ECLI:CY:AD:2019:A297
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 436/12)
10 Ιουλίου, 2019
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΑΝΙΚΑΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ν. 23(Ι)/96
1. Κ.Μ
2. Ρ.Μ
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Α.Μ.Κ
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η αίτηση
-------
M. Bορκάς, για Εφεσείοντες.
Α. Παπαχαραλάμπους με Σ. Σιοπούλου (κα), για Εφεσίβλητη.
---------
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την ενώπιον του Δικαστηρίου καταχωρηθείσα αίτηση εκ μέρους δύο από τα τρία παιδιά της ΑΜΚ (εφεσίβλητης), επιδιώκετο έκδοση διατάγματος και/ή δήλωση του Δικαστηρίου για να κηρυχθεί η ΑΜΚ ως άτομο ανίκανο να διαχειρίζεται την περιουσία της και/ή να διευθύνει τις υποθέσεις της. Η αίτηση υποστηρίζετο αρχικά από κοινή ένορκη δήλωση των δύο παιδιών της, ενώ στη συνέχεια κατατέθηκαν εκατέρωθεν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις των ΓΤ (γαμπρού της ΑΜΚ) και Δρα Γιάγκου Μικελλίδη για την πλευρά των εφεσειόντων και του ειδικού ψυχίατρου Δρα Ευάγγελου Αναστασίου και ΧΚ (θυγατέρας της ΑΜΚ), για την πλευρά της εφεσίβλητης.
Ενδιαμέσως, εκδόθηκε εκκρεμούσης της κυρίως αίτησης, διάταγμα με το οποίο της απαγορευόταν να αποξενώσει την περιουσία της, κινητή και ακίνητη, καθώς και διάταγμα με το οποίο οι προτεινόμενοι διαχειριστές (εφεσείοντες) εξουσιοδοτούντο να εισπράττουν €1.000 από το λογαριασμό της, για σκοπούς συντήρησης της, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης.
Της καταχώρισης της υπό κρίση αίτησης, προηγήθηκε άλλη μια προσπάθεια των εφεσειόντων να κηρύξουν ανίκανη την ΑΜΚ: αποπειράθηκε, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση των εφεσειόντων που συνόδευε την αίτηση, ο Δρ Μικελλίδης, του οποίου ζήτησαν την επαγγελματική γνώμη, να εξετάσει τη μητέρα τους, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω της επιθετικής, κατά τους εφεσείοντες, συμπεριφοράς της τελευταίας, η οποία δεν επέτρεψε την εξέταση της. Χρησιμοποιήθηκε όμως στη συνέχεια η γνώμη του εν λόγω ιατρού για να εξασφαλιστεί σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου για υποχρεωτική εξέταση της από τον ψυχίατρο Δρα Δημήτρη Θεοκλήτου, ο οποίος στη σχετική έκθεση του, πιστοποιούσε ότι, η ΑΜΚ πάσχει από ψύχωση, με αποτέλεσμα αυτή να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη βάση δικαστικού διατάγματος υποχρεωτικής νοσηλείας στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας (τα Ψυχιατρικά Ιδρύματα) από 23.4.2010 - 26.4.2010, με σκοπό να διαπιστωθεί η κατάσταση της ψυχικής της υγείας.
Μετά από την τριήμερη παραμονή της στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα, η εφεσίβλητη απελύθη: δεν διαπιστώθηκε σύμφωνα με την έκθεση της Δρος Θέκλας Δημητριάδου (επισυνημμένο τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση), η οποία την εξέτασε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, ψυχοπαθολογία οποιουδήποτε τύπου (ψύχωση, συναισθήματα, ανοϊκού τύπου), δεν έχρηζε περαιτέρω παραμονής στο Νοσοκομείο και δεν συστήνετο οποιουδήποτε τύπου ψυχιατρική αγωγή ή παρακολούθηση.
Παρά ταύτα οι εφεσείοντες, την ίδια ημέρα της απόλυσης της μητέρας τους από τα Ψυχιατρικά Ιδρύματα, καταχώρισαν την υπό κρίση αίτηση.
Στη βάση των ενώπιον του τεθέντων στοιχείων, το Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία των εφεσειόντων και αποδεχόμενο τη μαρτυρία που προσκόμισε η ΑΜΚ, απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι, η μαρτυρία και κυρίως η μαρτυρία του ειδικού ιατρού που εξέτασε τελευταίος την εφεσίβλητη, μετά την απόλυση της από τα Ψυχιατρικά Ιδρύματα, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την ψυχική και νοητική κατάσταση της εφεσίβλητης:
«Επανερχόμενος στην καθ΄ ης η αίτηση η οποία παρεπέμφθη για υποχρεωτική νοσηλεία στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας στις 23 Απριλίου 2010 από τον γιατρό Θεοκλήτου βλέπω μεν ότι αυτή απελύθη στις 26 Απριλίου 2010 γιατί σύμφωνα με την Δρ. Θέκλα Δημητριάδου που την εξέτασε «κατά τη διάρκεια της νοσηλείας δεν διαπιστώθηκε ψυχοπαθολογία οποιουδήποτε τύπου (ψυχωσικού, συναισθηματικού, ανοϊκού τύπου). Στην παρούσα φάση δεν χρήζει περαιτέρω παραμονής στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας ούτε συνίσταται οποιουδήποτε τύπου ψυχιατρική αγωγή ή παρακολούθηση.» Η διαπίστωση αυτή της κας Θέκλας Δημητριάδου θα έπρεπε να ήταν καταλυτική όσον αφορά τις προσπάθειες των αιτητών να θεωρούν και να χαρακτηρίζουν την καθ΄ ης η αίτηση μητέρα τους ως ανίκανο πρόσωπο αφού μπορούσε να εκφράζει ελεύθερα σύμφωνα με ιατρική γνωμάτευση την ελεύθερη βούληση της τόσον όσον αφορά τις υποθέσεις της όσο και όσον αφορά την περιουσία της. Αντίθετα οι αιτητές συνεχίζοντας την προσπάθεια τους αναιτιολόγητα να θεωρούν ανίκανη τη μητέρα τους την ημέρα της απόλυσης της από τα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας καταχώρησαν την παρούσα αίτηση βασίζοντας της βασικά στο πιστοποιητικό του Δρ. Θεοκλήτου. Η εντύπωση που αποκόμισα σε μια χρονοβόρα και ατελέσφορη διαδικασία ήταν ότι οι αιτητές επιθυμούσαν να εξυπηρετήσουν αλλότριους σκοπούς που έχουν σχέση με τη διανομή της περιουσίας της καθ΄ ης η αίτηση, πράγμα το οποίο είναι εκτός των προνοιών του Νόμου όσον αφορά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την κήρυξη ενός προσώπου ως ανίκανου.»
Θεώρησε το Δικαστήριο ότι:
«Οι αιτητές δεν παρουσίασαν απολύτως καμιά ιατρική μαρτυρία για να αποδείξουν τα ισχυριζόμενα. Αντίθετα η καθ΄ ης η αίτηση με ιατρική μαρτυρία επιβεβαιώνει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα και είναι ικανή να χειρίζεται τις κάθε φύσεως προσωπικές της υποθέσεις (Δρ. Θέκλα Δημητριάδου, Κώστας Κυριακίδης και Ευάγγελος Αναστασίου).
Ο Ευάγγελος Αναστασίου κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου και έτυχε αντεξέτασης από την άλλη πλευρά.
Να σημειωθεί ότι υιοθέτησε τις εκθέσεις των Θέκλα Δημητριάδου και Κώστα Κυριακίδη. Η μαρτυρία όλων βρίσκεται ενώπιον σας, τόσο η γραπτή όσο και η προφορική.
Θα σταθώ μόνο σε μία φράση του Ευάγγελου Αναστασίου:
«εύχομαι σε όλους να έχουν τη διαύγεια που έχει η ΑΜΚ σε μια τέτοια ηλικία δηλαδή στα 82 χρόνια της.»»
Εναντίον της απόφασης καταχωρίστηκε έφεση με δύο λόγους: Ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και του σφάλματος του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσαγωγή ουσιώδους μαρτυρίας με αποτέλεσμα, να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα περί της ψυχικής και νοητικής κατάστασης της εφεσίβλητης (1ος λόγος έφεσης). Το Δικαστήριο δεν προσέγγισε δεόντως και/ή προσέγγισε εσφαλμένα το άρθρο 3[1] του Νόμου, με αποτέλεσμα να προβεί σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον νομικό κανόνα (2ο λόγος έφεσης). Θεωρούν οι εφεσείοντες, ότι το Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει, όχι μόνο την ιατρική μαρτυρία που είχε ενώπιον του, αλλά και μαρτυρία άλλων προσώπων όπως των ΜΑ1 και ΜΑ3. Και τούτο, ιδιαιτέρως, επειδή δεν κατέθεσε η εφεσίβλητη, ώστε να εξεταστεί η όλη συμπεριφορά της, ασύμβατη, κατά τους εφεσείοντες, με τα πρότυπα συμπεριφοράς του μέσου λογικού και συνετού ανθρώπου.
Θα ξεκινήσουμε από τα της διαδικασίας ώστε να υπάρχει καθαρός ορίζοντας για την τελική μας κρίση.
Η αίτηση βασίζεται στον περί Διαχειρίσεως της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμο του 1996, Ν. 23(Ι)/1996. Δυνάμει του άρθρου 18 το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται «…vα εκδίδει διαδικαστικούς καvovισμoύς για τηv καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων τoυ παρόvτoς Νόμου. Μέχρις ότoυ εκδoθoύv τέτoιoι καvovισμoί, θα εφαρμόζovται με τις αναγκαίες αvαπρoσαρμoγές oι εκάστοτε ισχύovτες περί Διαvoητικά Ασθενών Διαδικαστικοί Καvovισμoί και oι περί Πολιτικής Δικovoμίας Διαδικαστικοί Καvovισμoί.» Εφόσον μέχρι στιγμής δεν έχουν εκδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί, εφαρμόζονται με τις αναγκαίες προσαρμογές, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί. Οι πρόνοιες των περί Διανοητικώς Ασθενών Διαδικαστικών Κανονισμών (Mental Patients Rules, Δ.Ν. Τόμος 330) τέθηκαν εκ ποδών, αφής στιγμής καταργήθηκε ο περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμος και οι περί Διανοητικώς Ασθενών Κανονισμοί, άρθρο 41 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997, Ν. 77(1)/1997. Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 20 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2009 που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στις 15.1.2009, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 40 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου (ανωτέρω), όλοι οι προηγούμενοι Διαδικαστικοί κανονισμοί που εξεδόθηκαν δυνάμει του περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμου, Κεφ. 252 καταργήθηκαν[2], από δε τις 15.1.2009 εφαρμόζονται οι Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας. Συνεπώς, η απόφαση Ανδρέα Σάββα Ηλία (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 780, ημερ. 29.8.1995, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση.
Η διαδικασία που ακολουθείται είναι suis generis (Θεμιστοκλέους ν. Λεωνίδου (2005) 1 Α.Α.Δ. 417) και στοχεύει πρωτίστως στην προστασία του σκοπούμενου να κηρυχθεί ανίκανου προσώπου, εξ ου και στην Αγγλία το αρμόδιο Δικαστήριο καλείται και Court of Protection. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου άρχεται διά πρωτογενούς αιτήσεως (originating application), εκτός των περιπτώσεων όπου το Δικαστήριο κατευθύνει διαφορετικά τη διαδικασία. Ένορκες δηλώσεις ως προς τις οικογενειακές περιστάσεις, την περιουσία και την ιατρική μαρτυρία θα πρέπει να κατατεθούν στο Δικαστήριο από την πλευρά του αιτητή (affidavit of kindred and fortune and medical affidavit) (Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 29, σ. 591-601 και σ. 594, §1084).
Η εναρκτήρια κλήση προσφέρεται στη βάση του μηχανισμού της Δ.55 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Αρχικά περιοριζόταν στις απλές υποθέσεις έκδοσης διατάγματος για τη διαχείριση της περιουσίας αποβιώσαντος. Πρόκειται για πολιτική διαδικασία, που δεν εξισώνεται με το κλητήριο ένταλμα (In re Fawsitt 30 Ch.D. 231). Προσφέρεται δε όταν η διαφορά σχετίζεται με ερμηνεία εγγράφου ή νομοθετήματος ή εξαντλείται στην κρίση επί αμιγώς νομικού σημείου (Odgers’ Principles of Pleading and Practice, 2η έκδοση, σ. 314 επ.). Ενδείκνυται δε η χρήση της, ακριβώς λόγω της απλότητας και της ταχύτητας της, του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν δικόγραφα και ότι κατά κανόνα δεν προσφέρεται καν μαρτυρία. Όπου τα γεγονότα είναι υπό αμφισβήτηση ή δυνατόν να τεθούν υπό αμφισβήτηση, η έναρξη της διαδικασίας με την χρήση εναρκτήριας κλήσης θεωρείται λανθασμένη. Επιβάλλεται μόνο ως όχημα που οδηγεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν προνοείται ρητώς σε σχετικό νομοθέτημα, όπως π.χ. στα άρθρα 53 και 54 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 (In re Philippou Ltd v. Littener Hampton Ltd (1984) 1 C.L.R. 716 και Consortia Europe Ltd v. Fregata Holdings Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 387/11, 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A790).
Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά από κανόνες απόδειξης, όπως εφαρμόζονται σε αστικές διαδικασίες, αλλά εξεταστικά εστιάζει στο ζήτημα, με γνώμονα τη δραστικότητα του εκδοθέντος διατάγματος και τους κινδύνους που ενέχει η τυχόν έκδοση του. Επιβάλλεται εκ της φύσης της υπόθεσης να καταδειχθεί υψηλός βαθμός βεβαιότητας για την αναγκαιότητα έκδοσης του.
Το Δικαστήριο, όπως επισημάνθηκε στην Chr. Zannetos Constructions Ltd ν. Phoenix Constructions Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 923, έχει καθήκον να παράσχει κάθε λογική ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν και να τεκμηριώσουν την υπόθεση τους, αλλά και υποχρέωση παράλληλη: να διασφαλίσει τη διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα με τους επιτακτικούς διαδικαστικούς κανόνες.
Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο παρατηρεί στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 18.5.2012, ότι το θέμα προσαγωγής πρόσθετης μαρτυρίας ηγέρθη μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, ότι η διαδικασία άρχισε επί τη βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας υπό τη μορφή εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων οι οποίες λειτουργούν ως δικόγραφα και ότι εν πάση περιπτώσει χωρίς αίτηση για οδηγίες προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας (Δ.30) και την υποβολή αιτήματος για καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, δεν μπορούσε να προσκομιστεί εντελώς νέα, πρόσθετη, προφορική μαρτυρία προς υποστήριξη της εναρκτήριας κλήσης (originating summons). Τα διάδικα μέρη είχαν την ευκαιρία προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, να καταχωρίσουν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, όπως άλλωστε έπραξαν, ώστε να προβάλουν και να τεκμηριώσουν την υπόθεση τους.
Ορθά το Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις και τη φύση της υπόθεσης απέρριψε το αίτημα.
Το Δικαστήριο «…δεν ενεργεί ως δικαστήριο επίλυσης διαφορών μεταξύ αντιδίκων σε κατ' αντιμωλία δίκη αφού σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι η κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προστασία της περιουσίας του ανικάνου προσώπου και η ευημερία του ιδίου και της οικογένειάς του. Η καθιέρωση πρακτικού και ευέλικτου συστήματος ελέγχου και έρευνας, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη συστηματική παρακολούθηση της πορείας της διαχείρισης από το δικαστήριο και την έγκαιρη επέμβασή του όπου διαπιστώνονται σημεία κακοδιαχείρισης.» (Θεμιστοκλέους (ανωτέρω)).
Το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό παρείχε, θεωρούμε, στο Δικαστήριο την ευχέρεια να προτιμήσει τη μαρτυρία του Δρα Αναστασίου, ο οποίος υπέστη και τη βάσανο της αντεξέτασης και να απορρίψει τη μαρτυρία του Δρα Μικελλίδη, ο οποίος χωρίς καν να εξετάσει την ΑΜΚ, εξ αποστάσεως και μόνο λόγω της συμπεριφοράς της, όπως ο ίδιος κατέθεσε, έκρινε τη νοητική κατάσταση της.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκουν βασικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως η πολύ πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιέρωσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Αν τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο ήταν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο, στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά.
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο σε υποθέσεις αυτής της φύσης δυνατόν να λάβει υπόψη του και μαρτυρία άλλων προσώπων[3] (laymen) πέραν των ειδικών ιατρών, όπως ορθά παρατηρεί ο δικηγόρος των εφεσειόντων, πλην όμως παραγνωρίζει ότι τέτοια μαρτυρία δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από το γαμπρό της ΑΜΚ (ΜΑ1) και από τον αιτητή 1 (ΜΑ3), η οποία ενετάχθη στην όλη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε κρίνοντας ότι εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς.
Με δεδομένο ότι η μαρτυρία του Δρα Μικελλίδη δεν έγινε δεκτή και ο ιατρός Θεοκλήτου δεν κατέθεσε ενόρκως, παρέμεινε η έκθεση του ως τεκμήριο που συνόδευε την εναρκτήρια κλήση, ουδέν το μεμπτό παρατηρούμε στην κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε άλλη ιατρική μαρτυρία, πλην της ανεπιτυχούς προσπάθειας του Δρα Μικελλίδη. Ορθά πλέον το Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας του Δρα Ευάγγελου Αναστασίου, ο οποίος αντεξετάστηκε από την άλλη πλευρά, και είχε υπόψη του τη γνώμη των Δρος Θέκλας Δημητριάδου και Δρος Κώστα Κυριακίδη, οι εκθέσεις των οποίων κατατέθηκαν ως τεκμήρια, απέρριψε την αίτηση.
Είναι ορθό ότι η δομή της απόφασης και ο τρόπος ανάπτυξης της συλλογιστικής του Δικαστηρίου υπήρξε λακωνική. Παρά ταύτα η απόφαση περιείχε, κρίνουμε, την αναγκαία εκείνη αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία και οδήγησε το Δικαστήριο στην εξαγωγή των δικών του ορθών συμπερασμάτων. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν με την απαιτούμενη για τη φύση της υπόθεσης βεβαιότητα για την κακή ψυχική υγεία της ΑΜΚ και την αδυναμία της να χειρίζεται τα της περιουσίας της, ώστε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία όπως διαπιστώσαμε εξ ιδίων και από τα πρακτικά, αναδυόταν εμφανώς προσπάθεια επίλυσης περιουσιακών διαφορών της οικογένειας.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/φκ Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
[1] 3. Ο παρώv Νόμoς εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση πρoσώπoυ για τo oπoίo, κατόπιv ιατρικής ή άλλης απόδειξης, τo αρμόδιo δικαστήριo ικαvoπoιείται ότι είvαι αvίκαvo πρόσωπo κατά τηv έvvoια τoυ παρόvτoς Νόμoυ, απαγoρεύovτας σ' αυτό τη διεvέργεια oπoιωvδήπoτε πράξεωv ή παραλείψεωv πoυ επιφέρoυv έvvoμα απoτελέσματα:
Νoείται ότι o παρώv Νόμoς δεv εφαρμόζεται στις περιπτώσεις άλλωv πρoσώπωv, πoυ δεv είvαι σε θέση vα διαχειριστoύv τηv περιoυσία τoυς ή vα διευθύvoυv τις υπoθέσεις τoυς και για τα oπoία υπάρχει ειδική πρόvoια σε oπoιoδήπoτε άλλo vόμo.
[2] Άρθρο 19 του Νόμου υπό τον τίτλο «Καταργήσεις».
[3] Άρθρο 3 του Νόμου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο