στην επιτυχούσα εφεσίβλητη τράπεζα και εναντίον του εφεσείοντος ακολουθώντας το χρυσό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Η μη εκποίηση της  υποθήκης δεν ήταν η μοναδική αξίωση της τράπεζας.  Η απόδειξη του χρέους ήταν το κύριο ζητούμενο.  Και σ΄ αυτό, πέτυχε.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της τράπεζας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

 

                                        Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο