ROSTOVTSEV ν. SHCHUKIN, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε415/2016, 5/7/2019

ECLI:CY:AD:2019:A282

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε415/2016)

 

5 Ιουλίου, 2019

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

xxx xxx ROSTOVTSEV,

Εφεσείων-Εναγόμενος 1,

ν.

 

xxx xxx SHCHUKIN,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

________________________

 

Γιώργος Χριστοδούλου, μαζί με Μαριάννα Κωνσταντίνου, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., και Χρίστος Γαλανός, για Μιχαλάκη Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Αντρέας Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Αδαμίδης και Αλέξανδρος Γαβριηλίδης, για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:     Την      ομόφωνη     απόφαση     του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με την έφεση αυτή, επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας της ενδιάμεσης απόφασης του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 6310/2015, ημερομηνίας 30.11.2015, (η απόφαση), με την οποία εκδόθηκε αριθμός παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.  Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης, (η αίτηση), η οποία όμως μετά από οδηγίες εκδικάστηκε inter partes, εκδόθηκαν, δυνάμει του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), τέσσερα τέτοια διατάγματα.

 

Το πρώτο διάταγμα είναι προσωρινό απαγορευτικό, του τύπου mareva, (το απαγορευτικό διάταγμα), στρέφεται δε κατά του υποκειμένου της αγωγής, εμποδίζοντάς τον να αποξενώσει, γενικά και με οποιοδήποτε τρόπο, την περιουσία του, οπουδήποτε αυτή βρίσκεται ανά τον κόσμο.  Τα επόμενα δύο διατάγματα αφορούν στην αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων του ιδίου προσώπου και εγγράφων σχετιζομένων με αυτά.  Το δεύτερο διάταγμα στρέφεται κατά του προσώπου αυτού, ενώ το τρίτο διάταγμα στρέφεται κατά ενός νομικού προσώπου.  Αυτά τα δύο διατάγματα είναι επικουρικού χαρακτήρα και επιδιώκουν την αποτελεσματική εφαρμογή του πρώτου διατάγματος.  Το τέταρτο διάταγμα, το οποίο προβλέπει για τη μη αποκάλυψη της αίτησης, στην πραγματικότητα, κατέστη άνευ αντικειμένου, μετά την επίδοσή της, ως οι οδηγίες, όπως έχει προαναφερθεί, του Δικαστηρίου.  Με την απόφαση, διατάχθηκε, επίσης, όπως τα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. 

 

Βασικοί διάδικοι στην αγωγή είναι, ασφαλώς, ο ενάγων και ο εναγόμενος 1.  Πρόκειται για τους εφεσίβλητο και εφεσείοντα, αντίστοιχα, στην υπό εξέταση έφεση.  Υπάρχουν ακόμα τρεις εναγόμενοι σε αυτή, εκ των οποίων μόνο η εναγομένη 2, Abacus Limited, (η Abacus), ενεπλάκη ευθέως στη διαδικασία της αίτησης.  Είχε ενδιαφέρον, ιδιαίτερα, για το τρίτο διάταγμα, το οποίο απευθυνόταν προς αυτήν και, όπως έχει λεχθεί, είναι επικουρικού χαρακτήρα.  Η Abacus είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την παροχή εταιρικών υπηρεσιών.  ΄Ενεκα της σχέσης της, στον εν λόγω τομέα, με τους προαναφερθέντες βασικούς διαδίκους, καθώς, επίσης, με διάφορες εταιρείες τους που έχουν την έδρα τους στην Κύπρο, αυτή φέρεται να γνωρίζει γεγονότα που είναι σχετικά με την εφαρμογή του απαγορευτικού διατάγματος εναντίον του εφεσείοντος.  Ως εκ τούτου, εκδόθηκε εναντίον της το εν λόγω διάταγμα αποκάλυψης, όμως, η ίδια δεν πρόσβαλε τη σχετική απόφαση, οπότε δεν είναι μέρος στην παρούσα έφεση.          

 

Η αγωγή, κατά βάση, αφορά αιτία, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, με δόλιο τρόπο, ήτοι καταφεύγοντας στην πλαστογραφία κάποιων εγγράφων, φέρεται να απέσπασε από τον εφεσίβλητο το σύνολο των μετοχών του σε συγκεκριμένες εταιρείες, κατόχων, εξ ημισείας, του εταιρικού κεφαλαίου της ρωσικής εταιρείας SK, ιδιοκτήτριας ορυχείου άνθρακα.  Οι εταιρείες αυτές, υπό τις ονομασίες Boulart Limited και Elftone Limited, αντίστοιχα, τελούσαν υπό την εταιρική διοίκηση της Abacus. Ο εφεσίβλητος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, φέρεται να ήταν ο δικαιούχος των εν λόγω εταιρειών.  Πρόκειται, λοιπόν, για τις μετοχές των εταιρειών αυτών, οι οποίες, ως έχει ο σχετικός ισχυρισμός, στις 15.4.2009, πωλήθηκαν, στη βάση πλαστογραφημένων συμφωνιών, (οι συμφωνίες πώλησης), από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα. 

 

Ως αποτέλεσμα των ως άνω ισχυριζομένων γεγονότων, ο εφεσείων κατέστη ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης των προαναφερθέντων περιουσιακών στοιχείων και, κατά τις αρχές του 2015, τα έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχό του,  όπως και την όλη επιχείρηση εξόρυξης άνθρακα, στην οποία αυτός και ο εφεσίβλητος είχαν το ίδιο συμφέρον.  Οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών, που ακολούθησαν προς επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών τους, δεν έφεραν οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα.  Συνακόλουθα, ο εφεσίβλητος, περί τα μέσα του 2015, έλαβε δικαστικά μέτρα, σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, προς διεκδίκηση των πιο πάνω συμφερόντων του.  Κάποια στοιχεία μαρτυρίας που προέκυψαν στο πλαίσιο εκείνων των διαδικασιών και, συγκεκριμένα, συνεπεία της αποκάλυψης εγγράφων, οδήγησαν τον εφεσίβλητο στην καταχώριση, το Δεκέμβριο του 2015, της υπό αναφορά αγωγής και της αίτησης, από την οποία προέκυψε το απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος.

 

Ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ενδιάμεσης διαδικασίας, ουσιαστικά, αρνείται ότι υπέγραψε ποτέ τις συμφωνίες πώλησης και ότι αυτές φέρουν την υπογραφή του.  Επιπρόσθετα, δηλώνει ότι αγνοούσε την ύπαρξή τους, μέχρι που αυτές παρουσιάστηκαν από τον εφεσείοντα στο Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της αίτησης.  Ισχυρίζεται δε ότι κάποια πληρωμή προς αυτόν, η οποία, κατά τον εφεσείοντα, φέρεται να αποτελούσε το τίμημα των συμφωνιών πώλησης, αφορούσε την πληρωμή του μεριδίου του στα κέρδη της υπό αναφορά επιχείρησης.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξέτασε με προσοχή, υπό το φως και της νομολογίας η οποία διέπει την εφαρμογή του άρθρου 32 του Νόμου, την κάθε ουσιαστική λεπτομέρεια στη μαρτυρία και τις θέσεις που τέθηκαν ενώπιόν του από τις δύο πλευρές.  Κατέληξε, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ότι πληρούντο οι δικαιοδοτικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και ότι ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα ζητούμενα με την αίτηση διατάγματα, τα οποία και εξέδωσε.  Πέραν των συγκεκριμένων προνοιών του άρθρου 32, το Δικαστήριο εξέτασε, επίσης, κάποιες ενστάσεις που ο εφεσείων είχε προβάλει για επιμέρους θέματα, σχετικά με την άσκηση από αυτό της εξουσίας του, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου.

 

Ο εφεσείων, με αριθμό λόγων έφεσης, προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επιδιώκοντας την ακύρωση, ειδικά, του απαγορευτικού διατάγματος.  Με τους πρώτους δύο λόγους, εισηγείται, αντίστοιχα, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως πληρούνται η δεύτερη και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Ακολούθως, στην αιτιολογία την οποία  αναπτύσσει προς υποστήριξη καθενός από τους λόγους αυτούς, εισηγείται ότι το Δικαστήριο «δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν συνυπολόγισε ορθά» κάποια γεγονόταΠαραπέμπει δε, προς τούτο, με γενικότητα, σε διάφορα στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία προήλθαν από την πλευρά του.  Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δε γίνεται αντιληπτό, από το περιεχόμενό τους, με ποιον τρόπο αυτά επέδρασαν στην κρίση του Δικαστηρίου και το οδήγησαν σε λάθος κατάληξη, σε σχέση με την ύπαρξη των εν λόγω δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32.  Η ίδια παρατήρηση αφορά και τον τρίτο λόγο έφεσης, με την προσθήκη ότι, σε αυτό, δεν εξειδικεύεται σε σχέση με ποια συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου 32 το Δικαστήριο απέτυχε να συνυπολογίσει τα γεγονότα που παρατίθενται στην αιτιολογία του.  Οι πιο πάνω παρατηρήσεις οδηγούν, χωρίς άλλο, τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης σε αποτυχία.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη, κρίνεται ορθό όπως, στη βάση και μόνο της, ως άνω, γενικής διατύπωσης στην αιτιολογία του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, γίνει σύντομη αναφορά στα συμπεράσματα, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Κατ’ αρχάς, λοιπόν, αυτό, αφού επεσήμανε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περί πλαστογραφίας των συμφωνιών πώλησης, όπως αυτοί εκτίθενται πιο πάνω, στη βάση των οποίων κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται «σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν» (ως η πρώτη δικαιοδοτική προϋπόθεση του άρθρου 32), κατέληξε ότι, υπό το φως και κάποιων άλλων ισχυρισμών, «υπάρχει πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος (δηλαδή ο εφεσίβλητος) δικαιούται εις θεραπείαν».  Οι ισχυρισμοί τούτοι αφορούσαν στο ότι ο εφεσίβλητος, πριν από τα επίδικα γεγονότα, περιέβαλλε τον εφεσείοντα με εμπιστοσύνη.  Στο πλαίσιο δε της αγαστής συνεργασίας τους, ο εφεσείων είχε την αποκλειστική ευθύνη για τη διαχείριση και τη διεκπεραίωση όλων των θεμάτων που αφορούσαν στην εταιρική δομή της υπό αναφορά επιχείρησης.  Επιπρόσθετα, επεσήμανε πως, όταν ο εφεσίβλητος κατήγγειλε τον εφεσείοντα για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις δολιότητας στις αστυνομικές αρχές της Ρωσίας, ο τελευταίος δεν επικαλέστηκε προς όφελος του τις προαναφερθείσες συμφωνίες πώλησης.

 

Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε, βέβαια, να αναφερθεί και σε άλλους σχετικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προβλήθηκαν κατά την υπό αναφορά ενδιάμεση διαδικασία εκ μέρους των δύο βασικών διαδίκων.  Στο πλαίσιο αυτό, έκανε, ειδικά, αναφορά και στην παρουσίαση, από την κάθε πλευρά, έκθεσης εμπειρογνώμονα,  αναφορικά με τη γνησιότητα των υπογραφών του εφεσίβλητου επί των συμφωνιών πώλησης.  Παρατήρησε, όμως, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, πως, στο στάδιο εκείνο, δεν ήταν επιτρεπτό να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας.  ΄Οπως ορθώς το έθεσε, η εν λόγω διεργασία θα είναι αντικείμενο της δίκης επί της ουσίας της διαφοράς των διαδίκων.  Προς ενίσχυση της αντίληψής του αυτής, ως προς το νόμο, παρέπεμψε στην υποστηρικτική, όντως, υπόθεση T.A. Micrologic Comp. Consult. Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802, όπου, στη σελίδα 1809, αναφέρονται τα εξής:  «Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του.»

 

Η κατάληξη, ακολούθως, του Δικαστηρίου όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, ακολούθησε, λογικά, την ικανοποίησή του ως προς τις πρώτες δύο.  Εν ολίγοις, διαπίστωσε ως η σχετική πρόνοια, ότι, «εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον».  Στο πλαίσιο αυτό, διαπίστωσε, εκ πρώτης όψεως, στη βάση συγκεκριμένης εκτίμησης η οποία είχε τεθεί ενώπιόν του, ότι η αξία του ενός δευτέρου μεριδίου του εφεσίβλητου στα περιουσιακά στοιχεία, που, κατά τον ισχυρισμό του ιδίου, του είχαν αποστερηθεί με δόλιο τρόπο, ανερχόταν στο ποσό των US$113.000.000,00.

 

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη θέση του εφεσείοντος περί απουσίας από μέρους του πρόθεσης να προβεί στην αποξένωση της περιουσίας του, επεσήμανε πως:  «Το ουσιώδες … εδώ, σύμφωνα με την ... Νομολογία, είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί», εννοείται προς όφελος του εφεσίβλητου.  Η πιο πάνω θέση αντικατοπτρίζει, ακριβώς, τη θέση της νομολογίας, στην οποία παρέπεμψε[1].  Εν κατακλείδι, η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με τα δύο θέματα, ανωτέρω, κρίνεται ορθή, οι δε σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται και για το λόγο αυτό.   

 

Από τα άλλα θέματα που απασχόλησαν το εκδικάσαν Δικαστήριο ξεχωρίζουν αυτά που αφορούν στη δικαιοδοσία του να επιληφθεί της υπόθεσης και στη, δήθεν, καθυστέρηση στην καταχώριση της αγωγής και της αίτησης, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης 7 και 4, αντίστοιχα.  Ειδικά, σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο παρέπεμψε σε μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του, η οποία αποκάλυπτε, εκ πρώτης όψεως, όπως αυτό διαπίστωσε, ότι το αστικό αδίκημα του δόλου που επικαλείται ο εφεσίβλητος έχει διαπραχθεί στην Κύπρο.  ΄Οπως δε επεσήμανε, δεν ετίθετο θέμα αντιπαραβολής της εν λόγω μαρτυρίας με τους ισχυρισμούς εκ μέρους του εφεσείοντος περί του αντιθέτου, καθότι κάτι τέτοιο δεν ήταν επιτρεπτό από τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας, εντός της οποίας αυτό είχε εγερθεί.  Η θέση αυτή, ασφαλώς, είναι ορθή.  Το Δικαστήριο, επομένως, ορθώς προχώρησε, στο στάδιο εκείνο, να επιληφθεί της αίτησης.  Συγχρόνως, τονίζεται, παρεμπιπτόντως, ότι σε ενδιάμεση διαδικασία μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί οριστικά θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, μόνο εφόσον αυτό προκύπτει ή τίθεται στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων, η παρούσα περίπτωση, όμως, δεν είναι τέτοια.  Εν πάση περιπτώσει, η πιο πάνω κατάληξη, όσον αφορά το λόγο έφεσης 7, συμπαρασύρει και τους λόγους έφεσης 5 και 6, στη βάση των οποίων τέθηκε πως το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στους λόγους ένστασης του εφεσείοντος, που αφορούσαν στο ότι η συγκεκριμένη αγωγή του εφεσίβλητου, στην πραγματικότητα, αφορά σε άγραν δικαιοδοσίας (forum shopping).

 

΄Ιδια είναι η κατάληξη και για το λόγο έφεσης 4, στη βάση του οποίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους του εφεσίβλητου στην καταχώριση της αγωγής και της αίτησης.  Τα γεγονότα σε σχέση με την εν λόγω πτυχή παρατίθενται πιο πάνω.  Από αυτά, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος και οι νομικοί σύμβουλοί του, σε σχετικά σύντομο χρόνο από τη στιγμή που περιήλθαν σε γνώση τους στοιχεία μαρτυρίας, προϊόν αποκάλυψης δικαστικών διαδικασιών που είχαν αναληφθεί σε άλλες χώρες, προέβησαν στην έναρξη των προαναφερθεισών δικαστικών διαδικασιών στην Κύπρο.  Βέβαια, όπως γίνεται αντιληπτό, εκείνο που επέδρασε ιδιαίτερα στη σκέψη του Δικαστηρίου ως προς το θέμα αυτό είναι η αρχή ότι «η όποια καθυστέρηση, σε περίπτωση που αυτή υφίσταται, δεν εξετάζεται γενικά και αφηρημένα, αλλά εντάσσεται στα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης ενώ δεν αγνοείται κατά πόσο από αυτήν προκαλείται οποιαδήποτε αδικία στην άλλη πλευρά».  Διαπίστωσε δε ότι η πιο πάνω αρχή απαντά και στην υπόθεση Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. ν. Benfleet Enterp. Ltd κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 280, όπου έτυχε και εφαρμογής.  Επομένως, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από μέρους του εφεσείοντος, όπως ήταν η διαπίστωσή του, προς ικανοποίηση της εν λόγω αρχής, αυτό, ορθώς, απέρριψε το σχετικό λόγο ένστασης.

 

Επιπρόσθετα, με τους ταυτόσημους, βασικά, λόγους έφεσης 9 και 12, ο εφεσείων εισηγείται ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία, όταν έκρινε πως η έκδοση των υπό αναφορά διαταγμάτων ήταν «δίκαιη και πρόσφορη».  Πρόκειται για αρχή του δικαίου της επιείκειας, η οποία, στην κυπριακή έννομη τάξη, έτυχε νομοθετικής αναγνώρισης διά των σχετικών προνοιών του άρθρου 32(1) του Νόμου.  Στην καθημερινή νομική ορολογία, αυτή εύγλωττα περιγράφεται και ως αφορώσα το «ισοζύγιο της ευχέρειας», αφού το δικαστήριο, κατά την άσκηση της συγκεκριμένης διακριτικής εξουσίας, ουσιαστικά, επιχειρεί τη στάθμιση του συνόλου της ενώπιόν του μαρτυρίας, προκειμένου να διαπιστώσει ποια πλευρά θα υποστεί την ολιγότερη ζημιά ή δυσχέρεια, συνεπεία της έκδοσης ενός παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788 και Ευστρατίου ν. Dicran Ouzounian and Company Ltd (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A38Α.Α.Δ. 212). 

 

Η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος είναι πως, στο πλαίσιο, ανωτέρω, το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του την καθυστέρηση που, κατά την άποψη του, υπήρξε στην καταχώριση της υπό αναφορά αγωγής και της αίτησης.  Το θέμα αυτό έχει ήδη εξεταστεί, η απάντηση δε η οποία δόθηκε, σχετικά, είναι αρνητική· δεν υπήρξε καθυστέρηση, υπό τις περιστάσεις.  Επομένως, δε χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο περαιτέρω.

 

Ο εφεσείων έθεσε, επίσης, θέμα μη αποκάλυψης από μέρους του εφεσίβλητου κάποιας μαρτυρίας, την οποία ο ίδιος επικαλέστηκε προς υποστήριξη της ένστασής του.  Η εισήγηση η οποία υποβλήθηκε, συναφώς, είναι ότι, συνεπεία της πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό παράλειψης, ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια».  Δεν τεκμηριώθηκε, όμως, η πιο πάνω εισήγηση με την παράθεση κοινώς αποδεκτών στοιχείων μαρτυρίας.  Το εκδικάσαν Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, ως έναν από τους λόγους ένστασης,  υπέδειξε πως αυτό δεν ήταν δυνατό να εξεταστεί, αφού θα συνεπαγόταν αξιολόγηση, εκ μέρους του, μαρτυρίας, η οποία δεν είχε αντικειμενικό έρεισμα, προκειμένου να διαπιστώσει την αλήθεια.  Κατέληξε δε ότι τέτοιο επιχείρημα δεν ήταν δυνατό να προβληθεί στο πλαίσιο της ενώπιόν του ενδιάμεσης διαδικασίας.  Η κατάληξή του κρίνεται ορθή, το δε συμπέρασμα αυτό συμπαρασύρει και το λόγο έφεσης 8, όπου το ίδιο θέμα εγείρεται αυτοτελώς.

 

Το Δικαστήριο, επικεντρώνοντας την προσοχή του στο καθήκον που είχε να επιτελέσει σε σχέση με την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής, υπό το φως των ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιόν του στο πλαίσιο της υπόθεσης και αφού αναφέρθηκε στη σχετική ως προς τούτο προαναφερθείσα νομολογία, κατέληξε, όπως το ίδιο το έθεσε, ότι «ο ισοζυγισμός των επιπτώσεων είναι έκδηλα προς όφελος του Ενάγοντα, αφού η έκδοση του αιτούμενου υπό (Α) διατάγματος δεν φαίνεται να προκαλεί οποιεσδήποτε ζημιές στον Εναγόμενο 1, ο οποίος βεβαίως δεν έχει ισχυριστεί κάτι τέτοιο.  Τουναντίον η μη έκδοση του διατάγματος είναι δυνατό να επηρεάσει αρνητικά τα όποια δικαιώματα του Ενάγοντα».  Πασιφανώς, το Δικαστήριο εξήγησε το λόγο γιατί έκρινε πως ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει τα διατάγματα, τα οποία και εξέδωσε.  Επομένως, η περί του αντιθέτου θέση εκ μέρους του εφεσείοντος δεν είναι ορθή.  Ως εκ τούτου, οι υπό εξέταση συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

΄Οσον αφορά το λόγο έφεσης 14, με τον οποίο γίνεται εισήγηση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των διαταγμάτων αποκάλυψης, παρατηρείται ότι ο εφεσείων δεν έθεσε τέτοιο θέμα στην ένστασή του.  Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα, με δεδομένο ότι υπήρξε ένσταση, συναφώς, από μέρους της Abacus, η οποία, όπως έχει ήδη λεχθεί, δεν εφεσίβαλε την απόφαση που την αφορούσε.  Επομένως, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Ένα τελευταίο θέμα αφορά στο ότι το Δικαστήριο δεν καθόρισε μέχρι ποιας αξίας περιουσία ο εφεσείων εμποδίζεται να αποξενώσει.  Η θέση αυτή, η οποία προβάλλεται με το λόγο έφεσης 11, δεν είναι ορθή.  Το Δικαστήριο ενέκρινε το απαγορευτικό διάταγμα που ζητείτο με την παράγραφο Α της αίτησης ως αυτό είχε.  Στην παράγραφο (i) της δεύτερης επιφύλαξής της, υπάρχει, ουσιαστικά, τέτοιος περιορισμός.  Επιπρόσθετα, στις παραγράφους (ii) και (iii) της δεύτερης επιφύλαξης, που ακολουθούν, προβλέπονται συγκεκριμένα ποσά, τα οποία ο εφεσείων δεν εμποδίζεται να χρησιμοποιεί ή και να διαθέτει, για κάλυψη δικηγορικών εξόδων και εξόδων διαβίωσής του.  Επομένως, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.  Τα πρώτα δύο διατάγματα δε, υπό το Α  και το Β, στα οποία, ουσιαστικά, αφορά η παρούσα έφεση, ως, επίσης, και κάθε άλλη οδηγία ή πρόνοια, συναφώς, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, παραμένουν σε ισχύ.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α. 

 

 

                                                  Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

 

                                                     Κ. Σταματίου, Δ.

 

    

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ



[1] C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. ν. Σκυρ. “Λεωνίκ” Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 και Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ 782


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο