ΦΙΛΙΠΠΟΥ κ.α. ν. ΚΟΥΤΡΑ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 397/2012, 20/6/2019

ECLI:CY:AD:2019:A235

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 397/2012)

 

20 Ιουνίου, 2019

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

1.  xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

2.  xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

 

Εφεσείουσες-Εναγόμενες,

ν.

 

 

xxx ΚΟΥΤΡΑ,

 

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

________________________

 

Μάριος Χριστοφόρου, για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Δημήτρης Κούτρας, για Δημήτρης Κούτρας & Σία, για τον Εφεσίβλητο.

________________

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να κάμει δεκτή την αίτηση του εφεσίβλητου, ενάγοντα στην αγωγή αρ. 31/2012 και να εκδώσει απόφαση εναντίον των εναγομένων, εφεσειουσών, συνοπτικώς. Η προαναφερθείσα αίτηση είχε υποβληθεί δυνάμει της Δ.18 Κ.1(α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, η  ακρόασή της δε διεξήχθη υπό το φως και της ένστασης των τελευταίων.

 

Η εκδοθείσα, ως άνω, απόφαση είναι για το ποσό των €25.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, στρέφεται δε εναντίον των εφεσειουσών αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως.  Στην απόφαση περιλαμβάνεται, επίσης, διαταγή με την οποία η εφεσείουσα 1 διατάσσεται να προβεί σε συγκεκριμένη πράξη. Θα γίνει αναφορά σε αυτή στο κατάλληλο σημείο. Στο παρόν στάδιο αναφέρεται ότι η εφεσείουσα 1 ενάχθηκε, με την πιο πάνω αγωγή, ως πρωτοφειλέτιδα στη βάση ότι παρέλειψε να καταβάλει στον εφεσίβλητο το προαναφερθέν ποσό, το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης μετοχών, που ήταν πληρωτέο προς αυτόν, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 2.2.2011.  Η εφεσείουσα 2 ενάχθηκε, στην ίδια αγωγή, ως εγγυήτρια της.

 

Όσον αφορά τη συνοπτική διαδικασία, να λεχθεί, εξ αρχής, πως οι εφεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, ορθώς, ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν οι δικαιοδοτικές απαιτήσεις της Δ.18, Κ1(α)[1].  Το θέμα αυτό τέθηκε εκτός αμφισβήτησης, με σχετική δήλωση του συνηγόρου των,  κατά την ακρόαση της έφεσης. Ως αποτέλεσμα, αυτή περιορίσθηκε στους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείουσες δεν το ικανοποίησαν πως είχαν καλή υπεράσπιση στην αγωγή, επί της ουσίας. Προκειμένου να εξεταστεί η πτυχή αυτή πρέπει να γίνει αναφορά στα γεγονότα που αφορούν στη συνεργασία των διαδίκων και στη σύναψη της προαναφερθείσας συμφωνίας ημερομηνίας 2.2.2011.

 Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριου του 2010 ο εφεσίβλητος και η εφεσείουσα 2 συμφώνησαν να συνεργαστούν για την αγορά και εκμετάλλευση ενός παιχνιδιού το οποίο είχε ως βάση του την τεχνολογία λέϊζερ. Θα διεξήγαγαν τη δραστηριότητα αυτή μέσω της εταιρείας K. F. Lazer Action Battle (Cyprus) Ltd («η εταιρεία»), την οποία ίδρυσαν για τον πιο πάνω σκοπό.  Οι εν λόγω διάδικοι, ως οι μοναδικοί μέτοχοι στην εταιρεία, έλαβαν από 2.500 μετοχές ο κάθε ένας και διορίστηκαν, επίσης, ως οι μοναδικοί διευθύνοντες σύμβουλοί της.

 

Για την έναρξη και προώθηση των εργασιών της εταιρείας οι προαναφερθέντες δύο μέτοχοι της, συμφώνησαν ότι έπρεπε να διατεθεί ποσό €65.000, το οποίο αυτοί θα συνεισέφεραν ανά ένα δεύτερο έκαστος. Επειδή ο εφεσίβλητος κατείχε το πιο πάνω ποσό, το διέθεσε, προκειμένου η εταιρεία να προχωρήσει χωρίς χρονοτριβή στην υλοποίηση του προαναφερθέντος σκοπού της. Η εφεσείουσα 2, από την πλευρά της, υποσχέθηκε στον εφεσίβλητο να του αποπληρώσει την αναλογία της στην πιο πάνω επένδυση, ήτοι ποσό €32.500, με την εξασφάλιση δανείου. Στη συνέχεια, όμως, αυτή παρέλειψε να τηρήσει την πιο πάνω υπόσχεση της, παρά την απαίτηση προς τούτο του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα η συνεργασία τους, να καταρρεύσει.  Υπό το φως της κατάστασης αυτής, ο εφεσίβλητος αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρεία και απαίτησε από την εφεσείουσα 2 να του επιστρέψει ολόκληρο το ποσό των €65.000.  Η απαίτηση του έγινε δεκτή και στις 2.2.2011 έγινε η ακόλουθη διευθέτηση: O εφεσίβλητος προσήλθε σε γραπτή συμφωνία, με την εφεσείουσα 1, αδελφή της εφεσείουσας 2, δυνάμει της οποίας  πώλησε στην πρώτη τις μετοχές που αυτός κατείχε στην εταιρεία, έναντι του τιμήματος των €65.000, («η συμφωνία πώλησης») .

 

Η εφεσείουσα 1, συμμορφούμενη με όρο της συμφωνίας πώλησης, κατέβαλε στον εφεσίβλητο μέρος του πιο πάνω τιμήματος, ήτοι ποσό €40.000. Παρέμεινε υπόλοιπο €25.000, το οποίο αυτή ανέλαβε να του καταβάλει μέχρι την 1.1.2012.  Την υποχρέωση αυτή της εφεσείουσας 1 εγγυήθηκε η εφεσείουσα 2. Πέραν των πιο πάνω, δεν αναφέρεται στη συμφωνία πώλησης κατά πόσο ο εφεσίβλητος ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της εφεσείουσας 1. Ωστόσο, στις 15.12.2011, αυτός της  απέστειλε έγγραφο μεταβίβασης των πωληθέντων προς αυτή 2.500 μετοχών, καθώς επίσης συμπληρωμένο το έντυπο ΗΕ 57 για κοινοποίηση της εν λόγω συναλλαγής στον Έφορο Εταιρειών. 

 

Ο εφεσίβλητος, στην έκθεση απαίτησης του, ισχυρίστηκε πως ο ίδιος έπραξε ό,τι απαιτείτο από αυτόν για τη μεταβίβαση της κυριότητας των πωληθέντων, ως ανωτέρω, μετοχών στην εφεσείουσα 1. Η τελευταία, όμως, παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη συμβατική υποχρέωση της, να του καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης. Συγχρόνως, η εφεσείουσα 2 παρέλειψε να ανταποκριθεί προς ικανοποίηση της πιο πάνω υποχρέωσης της εφεσείουσας 1, παραβαίνοντας την εν λόγω συμφωνία εγγύησης της. Ο εφεσίβλητος, υπό το φως των ανωτέρω, καταχώρησε εναντίον των εφεσειουσών την υπό αναφορά αγωγή και στη συνέχεια την αίτηση, στη βάση της οποίας εκδόθηκε εναντίον τους η συνοπτική απόφαση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Οι εφεσείουσες, με τους διάφορους λόγους έφεσης που προβάλλουν, ουσιαστικά, εισηγούνται ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα δεν διαπίστωσε, μέσα από τη μαρτυρία την οποία η εφεσείουσα 2 έθεσε ενώπιον του, την αποκάλυψη καλής υπεράσπισης στην αγωγή του εφεσίβλητου . Συγκεκριμένα, ως προς την πτυχή αυτή, κατά πρώτον, πρόταξαν τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αντισυμβατική συμπεριφορά του εφεσίβλητου σε σχέση με την προηγηθείσα συνεργασία που αυτός είχε με την εφεσείουσα 2, αναφορικά με την εκμετάλλευση του προαναφερθέντος παιχνιδιού. Κατά δεύτερο, πρόβαλαν πως αυτό δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης. Το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο θέσεις, ανωτέρω, των εφεσειουσών.

 

Σε αίτηση για συνοπτική απόφαση δίδεται άδεια στον εναγόμενο να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να προσφέρει μαρτυρία στο πλαίσιο κανονικής δίκης, εφόσον αυτός πείσει το δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή, επί της ουσίας,  όπως προβλέπεται στη Δ.18, Κ.1(α).  Ο εναγόμενος ικανοποιεί την προϋπόθεση αυτή με την παρουσίαση στο δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένστασης του, λεπτομερούς μαρτυρίας, από την οποία να μπορεί να διαπιστωθεί ότι αυτός έχει, όντως, τέτοιαν υπεράσπιση, που αναφέρεται πιο πάνω, (βλ. Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 204 και Trans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 A.A.Δ 239).  

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως καμία από τις προαναφερθείσες θέσεις των εφεσιβλήτων δεν υποστηρίχθηκε με ικανή μαρτυρία, ώστε να δικαιολογείτο να τους επιτραπεί να προβάλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της  αγωγής του εφεσίβλητου. Ειδικά, όσον αφορά την προηγηθείσα συνεργασία, ορθώς, παρατήρησε πως η εφεσείουσα 2 καμία μαρτυρία δεν έθεσε ενώπιόν του από την οποία να μπορούσε να διαπιστωθεί οποιαδήποτε αντισυμβατική συμπεριφορά του εφεσίβλητου έναντι της, γενικά, αλλά και ειδικά ως εγγυήτρια της εφεσείουσας 1, στη συμφωνία πώλησης. Όπως, συγκεκριμένα, επεσήμανε, η εφεσείουσα 2 πουθενά στην ένορκη δήλωσή της, δεν εξειδίκευσε σε τι συνίστατο η, κατ΄ ισχυρισμό, αντισυμβατική συμπεριφορά του εφεσίβλητου, καθώς επίσης η ανταπαίτηση που, όπως αυτή ισχυρίστηκε, προτίθετο να  προβάλει εναντίον του.

 

Επιπρόσθετα, ορθή είναι και η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι, ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να καταδεικνυόταν σε τι συνίστατο η ψυχική πίεση, την οποία η εφεσείουσα 2 ισχυρίστηκε ότι αυτός άσκησε, σε βάρος της εφεσείουσας 1 και την οδήγησε στη σύναψη της συμφωνίας πώλησης. Όπως αυτό υπέδειξε, η επίκληση και μόνο της προαναφερθείσας αιτίας, άνευ οποιουδήποτε περιεχομένου δεν ήταν αρκετή προς ικανοποίηση της συγκεκριμένης απαίτησης της Δ.18, Κ.1(α).  Επομένως, είναι ορθή η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα 2 προβάλλοντας την, κατ΄ ισχυρισμόν, υπεράσπιση της ιδίας και της εφεσείουσας 1, «περιορίστηκε σε αοριστολογίες και γενικότητες».

 

Τέλος, οι εφεσείουσες με συγκεκριμένο λόγο έφεσης προσβάλλουν ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία αυτό διέταξε την εφεσείουσα 1 «να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να μεταβιβαστούν επ΄ ονόματι της οι 2.500 μετοχές της εταιρείας», που της είχε πωλήσει ο εφεσίβλητος. Σημειώνεται ότι, ο εφεσίβλητος δήλωσε στην έκθεση απαίτησής του, πως με επιστολή που απέστειλε στην εφεσείουσα 1 «την πληροφορούσε ότι της μεταβιβάζει όλες τις μετοχές του» αποστέλλοντας της το σχετικό έγγραφο μεταβίβασης μετοχών και το έντυπο ΗΕ57. Τοιουτοτρόπως, αυτός πρόβαλε τη θέση ότι ενεργώντας, ως ανωτέρω, ουσιαστικά, μεταβίβασε την κυριότητα των πωληθέντων μετοχών στην εφεσείουσα 1. Γι΄ αυτό και δεν ζήτησε, με την έκθεση απαίτησής του, τη θεραπεία στην οποία αφορούσε η πιο πάνω διαταγή. Επομένως, υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι ορθή η θέση των εφεσειουσών ότι η εν λόγω θεραπεία δεν έπρεπε να του αποδοθεί∙ αυτή ήταν εκτός του πλαισίου των αιτηθέντων στην έκθεση απαίτησης θεραπειών και κατ΄ ακολουθία, της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η υπό αναφορά διαταγή ακυρώνεται.

 

Ωστόσο, με την ακύρωση της προαναφερθείσας διαταγής δεν παρίσταται και ανάγκη να δοθεί άδεια στις εφεσείουσες για καταχώρηση υπεράσπισης σε σχέση με την πτυχή αυτή. Στην πραγματικότητα, ο εφεσίβλητος, με τα όσα σχετικά κατέγραψε στην έκθεση απαίτησής του, δεν καθιστούσε επίδικο το πιο πάνω θέμα.  Eξέφραζε την πεποίθηση του ότι δεν παρέμενε, για τον ίδιο, οτιδήποτε να πράξει σε σχέση με τη μεταβίβαση της κυριότητας των μετοχών στην εφεσείουσα 1. Εναπόκειτο, στην ίδια να ενεργήσει για την εγγραφή των μετοχών στο μητρώο μετόχων της εταιρείας και να καταθέσει το έντυπο ΗΕ57, το οποίο ο εφεσίβλητος, επίσης, της απέστειλε, συμπληρωμένο, στο γραφείο του Εφόρου Εταιρειών. Βέβαια, στη βάση των όσων έχουν, προηγουμένως, λεχθεί, η απόφαση του Δικαστηρίου, εναντίον των εφεσειουσών αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, για το ποσό των €25.000, παραμένει σε ισχύ, με αποτέλεσμα η έφεση τους, ουσιαστικά, να οδηγείται σε αποτυχία.  

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειουσών, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000, συν ΦΠΑ.       

 

            

                    

                                                     Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

 

                                                     Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ

 



[1] «1.(α) Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any) […], and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο