ΑLPHA BANK CYPRUS LTD ν. RACHEL κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε50/2013 , 9/9/2019

ECLI:CY:AD:2019:D357

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε50/2013

 

9 Σεπτεμβρίου, 2019

 

Α.ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ. Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.,  T. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΑLPHA BANK CYPRUS LTD

 

                                      Εφεσείοντες/Ενάγοντες/Αιτητές

και

1.   xxx xxx RACHEL

2.   xxx xxx ANDREW

3.   ALPHA PANARETI PUBLIC LTD

 

                                      Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι/Kαθ΄ων η αίτηση

-------------------

 

Στ.Πολυβίου, (κα), με Χρ.Μαυρικίου, (κα), για τους εφεσείοντες

Γ.Κουκούνης με Κ.Κουκούνη, για τους εφεσίβλητους

― ― ― ― ―

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  H Αlpha Bank Cyprus Ltd είχε προχωρήσει σε λήψη αδείας για επίδοση στο εξωτερικό με συγκεκριμένο τρόπο σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες ήταν ενάγουσα.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο (σε πολλές και διαφορετικές συνθέσεις) προχώρησε, στην πλειονότητα του, σε έγκριση αιτημάτων των εφεσιβλήτων – εναγομένων 2 για παραμερισμό αυτών των επιδόσεων.

 

Η παρούσα είναι μια από τις πολλές αυτές αποφάσεις και μάλιστα είναι πιλοτική άλλων 17 υποθέσεων. (E54/13, E65/13, E89/13, E94/13, E95/13, E96/13, E101/13, E103,13, E109/!3, E131/13, E133/13, E134/13, E136/13, E145/13, E149/13, E158/13, E159/13).

 

Δέον βεβαίως να σημειωθεί ότι αρχικά ο όγκος των εφέσεων ήταν πολύ μεγαλύτερος, με διαφορετικούς εφεσίβλητους-εναγόμενους, πλην όμως σταδιακά μετά τις αποφάσεις Alpha Bank Cyprus Ltd v. 1. SI SENH DAU a.o., (2013)1Γ ΑΑΔ 1935 και 12.4.2016 (απόφαση 1 και απόφαση 2),   οι υποθέσεις οδηγούντο σε διευθέτηση.[1]

 

Οι δύο πιο πάνω αποφάσεις του Εφετείου συνδέονται άμεσα και με την απόφαση του ΔΕΕ Alpha Bank Cyprus Ltd v. Dau Si Senh a.o., C-519/13, ημερ. 16.9.2015, με την οποία το ΔΕΕ απάντησε συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχε αποστείλει το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της 1ης απόφασης.[2]  Ακολούθως το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε και ενσωμάτωσε την απόφαση του ΔΕΕ στη 2η απόφαση του.

 

Τα θέματα που απασχόλησαν επανέρχονται και δια της παρούσης πιλοτικής έφεσης με πανομοιότυπο τρόπο.

 

Είναι αρκετό σ΄αυτό το στάδιο να πούμε πως με την εκκαλούμενη απόφαση ακυρώνετο η επίδοση όπως είχε συντελεστεί.  Η επίδοση είχε επιτραπεί κατόπιν αδείας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, σύμφωνα με Διάταγμα ημερ. 26.6.2012 με το οποίο επίσης επιτρεπόταν η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και/ή της ειδοποίησης του κλητηρίου στους εναγόμενους 1 και 2 μέσω της διαδικασίας που προνοείται στους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης 44/01 και 1393/07.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στη 2η  απόφαση του αναφέρει τα εξής:

«΄Εχοντας υπόψη τα όσα έχουν ήδη αποφασιστεί με την απόφαση του παρόντος Εφετείου ημερ. 13.9.2013, καθώς και την απάντηση που έδωσε το ΔΕΕ στα προδικαστικά ερωτήματα που θέσαμε, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί, εφόσον καμιά από τις δικονομικές παραλείψεις δεν οδηγεί σε ακυρότητα, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Διαπιστώνουμε ότι παραμένουν προς θεραπεία οι δύο διαπιστωθείσες παραλείψεις:- (α) Η μη επίδοση της μετάφρασης του επίδικου διατάγματος και (β) η επίδοση της προβλεπόμενης από τον ΕΚ 1393/2007 τυποποιημένης Βεβαίωσης.

 

Συμφωνούμε με το συνήγορο των Εφεσειόντων ότι δεν αποτελεί επίδικο θέμα ενώπιον μας ο τρόπος θεραπείας των δύο πιο πάνω δικονομικών παραλείψεων. Εναπόκειται πλέον στους Εφεσείοντες να προωθήσουν τις κατάλληλες διαδικασίες ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ώστε να θεραπεύσουν τις δικονομικές παραλείψεις».

 

Καταλήγει δε ως εξής:

«Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η κάθε πλευρά να πληρώσει τα δικά της έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση. Οι Εφεσείοντες μέσα σε 30 μέρες από σήμερα να λάβουν τα ενδεικνυόμενα δικονομικά μέτρα για να θεραπεύσουν τις δύο δικονομικές παραλείψεις που εντοπίσαμε πιο πάνω (μη επίδοση της μετάφρασης του διατάγματος και τη μη επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης, δυνάμει του ΕΚ 1393/2007)».

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η επίδοση δεν κρίθηκε άκυρη αλλά θεωρήθηκε ότι κάποιες δικονομικές παραλείψεις πρέπει να διορθωθούν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Στο ενδιάμεσο διάστημα δηλαδή από την έκδοση της 2ης απόφασης του Εφετείου, η οποία βεβαίως έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, μεσολάβησε η τροποποίηση του περί Δικαστηρίων Νόμου[3], με βάση το οποίο τίθεται στο προσκήνιο ζήτημα περί του εφεσίμου της απόφασης, εφόσον ως γνωστό, η σχετική διάταξη ως δικονομικού χαρακτήρα έχει αναδρομική ισχύ.  (Wynne v. Mavronicola (2009)1 Α.Α.Δ. 1138, Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. αρ.Ε163/13 και Ε177/13, 23.4.2019).

 

Προέχει λοιπόν να εξεταστεί το εφέσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων σθεναρά υποστήριξε ότι η απόφαση είναι εφέσιμη στη βάση κυρίως της θεώρησης ότι όλα τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση, που είναι πανομοιότυπα με τα θέματα που εξετάστηκαν στις εν λόγω αποφάσεις, έχουν ήδη αποφασισθεί τελεσίδικα.  Αυτό, κατά την εισήγηση, συνιστά κώλυμα για τους εφεσίβλητους να το επικαλεσθούν.  Είναι δε η άποψη των εφεσειόντων ότι η πρωτόδικη απόφαση οδηγεί σε απόλυτο καθορισμό ως προς το αποτέλεσμα των δικαιωμάτων τους.  Εξηγούν δε πως σε περίπτωση που κριθεί μη εφέσιμη η απόφαση, τότε οι εφεσείοντες «δεν θα μπορούν να αιτηθούν εκ νέου διάταγμα επίδοσης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας εφόσον το κλητήριο ένταλμα θα έχει ήδη εκπνεύσει.»  Με την εκκαλούμενη απόφαση τυπικά, ουσιαστικά και πρακτικά αποκλείονται οι εφεσείοντες από το να προωθήσουν την απαίτηση τους εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Ζήτησε η κα Πολυβίου ακριβώς να αξιολογήσουμε τα επιμέρους δεδομένα της υπόθεσης όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hazlewood Ιnvestment and Finance Ltd και 1. xxxx Manuel, Πολ.εφ.Ε14/17 και Ε209/17, ημερ. 25.2.2019.

 

Ως τέτοια δεδομένα ανέφερε τα εξής:

1)        Το Ανώτατο Δικαστήριο ήδη αποφάσισε επί των επίδικων Θεμάτων που αφορούν την ουσία της Έφεσης οι οποίες αποφάσεις έχουν αποτελέσει δεσμευτικό προηγούμενο,

2)            έχει διαρρεύσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας ΄Εφεσης συνεπώς οι Εφεσίβλητοι έχουν απεμπολήσει το δικαίωμα για την έγερση του περί μη Εφέσιμου και

3)    η Πρωτόδικη Απόφαση είναι απόλυτα καθοριστική ως προς τα δικαιώματα των Εφεσειόντων για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

 

Θα επανέλθουμε επί του όλου ιστορικού της υπόθεσης αφού γίνεται επίκληση του και σε σχέση με το εφέσιμο.  Όπως διαφαίνεται από την 1η απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι διάφορες δικονομικές παραλείψεις ως προς την επίδοση στους εναγομένους εκτός διαδικασίας, κρίθηκαν ως παρατυπίες που μπορούσαν να διορθωθούν.  Μάλιστα, το Εφετείο θεώρησε, ότι είχαν διορθωθεί.  Ένα όμως θέμα που αφορούσε ερμηνεία του ευρωπαϊκού κανονισμού εστάλη στο ΔΕΕ ως προδικαστικό θέμα.  Όταν εξεδόθη η απόφαση του ΔΕΕ, το Εφετείο συνήλθε εκ νέου και αποφάσισε το εναπομείναν θέμα με τη 2η απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.

 

 

Θεωρήθηκε στη συνέχεια, από το Εφετείο, πως ο τρόπος θεραπείας των πιο πάνω δικονομικών παραλείψεων αφορούσε «κατάλληλες διαδικασίες» από τους εφεσείοντες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ώστε να συντελεστεί και τυπικά  η θεραπεία.

 

΄Εχοντας υπόψη τις θέσεις των δύο πλευρών και τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μας προβλημάτισε ιδιαίτερα το θέμα του εφεσίμου κάτω από το νέο νομοθετικό πλαίσιο.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι το επιχείρημα για μεγάλη παρέλευση χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία έκδοσης  της πρωτόδικης απόφασης αλλά και η πάροδος άπρακτου μεγάλου χρονικού διαστήματος ενώπιον του Εφετείου δεν μπορεί να έχει τη δυναμική του να καθιστά εφέσιμη μια απόφαση που με βάση το Νόμο δεν είναι εφέσιμη.  Βεβαίως μας ανησυχεί ιδιαίτερα ο χρόνος που έχει παρέλθει.  Δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε ότι θα ήταν δυνατό για τους διαδίκους, ευθύς εξ αρχής, από το 2013 να έθεταν αίτημα ενώπιον μας για πιλοτική εκδίκαση όλων των εφέσεων. 

 

Αντ΄αυτού, βρισκόμαστε 6 χρόνια μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, να εξετάζουμε θέματα τα οποία έχουν αποφασιστεί με τις πιο πάνω αποφάσεις.  Ενώ, όμως πλέον, το πλαίσιο του εφεσίμου, έχει διαφοροποιηθεί.  Η καθυστέρηση αυτή όντως οδηγεί σε στρεβλώσεις. 

 

Ως προς το θέμα της αναγκαιότητας ανανέωσης του κλητηρίου, έχουμε ήδη σημειώσει ότι η ανανέωση παρέμεινε εκκρεμής μέχρι την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.  Συνεπώς, το θέμα δεν έχει κριθεί με τελικό και δεσμευτικό τρόπο.  Βεβαίως άδεια για ανανέωση του κλητηρίου θα χρειαστεί μόνο εάν παραμείνει σε ισχύ η πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η επίδοση είχε θεωρηθεί άκυρη.  Εν αντιθέσει, άκυρη δεν θα θεωρείτο με βάση την 1η και 2η απόφαση Alpha Bank (ανωτέρω).

 

Δεν αγνοούμε πως η κρίση μας περί του μη εφέσιμου εν προκειμένω, ενδεχομένως, να έλθει αντιμέτωπη με τις δεσμευτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή ακριβώς οι ίδιες επιδόσεις (σε άλλα πρόσωπα βεβαίως, αλλά με τον ίδιο τρόπο) δεν είναι άκυρες, σε αντίθεση με την επίδοση στους εφεσίβλητους με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, δυνάμει της οποίας η επίδοση κρίθηκε άκυρη.  Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα εάν τελικά κριθεί ότι η απόφαση δεν είναι εφέσιμη. 

 

Η κα Πολυβίου μας κάλεσε να θεωρήσουμε τα πιο πάνω ως ειδικά δεδομένα τα οποία έχουν τη σημασία τους για την ερμηνεία του άρθ.25(1)(γ), αφού το ζητούμενο εάν το «πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων, είναι όχι απλώς καθοριστικό ως προς το αποτέλεσμα τους για το δικαίωμα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικό», (βλ. Oneworld Ltd v. OJSC Bank of Moscow, Πολ.εφ.Ε50/2018, 13.12.2018, Ηazlewood Investment & Finance Ltd,  (ανωτέρω).

 

Είναι σημαντικό ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν ακυρώθηκε η ίδια η άδεια για επίδοση στο εξωτερικό, ούτε ο τρόπος που διατάχθηκε να επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα.  Ακυρώθηκε μόνο ο τρόπος που αυτή διενεργήθηκε.  Όπως αναφέρεται στην ίδια την εκκαλούμενη απόφαση:

“Χρήσιμη για το θέμα που εξετάζεται κρίθηκε η αναδρομή στο φάκελο της υπόθεσης όπου διαφάνηκαν τα εξής: Η παρούσα Αγωγή καταχωρήθηκε στις 20.4.12 και στις 11.6.12 καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εναγόντων αίτηση για επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος και της ειδοποίησης του εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγόμενους 1 και 2, μέσω της διαδικασίας των Κανονισμών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/2001 και 1393/07. Στις 26.6.12 εκδόθηκε στη βάση της πιο πάνω αίτησης, που στηρίχθηκε κυρίως στη Δ.6 θ.4, το εξής διάταγμα του Δικαστηρίου:

 « ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η επίδοση πιστού αντιγράφου του Κλητηρίου Εντάλματος της αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και ειδοποίησης περί αυτού καθώς και μετάφρασης αυτών στους εναγόμενους αρ. 1 και 2 εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η επίδοση πιστού αντιγράφου του Κλητηρίου Εντάλματος της αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και ειδοποίησης περί αυτού καθώς και μετάφρασης αυτών στους εναγόμενους αρ. 1 και 2, μέσω της δικαιοδοσίας ως προνοείται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/01 και 1393/07.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΔΕΙ ΟΔΗΓΙΕΣ όπως οι εναγόμενοι αρ. 1 και 2 – Καθ’ ων η αίτηση καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης εντός 60 ημερών από την επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως σε περίπτωση μη καταχώρησης εμφάνισης μέσα στην πιο πάνω προθεσμία, τότε οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση θα θεωρείται ότι τους έχει επιδοθεί εάν αντίγραφο αυτής αναρτηθεί στον πίνακα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για περίοδο πέντε (5) ημερών».

 

 

Εν τέλει δε, μετά την ανάλυση των νομικών θέσεων, η ευπαίδευτη Πρόεδρος κατέληξε πως η αίτηση θα επιτύχει μόνο σε ό,τι αφορά μόνο τον παραμερισμό της επίδοσης, με συνέπεια η άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας να παραμένει ανέπαφη. 

 

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη, ήταν πάντα ανοικτό στην πλευρά των εφεσειόντων να ζητήσουν εκ νέου επίδοση και να επιτύχουν επίδοση χωρίς παρατυπίες, (οι οποίες, εξ αντικεμένου με βάση τις πιο πάνω αποφάσεις, υφίσταντο). 

 

Η ίδια η κατάληξη της ευπαιδεύτου Προέδρου ερμηνευόμενη κάτω από το πλαίσιο του νέου άρθρου 25 1(α)-(γ), σαφώς και δεν οδηγεί σε συμπέρασμα πως πρόκειται για απόφαση που με απολύτως καθοριστικό τρόπο ορίζει τα δικαιώματα των διαδίκων.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις πιο πάνω αναφερθείσες αποφάσεις Hazlewood, Moscow, Ιωάννου (ανωτέρω) ως και την Μπουλούτας  κ.ά. και Δημητρίου κ.ά. πολ.εφ. Ε52/14 και Ε72/14,16.5.2019.

 

Όπως κρίθηκε στις πιο πάνω υποθέσεις σημασία έχει ότι η αγωγή παραμένει εν ζωή και παρά τις δυσκολίες που ανεφύησαν η επίδοση στους εναγόμενους μπορεί να συντελεστεί δια νέας διαδικασίας ή τρόπου.  Ως εκ του αποτελέσματος λοιπόν θεωρούμε ότι πρόκειται για μη εφέσιμη απόφαση.  Παρά την ανησυχία μας για το χρόνο που διέρρευσε και τη διαφορετική αντιμετώπιση που είχαν άλλες εφέσεις των ιδίων εφεσειόντων με τους ίδιους κυρίως δικηγόρους εφεσιβλήτων, επί ταυτοσήμων αποφάσεων στο παρελθόν, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως το νομοθετικό πλαίσιο έχει πλέον αλλάξει και αφήνει εκτός πεδίου εφετειακού ελέγχου την υπό κρίση απόφαση. 

 

Τα δεδομένα που προέβαλε η κα Πολυβίου ως συνιστώντα «περιστάσεις» που θα έπρεπε να μας οδηγήσουν σε κρίση, πως τα δικαιώματα των εφεσειόντων απολύτως καθορίζονται με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν συνιστούν στοιχεία που θα μπορούσαν να επιτύχουν στην ερμηνεία του 25(1)(γ) με οποιονδήποτε διαφορετικό τρόπο απ΄ότι νομολογιακά έχει καθοριστεί.  Η αίτηση για ανανέωση για σκοπούς επίδοσης έχει καταχωρηθεί και δεν βλέπουμε κανένα λόγο να μην εγκριθεί πρωτοδίκως μετά την ολοκλήρωση της έφεσης.  Ούτε επίσης βλέπουμε κανένα λόγο να μην επιδιωχθεί αίτημα προς το πρωτόδικο Δικαστήριο για επίδοση που θα περιλαμβάνει διόρθωση των παρατυπιών οι οποίες πλέον νομολογιακά έχουν καθοριστεί. Εξάλλου και το Εφετείο στη 2η απόφαση Αlpha Bank ανέφερε ότι υπάρχει ανάγκη διόρθωσης παρατυπιών, διαδικασίες οι οποίες θα απασχολήσουν ή απασχόλησαν τα πρωτόδικα Δικαστήρια.

 

Παρατηρούμε ότι ο κ.Κουκούνης ενώπιον μας ευθέως έθεσε πως δεν θα έχει ένσταση για αυτές τις δικονομικές ενέργειες των εφεσειόντων και σίγουρα η δήλωση του αποτελεί δέσμευση για πιο «ομαλή» πρόοδο της διαδικασίας σε μια υπόθεση που πρέπει πλέον να συνεχίσει και να ολοκληρωθεί.  Μάλιστα χαρακτηριστικά ανέφερε πως οι εφεσείοντες μπορούσαν «να προβούν στις επιδόσεις που θέλουν».

 

Αναφέραμε πιο πάνω πως θα ήταν απλούστερη η διαδικασία και σίγουρα πιο σύντομη εάν όλες οι εφέσεις εντάσσονται ευθύς εξ αρχής σε κοινό εφετειακό έλεγχο.  Δεν μας έπεισε η ανενέργεια των διαδίκων προς αυτή την κατεύθυνση, ούτε προβλήθηκε επαρκής λόγος ενώπιον μας γιατί δεν ακολουθήθηκε αυτή η πορεία, επ΄ωφελεία της δικαιοσύνης.

 

Επαναφέρουμε το θέμα γιατί θεωρούμε πως καθορίζει καταλυτικά και την αντίκριση μας επί του θέματος των εξόδων.

 

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση πρέπει να απορριφθεί ενόψει του μη εφέσιμου και απορρίπτεται. 

 

Για τα έξοδα της έφεσης έχουν σημασία τα ακόλουθα:  (α)  η νομοθεσία για το εφέσιμο τροποποιήθηκε το 2017, τέσσερα χρόνια μετά την καταχώρηση της έφεσης.  Η δε νομολογία η ερμηνευτική του νέου άρθρου 25 έχει εκδοθεί κατά τα έτη 2018-2019 (β)  αμφότεροι οι διάδικοι δεν επέδειξαν προθυμία να συνεκδικάσουν τις εφέσεις ή να τις εντάξουν σε κοινό πλαίσιο εξέτασης, όπως ήδη εξηγήσαμε.  

 

Συνεπώς κρίνουμε ορθότερο όπως, αναφορικά με την έφεση, η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

 

                                   ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                   ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 



[1] Το Εφετείο (στην 1η απόφαση) ως προς το εθνικό δίκαιο έκρινε ότι:- (α) Η μη επίδοση σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13 της μονομερούς αίτησης στη βάση της οποίας εξασφαλίστηκε το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και (β) η μη επίδοση μετάφρασης του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τη Δ.48 θ.12, δεν ήταν παραλείψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακυρότητα της επίδοσης, αλλά ήταν παρατυπίες οι οποίες μπορούσαν να θεραπευθούν. Συγκεκριμένα έκρινε ότι η παράλειψη (α) πιο πάνω αυτοθεραπεύτηκε ενόψει του γεγονός ότι η μονομερής αίτηση στο μεταξύ περιήλθε σε γνώση των Εφεσιβλήτων, ενώ η παράλειψη (β), ανωτέρω (μη επίδοση μετάφρασης του διατάγματος), είναι θεραπεύσιμη.

 

Ως προς την τρίτη παράλειψη, ότι δεν επιδόθηκε επεξηγηματική επιστολή μαζί με τα έγγραφα που επιδόθηκαν, το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρξε καμιά παραπλάνηση, εφόσον οι Εφεσίβλητοι εμφανίστηκαν έστω και υπό διαμαρτυρία στο Δικαστήριο.

 

Ως προς το τέταρτο παράπονο, ότι δεν επιδόθηκε από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου η σχετική Βεβαίωση, με την οποία θα πληροφορούνταν οι Εφεσίβλητοι σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007 περί του δικαιώματός τους να αρνηθούν να παραλάβουν το Διάταγμα στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από την απαιτούμενη μετάφραση στα Αγγλικά, το Εφετείο ήταν της άποψης ότι η παράλειψη δεν θα έπρεπε σύμφωνα με το πνεύμα του ΕΚ 1393/2007 να οδηγήσει σε ακυρότητα. Όμως επειδή το θέμα αφορούσε ερμηνεία ευρωπαϊκού δικαίου, έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει το θέμα τελεσίδικα και παρέπεμψε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Στο μεταξύ, ανέστειλε τη διαδικασία της έφεσης εν αναμονή της απόφασης του ΔΕΕ.

 

[2] Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Dau Si Senh and Others, C-519/13, ημερ. 16.9.2015, απάντησε ότι ο Κανονισμός 1393/2007 σ’ ότι αφορά την προκειμένη περίπτωση έχει την έννοια ότι:-

«….η υπηρεσία παραλαβής υποχρεούται σε κάθε περίπτωση και χωρίς να διαθέτει συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως να γνωστοποιεί στον παραλήπτη πράξεως ότι έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παραλαβή της πράξεως αυτής, χρησιμοποιώντας συστηματικά προς τούτο το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1393/2007.

… … …… … … … … … … … … … … … … … … …..

….η εκ μέρους της υπηρεσίας παραλαβής επίδοση ή κοινοποίηση πράξεως στον παραλήπτη της χωρίς επισύναψη του τυποποιημένου εντύπου του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1393/2007 δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της διαδικασίας, η παράλειψη δε αυτή μπορεί να θεραπευθεί κατά τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.»

 

[3] 25(1) του Ν.14/60 (τροπ.109(Ι)/2017)

(1) Τηρουµένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισµού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου υπόκειται- 

(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, 

(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγµατα (παρεµπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγµατα διορισµού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάµει των διατάξεων οποιουδήποτε νόµου, και 

(γ) ενδιάµεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσµά τους για τα δικαιώµατα των διαδίκων: 

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώµατος να εγείρει ζητήµατα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάµεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο