D. SKAROS ENTERPRISES LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 496/2012, 26/9/2019

ECLI:CY:AD:2019:A394

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 496/2012)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

D. SKAROS ENTERPRISES LTD,

       

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

 

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

________________________

 

Γιώργος Φ. Πιττάτζης, για τους Εφεσείοντες.

Χάρης Αναστασίου, για Μάκης Αναστασίου & Σία, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 14.8.2009 και στις 26.8.2009, σημειώθηκε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στην περιοχή του Δήμου Παραλιμνίου, με αποτέλεσμα τη διακοπή παροχής του στο ξενοδοχείο τον εφεσειόντων Pernera Beach Hotel.  Για τούτο δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων.  Υπάρχει, όμως, διαφωνία όσον αφορά στον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι αυτοί, εκ των πιο πάνω διακοπών, υπέστησαν οικονομική ζημιά.  Ισχυρίζονται, επίσης, οι εφεσείοντες ότι διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στην προαναφερθείσα μονάδα τους, με, ανάλογα, δυσμενείς συνέπειες για τους ιδίους, σημειώθηκε και σε δύο περιπτώσεις στις 28.8.2009.  Οι εφεσίβλητοι αρνούνται ότι συνέβησαν τα τελευταία δύο περιστατικά.

 

Αναφέρεται, συναφώς, πως οι εφεσίβλητοι, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, ασχολείται με την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο προμηθεύει σε καταναλωτές παγκυπρίως.  Στο πλαίσιο αυτό, προμηθεύει, μέσω εγκαταστάσεών της που βρίσκονται εντός των ορίων του προαναφερθέντος Δήμου, και το συγκεκριμένο ξενοδοχείο των εφεσειόντων.  Οι εφεσείοντες, στην έκθεση απαιτήσεώς τους, έψεξαν τους εφεσίβλητους αναφορικά με την ισχυρισθείσα, ως ανωτέρω, ζημιά τους, στη βάση ότι αυτοί υπήρξαν αμελείς, και παρέθεσαν σχετικές λεπτομέρειες προς τούτο.  Πρόσθετα, σε σχέση με το θέμα της ευθύνης, επικαλέστηκαν, με ανάλογη διατύπωση, τις πρόνοιες του άρθρου 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, («άρθρο 55»).  Οι εφεσίβλητοι απέρριψαν, ως ανυπόστατους, τους πιο πάνω ισχυρισμούς των εφεσειόντων.   

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο εξέτασε, ως πρώτο θέμα, τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι σημειώθηκε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στο ξενοδοχείο τους, σε δύο περιπτώσεις, στις 28.8.2009.  Παρατήρησε, σχετικά, ότι, στην έκθεση απαιτήσεώς τους, αυτοί ανέφεραν πως η εν λόγω διακοπή συνέβη από 12:05 έως 12:07 και από 12:30 έως 12:34.  Εντούτοις, δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία, προς απόδειξη των δικογραφημένων αυτών περιστατικών.  Μαρτυρία ως προς τον πιο πάνω ισχυρισμό προσέφερε συγκεκριμένος μάρτυρας των εφεσιβλήτων, μέσω σχετικού εγγράφου, ήτοι του τεκμηρίου 14.  ΄Οπως καταγράφεται σε αυτό, στις 28.8.2009, σημειώθηκαν, πράγματι, δύο διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος στον υποσταθμό Περνέρα, ο οποίος τροφοδοτεί το ξενοδοχείο των εφεσειόντων.  Αυτές, όμως, ήταν μεταξύ των ωρών 12:10:34 έως 12:10:47 και 12:12:01 έως 12:12:18.  Τέλος, ο μάρτυρας, εξηγώντας το τι μπορεί να είχε συμβεί κατά την πιο πάνω ημερομηνία, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι, αν και συνέβησαν στον υποσταθμό οι διακοπές που αναφέρονται στο τεκμήριο 14, εντούτοις, λόγω των προληπτικών μέτρων τα οποία οι εφεσίβλητοι λαμβάνουν ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αυτές δεν πρέπει να είχαν γίνει αντιληπτές στο ξενοδοχείο των εφεσειόντων. 

 

Οι εφεσείοντες, με το δεύτερο λόγο έφεσής τους, εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στην τελευταία πιο πάνω δήλωση του μάρτυρος των εφεσιβλήτων, η οποία έρχεται σε αντίθεση, κατά την άποψή τους, με τη συγκεκριμένη καταγραφή στο έγγραφο τεκμήριο 14.  Πράγματι, το Δικαστήριο σχολίασε την πιο πάνω δήλωση του μάρτυρος.  Ωστόσο, εμφανώς, δε βασίστηκε σε αυτή.  ΄Οπως παρατήρησε:  «Πέραν όμως των όσων ο Μ.Υ.4 ανέφερε παρατηρώντας το τεκμήριο 14 φαίνεται ότι τη χρονική περίοδο που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπήρξε διακοπή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στις 28.08.09 δεν φαίνεται να υπήρξε τέτοια διακοπή.  Δεν αναγράφεται κάπου ότι υπήρξε διακοπή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος από τις 12:05 έως 12:07 και 12:30 έως 12:34».  Εν ολίγοις, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την πιο πάνω δικογραφημένη θέση τους και, στη βάση αυτή, απέρριψε την απαίτησή τους που αφορούσε στην ημερομηνία 28.8.2009.  Η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή, η δε κρίση του σε σχέση με την υπό εξέταση απαίτηση των εφεσειόντων αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής.  Συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης αποτυγχάνει.   

 

Το Δικαστήριο, με δεδομένη και την πιο πάνω κατάληξή του, θεώρησε πως δεν είχε αποδειχθεί συγκεκριμένη απαίτηση των εφεσειόντων για συνολικό ποσό €1.850,50, που αφορούσε στην, κατ’ ισχυρισμό, καταστροφή πέντε ηλεκτρικών συσκευών.  ΄Οπως υπέδειξε:  «Ο Μ.Ε.1 ουδέν ανέφερε για το ποια ημερομηνία καταστράφηκαν οι πιο πάνω ηλεκτρικές συσκευές.»  Επομένως, αφού δεν αποδείχτηκε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στις 28.8.2009, τυχόν διαπίστωση ότι η εν λόγω ζημιά είχε προκληθεί στις άλλες δύο ημερομηνίες, για τις οποίες υπάρχει παραδοχή ότι είχε σημειωθεί διακοπή, θα ήταν εικασία.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η πιο πάνω συλλογιστική του Δικαστηρίου.  Δεν αιτιολογείται, όμως, γιατί αυτό έπρεπε να υποθέσει ότι η ζημιά είχε προκληθεί στις άλλες δύο ημερομηνίες.  Η διαπίστωσή του δε για απουσία σχετικής μαρτυρίας κρίνεται, και πάλι, ορθή.  Επομένως, και ο τρίτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει, στη βάση που έχει, ανωτέρω, εξηγηθεί.

 

Το Δικαστήριο εξέτασε, ακολούθως, την απαίτηση των εφεσειόντων σε σχέση με τις παραδεκτές διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή αυτές που σημειώθηκαν στις 14.8.2009 και στις 26.8.2009.  Η εξέτασή της διενεργήθηκε υπό το πρίσμα του κανόνα απόδειξης res ipsa loquitur, (το πράγμα μιλά αφ’ εαυτού), όπως αυτός μεταφέρθηκε στο κυπριακό δίκαιο με το άρθρο 55, το οποίο και παρέθεσε.  Το εν λόγω άρθρο παρατίθεται και εδώ, αυτούσιο, προς υποβοήθηση της συζήτησης που ακολουθεί. 

 

«55.  Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται-

 

(α)  ΄Οτι ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά, και

 

(β)  ότι η ζημιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο,

 

και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας, ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά.»

 

 

 

Ο τρόπος εφαρμογής του εν λόγω κανόνα αποτέλεσε, διαχρονικά, αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία υποθέσεων, με διάφορες διατυπώσεις, σχετικά.  Γίνεται ευρεία ανασκόπηση και συζήτησή τους στην εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης, ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας G.S.K. Mechanical Services Ltd κ.ά. v. Αντώνη Αντωνίου κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 377/2012 και 383/2012, 20.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A382.  ΄Ολες οι διατυπώσεις συγκλίνουν προς τη γενική αντίληψη ότι, εφόσον ο κανόνας αυτός τυγχάνει εφαρμογής, από κάποιο στάδιο και μετά, το βάρος απόδειξης μεταφέρεται στον εναγόμενο να καταδείξει ότι δεν υφίσταται αμέλεια από μέρους του.  Το στάδιο τούτο, ασφαλώς, έπεται της απόδειξης, από μέρους του ενάγοντος, ότι υπάρχει αμέλεια από μέρους του εναγομένου.  Τέτοιο συμπέρασμα είναι το αποτέλεσμα ευλόγων υποθέσεων, οι οποίες συνάγονται από τη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο έχει ενώπιόν του.  Μια αναπόφευκτη παρατήρηση είναι πως το εκδικάζον δικαστήριο ασχολείται με τα πιο πάνω θέματα κατά την εξέταση που αυτό διενεργεί της εκατέρωθεν μαρτυρίας, στο τελικό στάδιο ετοιμασίας της απόφασής του.  Η δικογράφησή τους, βέβαια, και η προώθησή τους κατά τη δίκη επαφίεται στους διαδίκους και στους συνηγόρους τους.

 

Η συζήτηση που ακολουθεί επικεντρώνεται στο άρθρο 55 και, ειδικά, στις παραγράφους (α) και (β) αυτού, ως άμεσα σχετικών με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεδομένου του περιεχομένου των προνοιών τους.  Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν εκ πρώτης όψεως αμέλεια από μέρους των εφεσιβλήτων.  Θεώρησε πως αυτοί δεν έθεσαν ενώπιόν του γεγονότα τα οποία να αποδείκνυαν κάτι τέτοιο.  Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την πιο πάνω διαπίστωση.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης, εισηγούνται ότι η εν λόγω κατάληξη του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη και πως, με βάση τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του, αυτό έπρεπε να είχε οδηγηθεί στη διαπίστωση πως το βάρος απόδειξης μεταφέρθηκε στους εφεσίβλητους. 

 

Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξέτασης που διενήργησε σε σχέση με την εν λόγω πτυχή της απαίτησης των εφεσειόντων, ασχολήθηκε με τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων τους, θεωρώντας τους αξιόπιστους.  ΄Οσον αφορά το Μ.Ε.1, παρατήρησε πως η μαρτυρία του είχε περιοριστεί στη ζημιά την οποία οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποστεί συνεπεία της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος.  Ο άλλος μάρτυρας των εφεσειόντων,  Μ.Ε.2, ήταν Ηλεκτρολόγος Μηχανικός.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη δήλωσή του ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να ισχυριστεί αμέλεια από πλευράς των εφεσιβλήτων, καθότι δεν μπορούσε να την αποδείξει, ειδικά, την αιτία της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, την οποία, όπως εξήγησε, μόνο τα αρμόδια όργανα των εφεσιβλήτων ήταν σε θέση να διαπιστώσουν, με τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας, όπως το έθεσε. 

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με τις πιο πάνω παρατηρήσεις του ήταν η εξής:  «΄Εχει αναφερθεί ανωτέρω και είναι και εύρημα του Δικαστηρίου ότι στις 14.08.09 και 26.08.09 υπήρξε διακοπή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που επηρέασε το ξενοδοχείο των Εναγόντων.  Η διακοπή προήλθε από βλάβη στις εγκαταστάσεις των Εναγομένων.  Συνεπώς οι Ενάγοντες δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στην ζημιά.»  Από τα πιο πάνω ευρήματα, προκύπτει, επίσης, ως βέβαιο γεγονός, ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιαδήποτε πρόσβαση στις υπό αναφορά εγκαταστάσεις των εφεσιβλήτων.  Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει εύλογα και από τη μαρτυρία, ανωτέρω, του Μ.Ε.2.  Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, πως τα πιο πάνω γεγονότα δεν ήταν αρκετά, ώστε να τύγχανε εφαρμογής ο κανόνας res ipsa loquitur.  ΄Οπως το έθεσε:  «Θα πρέπει να καταδειχθεί από τους Ενάγοντες με γεγονότα και εκ πρώτης όψεως αμέλεια από μέρους των Εναγομένων.»

 

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, πρέπει να λεχθεί πως, στο πλαίσιο του άρθρου 55, η έρευνα του δικαστηρίου δεν περιορίζεται στη μαρτυρία που αφορά στις απαιτήσεις των παραγράφων (α) και β) αυτού.  Αυτό μπορεί, επιπρόσθετα, να λάβει υπόψη και άλλη σχετική μαρτυρία, προκειμένου να κρίνει επί του συνόλου της κατά πόσο «ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας».  Η διενέργεια τέτοιας έρευνας είναι θεμιτή, όπως διαπιστώνεται από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261 και Kasinos Constructions v. Christodoulides (1987) 1 C.L.R. 6.  Στην υπό εξέταση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν ανέφερε τι άλλο απαιτείτο να παρουσιαστεί, ως μαρτυρία, από τους εφεσείοντες, προκειμένου αυτοί να απέσειαν το δικό τους βάρος απόδειξης, σύμφωνα με τον υπό αναφορά κανόνα και τις πρόνοιες του άρθρου 55

 

Εξετάζοντας τα σχετικά γεγονότα, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είναι φανερό πως οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος οφείλονταν σε βλάβες οι οποίες είχαν προκληθεί στις εγκαταστάσεις των εφεσιβλήτων, τις οποίες μόνο αυτοί μπορούσαν να διερευνήσουν.  Οι εφεσείοντες δεν είχαν πρόσβαση στις εν λόγω εγκαταστάσεις, προκειμένου να διενεργούσαν τη δική τους έρευνα σχετικά· ο ειδικός μάρτυράς τους, Μ.Ε.2, ήταν απόλυτα σαφής περί τούτου.  ΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο, το οποίο οι εφεσείοντες έπρεπε να είχαν αποδείξει σε σχέση με την υπό συζήτηση πτυχή της απαίτησής τους.  Στη βάση αυτών, λοιπόν, απέδειξαν ότι η ζημιά τους οφειλόταν, περισσότερο, στο ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να καταβάλουν εύλογη επιμέλεια.  Επομένως, η κατάληξη, ανωτέρω, του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου κρίνεται λανθασμένη, ως η σχετική εισήγηση των εφεσειόντων.  Συνακόλουθα, αυτό έπρεπε, στη συνέχεια, να εξετάσει τη μαρτυρία, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι το βάρος απόδειξης είχε μεταφερθεί στους εφεσίβλητους να καταδείξουν ότι δεν υφίστατο αμέλεια από μέρους τους.  Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. 

 

Το Δικαστήριο, με δεδομένη την προαναφερθείσα κατάληξή του, δεν εξέτασε τη μαρτυρία που προσέφεραν οι εφεσίβλητοι, προς υπεράσπισή τους.  Για κάθε περίπτωση, όμως, εξέτασε το θέμα που οι εφεσείοντες έθεσαν για αποζημίωσή τους και διαπίστωσε ότι αυτοί είχαν υποστεί ζημιά ύψους €2.376,00.  Το εύρημα αυτό δεν εφεσιβλήθηκε.  Το Δικαστήριο τούτο, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), έχει εξουσία να λάβει υπόψη του την προαναφερθείσα μαρτυρία των εφεσιβλήτων, όπως την παρέθεσε το εκδικάσαν Δικαστήριο στην απόφασή του, καθώς, επίσης, τα ευρήματά του, σχετικά,  και να αποφανθεί το ίδιο επί τούτων, προκειμένου να δώσει οριστική κατάληξη στην υπό εξέταση υπόθεση.  Θεωρείται δε ορθό και δίκαιο να το πράξει αυτό, εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη και το πολύ μικρό ποσό στο οποίο, τελικώς, αφορά η απαίτηση των εφεσειόντων.

 

Εξετάζοντας, λοιπόν, την υπόθεση, από την άποψη αυτή, προκύπτει ότι το Δικαστήριο παρέθεσε τη μαρτυρία των τεσσάρων μαρτύρων των εφεσιβλήτων, τους οποίους έκρινε αξιόπιστους.  Διαπίστωσε ότι ο καθένας, κατά την εμπλοκή που ο ίδιος είχε στη διερεύνηση των υπό αναφορά περιστατικών, ασχολήθηκε με τη διάγνωση της αιτίας που προκάλεσε, στην κάθε περίπτωση, τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος.  Κανένας, όμως, από αυτούς δεν ανέφερε ότι είχε, επίσης, εξετάσει σε τι οφειλόταν η ίδια η αιτία της διακοπής.  Μόνο δύο από αυτούς πρόβαλαν κάποια θέση, σχετικά.  Συγκεκριμένα, ο Μ.Υ.3 ισχυρίστηκε πως, σύμφωνα με δικούς του υπολογισμούς, «η βλάβη οφειλόταν σε αστοχία υλικού», ενώ ο Μ.Υ.4 ισχυρίστηκε πως «υπήρξε διακοπή ρεύματος από υποχώρηση υλικού».  Οι δύο αυτοί μάρτυρες προσπάθησαν να προβάλουν τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονται για τις εν λόγω διακοπές.  Δεν έδωσαν, όμως, και οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή διευκρινίσεις, σχετικά, περιοριζόμενοι σε γενικόλογους ισχυρισμούς.  Το συμπέρασμα είναι πως οι εφεσίβλητοι δεν απέσεισαν το βάρος, το οποίο είχε, ως ανωτέρω αναφέρεται, μεταφερθεί σε αυτούς, να αποδείξουν, δηλαδή, την απουσία αμέλειας από μέρους τους.  Δεδομένης και της κατάληξης αυτής, δικαιολογείται η έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των €2.376,00, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει ως προς τους λόγους 2 και 3 και επιτυγχάνει ως προς το λόγο 1 αυτής, σε σχέση προς τον οποίο εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω.    

 

Όσον αφορά τα έξοδα της έφεσης, αυτά επιδικάζονται κατά 2/3 υπέρ των εφεσιβλήτων και κατά 1/3 υπέρ των εφεσειόντων.  Η ίδια ρύθμιση γίνεται και για τα πρωτόδικα έξοδα.  Σε κάθε περίπτωση, αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

                                            

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

                                                     Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο