ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ G.S.K. MECHANICAL SERVICES LTD κ.α. ν. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 377/2012, 383/2012, 20/9/2019

ECLI:CY:AD:2019:A382

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 377/2012

(Σχ. με 383/2012)

 

20 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

G.S.K. MECHANICAL SERVICES LTD,

Εφεσειόντων/Εναγομένων

ΚΑΙ

 

χχχ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

ΚΑΙ

 

J.P.S. EUROBAKERS LTD,

Eναγομένων

ΚΑΙ

 

G.C. DECO CASA LTD,

Tριτοδιάδικου.

---------------------------

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 383/2012

(Σχ. με 377/2012)

ΜΕΤΑΞΥ:

J.P.S. EUROBAKERS LTD,

 

Eφεσειόντων/Εναγομένων αρ. 2

 

ΚΑΙ

 

χχχ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

---------------------------

 

Χάρης Κυριακίδης με Ιωάννα Λεωνίδου (κα), για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφεση 377/2012.

Λουκία Αστραίου (κα) για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφεση 383/2012.

Κύπρος Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο Εφέσεις.

---------------------

       ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Τα γεγονότα των ενώπιον μας εφέσεων σχετίζονται με ατύχημα το οποίο συνέβη στις 4.7.2007 και είναι αδιαμφισβήτητα.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος, ενάγων πρωτόδικα, βρισκόταν στην οροφή δωματίου διαστάσεων 6,00 Χ 3,65m και ύψος 4,20m, στην πραγματικότητα εσωτερική στέγη (στο εξής «η στέγη»), στο υπό ανέγερση εργοστάσιο της εταιρείας J.P.S. Eurobakers Ltd, εφεσείουσας στην Πολιτική Έφεση αρ.383/2012, (στο εξής «η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου»), για σκοπούς ηλεκτρικής σύνδεσης ενός εξαεριστήρα μέρος του συστήματος κλιματισμού του εργοστασίου. Η στέγη, ήταν κατασκευασμένη από μεταλλικά πλαίσια και μονωτικό υλικό από πετροβάμβακα. Ενώ ο εφεσίβλητος εργαζόταν, τον πλησίασε κάποιος συνάδελφος του και καθώς συνομιλούσαν για την εργασία τους πατώντας και οι δύο στη στέγη,  αυτή κατάρρευσε  παρασύροντας τον εφεσίβλητο στο ισόγειο με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας G.S.K. Mechanical Services, εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ.377/2012, (στο εξής «οι εργοδότες») οι οποίοι είχαν αναλάβει να εγκαταστήσουν την ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση του εργοστασίου. 

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αγωγή υπ. αρ. 819/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, διεκδικώντας αποζημιώσεις, γενικές και ειδικές, τόσο από την ιδιοκτήτρια του εργοστασίου όσο από τους εργοδότες του, στη βάση ότι υπήρξαν αμελείς.

 

Με το δικόγραφο τους, οι εργοδότες ισχυρίστηκαν ότι το ατύχημα επεσυνέβη συνεπεία της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας της ιδιοκτήτριας του εργοστασίου και της εταιρείας G.C.Deco Casa Ltd, η οποία κατασκεύασε τη στέγη.  Αμφότεροι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, απέδωσαν ευθύνη και στον εφεσίβλητο, αποκλειστική και ή συντρέχουσα, για τις σωματικές βλάβες που αυτός υπέστη, ενώ οι εργοδότες εξασφάλισαν και διάταγμα για την έκδοση και επίδοση Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου στην κατασκευάστρια εταιρεία της στέγης.  Η Τριτοδιάδικος, με την υπεράσπισή της,  απέδωσε την ευθύνη για την κατασκευή της στέγης στους εργοδότες ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι οι σύμβουλοι τους αποφάσισαν για την τοποθέτηση πετροβάμβακα, υλικό που η Τριτοδιάδικος υπέδειξε στους εργοδότες ότι δεν ήταν ανθεκτικό όταν πατήσει κάποιος πάνω του.  Και οι δύο εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχώρησαν Ειδοποιήση Συνεναγομένου έναντι αλλήλων, βάσει της Δ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, δεν προχώρησαν, όμως, στην ανταλλαγή δικογράφων.

 

Για τις συνθήκες του ατυχήματος κατάθεσε ο εφεσίβλητος, η μαρτυρία του οποίου συνήδε με τη δικογραφημένη του θέση.  Σχετική αναφορά υπήρχε και στην έκθεση που ετοίμασε ο κ. χχχ Τριταίος, Ανώτερος Επιθεωρητής Εργασίας στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Αμμοχώστου, τότε διερευνητής του ατυχήματος όπου καταγράφεται πως η «οροφή» πάνω στην οποία πατούσαν ο εφεσίβλητος και ο συνάδελφος του « σε ανύποπτο χρόνο, άρχισε να υποχωρεί και στη συνέχεια να καταρρεύσει πλήρως». Όλες οι διαπιστώσεις του κ. Τριταίου περί παραλείψεων αφορούσαν στην ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, η οποία περιγράφεται στην έκθεση του ως «ο κύριος του έργου», επειδή, όπως εξήγησε, καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, στην απουσία κύριου εργολάβου, «κύριος του έργου» βάσει της νομοθεσίας θεωρείται ο ιδιοκτήτης του.

 

Μετά από σχετική αξιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του κ. Τριταίου και προέβη σε ανάλογα ευρήματα στη βάση των οποίων έκρινε ότι οι εφεσείοντες υπείχαν ευθύνη για το ατύχημα την οποία καταμέρισε μεταξύ τους εξ ίσου.  Θεωρώντας ότι η ευθύνη τους ήταν «παράλληλη», έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος κάλυψης του ενός από τον άλλο.  Σε σχέση με τον εφεσίβλητο, έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης συντρέχουσας ευθύνης, ενώ οι εργοδότες δεν προώθησαν την απαίτηση τους εναντίον της Τριτοδιαδίκου με την προσκόμιση μαρτυρίας με αποτέλεσμα να την απορρίψει.  Στη βάση δε των ευρημάτων του για τις  σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσίβλητος και τις συνέπειες τους, το Δικαστήριο επιδίκασε σε αυτόν και εναντίον καθ’ ενός των εναγομένων εξ ημισείας, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις με τόκο, καθώς επίσης τα έξοδα της αγωγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην πιο πάνω κατάληξη, αναφορικά με την ευθύνη, μετά από συνεκτίμηση των εκατέρωθεν πράξεων και παραλείψεων των εφεσειόντων «οι οποίες αποτέλεσαν και τη γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος και σε συνάρτηση προς τα αντίστοιχα καθήκοντα» τους.  Θεώρησε ότι οι εργοδότες, ως υπεύθυνοι να επιλέξουν σύστημα και χώρο εργασίας για τον εφεσίβλητο, όφειλαν να λάβουν όλα τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε αυτά να ήταν ασφαλή για τον εργοδοτούμενο τους.  Αυτοί, όμως προχώρησαν στην εφαρμογή της μηχανολογικής εγκατάστασης χρησιμοποιώντας ως δάπεδο τη στέγη, η οποία ήταν κατασκευασμένη από μεταλλικό πλαίσιο με μονωτικό υλικό από πετροβάμβακα, χωρίς να εκτιμήσουν τον κίνδυνο κατάρρευσης της και χωρίς να λάβουν προληπτικά μέτρα έναντι του κινδύνου πτώσης των εργοδοτούμενων τους και να τους δώσουν οδηγίες για τον κίνδυνο και τη λήψη προστατευτικών μέτρων.  Κατά το Δικαστήριο, ήταν ευθύνη των εργοδοτών να υποδείξουν τον ασφαλή τρόπο εφαρμογής της μηχανολογικής εγκατάστασης και απέτυχαν να το πράξουν.  Ήταν περαιτέρω διαπίστωση του, ότι στο τέλος της ημέρας  οι εργοδότες δεν έδωσαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να εξηγεί το λόγο του ατυχήματος.

 

Όσον αφορά την ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, αυτή είχε ευθύνη ως ιδιοκτήτρια του έργου να λάβει μέτρα ασφαλείας.  Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι τα έλαβε.  Ως κάτοχος δε του χώρου, είχε όλες τις υποχρεώσεις κατόχου, με βασική υποχρέωση την επίδειξη εύλογης φροντίδας και διασφάλισης, ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος βρισκόταν επί της συγκεκριμένης στέγης με τη συγκατάθεση της για σκοπούς εφαρμογής της μηχανολογικής εγκατάστασης, θα ήταν ασφαλής κατά την απασχόληση του. Αυτή, όμως, ενώ «γνώριζε εξ αρχής τον τρόπο κατασκευής της συγκεκριμένης στέγης και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν», παρέλειψε να λάβει προστατευτικά μέτρα ή να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο, ο οποίος ήταν προβλεπτός και θα μπορούσε να αποτραπεί με τη λήψη λογικά προσιτών μέτρων.

 

Μη ικανοποιηθέντες από την πρωτόδικη απόφαση, εργοδότες και ιδιοκτήτρια του εργοστασίου άσκησαν έφεση, προσβάλλοντας ο καθ’ ένας την ορθότητα των ευρημάτων του Δικαστηρίου σχετικά με την ευθύνη στο βαθμό που τον αφορούσαν.  Οι εργοδότες πρόσβαλαν και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που υπέστηκε ο εφεσίβλητος συνεπεία του ατυχήματος και το ύψος των επιδικασθέντων σε αυτόν αποζημιώσεων, απέσυραν όμως τους σχετικούς λόγους έφεσης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση των εφέσεων.  

 

Ακούσαμε τις εφέσεις μαζί αφού σε αυτές εγείρονται κοινά θέματα.  Βασικό παράπονο των εργοδοτών είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης αμέλειας εναντίον τους, αποδίδοντας σε αυτούς ποσοστό 50% ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος.  Προέβη, υποστηρίζουν, στο εν λόγω εύρημα χωρίς να εξετάσει κατά πόσο «ικανοποιείτο το test της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της τυχόν αδυναμίας του συστήματος εργασίας ή της τυχόν παράλειψης μέριμνας από τους [εργοδότες] με το ζημιογόνο αποτέλεσμα».  Τονίζουν την απουσία επιστημονικής μαρτυρίας, ότι η στέγη δεν ήταν ασφαλής και το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένη ασταθές, επισημαίνοντας ταυτοχρόνως την απουσία μαρτυρίας για γνώση των εργοδοτών περί τούτου και της στατικής δομής του επίδικου κτιρίου και ότι όντες γνώστες παρέλειψαν να λάβουν μέτρα για την προστασία των εργοδοτουμένων τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγούνται, μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, εξάγοντας συμπεράσματα στη βάση ανεπαρκούς μαρτυρίας ή και από μόνο του ότι η στέγη κατάρρευσε «υπό το βάρος» των δύο εργαζομένων. Δεν προσκομίστηκε, εξάλλου, οποιαδήποτε μαρτυρία  για εύλογο τρόπο διαπίστωσης από τους εργοδότες  ενδεχόμενου ή πιθανού προβλήματος ή κινδύνου για τον εφεσίβλητο ή για ενδείξεις που θα έπρεπε να τους ωθήσουν, όντες υπεργολάβοι του έργου, να ερευνήσουν θέματα ασφάλειας σε σχέση με την στατική κατάσταση του κτιρίου.  Το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε και λειτούργησε λανθασμένα ως προς το βάρος απόδειξης, παραγνωρίζοντας ότι η απόδειξη αμέλειας, ως προς όλες τις πτυχές της, βάρυνε τον ενάγοντα.   

 

Η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι αυτή γνώριζε εξ αρχής τον τρόπο κατασκευής της συγκεκριμένης στέγης καθότι καμία μαρτυρία δεν δόθηκε η οποία να δικαιολογεί το εύρημα αυτό, ούτε αποδείχθηκε πως η εν λόγω στέγη ήταν επικίνδυνη ώστε να απαιτείτο να δοθεί σχετική προειδοποίηση.  Εξάλλου, ο εφεσίβλητος, ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης  περί υπαρκτού, προβλεπτού κινδύνου, και ότι υπήρχε η δυνατότητα αποτροπής του, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία, ενώ απέτυχε να αποδείξει με τη μαρτυρία που προσκόμισε ότι η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου ευθυνόταν για το ατύχημα. 

 

Υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση ο εφεσίβλητος απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί μη απόσεισης του βάρος απόδειξης το οποίο κατά την άποψη τους βάρυνε τον ίδιο, εισηγούμενος ότι σε περίπτωση που το Εφετείο «ήθελε κρίνει ότι …είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του και δεν έχει αποσείσει αυτό το βάρος», εφαρμόζεται η αρχή του res ipsa loquitur.  

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εργοδοτών υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης ότι ο εφεσίβλητος δεν επικαλέστηκε τον  κανόνα res ipsa loquitur πρωτόδικα  παρά μόνο για πρώτη φορά στο περίγραμμα αγόρευσης του στην έφεση.  Είναι γεγονός ότι στη γραπτή αγόρευση του εφεσίβλητου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου απουσιάζει οποιαδήποτε ρητή αναφορά στον όρο.  Ωστόσο, ο εφεσίβλητος, παρέπεμψε σε νομολογία και αναφέρθηκε σε απόσπασμα από σύγγραμμα, σχετικό με το βάρος απόδειξης,  σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων δεν εμποδίζεται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων εάν η αιτία του ατυχήματος είναι άγνωστη και οι περιβάλλουσες περιστάσεις του ατυχήματος επιτρέπουν την εξαγωγή συμπεράσματος (inference) για την ύπαρξη αμέλειας.  Θεώρηση, η οποία, όπως θα δούμε κατωτέρω, συνάδει με τη σύγχρονη θεώρηση για τον κανόνα res ipsa loquitur. Η ευπαίδευτη συνήγορος της ιδιοκτήτριας του εργοστασίου, κινούμενη στο ίδιο πλαίσιο, υποστήριξε στη δική της αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι εφαρμόζεται το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ 148 σε συνάρτηση με τον κανόνα, για τους λόγους που εξήγησε.

                                           

Η κλασσική περιγραφή του κανόνα res ipsa loquitur εντοπίζεται στην απόφαση του δικαστή Earle C.J.στην υπόθεση Scott v London & St Katherine's Docks (1865) 3 H & C 596, 601:

 

«There must be reasonable evidence of negligence. But where the thing is shown to be under the management of the defendant or his servants, and the accident is such as in the ordinary course of things does not happen if those who have the management use proper care, it affords reasonable evidence, in the absence of explanation by the defendants, that the accident arose from want of care.»

 

 

Το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148[1] καθιερώνει τον κανόνα του αγγλικού κοινοδικαίου res ipsa loquitur ως μέρος και του Κυπριακού δικαίου (Morides v. Ioannou (1973) 1  C.L.R. 177) και η Κυπριακή νομολογία δέχεται την εφαρμογή του κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο που ισχύει στο Αγγλικό δίκαιο ( Αθανασίου κ.ά ν Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614).  Δεν απαιτείται η δικογράφησή του, αρκεί να προκύπτει από τα δικογραφημένα και αποδεδειγμένα γεγονότα ότι το ατύχημα προκλήθηκε, εκ πρώτης όψεως, λόγω αμέλειας εκ μέρους του εναγομένου. Όπως λέχθηκε από το δικαστή Davies LJ, στην υπόθεση Bennett v. Chemical Construction (G.B.) Ltd, [1971] 1 W.L.R. 1571»

 

«I have said that in my opinion it is not necessary to plead res ipsa loquitur. If the facts pleaded and the facts proved show that the cause of the accident was apparently and on its face due to some negligence, that is sufficient ...»

 

Περιγράφοντας τον κανόνα στη Lloyde v West Midlands Gas Board [1971] 1 WLR 749, η οποία έχει υιοθετηθεί από την κυπριακή νομολογία[2],  ο δικαστής Megaw, LJ παρατήρησε τα ακόλουθα:

 

«I doubt whether it is right to describe res ipsa loquitur as a “doctrine.” I think that it is no more that an exotic, although convenient, phrase to describe what is in essence no more than a common sense approach, not limited by technical rules, to the assessment of the effect of evidence in certain circumstances. It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) it is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident; but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff's safety.»

Επί του ιδίου θέματος αναφέρεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts (22η έκδοση) παρά.8-195:

«It is only a convenient label to apply to a set of circumstances in which a claimant proves a case so as to call for a rebuttal from the defendant without having to allege and prove any specific act or omission on the part of the defendant.  He merely proves a result, not any particular act or omission producing the result».

 

Η φράση res ipsa loquitur δεν παραπέμπει σε αρχή δικαίου, γεγονός που επισημαίνεται και στη πιο σύγχρονη αγγλική νομολογία, όπως και η υπόθεση OConnor v Pennine Acute Hospitals NHS [2015] EWCA Civ 1244 στην οποία επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:

 

«More recent authority has tended to the view that res ipsa loquitur is not a principle of law at all. There is no reversal of the burden of proof. The so-called res ipsa loquitur cases are merely cases in which, on the totality of the evidence, the court was able to make a finding of negligence. It has always been the position that courts can make findings of fact by means of inference when there is no direct evidence of the events in issue.»

 

Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το αποδεικτικό βάρος της αμέλειας παραμένει στους ώμους του ενάγοντα (βλ. επίσης Lloyde (ανωτέρω) και               Ng Chun Pui v Lee Chuen Tat and Another [1988] R.T.R 298). Θεωρούμε ότι χρήσιμη αναφορά για το ζήτημα μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Hobson LJ στην υπόθεση Ratcliffe v Playmouth & Torbay Health Authority; Exeter & North Devon Health Authority [1998] P.I.Q.R. 170:

 

«Res ipsa loquitur is no more than a convenient Latin phrase used to describe the proof of facts which are sufficient to support an inference that a defendant was negligent and therefore to establish a prima facie case against him.

[….]

The burden of proving the negligence of the defendant remains throughout upon the plaintiff. The burden is on the plaintiff at the start of the trial and absent an admission by the defendant is still upon the plaintiff at the conclusion of the trial. At the conclusion of the trial the judge has to decide whether upon all the evidence adduced at the trial he is satisfied upon the balance of probabilities that the defendant was negligent and that his negligence caused the plaintiff's injury. If he is so satisfied he gives judgment for the plaintiff: if not, he gives judgment for the defendant. *p187

Whether or not the plaintiff has at some earlier stage relied upon a prima facie case does not alter this position. The plaintiff may or may not have needed to call evidence to establish a prima facie case. The admitted facts may suffice for that purpose… Conversely, the defendant may have chosen to call no evidence, in which case the court will have to decide whether the evidence adduced by the plaintiff suffices to satisfy the court, in the absence of any evidence to contradict it, that the defendant was negligent and that his negligence caused the plaintiff's injury. In all these situations the task of the judge at the end of the trial is the same. The only difference is that he may be left without direct evidence of what occurred and may have to act upon inferences to be drawn from incomplete evidence. Where the defendant is in a position to adduce evidence as to what occurred but has refrained from doing so, the court will be more willing to draw inferences adverse to the defendant than might otherwise be the case. Where the plaintiff is not in a position himself to give an account himself of what occurred and where the relevant situation was under the control of the defendant and the relevant facts are known to the defendant, the case may come fairly and squarely within the statement of Erle C.J. quoted above[3]. But it does so because the facts proved have given rise to an inference that the defendant was negligent. Where there is direct evidence as to what occurred there is no need to rely upon inferences ( Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392 ).»

 

 

Οι εφεσείοντες στην προκειμένη υπόθεση δεν φαίνεται να αμφισβητούν ότι υπείχαν καθήκον επιμέλειας έναντι του εφεσίβλητου και ειδικά τις υποχρεώσεις που εξειδικεύονται στην πρωτόδικη απόφαση.   Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της ιδιοκτήτριας του εργοστασίου, κατά τη συζήτηση της έφεσης, πως η τελευταία δεν είχε εναχθεί ως εργολάβος αλλά ως ιδιοκτήτρια, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.   Κατ’ αρχάς, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να εξετάσει και να αποδώσει στην ιδιοκτήτρια του εργοστασίου αμέλεια υπό δύο ιδιότητες, ήτοι του «κύριου του έργου» και του κατόχου της οικοδομής, δεν έχει αμφισβητηθεί με την έφεση.  Επομένως, δεν μπορεί να τύχει εξέτασης.  Παρατηρούμε, ωστόσο,  ότι στην έκθεση απαίτησης της αποδίδονται παραλείψεις όπως αυτές που διαπίστωσε ο κ. Τριταίος, καθώς και άλλες ενέργειες και παραλείψεις, μεταξύ άλλων ότι προέβη σε ελλαττωματικές και ή μη ασφαλείς και ή επικίνδυνες κατασκευές στο υπό ανέγερση εργοστάσιό της εκθέτοντας τον εφεσίβλητο στον κίνδυνο πρόκλησης σε αυτόν σωματικής βλάβης. Η νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις των εφεσειόντων  προς τον εφεσίβλητο είναι ορθή, τόσο στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου που κωδικοποιούνται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 όσο των άλλων νομοθετικών προνοιών στις οποίες αναφέρθηκε, οι οποίες επιβάλλουν παρόμοιες υποχρεώσεις[4]

Ό,τι αμφισβητούν οι εφεσείοντες, ουσιαστικά, είναι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη και την κατάληξη του ότι υπέχουν ευθύνη για το ατύχημα, ως έχει αναφερθεί.  Για το ζήτημα αυτό θεωρούμε ότι  η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία που έχουμε παραθέσει ανωτέρω. 

 

Ο εφεσίβλητος, με τη μαρτυρία που προσκόμισε, αποκάλυψε τα γεγονότα στα οποία στοιχειοθετείτο η κατ’ ισχυρισμό αμέλεια, εκ πρώτης όψεως. Δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για τις πραγματικές περιστάσεις που προκάλεσαν το ατύχημα.  Καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος και ο κ. Τριταίος δεν ανέφεραν ότι οι εφεσείοντες ήταν αμελείς ούτε προέβησαν  σε οποιαδήποτε αναφορά που να αποκάλυπτε γνώση εκ μέρους τους των πραγματικών περιστάσεων του ατυχήματος.  Αποτέλεσε δε διαπίστωση του Δικαστηρίου, η οποία δεν αμφισβητείται με την έφεση, ότι ο εφεσίβλητος δεν συνέβαλε με δική του παράλειψη «στην πρόκληση της βλάβης». 

 

Το κενό στη μαρτυρία για τα πραγματικά αίτια του ατυχήματος μόνο συμπερασματικά μπορούσε να συμπληρωθεί. Σε υποθέσεις εργατικών ατυχημάτων λόγω ελαττωματικών εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων, το συμπέρασμα περί αμέλειας εξαγάγεται με λιγότερη δυσκολία (βλ. Ballard v North British Railway Co [1923] SC (H.L.)).  Στην υπόθεση McQueen v Ballater Golf Club (1975) SLT 160, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση του εναγομένου ότι δεν μπορεί να συναχθεί αμέλεια από το γεγονός και μόνο ότι το ατύχημα προκλήθηκε λόγω της ελαττωματικής κατάστασης της οικοδομής «may be going too far».

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι το γεγονός του ατυχήματος, με την κατάρρευση της στέγης «σε ανύποπτο χρόνο» και τη πτώση και τραυματισμό του εφεσίβλητου, θεμελίωναν εκ πρώτης όψεως υπόθεση αμέλειας.  Στέγες οι οποίες είναι ασφαλείς δεν καταρρέουν.   Πρόσθετα, υπήρχε,  μαρτυρία ότι η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, ούσα  «ο κύριος του έργου»  δεν μερίμνησε για τη λήψη αριθμού μέτρων ασφαλείας, μεταξύ άλλων, για την εκπόνηση Σχεδίου Ασφαλείας και Υγείας πριν την έναρξη λειτουργίας του εργοταξίου και για τον ορισμό για θέματα Ασφάλειας και Υγείας κατά την εκτέλεση ολόκληρου του έργου και άλλων. Αυτό δε το χώρο είχαν υποδείξει οι εργοδότες στον εφεσίβλητο για την εκτέλεση της εργασίας την οποία του ανάθεσαν. Τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο  αναδείκνυαν ότι ήταν πιο πιθανό να είναι παρά να μην είναι γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος κάποια ενέργεια ή παράλειψη των εφεσειόντων, η οποία συνιστούσε παράλειψη λήψης κατάλληλων μέτρων επιμέλειας για την ασφάλεια του εφεσίβλητου.  Συναγόταν δε λογικά, από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο υπό ανέγερση εργοστάσιο και τον τρόπο που εξελίχθηκε το ατύχημα, ότι αυτός στερείτο γνώσης και της δυνατότητας να αποδείξει το πραγματικό γεγονός ή την παράλειψη που προκάλεσε το συμβάν.

 

Έχοντας ο εφεσίβλητος αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απαιτείτο από τους δύο εφεσείοντες να εξηγήσουν ότι το επίδικο συμβάν δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής τους αμέλειας.  Ωστόσο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πρόσφερε οποιαδήποτε εξήγηση σε σχέση με το λόγο πρόκλησης του ατυχήματος – ούτε εισηγήθηκαν, αντεξετάζοντας τον εφεσίβλητο και τον      κ. Τριταίο, κάποιο λόγο  - με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του τη μαρτυρία μόνο που προσκόμισε ο εφεσίβλητος. Θεωρούμε ότι στην απουσία μαρτυρίας που να επεξηγεί την πραγματική αιτία για το επίδικο συμβάν από πλευράς των εφεσειόντων, το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, ιδωμένο στο σύνολό του, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, επέτρεπε  στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι το επίδικο συμβάν οφειλόταν στη μη λήψη μέτρων από τους εφεσείοντες, για την ασφάλεια του εφεσίβλητου κατά την εκτέλεση της εργασίας του.  Επομένως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν υπό τις περιστάσεις αμελείς. 

 

Δεν παραγνωρίζουμε ότι στο εργοστάσιο και στη στέγη βρισκόταν καθημερινώς κάποιος εκ μέρους της ιδιοκτήτριας, ενώ ο διευθυντής των εργοδοτών επισκεπτόταν το χώρο εργασιών των εργοδοτουμένων τους 1-2 φορές ημερησίως για επίβλεψη των εργασιών και καθοδήγηση των εργοδοτουμένων αν χρειαζόταν.  Το γεγονός αυτό, όμως, όπως τέθηκε στη γενικότητα του, δεν μπορεί να συναρτηθεί με την εκπλήρωση της υποχρέωσης των εργοδοτών να υποδείξουν στον εφεσίβλητο ασφαλή τρόπο εφαρμογής της μηχανολογικής εγκατάστασης και της ιδιοκτήτριας του εργοστασίου να πάρει προστατευτικά μέτρα για την ασφάλεια του εφεσίβλητου κατά την απασχόληση του στο εργοστάσιο της, ούτε βέβαια, μπορεί να την αποδείξει. Επομένως, ως γεγονός ουδέτερο, δε βοηθά την υπόθεση των εφεσειόντων.  Σημειώνουμε συναφώς την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος: «Ήταν επιφορτισμένος εκείνη τη στιγμή με το καθήκον σύνδεσης εξαεριστήρα στο σύστημα κλιματισμού και δεν έχει υποβληθεί ότι υπήρχε ή υποδείχθη σ’ αυτόν άλλος τρόπος για να το πράξει, παρά πατώντας στη συγκεκριμένη στέγη χωρίς οποιαδήποτε προστατευτικά μέτρα ή μέσα». 

 

Δεν παραγνωρίζουμε επίσης ότι οι εργοδότες, πριν από την έναρξη των εργασιών εφαρμογής της μηχανολογικής εγκατάστασης του εργοστασίου, μερίμνησαν για την εκπόνηση Σχεδίου Ασφάλειας και Υγείας καθώς και την ετοιμασία Γραπτής Εκτίμησης Κινδύνου, αυτό αναφέρεται στην έκθεση του κ. Τριταίου.  Ωστόσο, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για το τι αυτά προέβλεπαν, ποια μέτρα συνεπάγονταν και κατά πόσο εφαρμόστηκαν, κατά τρόπο που το όλο θέμα παρέμεινε θεωρητικό.

 

Όσον αφορά τη θέση των εργοδοτών περί αδυναμίας τους να προβούν σε συγκεκριμένους ελέγχους του επίδικου χώρου γιατί, όπως ισχυρίζονται, η στατική κατάσταση και η δομή του υποστατικού ήταν εκτός του ελέγχου τους, αυτό και οτιδήποτε άλλο που κατά την άποψη τους έτεινε να τους απαλλάξει από οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, εφόσον δεν ήταν παραδεκτό στη δικογραφία, έπρεπε να είχε προωθηθεί με την προσκόμιση κατάλληλης μαρτυρίας, κάτι που δεν έγινε.   Ήταν για τους εφεσείοντες να αποδείξουν την ύπαρξη γεγονότων μη συναδόντων με την ύπαρξη αμέλειας.  Σημειώνουμε εδώ ότι στην υπόθεση Walsh v Holst & Co Ltd [1958] 1 WLR 800 ο ενάγων τραυματίστηκε από τούβλο που έπεσε από οικοδομή την οποία κατείχε ο ιδιοκτήτης της εναγόμενος 3.  Στην οικοδομή διεξάγονταν οικοδομικές εργασίες από τον εναγόμενο 1 εργολάβο.  Ο δικαστής Hodson, L.J.  θεώρησε ότι «Once it is found that the third defendants were in occupation while the first defendants employed by them as contractors were carrying on work involving the dislodgment of bricks, I think there is a prima facie case against both”.  Παρόμοια ήταν και η προσέγγιση του δικαστή Sellers, L.J. «Once it is postulated or accepted that the plaintiff was hit by a brick and that brick came from the building in question, it set up a prima facie case of liability, at least against the first and third defendants». Εν προκειμένω, οι εργοδότες, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν υπεύθυνοι  να επιλέξουν σύστημα και χώρο εργασίας για τον εφεσίβλητο λαμβάνοντας όλα τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε αυτά να είναι ασφαλή για τον εργοδοτούμενο τους, κάτι το οποίο όπως συνάγεται από τη μαρτυρία, παρέλειψαν να πράξουν με αποτέλεσμα την πρόκληση σε αυτόν σωματικής βλάβης.

 

Όσον αφορά τον καταμερισμό της ευθύνης, μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ζήτημα.  Ο καταμερισμός της ευθύνης έχει ως συνισταμένη την συμβολή του καθενός από τα μέρη στην πρόκληση της ζημιάς και το μέτρο είναι η λογική πρόβλεψη των συνεπειών που θα προκύψουν εξαιτίας της παρέκκλισης από το καθήκον επιμέλειας που αναλογεί στο κάθε ένα από τα μέρη.  Έχοντας επιλέξει να μη προσφέρουν μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διαφορετική κατάληξη από αυτή στην οποία οδηγήθηκε.

 

Κρίνουμε ότι δεν έχει θεμελιωθεί λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβασή μας προς ανατροπή της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου



[1] «55. Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση µε ζηµιά, κατά την οποία αποδεικνύεται -

  (α) Ότι ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή µέσων γνώσης των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν      το συµβάν το οποίο οδήγησε στη ζηµιά, και

(β) ότι η ζηµιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόµενος είχε πλήρη έλεγχο,

     και κρίνεται από το ∆ικαστήριο ότι η επέλευση του συµβάντος που προκάλεσε τη ζηµιά συνδέεται περισσότερο µε το γεγονός ότι ο εναγόµενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιµέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιµέλειας, ο εναγόµενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αµέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση µε το συµβάν το οποίο οδήγησε στη ζηµιά.»

 

[2]  Δέστε, μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Κώστα κ.ά ν Δημητρίου (2009) 1 ΑΑΔ 1073  και Σεντ Μαρίνα Σπόρτινγκ Προμόσιονς Λτδ ν Φιλίππου (2004) 1 ΑΑΔ 1330.

[3][3] Δέστε Scott v London & St Katherine’s Docks (ανωτέρω).

[4] Δέστε τους περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία, Ευημερία) Κανονισμούς του 1973 , ιδιαίτερα τον Κανονισμό 36 ο οποίος στο βαθμό που ενδιαφέρει προβλέπει ότι:

 

   «36(1) …απαγορεύεται η διέλευσις προσώπων διαμέσου ή η διεξαγωγή εργασίας επί …υλικού όπερ θα ηδύνατο να θραυσθή εάν εναπετίθετο επ’ αυτού το βάρος προσώπου τινός εφ ‘όσον το υλικόν τούτο είναι ούτω τοποθετημένον ώστε εάν εθραύετο, το ειρημένον πρόσωπον θα ηδ΄΄υνατο να πέση εις κατακόρυφον απόστασιν πέραν των 2.00 μέτρων… εκτός εάν… παρείχοντο κατάλληλοι και επαρκείς εις αριθμόν κλίμακες ασφαλείας και σανίδες ασφαλείας … και χρησιμοποιούνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε το βάρος οιουδήποτε προσώπου εκείθεν διερχομένου ή εργαζομένου να υποστηρίζεται εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπό των τοιούτων κλιμάκων ή σανίδων … 

(2) "Ανευ επηρεασμού τών προνοιών τών Κανονισμών 33 καί 35, απαγορεύεται ή διέλευσις προσώπων ή ή διεξαγωγή εργασίας ύπό προσώπων, πλησίον υλικών τοιούτου είδους καί ευρισκομένων εις τοιαύτην θέσιν ως αναφέρεται εις τήν παράγραφον (1) τοΰ παρόντος Κανονισμού, εκτός εάν ληφθή πρόνοια δι' ενός ή περισσοτέρων ή απάντων τών ακολούθων, ήτοι : Καταλλήλων κιγκλιδωμάτων, καταλλήλων καλυμμάτων καί άλλων κατα?νλήλων μέσων, ώς άπαι­ Κ.Δ.Π. 161/73 676 τεΐται, δια την έμπόδισιν, καθ' δσον τούτο είναι λογικώς έφικτόν, της πτώσεως διαμέσου τοϋ είρημένου ύλικοΰ οιουδήποτε προσώπου ούτω διερχομένου ή εργαζομένου.

(3) "Ενθα οιονδήποτε πρόσωπον διέρχεται υπεράνω ή πλησίον η εργάζεται επί ή πλησίον υλικού τοιούτου είδους καΐ ευρισκομένου εις τοιαύτην θέσιν ως καθορίζεται εις την παράγραφον (1) του παρόντος Κανονισμού, δέον δπως τοποθετώνται περίοπτοι προειδοποιητικαί πινακίδες πλησίον των προσπελάσεων προς τους τόπους ένθα εΐναι τοποθετημένον το εύθραυστον ύλικόν, εκτός είς τάς περιπτώσεις ένθα το ύλικόν αποτελείται έξ ολοκλήρου εξ ύαλου.»

 

Δέστε, επίσης  τους περί Ασφάλειας και Υγείας (Ελάχιστες Προδιαγραφές για Προσωρινά ή Κινητά Εργοτάξια) Κανονισμούς του 2002, ιδιαίτερα τον Κανονισμό 11(2), ο οποίος αφορά στις υποχρεώσεις εργολάβων και υπεργολάβων του έργου, οι οποίοι «λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙV».   Οι παράγραφοι 1(2) και 14(2) του εν λόγω Παρατήματος προβλέπουν τα ακόλουθα για τις στέγες:

 

«1(1) …

(2) Η πρόσβαση στις στέγες ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια κατασκευασμένη από υλικά μη επαρκούς αντοχής επιτρέπεται μόνον εφόσον παρέχεται ο αναγκαίος εξοπλισμός ή τα κατάλληλα μέσα, όπως αυτά που περιγράφονται στους Κανονισμούς 35 και 36 των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973, προκει­μένου η εργασία να διεξαχθεί κατά τρόπο ασφαλή.

[….]

 

Μέρος Β

14(1)…

(2) (2) Όταν πρόσωπα στην εργασία πρέπει να εργαστούν επί ή πλησίον στέγης ή οποιασδήποτε άλλης επιφάνειας από εύθραυστο υλικό διά μέσου του οποίου κινδυνεύουν να πέσουν, πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα, έτσι ώστε να μην βαδίσουν από απροσεξία στην επιφάνεια των εύθραυστων υλικών ή να μην πέσουν»

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο