G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD ν. AIG EUROPE LIMITED, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2017 , 3/6/2019

ECLI:CY:AD:2019:A249

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2017

 

3 Ιουνίου 2019

 

[NIKΟΛΑΤΟΣ, Π., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]

 

Μεταξύ:

G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD

Εφεσειόντων/Εναγόντων

ΚΑΙ

AIG EUROPE LIMITED

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

---------------

Αίτηση για ασφάλεια εξόδων ημερομηνίας 9.1.2019

--------------

Χρίστος Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για τους αιτητές-εφεσίβλητους.

Μιχάλης Ιωάννου, για τους καθ΄ων η αίτηση-εφεσείοντες.

--------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα

                               δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

--------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η αγωγή εκ της οποίας προέκυψε η υπό τον άνω τίτλο και αριθμό έφεση αφορούσε σε απαίτηση των εφεσειόντων, εργοληπτικής εταιρείας, εναντίον των εφεσιβλήτων, ασφαλιστικής εταιρείας, επί τη βάσει ασφαλιστηρίου συμβολαίου το οποίο προσέφερε κάλυψη έναντι παντός κινδύνου εργολάβων (contractorsall risk).  Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι το συμβόλαιο αυτό καλύπτει τη ζημία που κατ΄ισχυρισμόν υπέστησαν από μείωση των καταθέσεών τους καθώς και άλλη συναφή ζημία, στα πλαίσια της αναδιόρθωσης του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου και επί αυτής της βάσης απαιτούσαν όπως οι εφεσίβλητοι τους καταβάλουν ισάξια αποζημίωση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή θεωρώντας ότι η κατ΄ισχυρισμόν ζημία των εφεσειόντων δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

 

Ακολούθησε η παρούσα έφεση και στα πλαίσια αυτής η παρούσα αίτηση με την οποία οι εφεσίβλητοι απαιτούν όπως οι εφεσείοντες παραχωρήσουν ασφάλεια αναφορικά με τα έξοδα που θα υποστούν οι εφεσίβλητοι στα πλαίσια της έφεσης (καθ΄υπολογισμόν €15.729,48) ή, διαφορετικά, αναστολή της διαδικασίας μέχρι να παραχωρηθεί τέτοια ασφάλεια.  Επικαλούνται οι εφεσίβλητοι την απάντηση των εφεσειόντων όταν τους ζήτησαν με επιστολή αποπληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας (€11.940) πλέον τόκοι από 2013 ότι «επειδή υπάρχει έφεση είναι πιο ορθό να αναμένουμε την εκδίκαση της έφεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο».  Επικαλούνται επίσης το γεγονός ότι ένταλμα εκτέλεσης κινητών επιστράφηκε δύο φορές ανεκτέλεστο διότι και στις δύο διευθύνσεις που δόθηκαν, περιλαμβανομένου του εγγεγραμμένου γραφείου των εφεσειόντων δεν εντοπίστηκαν οι εφεσείοντες.  Οι τελευταίοι δε, έχουν διαγραφεί από το μητρώο εγγεγραμμένων εργοληπτών στις 15.5.2017 και δεν έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο Εγγεγραμμένων Ανανεωμένων Εργοληπτών του 2018. 

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση είναι κακόπιστη, καταπιεστική και καταχρηστική, ότι σκοπεύει στην παρεμπόδισή τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, ότι έγινε με καθυστέρηση, ότι ο υπολογισμός των εξόδων ήταν αυθαίρετος. 

 

Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο ο οποίος είναι εταιρεία ρυθμίζεται ειδικά από το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο πρέπει να αποτελεί την αφετηρία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων όταν στρέφονται εναντίον εταιρειών.  Οι πρόνοιες του έχουν ως ακολούθως:

 

«382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

 

 Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην Y. Liasides Developers Ltd v. Mιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Θα πρέπει, κατ΄αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.

 

Αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα,  αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγµα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity».  Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653).

 

Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειµένου περί εταιρειών περιορισµένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτηµα εξηγείται από τον Megarry V-C στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, µε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού µας Νόµου:

 

“In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs.  The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs.  The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action.  There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies.  Nor is it surprising that there should be such a rule.  A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons.  One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty.”»

 

 

Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας.

 

Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες παρουσιάζονται εκ των πραγμάτων ως ανίκανοι να πληρώσουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων.  Λαμβάνουμε υπόψιν την παράλειψη αλλά και την άρνηση τους να καταβάλουν, ως όφειλαν, τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.  Λαμβάνουμε, περαιτέρω, υπόψιν την πρακτική αδυναμία εκτέλεσης εναντίον τους και το γεγονός ότι παρουσιάζονται να είναι επαγγελματικά ανενεργοί.  Εάν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση, θα προσθέταμε ότι με δεδομένη, στο στάδιο αυτό, την πρωτόδικη απόφαση, το βάρος τεκμηρίωσης ισχυρής υπόθεσης θα ήταν πολύ μεγαλύτερο στους ώμους τους (Alahmari v. Alia Airline (1991) 1 AAΔ.434, 436).  Ως προς την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης, αυτός θα μπορούσε να είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν, δεν θεωρούμε όμως ότι μπορεί να έχει καθοριστική, υπό τις περιστάσεις, σημασία.  Άλλωστε, ας σημειωθεί ότι το ζήτημα του χρόνου τέθηκε με πλήρη αντιφατικότητα από τους ενιστάμενους εφεσείοντες εφόσον αφενός λέγουν ότι η αίτηση έγινε με καθυστέρηση και αφετέρου ότι η αίτηση είναι πρόωρη.  Ως προς το ποσό που εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, έχουν καταθέσει προκαταρκτικό κατάλογο με τα υπολογιζόμενα έξοδα.  Θεωρούμε ότι ποσό €12.000 καλύπτει ευλόγως τις ανησυχίες τους.

 

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι εφεσείοντες όπως εντός ενός μηνός από σήμερα παραχωρήσουν ασφάλεια εξόδων για το ποσό των €12.000 αναφορικά με τα έξοδα που θα υποστούν οι εφεσίβλητοι στα πλαίσια της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεσης και περαιτέρω διάταγμα αναστολής κάθε περαιτέρω διαδικασίας μέχρι να παραχωρηθεί τέτοια ασφάλεια εξόδων και αν αυτή δεν δοθεί μέσα στο χρόνο που καθορίστηκε, τότε η παρούσα έφεση θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Έξοδα της παρούσας αίτησης πλέον ΦΠΑ, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ των εφεσιβλήτων-αιτητών.

 

 

                                                                    Π.

 

                                                                   Δ.

 

                                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1] Ο κανόνας εισήχθη στην αγγλική νομοθεσία εξ αρχής, μαζί με το θεσμό της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αρχικά με το  Joint Stock Companies Act, 1857 και ακολούθως με το Companies Act, 1862 και διατηρήθηκε μέχρι την κατάργηση του άρθρου 726(1) του Companies Act, 1985, στον οποίο τελικά ενσωματώθηκε, δια του Companies Act, 2006.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο