ISTHMOS TRADING LTD κ.α. ν. ΒΑΡΔΑΡΗΣ ΣΝΑΚ ΛΙΜΙΤΕΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 506/2012, 30/9/2019

ECLI:CY:AD:2019:A403

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 506/2012

 

30 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.      ISTHMOS TRADING LTD,

2.      PANDA ENTERPRISES LTD,

                                                  Εφεσειόντων/Εναγομένων,

-       ΚΑΙ -

 

ΒΑΡΔΑΡΗΣ ΣΝΑΚ ΛΙΜΙΤΕΔ,

                                                                            Eφεσιβλήτων/Εναγόντων.

----------------------

Κώστας Φιλίππου, για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ουδεμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Οι εφεσείουσες εταιρείες είναι ιδιοκτήτριες ορόφων  πολυκατοικίας στη Λευκωσία (η πολυκατοικία), η εφεσείουσα 1 ολόκληρου του 1ου, 3ου και 4ου ορόφου και η εφεσείουσα 2 του 2ου ορόφου.  Η εφεσίβλητη εταιρεία, είναι ιδιοκτήτρια ενός των τριών καταστημάτων από τα οποία αποτελείται το ισόγειο της πολυκατοικίας, ενώ κατέχει τα άλλα δύο καταστήματα ως ενοικιάστρια.  Όλοι οι διάδικοι χρησιμοποιούν την πολυκατοικία ως χώρο εργασίας, οι μεν εφεσείουσες παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες, ενώ η εφεσίβλητη διεξάγει επιχείρηση εστιατορίου. Η πολυκατοικία ενεγράφη στις 27.6.1997 ως κοινόκτητη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους ΙΙΑ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ.224 (ο Νόμος).

 

Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, ισχυρίστηκε βασικά, ότι οι εφεσείουσες –εναγόμενες παράνομα τοποθέτησαν άνδρες ασφαλείας στην είσοδο της πολυκατοικίας, απαγορεύοντας έτσι στην ίδια και ή στους υπαλλήλους και ή αντιπροσώπους της να εισέρχονται σε αυτή.  Οι εφεσείουσες με την υπεράσπιση τους δέχτηκαν ότι τοποθετήθηκαν άνδρες ασφαλείας στην είσοδο της πολυκατοικίας κατόπιν, όμως, απόφασης της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας και όχι δικής τους. Οι εφεσείουσες με ανταπαίτηση τους, απέδωσαν στην εφεσίβλητη, οχληρία, παράνομη επέμβαση, παράβαση θέσμιου καθήκοντος και, διαζευκτικά, αμέλεια.  Οι αιτιάσεις των εφεσειουσών δεν βασίζονται όλες στις ίδιες αποδιδόμενες στην εφεσίβλητη ενέργειες οι οποίες συνίσταντο στην κατασκευή παραπήγματος σε κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, το οποίο χρησιμοποιείται για την απόρριψη αποβλήτων και τη φύλαξη φιαλών υγραερίου της επιχείρησης της, καθώς επίσης  στην τοποθέτηση φουγάρου σε εξωτερικό τοίχο της πολυκατοικίας, το οποίο εκπέμπει αναθυμιάσεις στα υποστατικά των εφεσειουσών.  Οι εφεσείοντες απέδωσαν, επίσης, στην εφεσίβλητη, την τοποθέτηση σωλήνων υγραερίου που παρακωλύουν τη διάβαση στο πεζοδρόμιο και την κατάληψη κοινόχρηστου χώρου στάθμευσης αναπήρων, μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας, με την τοποθέτηση τραπεζιών για την εξυπηρέτηση πελατών της.

 

Απαντώντας στους ισχυρισμούς των εφεσειουσών η εφεσίβλητη πρόβαλε ότι ο χώρος αποθήκευσης φιαλών υγραερίου και προσωρινής αποθήκευσης αποβλήτων έγινε με τη συγκατάθεση της προηγούμενης διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας, ενώ το φουγάρο, το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμοδίας αρχής, δεν προκαλούσε οχληρία.  Επιπρόσθετα, αρνήθηκε ότι η χρήση του χώρου έμπροσθεν των καταστημάτων  παρακώλυε τη διάβαση στο πεζοδρόμιο ή σε οποιοδήποτε κοινόχρηστο χώρο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της εφεσίβλητης.  Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στους λόγους, αφού η απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με έφεση. Εξετάζοντας τις βάσεις ανταπαίτησης μία προς μία, αποδέχθηκε τελικά το μέρος μόνο της ανταπαίτησης που αφορούσε σε οχληρία η οποία προκαλείτο από την τοποθέτηση τραπεζιών επί του πεζοδρομίου, καθιστώντας δύσκολη την πρόσβαση των εφεσειουσών στην είσοδο της πολυκατοικίας και, κατ΄ επέκταση, στα υποστατικά τους. Στη βάση των συμπερασμάτων του, εξέδωσε διάταγμα εναντίον της εφεσίβλητης, με το οποίο απαγορευόταν, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της, η τοποθέτηση τραπεζιών στο χώρο μπροστά από την κεντρική είσοδο και την είσοδο του υπογείου της πολυκατοικίας.  Επίσης, επιδίκασε στις εφεσείουσες ποσό €350 ως αποζημιώσεις. 

 

Αντικείμενο της έφεσης είναι η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τις λοιπές αιτίες των εφεσειουσών-εναγομένων οι οποίες απορρίφθηκαν. Στον πυρήνα της έφεσης βρίσκεται η θέση ότι οι λόγοι απόρριψης της ανταπαίτησης είναι λανθασμένοι, θέση η οποία προωθήθηκε με πέντε λόγους έφεσης.  Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης, κρίνουμε ορθό να ασχοληθούμε κατά προτεραιότητα με τον 5ο λόγο, ο οποίος σχετίζεται με τη νομιμοποίηση των εφεσειουσών να προωθήσουν τις αξιώσεις τους εναντίον της εφεσίβλητης. Θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι η εφεσίβλητη, καίτοι εμφανίστηκε κατά το στάδιο της προδικασίας της έφεσης, στη συνέχεια δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης, ενώ κατά την ημερομηνία που η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση δόθηκε άδεια και αποσύρθηκε ο δικηγόρος της.

 

Οι εφεσείουσες παραπονούνται, συγκεκριμένα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την ανταπαίτηση τους αναφορικά με «οχληρία ως αποτέλεσμα παράνομης επέμβασης (encroachment)»  με την αιτιολογία ότι η σχετική περιουσία δεν τους ανήκε αποκλειστικά και ή ότι δεν είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης.  Αιτιολογούν τη θέση τους, στη βάση, κυρίως, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο εξωτερικός τοίχος της πολυκατοικίας, στο επίπεδο των ορόφων 1 μέχρι 4, επί του οποίου τοποθετήθηκε μέρος του φουγάρου, ήταν αποκλειστική τους περιουσία και είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης. Προβάλλεται «διαζευκτικά», σε σχέση με το παράπηγμα φύλαξης σκυβάλων, το κοινόχρηστο πεζοδρόμιο, αλλά και το φουγάρο, ότι σε περίπτωση που το Εφετείο δεν συμφωνήσει με την προαναφερόμενη τους θέση, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να κρίνει πως ο πλήρης αποκλεισμός τους από την εφεσίβλητη «από την εν λόγω κοινόκτητη ιδιοκτησία» ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις για εύρημα οχληρίας ως αποτέλεσμα παράνομης επέμβασης.

 

Αναπτύσσοντας το παράπονο τους οι εφεσείουσες εισηγούνται, πρωτίστως, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει θέμα νομιμοποίησης τους εφόσον δεν ήταν επίδικο θέμα, ούτε είχε εξουσία να αποφασίσει για το ζήτημα χωρίς προηγουμένως να δοθεί η ευκαιρία στους διάδικους να ακουστούν επ’ αυτού. Πρόκειται για θέσεις οι οποίες προβλήθηκαν για πρώτη φορά με το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειουσών και δεν καλύπτονται από το συγκεκριμένο ή οποιοδήποτε άλλο λόγο έφεσης. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η εξέταση τους, (βλ. Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012, ημερ. 22.12.2017, Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112).

 

Θα εξετάσουμε το λόγο έφεσης όπως είναι διατυπωμένος.  Εξετάζοντας το ζήτημα της οχληρίας σε σχέση με την τοποθέτηση του φουγάρου από την εφεσίβλητη σε εξωτερικό τοίχο της πολυκατοικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον ισχυρισμό περί πρόκλησης αναθυμιάσεων.  Αφού κατέγραψε  εκείνο που το ίδιο αντιλαμβανόταν ότι συνιστούσε το παράπονο και αξίωση των εφεσειόντων, ότι δηλαδή «η απλή και μόνο χρήση μέρος των κοινόχρηστων χώρων χωρίς την άδεια τους, συνιστά οχληρία», εξέτασε τις αιτιάσεις για οχληρία και υπό την έννοια ενεργειών που ομοιάζουν με επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία («causing an encroachment on a neighbours land when it closely resembles trespass»[1]).  Όπως σημείωσε, το Δικαστήριο, η προβληθείσα αυτή θέση των εφεσειουσών αφορούσε το παράπηγμα, το πεζοδρόμιο με το χώρο στάθμευσης αναπήρων, καθώς και τον εξωτερικό τοίχο της πολυκατοικίας στον οποίο η εφεσίβλητη είχε τοποθετήσει το φουγάρο, το οποίο «επεκτείνεται σε ολόκληρο το ύψος τούτου και καταλήγει στην οροφή της πολυκατοικίας όπου είναι τοποθετημένος ο κομπρεσσόρος αυτού». 

 

Παρατηρούμε, κατ’ αρχάς, ότι όπως είναι διατυπωμένος ο 5ος λόγος έφεσης[2], αμφισβητείται εμμέσως η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο κοινόκτητος χώρος ανήκει στη διαχειριστική επιτροπή, καθώς επίσης το συμπέρασμα του ότι «το πρόσωπο που δικαιούται να αξιώσει άρση τούτων των ενεργειών, είτε ως παράνομη επέμβαση είτε ως ιδιωτική οχληρία, υπό την έννοια της παρέμβασης (encroachment), είναι η διαχειριστική επιτροπή» και όχι οι εφεσείουσες.  Η στοιχειοθέτηση της θέσης των εφεσειουσών περί αποκλειστικής ιδιοκτησίας τους του εξωτερικού τοίχου της πολυκατοικίας στο επίπεδο των ορόφων 1 μέχρι 4 και αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης αυτού επιχειρείται, για πρώτη φορά με την έφεση, μέσω της ερμηνείας που αποδίδουν με το περίγραμμα αγόρευσης τους σε πρόνοιες του Νόμου.

Οι εφεσείουσες επισημαίνουν ιδιαίτερα, ότι δεν αναφέρεται στο άρθρο 38ΣΤ του Νόμου, ούτε εξάγεται από αυτό το συμπέρασμα ότι οι εξωτερικοί τοίχοι ξεχωριστών μονάδων κοινόκτητων οικοδομών αποτελούν «κοινόκτητο χώρο» ή ότι ανήκουν στη διαχειριστική επιτροπή. Παραπέμπουν στο άρθρο 38Β(β) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο «κάθε μονάδα κοινόκτητης οικοδομής θα ανήκει, θα κατέχεται και θα τυγχάνει κάρπωσης χωριστά ως ιδιωτική ιδιοκτησία …». 

 

Η έκταση κάθε μονάδας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται όροφος πολυκατοικίας, καθορίζεται από το άρθρο 38Η(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Η έκταση μονάδας αποτελείται από τον καλυμμένο χώρο που περικλείεται από τους εξωτερικούς τοίχους της µονάδας και σ' αυτή περιλαµβάνονται και οι καλυμμένες και ακάλυπτες βεράντες και οι καλυμμένοι και ακάλυπτοι εξώστες της µονάδας. Σε περίπτωση κοινών τοίχων µεταξύ µονάδων ή µεταξύ µονάδας και κοινόκτητης ιδιοκτησίας η έκταση των τοίχων αυτών θα κατανέµεται εξίσου µεταξύ των µονάδων που συνορεύουν ή µεταξύ της µονάδας και της κοινόκτητης ιδιοκτησίας, ανάλογα µε την περίπτωση.»

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση των εφεσειουσών ότι ο εξωτερικός τοίχος της πολυκατοικίας ήταν αποκλειστικής ιδιοκτησίας τους.   Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στη νομολογία, στόχος και επιδίωξη του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου σε σχέση με νομοθέτημα πρέπει να είναι η διαπίστωση της βούλησης του νομοθέτη, μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποιείται στο Νόμο, (βλ. Κ.Ο.Τ ν Παπαδοπούλου  (1990) 3 ΑΑΔ 86 και Southfield Industries Ltd ν Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ 59).  Βασικό δε κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος είναι η συνήθης σημασία των λέξεων. Η κατά γράμμα ερμηνευτική προσέγγιση στην προκειμένη περίπτωση συνάδει με την τελεολογική ερμηνεία του υπό αναφορά άρθρου.  Ξεκάθαρη πρόθεση του νομοθέτη ήταν η εξαίρεση των εξωτερικών τοίχων από τη μονάδα. Θέση η οποία ενισχύεται από την ρητή αναφορά ότι η έκταση της αποτελείται από τον «καλυμμένο χώρο» που «περικλείεται» από τους εξωτερικούς τοίχους της μονάδας και των όσων ρητά αναφέρονται στη συνέχεια ότι εμπίπτουν στην έκτασή της.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η προωθηθείσα με την έφεση θέση των εφεσειουσών ότι οι εξωτερικοί τοίχοι της πολυκατοικίας δεν είναι κοινόκτητοι βρίσκεται και σε διάσταση με τη δικογραφημένη τους θέση περί επέμβασης στους εξωτερικούς χώρους της πολυκατοικίας και/ή κατασκευής φουγάρου, μεταξύ άλλων, «χωρίς την εξουσιοδότηση της Διαχειριστικής Επιτροπής, κατά παράβαση των νόμων και κανονισμών που διέπουν πολυκατοικίες».  Εν κατακλείδι, οι εξωτερικοί τοίχοι αποτελούν κοινόκτητη περιουσία.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους, επίσης, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 38ΣΤ του Νόμου, η περιουσία για την οποία οι εφεσείουσες παραπονιούνταν ανήκε στη διαχειριστική επιτροπή.  Αυτό δεν υποστηρίζεται από το γράμμα του εν λόγω άρθρο, ούτε μπορεί να συναχθεί  από τις πρόνοιες του ως λογική ερμηνεία.  Σημειώνουμε ιδιαίτερα ότι κατά το εδάφιο 1 του άρθρου 38ΣΤ, η κοινόκτητη ιδιοκτησία «θα ανήκει, κατέχεται και τυγχάνει κάρπωσης από όλους τους κυρίους των μονάδων»  σύμφωνα με την αναλογία που καθορίζεται στο άρθρο 38Θ Εύστοχη δε είναι η παρατήρηση των εφεσειουσών, ότι σε κανένα σημείο του άρθρου 38ΣΤ δεν γίνεται αναφορά σε «διαχειριστική επιτροπή».

 

Ως έχει αναφερθεί, ο 5ος λόγος έφεσης αιτιολογείται, επίσης, στη βάση του πλήρους αποκλεισμού των εφεσειουσών από κοινόκτητη ιδιοκτησία. Δεδομένου ότι οι εφεσείουσες και η εφεσίβλητη ήταν κύριοι μονάδων στην πολυκατοικία, αναδύεται το ερώτημα κατά πόσο χωρεί αγωγή για επέμβαση μεταξύ συνιδιοκτητών κοινόκτητης ιδιοκτησίας.  Η νομολογία αναγνωρίζει ότι «αγωγή για επέμβαση χωρεί μόνο από τον ένα συνιδιοκτήτη εναντίον του άλλου εάν ο πρώτος εξεδιώχθη από την περιουσία ή του αφαιρεθεί το δικαίωμα κατοχής», (Γρηγορίου ν Γαβριήλ κ.ά (2011) 1 ΑΑΔ 2263).  Το ειδικότερο θέμα της κοινόκτητης ιδιοκτησίας δεν φαίνεται να απασχόλησε την κυπριακή νομολογία. 

 

Σύμφωνα με αγγλική νομολογία, ο πλήρης αποκλεισμός από συνιδιόκτητο τοίχο μπορεί να παρέχει έρεισμα για αγωγή για παράνομη επέμβαση (Stedman et al v Smith 120 E.R. 1). Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, η τοποθέτηση του φουγάρου στον εξωτερικό τοίχο της πολυκατοικίας, κατά παράβαση – όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο - των όρων της πολεοδομικής άδειας, δεν «απέκλεισε» τις εφεσείουσες από την κοινόκτητη περιουσία, δεν  «εξεδιώχθησαν» από αυτή και δεν τους αφαιρέθηκε η κατοχή, ούτε συζητήθηκε πρωτόδικα πάνω σε αυτή τη βάση η συγκεκριμένη επέμβαση, ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω συζήτηση του θέματος κατ΄ έφεση. Επρόκειτο για πολεοδομική παράβαση. 

 

Όσον αφορά το παράπηγμα ή αποθήκη, όπως άλλοτε χαρακτηρίζεται στην εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προηγούμενες διαπιστώσεις και συμπεράσματα στα οποία είχε προβεί, ήταν σχετικά και δεν άφηναν «πεδίο επέμβασης» τουΘα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί, ότι οι εφεσείουσες είχαν προβάλει πως η εφεσίβλητη δεν έλαβε την άδεια της διαχειριστικής επιτροπής για να κατασκευάσει την εν λόγω αποθήκη, θέση η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.   Σύμφωνα δε με τις διαπιστώσεις του, η αποθήκη κατασκευάστηκε περί το 1998 σε χώρο που υποδείχθηκε στην εφεσίβλητη από τη διαχειριστική επιτροπή και με τη σύμφωνη γνώμη αυτής, για να χρησιμοποιηθεί από την εφεσίβλητη ως χώρος φύλαξης σκυβάλων και φιαλών υγραερίου, εύρημα το οποίο δεν αμφισβητείται με την έφεση. Επομένως, ορθά δεν εξετάστηκε το ζήτημα της επέμβασης  σε σχέση με την περίπτωση αυτή.

 

Σε ό, τι αφορά την τοποθέτηση τραπεζιών από την εφεσίβλητη επί του πεζοδρομίου μπροστά από την πολυκατοικία, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν παρεμποδιζόταν η διέλευση πεζών που επιθυμούσαν να εισέλθουν στην πολυκατοικία, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 9πμ και 6μμ που οι εφεσείουσες έκλειναν τα γραφεία τους.  Για αυτό το χρονικό διάστημα, «δυσκολευόταν» το Δικαστήριο να αντιληφθεί παρέμβαση από την εφεσίβλητη στη χρήση και απόλαυση των ανέσεων (amenities) επί της περιουσίας που καρπούνταν οι εφεσείουσες.  Διαπίστωσε, όμως, ότι οι τελευταίες συχνά χρησιμοποιούσαν τα υποστατικά τους και σε χρόνο μετά τις 6μμ, χρόνος κατά τον οποίο η πρόσβαση τους στην είσοδο της πολυκατοικίας και τα γραφεία τους  καθίστατο δύσκολη και στη βάση αυτή εξέδωσε διάταγμα εναντίον της εφεσίβλητης, επιδικάζοντας στις εφεσείουσες και αποζημιώσεις, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλονται με την έφεση, γεγονός που δεν αφήνει περιθώριο για περαιτέρω συζήτηση.

 

Ο 5ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται. Συνεπεία τούτου, ο 1ος λόγος έφεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου.  Με το λόγο αυτό, προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη της βάσης ανταπαίτησης των εφεσειουσών αναφορικά με παράνομη επέμβαση με την αιτιολογία ότι δεν συμμορφωθήκαν με την προϋπόθεση της Δ.2,θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών για αναφορά στο δικόγραφο τους της αξίας του χώρου που κατ’ ισχυρισμό καταπατείται.

 

Άλλο παράπονο των εφεσειουσών, που συνιστά λόγο έφεσης, είναι η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της βάσης ανταπαίτησης τους αναφορικά με παράβαση θέσμιου καθήκοντος (2ος λόγος έφεσης).  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συγκεκριμένη παραβίαση η οποία φαινόταν να συναρτάται εν μέρει, με «συγκεκριμένη αρχή και κατ’ επέκταση νομοθεσία», δεν προσδιοριζόταν στο δικόγραφο των εφεσειουσών, όπως θα έπρεπε, ενώ η επίδικη διαφορά παρέπεμπε «κατά τρόπο γενικό και αόριστο, και σε άλλες αρχές, και κατ΄ επέκταση νομοθεσίες, χωρίς όμως προσδιορισμό». Οι εφεσείουσες θεωρούν ότι ανέφεραν επαρκώς και με ικανοποιητικές λεπτομέρειες τις νομοθετικές πρόνοιες που ισχυρίζονταν ότι παραβιάστηκαν καθώς και τα σχετικά γεγονότα, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τη Θεοδούλου ν A. Panayides Contracting Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 2134, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, η παράλειψη αναφοράς στις συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες δεν είναι μοιραία. Με βάση τη υπόθεση εκείνη, η εφεσίβλητη θα μπορούσε να ζητήσει περαιτέρω και/ή καλύτερες λεπτομέρειες. Εφόσον δεν τις ζήτησε, θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε για την απόφαση του στην υπόθεση Παναγή κ.ά ν Παναγή (2009) 1 ΑΑΔ 145 και σε σχετικό επί του θέματος απόσπασμα από το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ.516.  Στην Παναγή το Εφετείο έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας επ’ ονόματι διαδίκου έπασχε καθότι, μεταξύ άλλων, δεν έγινε οποιαδήποτε σαφής επίκληση στο δικόγραφο του ενάγοντα των συγκεκριμένων νομοθετικών προνοιών πάνω στις οποίες βασίστηκε το Δικαστήριο για την απόφασή του, όπως απαιτούν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Δ.19, θ.13). 

 

Δεν χρειάζεται να εκφράσουμε τη δική μας άποψη, αφού το ζήτημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος δεν συζητήθηκε πρωτόδικα με αναφορά σε συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις της εφεσίβλητης, συναρτώμενες προς συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, παρά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, στη βάση εισήγησης ότι «οι πράξεις και οι παραλείψεις των Εναγομένων, όπως αυτές προκύπτουν από τη μαρτυρία και που αναλύονται πιο πάνω στην αγόρευση αυτή, φανερά ….. καταστρατηγούν τις πλείστες πρόνοιες που αναπτύσσονται πιο πάνω», και την απλή παράθεση, στη γραπτή αγόρευση των εφεσειουσών, προνοιών του Μέρους 11Α του Νόμου και των Πρότυπων Κανονισμών στο Παράρτημα αυτού.  Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για θέση αντιφατική προς την προωθηθείσα θέση των εφεσειουσών ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά το φουγάρο, σύμφωνα με την οποία ο εξωτερικός τοίχος επί του οποίου  τοποθετήθηκε δεν ήταν κοινόκτητη ιδιοκτησία, αλλά αποτελούσε αποκλειστική ιδιοκτησία τους. Το γεγονός αυτό, καθώς και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις υπόλοιπες αιτιάσεις των εφεσειουσών για επέμβαση σε κοινόκτητους χώρους, στα οποία έχει ήδη γίνει αναφορά ανωτέρω, καθιστούν άνευ αντικειμένου την όποια περαιτέρω συζήτηση για το ζήτημα. 

 

Άλλο παράπονο των εφεσειουσών αφορά στην απόρριψη της απαίτησης τους αναφορικά με οχληρία που προκαλείτο από «δυσοσμία των σκουπιδιών και/ή του κάδου απορριμμάτων» (3ος λόγος έφεσης).   Αιτιολογώντας το λόγο, οι εφεσείουσες δέχονται ως ορθή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα σκύβαλα της εφεσίβλητης από το 2006 αυξήθηκαν σε όγκο σε σύγκριση με την προ του 2006 περίοδο και  προκαλούσαν δυσοσμία πέριξ της εισόδου της πολυκατοικίας.  Παραπονούνται, όμως, ότι δικαιολογώντας την δυσοσμία ως επίπτωση της λειτουργίας της εφεσίβλητης ως εστιατορίου, το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη «πλήρως και/ή επαρκώς» ότι από το 2006 αυτή λειτουργούσε παράνομα, χωρίς τις απαιτούμενες άδειες. Αναπτύσσοντας τον λόγο έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσής τους, εισηγούνται ότι το εύρημα πως η δυσοσμία αποτελούσε επίπτωση από τη λειτουργία της εφεσίβλητης ως εστιατορίου, συγκρούεται με άλλη αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία «τα τρία καταστήματα του ισογείου, τα οποία κατά ή περί το 2006 ενοποιήθηκαν και κατέχονται από την [εφεσίβλητη] και λειτουργούν ως εστιατόριο, δεν έχουν άδεια οικοδομής», καθιστώντας την περίπτωση κατάλληλη για επέμβαση από το Εφετείο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε πλημμελή αξιολόγηση των ενώπιον του δεδομένων, παραλείποντας να λάβει υπόψη του ότι το εστιατόριο λειτουργούσε παράνομα.

 

Παρατηρούμε, κατ’ αρχάς ότι η θέση των εφεσειουσών περί συγκρουόμενων ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν συναρτάται προς την αιτιολογία του  λόγου έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της συγκεκριμένης οχληρίας δεν συνδέθηκε πρωτόδικα με την παράνομη λειτουργία της εφεσίβλητης ως εστιατορίου, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η συζήτησή του επί της βάσης αυτής κατ΄ έφεση. Ούτε έχει υποδειχθεί η σημασία της παράνομης λειτουργίας του εστιατορίου για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αστικού αδικήματος της οχληρίας.  Για τους πιο πάνω λόγους, ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Παραμένει, λοιπόν, η εξέταση του 4ου λόγου έφεσης. Οι εφεσείουσες θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να αποκλείσει μαρτυρία αναφορικά με οχληρία που προκαλείτο από την αποβολή και ή απόρριψη μηχανέλαιων ή λαδιών, στη βάση ότι δεν καλυπτόταν από τις έγγραφες προτάσεις, με συνακόλουθο την απόρριψη της απαίτησης τους αναφορικά με τη σχετική οχληρία.  Οι εφεσείουσες  εισηγούνται ότι εφόσον η εφεσίβλητη δεν ήγειρε θέμα ανεπάρκειας αναφορικά  με τη δικογράφηση της οχληρίας, το ζήτημα δεν ήταν επίδικο και λανθασμένα απασχόλησε το Δικαστήριο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση των εφεσειουσών, η εφεσίβλητη τοποθέτησε το φουγάρο από το οποίο εκπέμπονται «αναθυμιάσεις» στα υποστατικά τους  (παρ. 14 και 15 της ανταπαίτησης), ισχυρισμός ο οποίος δεν αποδείχθηκε αφού δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία. Δόθηκε, όμως, μαρτυρία, χωρίς ένσταση, από τον κ. Κ. Κλείτου (ΜΥ1), γενικό διευθυντή της εταιρείας, μέλους των διοικητικών συμβουλίων των εφεσειουσών και Πρόεδρο της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας, ότι το φουγάρο προκαλούσε κραδασμούς και αποβολή λαδιών, μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο αγνόησε για τους σκοπούς της απόφασης του, θεωρώντας ότι δεν καλυπτόταν από τις έγγραφες προτάσεις και ως τέτοια ήταν απαράδεκτη.  Για τον ίδιο λόγο αγνόησε και φωτογραφίες, που κατέθεσαν οι εφεσείουσες, στις οποίες παρουσιαζόταν η αποβολή λαδιών από το φουγάρο.

Δεν συμφωνούμε με τις εφεσείουσες. Παρόλο που η δικογράφηση της προκληθείσας από το φουγάρο οχληρίας δεν είναι η καλύτερη δυνατή, προκύπτει με σαφήνεια από το δικόγραφό τους ότι η οχληρία αυτή συνίστατο και περιοριζόταν σε συγκεκριμένη μορφή οχληρίας, ήτοι  αναθυμιάσεις, οι οποίες εκπέμπονταν ή αναδύονταν στα υποστατικά τους.  Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει στον ΜΥ1 να αναφερθεί σε γεγονότα που δεν είχαν δικογραφηθεί από τις εφεσείουσες, έστω και αν η εφεσίβλητη δεν είχε φέρει ένσταση. Η απόφαση του, ακολούθως,  να μη στηριχθεί στη μαρτυρία αυτή ήταν ορθή και ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία επί του θέματος, (βλ. Βαριάνου ν Βορκά (2010) 1 ΑΑΔ 1541 και Latifundia Properties Ltd. v. Ψάκη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670).

 

Δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                                  

Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                                  

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου



[1]  Βλ. Clerk v. Lindsell on Torts, 22η Έκδοση, para 20-06.     

[2] «Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την ανταπαίτηση των Εφεσειόντων αναφορικά με οχληρία ως αποτέλεσμα παράνομης παρέμβασης (encroachment) με την αιτιολογία ότι η σχετική περιουσία δεν ανήκε αποκλειστικά στους Εφεσείοντες και/ή ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο