ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 450/12, 452/12, 26/6/2019

ECLI:CY:AD:2019:A241

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 450/12)

(σχ. με 452/12)

 

26 Ιουνίου, 2019

 

[Π.ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

2. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

3. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

ΚΑΙ

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

ΚΑΙ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 452/12)

(σχ. με 450/12)

 

1. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

2. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

3. xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

ΚΑΙ

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

-----

Στ. Γεωργίου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Ξ. Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.

---------

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία εξεδόθηκαν αποφάσεις υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων και εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων σε αντίστοιχες  αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επρόκειτο για δύο αγωγές εναντίον: εφεσείοντος-εναγομένου 1 – πρωτοφειλέτης – και των εγγυητριών, εναγομένων 2 και 3, σύζυγος και θυγατέρα αντιστοίχως του εναγομένου 1, για  παράβαση συμφωνιών δανείου και τρεχούμενου λογαριασμού. 

 

Στις αξιώσεις των εφεσιβλήτων όπως καταγράφησαν στην Έκθεση Απαιτήσεως, καταχωρίστηκαν μακροσκελέστατες, όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, Υπερασπίσεις και Ανταπαιτήσεις που ήγειραν ευρύ φάσμα νομικών και πραγματικών ισχυρισμών, όπως στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιοι στους αντίστοιχους λόγους έφεσης: παραβιάσεις ρητών και εξυπακουομένων υποχρεώσεων εκ μέρους των εφεσιβλήτων, συνδρομή καταχρηστικών όρων και ακυρότητα των εγγράφων εγγύησης και ενεχυρίασης μετοχών.  Ανταπαίτησαν δε, οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, πέραν της κήρυξης των οποιωνδήποτε συμφωνιών ως άκυρων και αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστησαν λόγω παράβασης των συμφωνηθέντων και/ή στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

 

Η Υπεράσπιση, επικαλούμενη επενδυτικούς λογαριασμούς, αμφισβήτησε σε όλο «το εύρος και την υφή» κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, τις μεταξύ των μερών συμβατικές σχέσεις.  Ο εφεσείων 1, στην προσπάθεια του να αποδομήσει τις αξιώσεις των εφεσιβλήτων, έθεσε ως προμετωπίδα της Υπεράσπισης ότι πέραν των γραπτών συμφωνιών, έλαβαν χώρα και προφορικές, που αφορούσαν ιδιαιτέρως στους λόγους που οδήγησαν στην παροχή πρόσθετων εγγυήσεων μέσω της ενεχυρίασης σημαντικού αριθμού μετοχών, προβάλλοντας συν τω χρόνω την υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πωλήσουν τις μετοχές προς εξόφληση των οφειλόμενων, το αργότερο μέχρι τις 31.12.2003.

 

Η μαρτυρία των εφεσιβλήτων (ΜΕ1 – ME4) που περιστράφηκε στα περιστατικά της συναλλαγής και τα της υπογραφής των επιδίκων εγγράφων, άφησε θετικές εντυπώσεις στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τη μαρτυρία τους ως αληθή, αιτιολογώντας την αποτίμηση του με αναφορά στις λεπτομέρειες και στο περιεχόμενο των τεκμηρίων τα οποία παρείχαν στήριξη στο βασικό μέρος της μαρτυρίας, ενώ έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1 ως  αναξιόπιστη.  Οι συμφωνίες που υπεγράφησαν, έκρινε, και οι αρχές ερμηνείας των εγγράφων, δεν άφηναν περιθώριο αποδοχής των σχετικών εισηγήσεων της Υπεράσπισης: 

«Έθεσε ο εναγόμενος 1 ως προμετωπίδα των ισχυρισμών του ότι πέραν των γραπτών συμφωνιών έλαβαν χώρα και προφορικές.  Αφορούσαν, πάντα κατά τον ίδιο, τη φύση tων συμβατικών σχέσεων, τους λόγους που οδήγησαν στην παροχή επιπρόσθετων εγγυήσεων μέσω της ενεχυρίασης σημαντικού αριθμού μετοχών και την υποχρέωση που ανέλαβαν οι ενάγοντες για πώληση των μετοχών αυτών, προς εξόφληση των οποιωνδήποτε οφειλομένων, το αργότερο μέχρι τις 31.12.2002.  Οι θέσεις αυτές είναι αποσυναρτημένες από τη λογική, λαμβανομένου υπόψη του αδιαμφισβήτητου δεδομένου ότι ο εναγόμενος 1 ήταν για σειρά ετών διευθυντής πιστωτικού οργανισμού, της Συνεργατικής Οικοδομικής Εταιρείας Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου Λτδ (ΣΟΕΔΥΚ) και του λόγου που προέβαλε ως προς την ανάγκη ενεχυρίασης περαιτέρω μετοχών.  Καθότι στερείται πειστικότητας η προσέγγιση ότι ο εναγόμενος 1, πρώην ανώτερο τραπεζικό στέλεχος, προχώρησε, ως είναι παραδεκτό, στην υπογραφή των επίδικων συμφωνιών – το περιεχόμενο των οποίων και οι όροι τους είναι σαφέστατοι – και ταυτόχρονα συνομολογούσε προφορικές συμφωνίες διαφορετικής νομικής υπόστασης.  Η ιδιότητα του εναγόμενου 1 δεν αφήνει περιθώρια προβολής, ουσιαστικά, εισήγησης ότι δεν αντιλαμβανόταν τους κινδύνους που ενείχε η, κατ΄ ισχυρισμό του, επιλογή υπογραφής των επίδικων συμφωνιών και ταυτόχρονης προφορικής συμφωνίας με ένα στέλεχος των εναγόντων, το ΜΕ3.  Ούτε και η θέση του ότι οι ενάγοντες δεσμεύτηκαν προφορικά να πωλήσουν το αργότερο μέχρι 31.12.2003 τις ενεχυριασθείσες μετοχές καλύπτεται από πειστικότητα.  Οι ίδιοι οι όροι των συμφωνιών ενεχυρίασης, Τεκμήρια 4-7, καθορίζουν με σαφήνεια τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών. …»

 

 

Ομοίως, απέρριψε ως αναξιόπιστα τα λεγόμενα και τις θέσεις των εφεσειουσών 2 και 3 ως εκ των υστέρων σκέψεις, για τους λόγους που με πολλή λεπτομέρεια καταγράφει στην απόφαση του και με τους οποίους θα ασχοληθούμε κατά την εξέταση των επιμέρους λόγων έφεσης.  Απέρριψε δε τις ανταπαιτήσεις «…οι οποίες εδράζονται στο ίδιο φάσμα ισχυρισμών και ήταν απόλυτα συναρτημένες με το αποτέλεσμα των αξιώσεων των εναγόντων …».

 

Οι λόγοι έφεσης μετά την απόσυρση του 1ου και 3ου λόγου, συμψηφίζονται σε έξι (6), τους οποίους θα επιχειρήσουμε να αντικρίσουμε κατά τον πλέον ει δυνατόν συνοπτικό και ενιαίο τρόπο, εν όψει της αλληλοεπίδρασης τους.

 

Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος 1, έχουν ως κοινή παράμετρο την αδυναμία των εφεσιβλήτων να αποδείξουν τις αξιώσεις τους, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας: Επιμέρους και, ανάμεσα σε άλλα, προβάλλουν την απουσία, τόσο του πιστοποιητικού δυνάμει του άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε,[1] όσο και λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού στην οποία να επεξηγούνται οι χρεοπιστώσεις και το τελικό αξιούμενο ποσό, εν όψει της αμφισβήτησης, εκ μέρους τους, «της ακρίβειας του ποσού» και/ή «των αντιστοίχων καταχωρίσεων» (2ος λόγος έφεσης).

 

Θεωρούμε τις αιτιάσεις του εφεσείοντος, όχι μόνο ανυπόστατες, αλλά και αντίθετες με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση και αποτυπώνονται στα πρακτικά.  Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει τη μαρτυρία, «συγχέοντας στη δικανική του σκέψη την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, με το βάρος απόδειξης των επίδικων ισχυρισμών στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων που χαρακτηρίζει τις πολιτικές υποθέσεις».  Προκύπτει από το ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθέν μαρτυρικό υλικό, ότι η ύπαρξη και η υπογραφή των συμφωνιών παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, εγγύησης και ενεχυρίασης μετοχών εκ μέρους του εφεσείοντος 1, δεν αμφισβητήθηκαν (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 A.A.Δ. 479).  Ο εφεσείων 1, όχι μόνο δεν αμφισβήτησε τις χρεώσεις των επίδικων λογαριασμών αλλά και ο ΜΥ6, τον οποίο κλήτευσε για να επεξηγήσει τις χρεοπιστώσεις, αρχής γενομένης από τις 19.8.1989 μέχρι τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού, παραδέχθηκε αντεξεταζόμενος, ότι ο εφεσείων 1 ήταν γνώστης των χρεοπιστώσεων, ότι ουδέποτε αμφισβήτησε ή παραπονέθηκε γι΄ αυτές και τέλος ότι ουδεμία ζημιά υπέστη.  

 

O ME1, ένας εκ των υπευθύνων για την εποπτεία και έλεγχο της κίνησης χρεωστικών λογαριασμών, ανάμεσα στους οποίους οι λογαριασμοί του εφεσείοντος 1, στον οποίο είχε ανατεθεί η παρακολούθηση των λογαριασμών, στη γραπτή του δήλωση, τεκμήριο Α, αναφέρθηκε στην τήρηση τραπεζικών βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή, στο σύστημα που τηρείται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές όπου φυλάττονται όλες οι πληροφορίες και πράξεις που αφορούν τους λογαριασμούς των πελατών των εφεσιβλήτων, συμπεριλαμβανομένου και του λογαριασμού του εφεσείοντος 1.  Οι εφεσίβλητοι κατέδειξαν ότι τα τεκμήρια 8 και 9 αποτελούσαν μέρος του ηλεκτρονικού αρχείου των εφεσιβλήτων, η αξία του οποίου αποτιμήθηκε δεόντως από το Δικαστήριο, άρθρο 35(2).[2] 

 

Περαιτέρω, ο ΜΕ1 επεξήγησε και ανέλυσε, με την πρέπουσα σαφήνεια και κατανοητό τρόπο, τις επιμέρους χρεοπιστώσεις των λογαριασμών: πώς προέκυψαν, τα αντίστοιχα ποσά που στο τέλος συνθέτουν το ποσό της απαίτησης.  Άλλοι δε μάρτυρες (ΜΕ2 – ΜΕ4), άμεσα εμπλεκόμενοι με τα της υπογραφής των επιδίκων εγγράφων ενίσχυσαν τη μαρτυρία του, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα από της υπογραφής μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας ημερ. 28.12.2001.

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διακρίνονται ουσιωδώς από τα γεγονότα της υπόθεσης Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν.   Σαλούμη κ.α. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1347.  Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο είχε παρατηρήσει, πως η μάρτυρας δεν γνώριζε οτιδήποτε το συγκεκριμένο για την υπόθεση και πως καμιά συγκεκριμένη πληροφόρηση είχε από άλλο συνάδελφο της, που εμπλεκόταν προσωπικά στα επίδικα ζητήματα, κάτι που δεν συντρέχει στην υπό συζήτηση περίπτωση.  Όπως και διακρίνονται από την υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.α. (1998) 1(Β) A.A.Δ. 843, όπου δεν αμφισβητείτο η ύπαρξη εγγράφου που κατατέθηκε αλλά η καταχώριση και από την ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1357, όπου η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε, εν όψει της διαπιστωθείσας αδυναμίας των εναγόντων να εξηγήσουν με την πρέπουσα σαφήνεια τις επιμέρους χρεοπιστώσεις των λογαριασμών, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν κενά και ασάφειες σε άλλους λογαριασμούς που παρουσίασαν οι εφεσείοντες.  Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς κατά πόσο η ενώπιον του μαρτυρία ήταν επαρκής και αξιόπιστη, ώστε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για τη συναγωγή συμπερασμάτων και τη διατύπωση διαπιστώσεων.  Η κατάληξη του, ορθή εν προκειμένω, ήταν θετική και δεόντως αιτιολογημένη (Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540).  Οι εφεσίβλητοι απέδειξαν στο βαθμό που απαιτείται, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, την αξίωση τους, και ορθά το Δικαστήριο οδηγήθηκε στα συμπεράσματα του και στην κατάληξη ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού πλέον σχετικούς τόκους. 

 

Ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 4ος , 5ος και 8ος αφορούν στην παράλειψη του Δικαστηρίου να αποφασίσει την εγκυρότητα και ή το παράνομο, κατά τους εφεσείοντες, των εγγράφων ενεχυρίασης[3] που υπέγραψαν οι εφεσείοντες:  δεν υπεγράφησαν στην παρουσία δύο μαρτύρων ως η αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσείοντος 1, συνοδεύονταν με ενεχυρίαση μετοχών και ενεχύρων με προγενέστερη ημερομηνία, δεν συνδέονταν με τα  γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και δεν εκάλυπταν παρελθούσες υποχρεώσεις, άρθρο 138 του Κεφ. 149.  Ειδικότερα, ότι δεν επεξηγήθηκαν στην εφεσείουσα 2, η οποία δεν γνώριζε Ελληνικά, οι όροι και το περιεχόμενο των εγγράφων που υπέγραψε, ενώ οι εφεσείουσες 2 και 3, δεν έλαβαν ανεξάρτητη νομική συμβουλή, προ της υπογραφής των εν λόγω εγγράφων.

 

Οι αιτιάσεις των εφεσειόντων περί ακυρότητας των εγγράφων, λόγω μη υπογραφής και βεβαίωσης των υπογραφών όλων των εφεσειόντων, ενώπιον δύο μαρτύρων, είναι αθεμελίωτος και ανυπόστατος.  Κακώς δε μορφοποιήθηκε, ως λόγος έφεσης εν όψει του ότι το Δικαστήριο εξέτασε, αποφάσισε και απέρριψε τους ισχυρισμούς τόσο του εφεσείοντος 1 όσο και των εφεσειουσών 2 και 3, των οποίων η μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής των εγγράφων εγγύησης και ενεχυρίασης, ως και οποιουδήποτε άλλου επίδικου εγγράφου που τους αφορά και κατατέθηκε ως τεκμήριο, δεν έγινε αποδεκτή.   Ήταν φανερή κατά το Δικαστήριο η προσπάθεια των εφεσειόντων 2 και 3 να αποστασιοποιηθούν με κάθε τρόπο από την αλήθεια για να βοηθήσουν τον εαυτό τους και μόνο. 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το Δικαστήριο επεξήγησε με επάρκεια, ευκρίνεια και εντός των παραμέτρων της νομολογίας, τους λόγους για τους οποίους δεν απεδέχθη τις θέσεις των εφεσειουσών, κατάληξη η οποία μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Ορθά καταλήγει το Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας, ότι οι ΜΕ2 και ΜΕ4, που υπέγραψαν ως μάρτυρες και άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο, αποτύπωσαν την πραγματική εικόνα και ότι οι εφεσείουσες υπέγραψαν με ελεύθερη βούληση έχοντας πλήρη επίγνωση των όρων και των υποχρεώσεων που ανέλαβαν δια της υπογραφής τους. 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης National Westminster Bank plc v. Amin and another (2002) UKHL 9, στην οποία παραπέμπουν και επικαλούνται οι εφεσείουσες διακρίνονται από τα γεγονότα της παρούσης.  Η εν λόγω απόφαση αφορούσε σε διαδικασία για λήψη αδείας για καταχώριση έφεσης (leave to appeal) εναντίον απόφασης κατωτέρου Δικαστηρίου.  Η άδεια δόθηκε αφού λήφθηκαν υπόψη τα πιο κάτω ως εξαιρετικής σημασίας:

«(i) The bank, it is alleged, knew that Mr and Mrs Amin could not speak English and knew of their cultural, ethnic minority background.  The bank knew, therefore, that they might be specially vulnerable to exploitation in relation to transactions such as that which was being proposed.

 

(ii) The bank’s letter of 26 August 1988 gave no indication of any special care that might need to be taken in advising the Amins.

 

(iii) Indeed the letter simply asked the solicitors to attend to “the formalities”, an expression totally inapt, in my opinion, to impress upon the solicitors the importance that the Amins should receive proper and sufficient advice about the legal implications and effect of the transaction being proposed.

 

(iv) Mr Eyre’s letter of 2 September 1988 to the Bank simply said that the author had “explained” the terms and conditions.  It said nothing about their apparent understanding of the explanation.  In ordinary cases I think that understanding, once the explanation had been given, could be assumed.  But it is arguable that with Mr and Mrs Amin such an assumption would not be a safe one.  I think the bank, if they indeed knew as much about Mr and Mrs Amin and their background as they are alleged to have known, might reasonably have asked for confirmation of Mr and Mrs Amin’s apparent understanding of the transaction.»

 

Με την επισήμανση και επιφύλαξη ότι:

 

«How the matter would appear after a full trial I do not know and am not inclined to speculate about.  But even if it had not been for the uncertainty as to whether Mr Eyre was ever the solicitor for Mr or Mrs Amin, this case would not, in my opinion, have been fit to be dealt with on a strike-out application.  It should go to trial

 

Στην εν λόγω απόφαση οι οφειλέτες προέρχονταν από εθνική μειονότητα, ήσαν διαφορετικής κουλτούρας και δεν μιλούσαν Αγγλικά.  Πρόσωπα που εύκολα θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε σχέση με τις συναλλαγές που τους προτάθηκαν.  Η δε Τράπεζα, δεν έλαβε καθόλου υπόψη της τα ανωτέρω, ούτε υπέδειξε οποιαδήποτε φροντίδα η οποία απαιτείτο υπό τις περιστάσεις, ώστε να τους συμβουλεύσει αναλόγως. Τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, όπως κατεγράφησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν απαιτούσαν, όπως ορθά έκρινε, άλλη μεταχείριση των εφεσειουσών 2 και 3 από μέρους των εφεσιβλήτων:

 

«…Στη βάση αυτή δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρουσιάστηκαν να αγνοούν τη φύση των εγγράφων που υπέγραφαν, παρά τις επιπτώσεις και τη σοβαρότητα που αυτά ενείχαν.  Και οι δύο σπούδασαν οικονομικά.  Έχουν δηλαδή γνώσεις άμεσα σχετικές με το υπό κρίση αντικείμενο.  Συνεπώς, πολύ εύκολα θα μπορούσαν να αντιληφθούν τη σημασία των εγγράφων εγγύησης και ενεχυρίασης μετοχών.  Υπό αυτές τις συνθήκες, η επίκληση της εναγόμενης-συζύγου του εναγομένου 1 άγνοιας της ελληνικής γλώσσας και συνεπώς αδυναμίας αντίληψης των κειμένων που υπέγραψε, κάθε άλλο παρά πείθει.  Αντίθετα – λαμβανομένων υπόψη των πολλών χρόνων που διαμένει στην Κύπρο, τη στοιχειώδη γνώση της ελληνικής γλώσσας που παραδέχθηκε ότι κατέχει, αλλά και της εύκολης κατανόησης της ουσιαστικής υφής των εγγράφων εγγύησης και ενεχυρίασης – εύκολα επιβεβαιώνεται το άτοπο και αστήρικτο των εξεταζόμενων ισχυρισμών της υπεράσπισης.  Η θέση δε της συγκεκριμένης εναγόμενης περί άσκησης πίεσης αντικρούεται από την ίδια την υπογραφή της στο Τεκμήριο 3(α) όπου επιβεβαιώνει ότι η εγγύηση που έδωσε ήταν ελεύθερη και χωρίς οποιαδήποτε πίεση ή επίδραση εκ μέρους οποιουδήποτε.  Επιβεβαιώνει επίσης – αυτοανατρέποντας ουσιαστικά τις προβληθείσες στο δικαστήριο θέσεις της – ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τις συνέπειες που προκύπτουν από την εγγύηση που έδωσε.  Τελικά δε, εάν όντως τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως οι εναγόμενες αυτές ισχυρίζονται, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα γιατί τόσα χρόνια δεν προέβηκαν σε οποιοδήποτε διάβημα για ακύρωση των συμφωνιών που τις αφορούν και απεμπλοκή τους από τις σοβαρότατες συνέπειες που αυτές ενείχαν;»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούν οι εφεσείοντες, εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να αποφασίσει ότι η ύπαρξη των υπό εγγύηση μετοχών ήταν απαραίτητη και θεμελιώδης προϋπόθεση (fundamental condition) για την παραχώρηση των ισχυριζόμενων πιστωτικών διευκολύνσεων στον εφεσείοντα 1.  

 

Το Δικαστήριο ανέλυσε με παραπομπή στα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα, όπως τα ενώπιον του τεκμήρια φανέρωναν, και τοποθετήθηκε επί των αιτιάσεων και υπερασπιστικών γραμμών των εφεσειόντων ως ακολούθως:

         

«Προβλήθηκε, περαιτέρω, ως στοιχείο υπεράσπισης, αλλά και ως βασικό στήριγμα των ανταπαιτήσεων η , κατ΄ ισχυρισμό, δημιουργία σχέσης εμπιστεύματος και η, συνακόλουθα, υποχρέωση των εναγόντων να πωλήσουν σε συγκεκριμένο χρόνο τις ενεχυριασθείσες μετοχές.

 

Είναι αβάσιμες οι πιο πάνω θέσεις,  Οι συμφωνίες ενεχυρίασης των μετοχών καλύπτουν περιοριστικά και καθορίζουν με σαφήνεια τη δημιουργηθείσα νομική σχέση μεταξύ των μερών.  Οι μετοχές ενεχυριάστηκαν ως επιπρόσθετη εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που δόθηκαν στον εναγόμενο 1.  Καμιά σχέση εμπιστεύματος δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων.  Ο τρόπος λειτουργίας των σχέσεων τους καθορίζεται από τις ίδιες τις συμφωνίες ενεχυρίασης, Τεκμήρια 4, 5(α), 6(α) και 7(α), όπου ξεκάθαρα τίθεται ότι οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση, αλλά δικαίωμα πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών.  Είχαν επίσης απόλυτο δικαίωμα και ανέκκλητη εξουσία για πώληση των μετοχών αυτών, χωρίς καμιά αναφορά στον ενεχυριαστή, σε τιμή και σε χρόνο που οι ενάγοντες θα έκριναν ως κατάλληλο.  Συνεπώς, η μη άσκηση αυτού του δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων καμία συνέπεια επιφέρει σε αυτούς, ούτε και παρέχει βάση για υπεράσπιση και διεκδίκηση, ανταπαιτητικά, θεραπειών.  Προς ολοκλήρωση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολιτική Έφεση 192/2009, Παναγιώτης Ζερβού κ.ά. και Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ημερ. 5.9.2012, όπου αποφασίστηκαν στην πιο πάνω βάση παρόμοια ζητήματα.»

 

Σύμφωνους μας βρίσκει η αξιολογική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το τεκμήριο 1 αναφέρεται στην απόφαση της Τράπεζας ημερ. 30.7.2001 να εγκρίνει την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων στον εφεσείοντα 1, στο οποίο ρητώς προνοείτο ότι «η επιστολή μας αυτή δεν δημιουργεί για την Τράπεζα οποιαδήποτε νομική υποχρέωση οι δε σχέσεις σας με την Τράπεζα θα διέπονται από τους όρους των σχετικών συμβολαίων που υπεγράφησαν ή θα υπογραφούν.»  Στην δε 3η σελίδα του τεκμηρίου 1 «Λοιποί όροι και προϋποθέσεις» ρητά διαλαμβάνεται: «Νοείται ότι οι σχέσεις σας με την Τράπεζα θα διέπονται από τους όρους των σχετικών συμβολαίων που υπεγράφησαν ή θα υπογραφούν».  Εγκρίθηκε το δάνειο.  Τα έγγραφα που υπεγράφησαν στη συνέχεια, συμφωνία εγγύησης και ενεχυρίασης μετοχών, τεκμήρια 4, 5(α), 6(α) και 7(α), δεν προνοούσαν για εφάπαξ εξόφληση μέχρι 31.12.2012 όπως ισχυρίζετο ο εφεσείων 1.  Η ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, ΜΕ3, και όλα τα σχετικά, τεκμήρια 1, 4, 5(α), 6(α) και 7(α), διαψεύδουν τους εφεσείοντες.

 

Ορθά λοιπόν παρατηρεί το Δικαστήριο ότι τα θέματα που τέθηκαν περί υποχρέωσης της αντίδικης πλευράς για πώληση των αξιών έχουν επιλυθεί νομολογιακά σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οποίες υιοθετούμε, με πιο πρόσφατες τις Γρηγορίου v. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 A.A.Δ. 229 και Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 324.  

 

 

Επί του προκειμένου θεωρούμε ότι η προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο που επικεντρώθηκε στο κείμενο των συμβάσεων ενεχυρίασης των μετοχών ως ανωτέρω, είναι ορθή.  Όπως προσδιορίζεται και στις εν λόγω συμφωνίες, παρέχεται απόλυτο δικαίωμα και ανέκκλητη εξουσία στους εφεσείοντες για πώληση των μετοχών.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το «δικαίωμα» μεταβάλλεται σε «υποχρέωση πώλησης» των αξιών των εφεσειόντων, όπως και στην Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, οι δανειστές δεν κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι των ενεχυριασθεισών μετοχών του οφειλέτη, οπότε δεν είναι υπεύθυνοι έναντι του για την άσκηση του δικαιώματος πώλησης των μετοχών, έστω και αν η αξία τους θα μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν.  Η μόνη υποχρέωση του ενεχυροδανειστή είναι, στην περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς (China and South Sea Bank v. Tan (1989) 3 All E.R. 839). 

 

Απορριφθείσας της μαρτυρίας του εφεσείοντος 1 και υπό το φως του γράμματος των μεταξύ των μερών υπογραφεισών συμφωνιών, ορθή βρίσκουμε την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών των εφεσειόντων.

 

 

 

 

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                                            

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/φκ

 

 



[1] Ν. 32(Ι)/2004.

[2] 35(2) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το Δικαστήριο.

 

[3] Τεκμήρια 5(α), 6(α) και 7(α).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο