ΤΣΙΑΚΛΙΔΗ ν. ΦΩΤΙΑΔΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 388/2012, 18/7/2019

ECLI:CY:AD:2019:A324

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 388/2012

 

18 Iουλίου, 2019

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΧΧ ΤΣΙΑΚΛΙΔΗ,

                                                  Εφεσείοντα/Ενάγοντα,

-      ΚΑΙ -

 

ΧΧΧ ΦΩΤΙΑΔΗ,

                                                                                              Eφεσίβλητου/Εναγόμενου.

----------------------

Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Σπανός, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

       ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 13.6.1997 μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου (στο εξής «η συμφωνία»), συμφωνήθηκε όπως ο πρώτος πωλήσει και μεταβιβάσει στο δεύτερο συγκεκριμένο κτήμα στην τοποθεσία Τσέρι,  στη Λευκωσία (στο εξής «το κτήμα») για το συνολικό ποσό των ΛΚ116.000.  Η συμφωνία προνοούσε για την καταβολή στον εφεσείοντα ποσού ΛΚ5.000 ως προκαταβολή και  ποσού ΛΚ81.000 με τη μεταβίβαση του κτήματος επ’ ονόματι του εφεσίβλητου, ποσά τα οποία ο τελευταίος κατέβαλε.  Όσον αφορά την καταβολή του υπόλοιπου ποσού των ΛΚ30.000, ο όρος 2(δ) της συμφωνίας προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«(δ)     Το υπόλοιπο ποσό των ΛΚ30.000 (τριάντα χιλιάδες) θα πληρωθεί μόνο όταν ο Προτιθέμενος Πωλητής εξασφαλίσει εντός 24 (εικοσιτεσσάρων) μηνών από σήμερα:

 

(ι)             Εγγραφή δημόσιου δρόμου που να εφάπτεται του κτήματος για να μπορέσει έτσι ο Προτιθέμενος Αγοραστής να εξασφαλίσει άδεια οικοδομής και

(ιι)            Μεταφορά του μονοπατιού (σημειωμένο με πράσινο χρώμα στο Παράρτημα «Α») που διαχωρίζει το κτήμα ούτως ώστε να περνά στην περιφέρεια αυτού.

(ιιι)           Ο Προτιθέμενος Πωλητής αναλαμβάνει και υποχρεούται όπως εντός 24 (εικοσιτεσσάρων) μηνών από σήμερα εξασφαλίσει άδεια οικοδομής για ανέγερση κατοικίας στο κτήμα, νοουμένου ότι σε εύλογο χρόνο ο Προτιθέμενος Αγοραστής δώσει τα αναγκαία σχέδια στον Προτιθέμενο Πωλητή».

 

Οι όροι 2(ε) και (ζ) της συμφωνίας προέβλεπαν τα ακόλουθα σε περίπτωση εκπλήρωσης των διαλαμβανομένων στον όρο 2(δ), αλλά και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης τους:

 

«(ε)        Στην περίπτωση που το 2(δ) (ι) (ιι) και (ιιι) πιο πάνω δεν εξασφαλιστεί και/ή τηρηθεί τότε ο Προτιθέμενος Αγοραστής δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των ΛΚ£30.000.-  Σε αυτή την περίπτωση ο Αγοραστής θα έχει το δικαίωμα να πωλήσει το κτήμα πίσω στον Πωλητή και ο Πωλητής θα έχει την υποχρέωση να το αγοράσει στην τιμή των £135.000.- πλέον τόκους 9% ανα έτος από την ημερομηνία υπογραφής ης παρούσης Συμφωνίας.

 

(ζ)          Εάν το 2(δ) (ι) (ιι) και (ιιι) εκπληρωθεί και/ή τηρηθεί τότε επί του ποσού των ΛΚ£30.000 (τριάντα χιλιάδες) θα καταβληθεί τόκος 8% κατά έτος από την ημερομηνία μεταβίβασης του κτήματος στο όνομα του Προτιθέμενου Αγοραστή ή άλλου προσώπου της επιλογής του.»

 

 

 

Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων διεκδίκησε από τον εφεσίβλητο το ποσό των ΛΚ30.000, πλέον τόκους 8%.  Σύμφωνα με τη δικογραφημένη και προωθηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου θέση του, προέβη αμέσως σε ενέργειες για τη μετατόπιση του μονοπατιού που διέσχιζε το κτήμα και την εγγραφή δημόσιου δρόμου που να εφάπτεται του κτήματος.  Κατά το Μάιο, Ιούνιο του 1999, όμως, πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι εγκατέλειπε την προσπάθεια αυτή λόγω καθυστέρησης στην εκπλήρωση των παραπάνω διεργασιών.  Προσφέρθηκε να αγοράσει πίσω το κτήμα, όπως προνοείτο στην επίδικη συμφωνία, αλλά ο εφεσίβλητος αρνούμενος να του το πωλήσει, τον παρότρυνε και συμφώνησε μαζί του να συνεχίσει τις ενέργειες του για μετατόπιση του μονοπατιού και εγγραφή δημόσιου δρόμου, με την εξασφάλιση των οποίων θα του κατάβαλλε (ο εφεσίβλητος), το ποσό των ΛΚ30.000.  Κατά ή περί το Μάιο 2001, κοινοποίησε στον εφεσίβλητο την εξασφάλιση της μετατόπισης του μονοπατιού και την εγγραφή δημόσιου δρόμου, ζητώντας να του καταβάλει το ποσό των ΛΚ30.000 πλέον τόκους, αυτός όμως παρέλειψε ή αρνήθηκε να το πράξει. Ο όρος 2(δ)(ιιι) της συμφωνίας δεν εκπληρώθηκε εξ’ υπαιτιότητας του εφεσίβλητου.

 

Ο εφεσίβλητος αντέτεινε στην Υπεράσπισή του και προώθησε πρωτοδίκως, ότι σύμφωνα με τον όρο 2(δ) της συμφωνίας, το ποσό των ΛΚ30.000 θα καταβαλλόταν μόνο εφόσον ο εφεσείων εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, βάσει του εν λόγω όρου, εντός 24 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας, πράγμα το οποίο απέτυχε να πράξει.  Μετά δε την παρέλευση της περιόδου αυτής, ο εφεσίβλητος ουδέποτε παρότρυνε ή συμφώνησε με τον εφεσείοντα να συνεχίσει τις προσπάθειες του για μετατόπιση του μονοπατιού και εγγραφή δημόσιου δρόμου και ουδέποτε συμφώνησε να του καταβάλει το ποσό των ΛΚ30.000. 

 

Όπως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, δεν αμφισβητείτο από τον εφεσίβλητο η εκπλήρωση του όρου 2(δ)(ιι) της συμφωνίας, σε χρόνο όμως μετά την πάροδο των 24 μηνών που προνοείτο για τούτο στη συμφωνία.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, μετά τη σύναψη της συμφωνίας υπεβλήθη από τον εφεσείοντα αίτηση στο Κτηματολόγιο για την κατάργηση και μετατόπιση δημόσιου μονοπατιού και τη δημιουργία δρόμου περιμετρικά του κτήματος στο ανατολικό σύνορο.  Περί τον Ιούνιο του 1999, όμως, δηλαδή μετά την πάροδο 24 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας,  ο εφεσείων επικοινώνησε με συγκεκριμένο αρχιτέκτονα (ΜΥ1), ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του εφεσίβλητου, ενημερώνοντας τον ότι δεν επιτεύχθηκαν οι όροι της συμφωνίας και ζήτησε να αγοράσει πίσω το κτήμα.  Ο αρχιτέκτονας όμως, αρνήθηκε προτρέποντας τον εφεσείοντα να συνεχίσει τις προσπάθειες του, όπως και έγινε.  Το αίτημα του εφεσίβλητου εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 11.5.2001. Στη λήψη της έγκρισης συντέλεσαν και οι ενέργειες του εφεσείοντα.  Το μονοπάτι μετακινήθηκε στην περιφέρεια του κτήματος, περιμετρικά του οποίου έγινε δρόμος πλάτους 4 μέτρα, στην ανατολική πλευρά, ο οποίος ενεγράφηκε. Μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης το κτήμα δεν είχε πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο-οδικό δίκτυο και η προέκταση του τμήματος της περιφέρειας του κτήματος αποτελούσε μονοπάτι.

 

Το δεσπόζον θέμα για το Δικαστήριο ήταν η ερμηνεία του όρου 2(δ)(ι) της συμφωνίας και ειδικότερα κατά πόσο ο εφεσείων είχε ή όχι υποχρέωση να εξασφαλίσει την εγγραφή ως δημόσιου δρόμου και του μέρους του μονοπατιού που προεκτείνετο του κτήματος του εφεσίβλητου ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε οδικό δίκτυο και να ήταν δυνατή η έκδοση άδειας οικοδομής.  Ζήτημα για το οποίο οι διάδικοι προώθησαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.

 

Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων, το Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της θέσης του εφεσίβλητου, κρίνοντας ότι η μόνη δυνατή ερμηνεία ήταν πως η εξασφάλιση εγγραφής ως δημόσιου δρόμου του μέρους επίσης του μονοπατιού που προεκτεινόταν του κτήματος, με πρόσβαση στο οδικό δίκτυο, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση άδειας οικοδομής, αποτελούσε υποχρέωση του εφεσείοντα.  Σημείωσε ότι ο ίδιος ο εφεσείων αποδέχθηκε πως, «το όλο πνεύμα της συμφωνίας», ήταν η οικιστική εκμετάλλευση του κτήματος, με ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του να «εκδώσει» και την άδεια οικοδομής, ενώ γνώριζε ότι για το μέρος του μονοπατιού το οποίο προεκτεινόταν εκτός του κτήματος του εφεσίβλητου, εκκρεμούσε απαλλοτρίωση για εγγραφή του ως δημόσιου δρόμου.  Ακόμη όμως  και αν ευσταθούσε η θέση του εφεσείοντα για εγγραφή ως δημόσιου δρόμου του μέρους μόνο του μονοπατιού που εφαπτόταν του κτήματος, αυτός «είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι με την εξασφάλιση της εγγραφής του συγκεκριμένου μέρους του μονοπατιού ως δρόμου…εκπλήρωνε πλήρως τον όρο 2(δ)(ι) και ο [εφεσίβλητος] τότε θα μπορούσε να εξασφάλιζε αρχικά πολεοδομική άδεια και ακολούθως άδεια οικοδομής ως ο συγκεκριμένος όρος της συμφωνίας», κάτι που ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει.  Εφόσον απέτυχε να αποδείξει ότι εκπλήρωσε τον όρο 2(δ)(ι) της συμφωνίας, ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να απαιτεί την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος, παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν του προσκόμισε αρχιτεκτονικά σχέδια ως όφειλε, βάσει του όρου 2(δ)(ιιι) της συμφωνίας.

 

Οι πρώτοι δύο από τους τρείς λόγους έφεσης έχουν στον πυρήνα τους τη θέση ότι η ερμηνεία που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον όρο 2(δ)(ι) της συμφωνίας είναι εσφαλμένη, ενώ εσφαλμένο είναι και το εύρημα του  ότι ο όρος αυτός δεν εκπληρώθηκε.  Θέσεις οι οποίες αιτιολογούνται στη βάση, κυρίως, ότι ο όρος 2(δ)(ι) συναρτάτο με τον όρο 2(δ)(ιιι) αφού, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων στο περίγραμμα αγόρευσής του, «η δυνατότητα εξασφάλισης της άδειας οικοδομής που προνοείτο στον όρο 2(δ)(ι) “θα υλοποιείτο” ως ο όρος 2(δ)(ιιι)».  Η δε παράλειψη του εφεσίβλητου να παραδώσει έγκαιρα, αρχιτεκτονικά σχέδια στον εφεσείοντα ματαίωσε τον όρο 2(δ)(ιιι) καθώς επίσης το μέρος του όρου 2(δ)(ι) που αφορά στην εξασφάλιση άδειας οικοδομής.  Επίσης, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τη σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα και δεν έλαβε υπόψη του παραδοχές στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος μέσω του δικηγόρου του πριν από την έγερση της αγωγής.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η γενική θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή.

 

Η ερμηνεία της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ορθά προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως θέμα νομικό, το οποίο εναπόκειτο στο ίδιο να αποφασίσει, (βλ. Glory Worldwide Holdings Ltd v Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας κ.ά (2012) 1 ΑΑΔ 1633 και Λάμπρου ν Παράσχου κ.ά (1993) 1 ΑΑΔ 397). Όπως υπογραμμίζεται σε πρόσφατη απόφαση μας, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου μιας σύμβασης αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και των όρων της.   Η διακρίβωση της σημασίας των όρων που χρησιμοποιήθηκαν και εν τέλει της πρόθεσης των μερών που απορρέει από το έγγραφο, πρέπει να διενεργείται μέσα από τη συνολική ερμηνεία του εγγράφου και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά, έτσι ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι από το νόημα που αποδίδεται στους όρους της και που δυνατό να μην αντικατοπτρίζουν, αντικειμενικά ιδωμένοι, τον σκοπό της συναλλαγής και την πραγματική πρόθεση των μερών (xxx Παντελή-Βουζούνη κ.ά ν xxx Αποστόλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 457/2012, ημερ.10.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A138).

 

Ερμηνεύοντας τον όρο 2(δ)(ι) της συμφωνίας υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε, ότι προέκυπτε υποχρέωση του εφεσείοντα να εξασφαλίσει «την εγγραφή δημόσιου δρόμου που να εφάπτεται του κτήματος για να μπορέσει ο προτιθέμενος αγοραστής – ο εναγόμενος – να εξασφαλίσει άδεια οικοδομής και να το εκμεταλλευτεί για οικιστικούς σκοπούς».  Θεωρούμε ότι αυτό είναι το σαφές και ξεκάθαρο νόημα του όρου, το οποίο συνάδει και με τη λογική του πράγματος. 

 

Το επιχείρημα περί συνάρτησης του όρου 2(δ)(ι) με τον όρο 2(δ)(ιιι), κατά  τον τρόπο και με τις συνέπειες που εισηγείται ο εφεσείων, δεν προβλήθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η εξέταση του κατ’ έφεση.  Ό,τι προβλήθηκε στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ήταν η μη παράδοση αρχιτεκτονικών σχεδίων στον εφεσείοντα, με την παράλληλη εισήγηση ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να στηρίζεται στη μη εκπλήρωση του όρου  2(δ)(ιιι) για να μην καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος.  Απασχόλησε, στη συνέχεια, το ερώτημα κατά πόσο εκπληρώθηκαν οι όροι 2(δ) (ι) και (ιι) της συμφωνίας, ανεξάρτητα από και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στον όρο 2(δ)(ιιι). Εν πάση περιπτώσει, μας βρίσκει σύμφωνους, επί του προκειμένου, η  θέση του εφεσίβλητου ότι ο όρος 2(δ)(ιιι) επέβαλλε υποχρέωση στον εφεσείοντα να εξασφαλίσει άδεια οικοδομής υπό αίρεση,  εάν και εφόσον δηλαδή ο εφεσίβλητος του παρέδιδε εντός εύλογου χρόνου αρχιτεκτονικά σχέδια. Δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε παρέδωσε στον εφεσείοντα αρχιτεκτονικά σχέδια, η διαλαμβανόμενη στον όρο 2(δ)(ιιι) υποχρέωση ουδέποτε ενεργοποιήθηκε.

 

Ως προς τα παράπονα του εφεσείοντα περί εσφαλμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα  και εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας περί του ζητήματος εκπλήρωσης ή όχι του όρου 2(δ)(ι) της συμφωνίας, παρατηρούμε ότι η εκπλήρωση ή μη του συγκεκριμένου όρου συναρτάτο άμεσα με την ερμηνεία του το οποίο ως νομικό θέμα αποτελούσε, ως έχει αναφερθεί, έργο του Δικαστηρίου και περιοριζόταν στους όρους της συμφωνίας, μέσα από την οποία αναζητήθηκε η πρόθεση των μερών. Εξάλλου, τα παράπονα του εφεσείοντα συνιστούν αυτοτελή λόγο ή λόγους έφεσης.  Επομένως, έπρεπε να είχαν εφεσιβληθεί και στοιχειοθετηθεί από ξεχωριστή αιτιολογία ως απαιτείται από τους περί Εφέσεων Διαδικαστικούς Κανονισμούς και τη νομολογία.  Κάτι που ο εφεσείων παρέλειψε να πράξει.  Η προβολή των παραπόνων αυτών στα πλαίσια της αιτιολογίας των πρώτων δύο λόγων έφεσης, δεν δικαιολογεί την εξέταση τους (βλ. Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν Suphire Holdings Public Ltd κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012 ημερ. 21.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479).

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας, βέβαια, η θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε παραδοχές, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε.  Ως τέτοιες ο εφεσείων θεωρεί την αναφορά των δικηγόρων του εφεσίβλητου στην επιστολή τους ημερομηνίας 13.6.2005 προς το δικηγόρο του ότι «…ο όρος 2(δ) έπρεπε να είχε εκπληρωθεί με ενέργειες του πωλητή εντός 24 μηνών από της υπογραφής της συμφωνίας κάτι το οποίο δε έγινε.  Μόνο μετά από ενέργειες του πελάτη μας επιτεύχθηκε αυτό 4 χρόνια μετά..», καθώς επίσης τους λόγους που πρόβαλε ο εφεσίβλητος στην ιεραρχική προσφυγή που άσκησε προς ανατροπή της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να μην εγκρίνει την αίτηση του ημερομηνίας 17.3.2004 για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση κατοικίας στο κτήμα λόγω μη διάθεσης ικανοποιητικής προσπέλασης.  Σε σχέση ιδιαίτερα με την ιεραρχική προσφυγή (Τεκμήριο 19 πρωτοδίκως) η οποία, σημειώνουμε, απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή, ο εφεσείων επισημαίνει την προβληθείσα σε αυτή θέση του εφεσίβλητου ότι το μονοπάτι ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.9 της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική προσπέλαση για σκοπούς χορήγησης πολεοδομικής άδειας.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα κρίνεται αβάσιμο. Η θέση του περί παραδοχής στην προαναφερθείσα επιστολή των δικηγόρων του εφεσίβλητου, ότι εκπληρώθηκε ο όρος 2(δ) της συμφωνίας, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Θεώρησε ότι παρόλο που λαμβάνεται υπόψη ως μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας, «δεν   μπορεί να αποτελέσει καίριο σημείο για την πορεία της υπόθεσης και ή πλήγμα στην αξιοπιστία του εναγομένου [εφεσίβλητου] εφόσον το Δικαστήριο αποφασίζει στη βάση των δικών του ευρημάτων τα οποία προκύπτουν από το σύνολο της ενώπιον του αποδεκτής …μαρτυρίας».  Όσον αφορά την ιεραρχική προσφυγή, που υπέγραψε και υπέβαλε ο τότε δικηγόρος του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του αρχιτέκτονα (ΜΥ1), βάσει πληροφοριών που λήφθηκαν «μεταγενέστερα», ότι θα μπορούσε να εκδοθεί πολεοδομική άδεια, υπό κάποιες προϋποθέσεις, τις οποίες ο Μ.Υ.1 απαρίθμησε και παρατίθενται στο Τεκμήριο 19, ακόμη και όταν υπάρχει μονοπάτι με ικανοποιητική προσπέλαση.  Οι προϋποθέσεις αυτές, όμως, σύμφωνα με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν πληρούνταν «ούτε τότε αλλά ούτε και τώρα».

 

Έπειτα, οι εν λόγω αναφορές του δικηγόρου του εφεσίβλητου, πριν από την έγερση της αγωγής, δεν συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία που να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος του εφεσίβλητου ούτε δημιούργησαν κώλυμα για τον εφεσίβλητο στην προώθηση της υπόθεσης του.  Το ζήτημα τίθεται ως ακολούθως στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 11η έκδοση, παρ. 738:

 

«Statements by solicitors admitting facts in judicial proceedings are admissible.  But admissions made by a party’s solicitor before litigation has commenced; or during litigation, but in mere conversation; or to a third person and not to the opposite party – are not evidence against their clients».

 

(Βλ. επίσης, Wagstaff v Wilson, 4 B. & Ad. 339).

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε στα όσα προώθησε ο εφεσείων που να δικαιολογεί επέμβαση μας προς ανατροπή της κρίσης και των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο