ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ YGGSAT-TELECOM LTD , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 102/2018, 8/10/2019

ECLI:CY:AD:2019:D415

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.  102/2018

 

8 Οκτωβρίου, 2019

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI TA AΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ YGGSAT-TELECOM LTD ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ  CERTIORARI

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/01/2018, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. xxx xxx ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ YGGSAT-TELECOM LTD, ΣΤΗΝ ΟΔΟ xxx xxx xxx ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28

------------------------------

 

Άντρος Πελεκάνος, για την Αιτήτρια.

Άννα Ματθαίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Η υπό εξέταση αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης certiorari καταχωρήθηκε μετά την παραχώρηση της σχετικής άδειας.  Απώτερος σκοπός του εντάλματος είναι η ακύρωση εντάλματος έρευνας το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 8.1.2018. Με το εν λόγω ένταλμα, εξουσιοδοτείτο η έρευνα από την Αστυνομία του εγγεγραμμένου γραφείου της αιτήτριας εταιρείας στη Λεμεσό.

 

Το ένταλμα εκδόθηκε στα πλαίσια διερευνόμενης από την Αστυνομία υπόθεσης η οποία ενέπλεκε τον xxx Χατζηιωάννου, διευθυντή της αιτήτριας, και άλλα φυσικά πρόσωπα, στην Κύπρο και στο εξωτερικό, σε αδικήματα που σχετίζονται με συνωμοσία για διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων, παράνομη πρόσβαση και επέμβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και των δεδομένων αυτών, παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και αδικήματα κατά παράβαση του Νόμου περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.  Την αίτηση για την έκδοση εντάλματος έρευνας συνόδευε ένορκη δήλωση του Α/xxxx, xxx Αριστείδου (στο εξής «ο όρκος»). Να σημειωθεί ότι, στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης του xxx Χατζηιωάννου και άλλων προσώπων καθώς επίσης εντάλματα έρευνας των υποστατικών τους. Οι προαναφερόμενοι καταχώρησαν ξεχωριστή αίτηση ο καθένας για άδεια για certiorari, οι οποίες απασχόλησαν πέντε διαφορετικούς Δικαστές του Δικαστηρίου τούτου. Τέσσερεις από αυτές απορρίφθηκαν και εναντίον της απορριπτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η άδεια που παραχωρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση περιορίστηκε σε νομικούς λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά την αιτήτρια.

 

Στον όρκο παρατίθενται λεπτομέρειες των ερευνών της Αστυνομίας, μετά τη λήψη πληροφορίας ότι συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα σε συνεργασία με πρόσωπα στην Βουλγαρία και την Κύπρο, εγκατέστησαν πειρατικό δίκτυο το οποίο διαμοίραζε με «streaming», συνδρομητικό σήμα συγκεκριμένων τηλεοπτικών πακέτων.  Σύμφωνα με τον όρκο, ο κεντρικός εξυπηρετητής (server)  ήταν εγκατεστημένος σε ονοματοδοσία διαδικτύου (domain name) στη Βουλγαρία, ενώ ο δεύτερος φιλοξενείτο στην Ολλανδία σε συγκεκριμένη διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (ΙΡ), στην οποία θα αναφέρομαι ως «η Ηλεκτρονική Διεύθυνση 1».   Η πληροφορία έφερε το κύκλωμα αυτό να συνεργάζεται με πειρατικό δίκτυο στη Λεμεσό, με το οποίο αντάλλαζε παράνομο διαμοιρασμό streaming των καναλιών τους. 

 

Το δίκτυο αυτό στην Κύπρο εγκατέστησε μέσω διαδικτύου, προγράμματα τα οποία διευκόλυναν το διαμοιρασμό του παράνομου συνδρομητικού σήματος, από συγκεκριμένη διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (ΙΡ).  Μέσω δε συσκευής που εξασφάλισε η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «η Cyta»), την οποία συνέδεσε στο διαδίκτυο, εντοπίστηκαν ακόμη δύο διευθύνσεις πρωτοκόλλου του διαδικτύου ΙΡ, που ήταν καταχωρημένες και λειτουργούσαν στην Κύπρο, οι οποίες διένεμαν/εμπορεύονταν παράνομα, μέσω διαδικτύου, τηλεοπτικό περιεχόμενο ζωντανών μεταδόσεων  αθλητικών διοργανώσεων της υπηρεσίας Cytavision. Συνδρομητής των ηλεκτρονικών διευθύνσεων αυτών είναι εταιρεία η οποία αποκαλείται στον όρκο ως «η Εταιρεία 1».  Η Cyta εξασφάλισε και δεύτερη συσκευή η οποία όταν συνδέθηκε στο διαδίκτυο, επίσης εμφάνισε στην οθόνη περιεχόμενο ζωντανών αθλητικών  μεταδόσεων της υπηρεσίας Cytavision, σε σχέση με τις οποίες εντοπίστηκε η Ηλεκτρονική Διεύθυνση 1.

 

Διαπιστώθηκε, περαιτέρω, ότι στην Ηλεκτρονική Διεύθυνση 1 λειτουργούσε διακομιστής μεσολάβησης, proxy server, ο οποίος είχε ενοικιαστεί από την Εταιρεία 1, στο όνομα του xxx Χατζηιωάννου.  Επίσης, η Εταιρεία 1 ήταν κάτοχος άλλων 5 ηλεκτρονικών διευθύνσεων, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με ισάριθμους server  με άτομο επικοινωνίας το xxx Χατζηιωάννου ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορία που έλαβε η Αστυνομία,  τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την πώληση συσκευών και παράνομων συνδρομών για θέαση συνδρομητικών καναλιών, ενώ απέκτησε την περιουσία του από τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Κατόπιν εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι ο xxx Χατζηιωάννου είναι διευθυντής της αιτήτριας.  Σε ό,τι αφορά την τελευταία, αναφέρονται στον όρκο και τα εξής: 

 

«Επειδή αναζητούνται κυρίως ηλεκτρονικά δεδομένα και επειδή η διαχείριση των server  γίνεται εξ αποστάσεως από οποιοδήποτε υπολογιστή κρίνεται σκόπιμη η διενέργεια έρευνας στο γραφείο της πρώτης εταιρείας που αναφέρεται [της αιτήτριας], αφού η διεύθυνση της 2ης εταιρείας είναι η διεύθυνση της κατοικίας του 2ου υπόπτου [xxx Χατζηιωάννου],  η οποία επίσης είναι απαραίτητο να διερευνηθεί για τον ίδιο σκοπό αλλά και προς εντοπισμό τυχόν μηχανημάτων που σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, Η/Υ. εγγράφων και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση όπως και περιουσίας που αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες».  

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι η Αστυνομία ζήτησε την έκδοση του εντάλματος έρευνας του εγγεγραμμένου γραφείου της αιτήτριας, με σκοπό τον «εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων,  αποκωδικοποιητών ή και άλλων μέσων κωδικοποίησης/αποκωδικοποίησης δορυφορικού σήματος, μετάδοσης δορυφορικού σήματος καθώς και οποιασδήποτε άλλης συσκευής ή μέσου που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή και έγγραφα που να σχετίζονται με τα υπό αναφορά αδικήματα …»

 

Κύριο έρεισμα της παρούσας αίτησης είναι η ανεπάρκεια, κατά την αιτήτρια, των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για στοιχειοθέτηση ύπαρξης εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι στο εγγεγραμμένο γραφείο της αιτήτριας «υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο, ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε». Η αιτήτρια θεωρεί, επίσης, ότι ο εκδώσας το ένταλμα Δικαστής, ενήργησε μηχανικά.  Προσυπέγραψε το ένταλμα χωρίς να εξετάσει και να αποφανθεί κατά πόσο τα αναζητούμενα αντικείμενα όντως βρίσκονταν στο εγγεγραμμένο γραφείο της και σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, αποδεχόμενος τη θέση της Αστυνομίας “rubber stamp”, χωρίς να εξάξει το δικό του συμπέρασμα αναφορικά με την ύπαρξη ευλόγου αιτίας.  Περαιτέρω, με γνώμονα ότι το επίδικο ένταλμα αφορούσε επαγγελματικό χώρο, με τη γενική εξουσιοδότηση που παρείχε το Επαρχιακό Δικαστήριο για παρέμβαση, χωρίς να τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός ή ασφαλιστική δικλείδα για διαφύλαξη της προσωπικής ζωής της αιτήτριας, στην οποία εμπίπτει η προσωπική και επαγγελματική της αλληλογραφία, το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. 

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε νομότυπα και σύννομα εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με αντικειμενικό κριτήριο, εξάγοντας συμπεράσματα από τα ουσιώδη γεγονότα και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του.  Η μαρτυρία δικαιολογούσε πλήρως, εισηγείται, το αίτημα της Αστυνομίας και έκδηλα δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα τεκμήρια  θα βρίσκονταν, μεταξύ άλλων,  στα γραφεία της αιτήτριας εταιρείας, της οποίας ο xxx Χατζηιωάννου είναι ένας εκ των Διευθυντών της. 

 

Το απαραβίαστο της κατοικίας, έννοια στην οποία εμπίπτει και το εγγεγραμμένο γραφείο νομικού προσώπου[1], διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 16, δηλαδή «… ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου…». Οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας τίθενται στο άρθρο 27 του Κεφ.155, το οποίο εναποθέτει το ζήτημα της έκδοσης του εντάλματος στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ο οποίος πρέπει να ικανοποιηθεί στη βάση ένορκης δήλωσης ότι υπάρχει:

«…εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

 

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος· ή

 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος…

 

[….]»

 

Εν προκειμένω, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα Δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, αντικειμενικά κρινόμενη, ότι στοιχειοθετείτο «εύλογη αιτία να πιστεύεται» το ζητούμενο από το Νόμο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η  δέουσα αιτιολόγηση συναρτάται με την εξ αντικειμένου επάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσας μαρτυρίας ως προς το ζητούμενο (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Χ. Σιακκαλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Odyssey Retriever Inc, Πολιτική Έφεση 59/2016, ημερ. 3.5.2017).  Ο Δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για έκδοση εντάλματος έρευνας οφείλει να ικανοποιηθεί από την ενώπιον του μαρτυρία ότι αποκαλύπτεται εύλογη υπόνοια, προβαίνοντας στις δικές του διαπιστώσεις και όχι ενεργώντας μηχανικά.  Το αντικείμενο δε, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, συνδέεται επιτακτικά από το άρθρο 27 με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου (βλ., μεταξύ άλλων, την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου 2018).  

 

Εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα έρευνας ο Επαρχιακός Δικαστής κατέγραψε: «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, στην βάση της ένορκης δήλωσης του Αστυφύλακα».  Παρόμοιο λεκτικό απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αθλητικού Σωματείου Νέα Σαλαμίνα Αμμοχώστου κ.ά, Πολιτική Αίτηση Αρ. 188/2017, ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου, 2017, στην οποία κρίθηκε ότι αιτιολογία ως η ανωτέρω, ήταν δέουσα αφού αντανακλούσε την απόφαση του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστή ως προς το ότι από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, ο ίδιος ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι απαιτήσεις του Νόμου για την έκδοσή του. Με το σκεπτικό αυτό συμφωνεί και το παρόν Δικαστήριο και το υιοθετεί.  Είναι εμφανές, εν προκειμένω, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ως «rubber stamp» τη θέση της Αστυνομίας, όπως εισηγείται η αιτήτρια, αλλά κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα, στη βάση των στοιχείων που εκτίθεντο στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας.  Η επάρκεια των στοιχείων αυτών προς στοιχειοθέτηση «εύλογης αιτίας» είναι άλλο ζήτημα, με το οποίο το Δικαστήριο θα ασχοληθεί στη συνέχεια. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου μαρτυρία, συνέδεε τον ύποπτο xxx Χατζηιωάννου με την αιτήτρια εταιρεία, εκ της ιδιότητάς του ως ενός εκ των Διευθυντών της.  Δεν τον συνέδεε, όμως, με το χώρο της εταιρείας - στον οποίο διενεργήθηκε η έρευνα της Αστυνομίας - δια της φυσικής του παρουσίας εκεί ή άλλως πως.  Η γενική και αόριστη υπόθεση με βάση την ιδιότητα του xxx Χατζηιωάννου ως Διευθυντή της αιτήτριας, ότι τα αναζητούμενα θα μπορούσαν να βρίσκονται στο χώρο της, δεν συνιστούσε επαρκή σύνδεση με το χώρο αυτό του οποίου ζητήθηκε η έρευνα από την Αστυνομία.  Επρόκειτο δε για χώρο στον οποίο, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία της αιτήτριας, συστεγαζόταν και άλλη εταιρεία, αντικείμενα της οποίας κατασχέθηκαν από την Αστυνομία στα πλαίσια εκτέλεσης του επίδικου εντάλματος έρευνας, χωρίς να είχε εκδοθεί προηγουμένως ένταλμα έρευνας των υποστατικών της. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η μαρτυρία της Αστυνομίας, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο εγγεγραμμένο γραφείο της αιτήτριας υπήρχε οτιδήποτε από όσα διαζευκτικά τίθενται στο άρθρο 27 του Κεφ.155.  Επομένως, το ένταλμα έρευνας δεν αποκάλυπτε δέουσα αιτιολογία.  Ενόψει της διαπίστωσης αυτής, δεν τίθεται θέμα εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Ευδόκα, Πολιτική Έφεση 219/2015, ημερ. 29.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A586), ούτε και των λοιπών αιτιάσεων της αιτήτριας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση επιτυγχάνει.  Το ένταλμα έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 8.1.2018, του εγγεγραμμένου γραφείου της αιτήτριας, ακυρώνεται.  Τα έξοδα της αίτησης, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 



[1] βλ. μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Petri Sallinan κ.ά v Φινλανδία, Υπόθεση Αρ. 50882/1999, ημερ. 27.9.2005 και Société Colas Est κ.ά  v Γαλλία, Αίτηση Αρ. 3797/1997, ημερ. 16.4.2002,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο