
ECLI:CY:AD:2019:A305
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2013)
16 Ιουλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ALKIS H. HADJIKYRIACOS (FROU FROU BISCUITS)
PUBLIC LTD,
Εφεσείοντες/Καθ’ων η αίτηση
ΚΑΙ
xxx ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής
Μ. Φιλίππου με Στ. Παπουή (κα), για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι νομίμως και δικαιολογημένα ο εφεσίβλητος τερμάτισε την απασχόληση του λόγω της διαγωγής των εφεσειόντων.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή, όπως αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι:
″Οι Καθ’ ων η αίτηση ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την παραγωγή/διάθεση μπισκότων και άλλων συναφών προϊόντων. Τόπος διεξαγωγής των εργασιών τους είναι η βιομηχανική περιοχή Κοκκινοτριμιθιάς, όπου διατηρούν το εργοστάσιο τους.
Με επιστολή ημερ. 15.3.2011 οι Καθ’ ων η αίτηση, αναφερόμενοι σε προηγούμενη προφορική ενημέρωση, ανακοίνωσαν στον Αιτητή την απόφαση τους για μετάθεση του από τη θέση του key account manager (στο εξής “key account”) στη θέση του van salesman (στο εξής “van sales”) από 1.4.2011. Το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής παραθέτουμε αυτούσιο:
«Όπως σας έχουμε προφορικά ενημερώσει στις 2.2.2011, από 1.4.2011 από πωλητής key account μετατίθεσαι στη θέση πωλητή van sales.
Βάσει της πολιτικής της Εταιρείας μας ο λόγος της μετάθεσης σου είναι ότι η απόδοση σου στην εν λόγω θέση δεν ήταν ικανοποιητική παρά το γεγονός ότι είχες ενημερωθεί για την κακή σου απόδοση (επί σειρά 2 ετών) τον Μάρτιο 2010. Συγκεκριμένα παρά τη συνεχή ανάλυση των αποτελεσμάτων σου, των στόχων και των συνεχών προφορικών προειδοποιήσεων τα αποτελέσματα σου ήταν τα χειρότερα συγκρινόμενα με τους υπόλοιπους 8 συναδέλφους σου. Έκλεισες τη χρονιά του 2010 με μείωση των πωλήσεων αντί αύξηση.
Τη νέα σου θέση θα αναλάβεις για περίοδο 2 ετών και εάν τα αποτελέσματα σου βελτιωθούν θα έχεις τη δυνατότητα να επανέλθεις στην παλαιά σου θέση.»
Τη διαφωνία του στην πιο πάνω απόφαση ο Αιτητής εξέφρασε με απαντητική επιστολή ημερ. 23.3.2011 (Τεκ.3), αναφέροντας ότι ήταν η μοναδική ενημέρωση που πήρε από την Εταιρεία για τη νέα πολιτική της. Αφού αναφέρθηκε σε επαίνους και συγχαρητήρια που εισέπραξε κατά καιρούς από τους διευθυντές και τον διευθύνοντα σύμβουλο για την προσφορά του προς την Εταιρεία, σημείωσε ότι γνώριζε πολύ καλά τη μείωση των πωλήσεων που είχε τους τελευταίους μήνες και όχι όπως αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση για τα δύο χρόνια. Ότι ανέλαβε την Επαρχία Λάρνακας τον Μάιο 2009 με ποσοστό 98% και τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους την παρέδωσε με ποσοστό 103%. Παραδέχεται ότι το 2010 το ποσοστό πωλήσεων δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικό για τον ίδιο, εκφράζοντας ωστόσο τη βεβαιότητα ότι και οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ότι δεν έφερε την ολοκληρωτική ευθύνη της μείωσης. Τέλος επικαλούμενος το κύρος και την αξιοπρέπεια του απορρίπτει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την υποβάθμιση (μετάθεση) του στη θέση van sales.
Ως επακόλουθο, στις 14.4.2011 ο Αιτητής τερμάτισε την απασχόληση του. Οι τελευταίες μηνιαίες απολαβές του ανέρχονταν στα €2532,60 πλέον 13ο μισθό.″
Κατέληξε δε το πρωτόδικο δικαστήριο ως ακολούθως:
″Κρίνουμε περαιτέρω, ότι με βάση τα πιο πάνω ευρήματα μας, οι Καθ’ ων η αίτηση μετακίνησαν τον Αιτητή σε κατώτερη θέση απ’ αυτή που κατείχε, με υποδεέστερα και επίπονα καθήκοντα, χαμηλότερες σταθερές απολαβές, διαφορετικό ωράριο και επαχθέστερες συνθήκες εργασίας.
Θέτοντας λοιπόν τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών κρίνουμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση με τη μονομερή απόφαση τους να υποβαθμίσουν τον Αιτητή από τη θέση του key account στη θέση του van sales διέρρηξαν θεμελιώδεις όρους της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης και επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές στο καθεστώς εργοδότησης του Αιτητή, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό φανερή την πρόθεση για αποδέσμευση τους από τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Περαιτέρω με τη μονομερή απόφαση τους, κλόνισαν την εμπιστοσύνη που πρέπει να διέπει τη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου και υπήρξαν ένοχοι διαγωγής η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του Νόμου. Η όλη συμπεριφορά τους ήταν προσβλητική, υποτιμητική, και ανυπόφορη για τον Αιτητή, ο οποίος υπό αντικειμενικές συνθήκες, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να συνεχίσει την απασχόληση του στην υπηρεσία τους, γιατί η υποβάθμιση του σε κατώτερη θέση και η ανάθεση υποδεέστερων καθηκόντων, εκτός των άλλων, θα επέφερε προσωπική και επαγγελματική μείωση στα μάτια των συναδέλφων του, αλλά και στο γενικότερο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον, δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά την αναβάθμιση του από van sales σε key account. Ο Αιτητής είχε άξιο προστασίας συμφέρον να διατηρήσει τη θέση εργασίας του, όχι με τους όρους που ήθελαν να του επιβάλουν οι Καθ’ ων η αίτηση, αλλά με αυτούς που είχαν συμφωνήσει ή είχε πετύχει κατά τη διάρκεια λειτουργίας της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης. Η εμπιστοσύνη του ότι θα συνέχιζε να διατηρεί και στο μέλλον τη θέση εργασίας του ήταν άξια προστασίας. Η άρνηση του να συναινέσει σε μια υποβιβαστική για τον ίδιο απόφαση, αποδείχθηκε ότι δεν είχε καμία απολύτως σημασία αφού παρά τις αντιδράσεις του οι Καθ’ ων η αίτηση ενέμειναν στην απόφαση τους και το μόνο που θα συνεπαγόταν δίχως άλλο ήταν η απόλυση του.
Πέραν των ουσιαστικών αλλαγών και επιπτώσεων που επέφερε στον Αιτητή η μονομερής αυτή απόφαση, ταυτόχρονα επενέργησε και ως μέτρο τιμωρητικό για την επικαλούμενη από τους Εργοδότες κακή απόδοση του ως key account.″
Η πρωτόδικη απόφαση, αμφισβητήθηκε, αρχικώς, με πέντε λόγους έφεσης. Κατά την ακρόαση, αποσύρθηκε ο πέμπτος λόγος και προωθήθησαν οι υπόλοιποι.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης κρίνεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης από τον εφεσίβλητο, και τούτο, όπως τονίζεται, στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο έφεσης, το παράπονο επεκτείνεται και στην κατ’ ισχυρισμό αποδοχή από το δικαστήριο μαρτυρίας εκτός των δικογράφων. Ο τρίτος λόγος έφεσης εδράζεται σε, κατ’ ισχυρισμό, λανθασμένη εφαρμογή της νομολογίας και ο τέταρτος σε αντικανονική θεώρηση ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν αντεξετάσει τους μάρτυρες του εφεσιβλήτου επί ουσιωδών θεμάτων.
Τη μετακίνηση του εφεσιβλήτου από τη θέση του από key account σε van sales, την παραδέχονται οι εφεσείοντες και με την επιστολή τους ημερ. 15 Μαρτίου 2011.
Το τι επιχειρήθηκε πρωτοδίκως από τους εφεσείοντες ήταν ν’ αποδείξουν ότι τα καθήκοντα των δύο θέσεων ήταν τα ίδια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε τόσο τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου, όσο και του Α. Κ., πρώην υπαλλήλου των εφεσειόντων, που βίωσε την ίδια αλλαγή ή μετακίνηση θέσης.
Με τον περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν. 8/1967), δυνάμει του οποίου καθιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, στην παράγραφο (11Α) του άρθρου 12 του ιδίου Νόμου τονίζονται τα εξής:
«Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες, ισχυρίζονται ότι η σύμβαση εργασίας, Τεκμ. 1, που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων, δεν έχει, με οποιοδήποτε τρόπο, μεταβάλει τους όρους εργοδότησης του εφεσιβλήτου.
Είναι σαφές από τη δοθείσα μαρτυρία και αναντίλεκτο, ότι η θέση του van sales και του key account, έχουν διάφορο πλαίσιο εργασίας, το οποίο όχι μόνο άπτεται των δραστηριοτήτων εκάστης θέσης, αλλά και ευθύνης ως προς τη διεκπεραίωση της εργασίας, με τη δεύτερη (key account) να είναι σαφώς ανώτερη της πρώτης.
Τούτου δοθέντος, ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρξε υποβάθμιση του εφεσιβλήτου, και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η εισήγηση που εδράζεται στο δεύτερο λόγο έφεσης, περί αποδοχής από το πρωτόδικο δικαστήριο μαρτυρίας εκτός των δικογράφων και εξαγωγής συμπερασμάτων επί τούτων, ουδόλως μπορεί να επιτύχει.
Ο εφεσίβλητος όντως είχε αποταθεί στο δικαστήριο παραπονούμενος για τη γενόμενη υποβάθμιση της θέσης του, η οποία τον οδήγησε σε παραίτηση. Η μαρτυρία που προσήχθηκε, αναφορικά με τα καθήκοντα των δύο θέσεων εργασίας και τα συνακόλουθα ωφελήματα και υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτές, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστούν ότι ξεφεύγουν των δικογραφημένων θέσεων. Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.
Η λανθασμένη υιοθέτηση των αρχών που αναφέρονται στην υπόθεση Pedersen v. Camden Borough City Council (1981) ICR (1981), αποτελεί το επίκεντρο του τρίτου λόγου έφεσης. Στο περίγραμμα τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, στήριξαν αυτή την εισήγηση, στην ύπαρξη γραπτών όρων συμφωνίας εργοδότησης, σ’ αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση.
Η εισήγηση στερείται ερείσματος. Οι όροι εργοδότησης δεν προσδιορίζονται μόνο σε γραπτό κείμενο, αλλά στο σύνολο της μαρτυρίας που προσφέρεται επί του προκειμένου.
Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν στηρίχθηκε μόνο στην υπόθεση Pedersen (άνω), αλλά παρέθεσε επαρκώς τη νομολογία που διέπει το θέμα της μονομερούς μεταβολής όρων εργοδότησης και των συνεπειών της.
Ο τρίτος λόγος απορρίπτεται.
Το θέμα της μη αμφισβήτησης δοθείσας μαρτυρίας μέσω της αντεξέτασης και οι συνέπειες του, στη δικαστική κρίση, αποτελεί τη βάση του τέταρτου λόγου έφεσης.
Μέσα από την αιτιολογία του λόγου οι εφεσείοντες παραδέχονται ότι όντως δεν αντεξετάστηκε ο Α. Κ., πλην, όμως, το αναγάγουν σε διαφοροποίηση του βάρους απόδειξης, που όπως εισηγούνται, παραμένει στον εκάστοτε αιτητή, επί του προκειμένου τον εφεσίβλητο.
Με όλο το σεβασμό, η εισήγηση στερείται ερείσματος καθότι τα δύο θέματα είναι άσχετα μεταξύ τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευθύνη προσδιορισμού των πραγματικών γεγονότων, μεταξύ άλλων, προβαίνοντας στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας χρησιμοποίησε τη μη αντεξέταση επί ουσιωδών θεμάτων για να οδηγηθεί στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου.
Το θέμα του βάρους απόδειξης είναι άσχετο με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή. (Βλ. Προκοπίου v. Ryan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).
Εν πάση περιπτώσει, σε κανένα σημείο το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει διαφοροποιήσει, με οποιοδήποτε τρόπο, το βάρος απόδειξης, το οποίο, σε συνάρτηση με τον τερματισμό της απασχόλησης, βρίσκεται στους ώμους του εργοδοτουμένου, το δε βάρος αναφορικά με τους λόγους απόλυσης βρίσκεται στους ώμους του εργοδότη. (Βλ. Αριστείδου ν. RK Super Beton Ltd (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 114). Η ανάλυση που έγινε ήταν ορθή και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Στη βάση των πιο πάνω και ο τέταρτος λόγος απορρίπτεται.
Η έφεση ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέα και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο