
ECLI:CY:AD:2019:A451
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2013)
31 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
BRAINVIBES LTD,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.
_ _ _ _ _ _
Κ. Ευσταθίου, για την Εφεσείουσα.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 2.9.2004 κατακυρώθηκε στην εφεσείουσα-ενάγουσα η προσφορα υπ΄αριθμό ΣΔ7/04, η οποία αφορούσε την τροφοδότηση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του κράτους με 8.400 περιέκτες χωριτικότητας 1000 δισκίων έκαστος ακετυλοσαλικυλικού οξέως, δηλαδή ασπιρίνης. Στις 27.10.2004 η εφεσείουσα παρέδωσε το φάρμακο στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και εξέδωσε το τιμολόγιο υπ΄ αριθμό 105. Μετά την παράδοση, στις 28.4.2005 οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ζήτησαν από την εφεσείουσα να αντικαταστήσει μέρος του φαρμάκου, κάτι για το οποίο συναίνεσε η εφεσείουσα και παρέδωσε νέο φάρμακο εκδίδοντας τρία νέα τιμολόγια. Μέρος της ποσότητας του φαρμάκου που οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ζήτησαν να αντικατασταθεί και το επέστρεψαν στην εφεσείουσα είχε τοποθετηθεί από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες σε ειδικούς περιέκτες που έφεραν το λογότυπο των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας και ήταν χωρητικότητας 60 δισκίων. Κατά συνέπεια, η εφεσείουσα για να ανακτήσει το φάρμακο έπρεπε να το αφαιρέσει από τους περιέκτες. Περαιτέρω, μετά την επιστροφή των δισκίων που αντικαταστάθηκαν, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αποτάθηκαν εκ νέου στην εφεσείουσα και απαίτησαν επιστροφή των περιεκτών, με τους οποίους συσκεύασαν μέρος των δισκίων που αντικαταστάθηκαν. Η εφεσείουσα συμμορφώθηκε και με αυτή την απαίτηση, όμως αντί να επιστρέψει μόνο τους περιέκτες, επέστρεψε το σύνολο των αντικειμένων που της είχε παραδοθεί από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, δηλαδή τους περιέκτες με τα δισκία που περιείχαν.
Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή στηριζόμενη στο αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης, με την οποία αξιώνει την αξία των σκευασμάτων τα οποία, κατ΄ισχυρισμό, κατακρατούνται από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν και παρατίθενται πιο πάνω, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, αποδεχόμενο τους μάρτυρες των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και κρίνοντας το διευθυντή της εφεσείουσας αναξιόπιστο, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η ποσότητα του φαρμάκου που παραδόθηκε συσκευασμένη σε περιέκτες των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών ανέρχετο σε 3.928.560 δισκία αξίας ΛΚ3,25 ανά 1000 δισκία και ευρίσκεται στην κατοχή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Η εφεσείουσα, με επιστολή της Τεκμ. 5α, απαίτησε την επιστροφή του φαρμάκου, ενώ οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες απάντησαν με επιστολή τους Τεκμ. 5β στην οποία ανέφεραν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Επιπλέον εκκρεμούσε μέχρι και την ημερομηνία της επιστολής σας απάντηση του ανάδοχου σύμβασης για τον τρόπο επιστροφής του περιεχομένου. Είναι εφικτή η επιστροφή του περιεχομένου των περιεκτών σε άλλη συσκευασία αλλά ως υπεύθυνος των Φαρμακευτικών Αποθηκών δεν έχω την εξουσιοδότηση για την έκδοση πιστοποιητικού αποδέσμευσης παρτίδας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, έκρινε ότι ποτέ οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες δεν είχαν πρόθεση να κρατήσουν το φάρμακο της εφεσείουσας «εξ΄ου και στην επιστολή τους απαντούν καταφατικά σε επιστροφή του φαρμάκου, καθώς και σε τοποθέτηση τούτου σε άλλη συσκευασία». Συναφώς, έκρινε ότι το γεγονός ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες δεν αφαίρεσαν το φάρμακο από τους περιέκτες, δε συνιστά διάπραξη του αδικήματος της κατακράτησης. Προς τούτο, παρέπεμψε στην υπόθεση Capital Finance Co Ltd v. Bray [1964] 1 All E.R. 603.
Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Στη δοσμένη περίπτωση οι φαρμακευτικές υπηρεσίες δεν είχαν υποχρέωση να αφαιρέσουν το φάρμακο από τους περιέκτες, όπως ούτε να το μεταφέρουν στην ενάγουσα. Πολύ περισσότερο οι φαρμακευτικές υπηρεσίες δεν είχαν υποχρέωση έκδοσης πιστοποιητικού αποδέσμευσης παρτίδας, ως ήτο η απαίτηση της ενάγουσας με την επιστολή τεκμήριο 5α.
Δυνάμει όλων των πιο πάνω διαπιστώσεων καταλήγω ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε παράνομη κατακράτηση. Εν πάση περιπτώσει, οι φαρμακευτικές υπηρεσίες απέσεισαν το βάρος, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που θέτει το εδάφιο (2) του άρθρου 37, εφόσον οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι πρόθεσή τους δεν ήταν να κρατήσουν το φάρμακο, άλλωστε σε κάποιο στάδιο επέστρεψαν τούτο στην ενάγουσα, και ότι η διαιώνιση της κατοχής τούτου μέχρι σήμερα δεν είναι παράνομη εφόσον ο λόγος δια τον οποίο εξακολουθεί να υφίσταται (η κατοχή του φαρμάκου) οφείλεται στις απαιτήσεις της ενάγουσας που εκφεύγουν των υποχρεώσεων των φαρμακευτικών υπηρεσιών, οι οποίες ανέκαθεν ήταν πρόθυμες να επιστρέψουν το φάρμακο.
Για όλους τους λόγους που πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω ότι αν και η ενάγουσα απέδειξε ότι το φάρμακο κατέχεται από τις φαρμακευτικές υπηρεσίες, απέτυχε να αποδείξει ότι η κατακράτηση τούτου είναι παράνομη. Κατ' επέκταση απέτυχε να αποδείξει το αδίκημα του άρθρου 37 του Κεφ. 148.»
Με ένα λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, ισχυριζόμενη ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, τόσο λόγω νομικής πλάνης, όσο και πλάνης περί τα πράγματα. Ειδικότερα, εισηγείται ότι το Δικαστήριο αγνόησε την ύπαρξη συμφωνίας αντικατάστασης των σκευασμάτων και παρερμήνευσε το τι σήμαινε αντικατάσταση, η οποία περιλαμβάνει και επιστροφή. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 37(2) του Κεφ. 148 και λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης επειδή δεν είχαν πρόθεση να κρατήσουν το φάρμακο. Το βάρος απόδειξης που είχαν ήταν να αποδείξουν το νόμιμο ή όχι της κατακράτησης των κινητών και δεν είχε σχέση η πρόθεσή τους. Αυτό που απαιτείτο από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ήταν να αποδείξουν ότι η άρνησή τους να επιστρέψουν τα κινητά ήταν νόμιμη ή να αποδείξουν τη νομιμότητα της κατακράτησης των δισκίων, κάτι το οποίο δεν έπραξαν.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα. Εισηγήθηκε ότι η εφεσείουσα δεν έχει στοιχειοθετήσει ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αρνήθηκαν να επιστρέψουν το φάρμακο, στοιχείο που αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της παράνομης κατακράτησης. Η απλή κράτηση του φαρμάκου στις αποθήκες των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών δεν μπορεί να αποτελέσει παράνομη κατακράτηση, καθότι δεν αποδεικνύεται πρόθεση μη επιστροφής. Αυτό που έπραξαν οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες ήταν να δηλώσουν ότι δεν μπορούσαν να εκδόσουν πιστοποιητικό αποδέσμευσης παρτίδας και όχι να μην επιστρέψουν το φάρμακο. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι, ακόμα και σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές οι θεσεις της Δημοκρατίας, η αξίωση της εφεσείουσας θα πρέπει να περιοριστεί σε ονομαστικές αποζημιώσεις, γιατί απέτυχε να αποδείξει το διεκδικούμενο ποσό με επαρκή μαρτυρία.
Το άρθρο 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 προνοεί για την παράνομη κατακράτηση («unlawful detention» στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο του Κεφ. 148) πράγματος, ως ακολούθως:
««(1) Παράνομη κατακράτηση πράγματος συνίσταται στην παράνομη κατακράτηση κινητής ιδιοκτησίας από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται στην άμεση κατοχή της.
(2) Σε αγωγή που εγείρεται για παράνομη κατακράτηση πράγματος το βάρος απόδειξης ότι η κατακράτηση ήταν νόμιμη φέρει ο εναγόμενος.»
Η δικογράφησή του, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις, θα έπρεπε να ακολουθούσε τα Αγγλικά πρότυπα για ορθότερη παρουσίαση των γεγονότων, της αξίωσης και της θεραπείας. Στο πρότυπο αρ. 31, που ενσωματώνεται στον Odgers’ Principles of Pleading and Practice, 21η έκδοση, σελίδες 481-482, καταγράφεται αξίωση για «conversion» και «detinue» με τις διαφορετικές θεραπείες τους. Πρέπει να δίδονται λεπτομέρειες της ειδικής ζημιάς που προέκυψε και της θεραπείας που επιζητείται. Το αρχικό αδίκημα της κατηγορίας των chattel torts, περί επέμβασης στην ιδιοκτησία αντικειμένων, ήταν το detinue, το οποίο οδήγησε στην έννοια του conversion. Το detinue καταργήθηκε στην Αγγλία με το Torts (Interference with Goods) Act 1977.
Το αστικό αδίκημα της κατακράτησης δίδει δικαίωμα στον ενάγοντα να ζητήσει και επιστροφή του αντικειμένου, ενώ στην ιδιοποίηση («conversion») δίδονται αποζημιώσεις (δείτε τις σχετικά πρόσφατες αποφάσεις στις Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι, Πολ. Έφεση Αρ. 118/2010, ημερομηνίας 16.12.2015 και Gabstore Trading Ltd v. Μαϊφώσιη, Πολ. Έφεση Αρ. 194/2010, ημερομηνίας 30.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A227).
Το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης ενσωμάτωσε τη σχετική αρχή του Κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα», στη σελ.123, επεξηγείται το εν λόγω αδίκημα:
«Το αδίκημα συνίσταται σε παρακράτηση πράγματος και άρνηση επιστροφής του στον ενάγοντα ή παρεμπόδιση του ενάγοντα από ανάληψη κατοχής του. Το βασικό στοιχείο είναι η παράνομη κατακράτηση που καταμαρτυρείται με άρνηση επιστροφής του αντικειμένου όταν αυτή απαιτηθεί. Η παράνομη κατακράτηση πράγματος είναι συνεχιζόμενο αδίκημα και το αγώγιμο δικαίωμα εγείρεται κατά πρώτο την ημέρα της άρνησης του εναγόμενου να το επιστρέψει και συνεχίζεται μέχρι την παράδοση του πράγματος ή την έκδοση απόφασης. Το αδίκημα αφορά επέμβαση στο δικαίωμα κατοχής και έτσι δικαίωμα να ενάγει έχει το πρόσωπο που είτε κατέχει το αντικείμενο ή έχει δικαίωμα άμεσης κατοχής του. Κυριότητα του αντικειμένου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση.»
Το βάρος απόδειξης της νομιμότητας της κατακράτησης φέρει ο εναγόμενος.
Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως καταγράφονται πιο πάνω, είναι σημαντικό να σταθούμε στην απάντηση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών όταν ζητήθηκε η επιστροφή των περιεκτών σε άλλη συσκευασία. Σημειώνουμε την αναφορά «είναι εφικτή η επιστροφή του περιεχομένου των περιεκτών σε άλλη συσκευασία αλλά... δεν έχω την εξουσιοδότηση για την έκδοση πιστοποιητικού αποδέσμευσης παρτίδας.»
Στη βάση αυτής της επιστολής, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες δεν είχαν πρόθεση να κρατήσουν τα επίδικα δισκία. Βεβαίως εδώ, το αδίκημα της κατακράτησης διαπράττεται όταν αποδειχθεί η παρανομία της κράτησης των κινητών. Η πρόθεση του εναγόμενου δεν μπορεί να έχει καταλυτικές συνέπειες. Εάν, δηλαδή, αποδειχθεί ότι κατακρατεί παράνομα μία κινητή περιουσία, το γεγονός ότι δεν έχει την πρόθεση να την κατακρατήσει δεν σημαίνει ότι δεν θα θεωρηθεί ότι δεν αποδείχθηκε το αστικό αδίκημα. Όμως, στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι αυτό που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Capital Finance (πιο πάνω), που παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
««There is no obligation on a person who has another person's goods to return them to him, except by contract. The rule is accurately stated in SALMOND ON THE LAW OF TORTS (13th Edn.) at p. 264:
"No one is bound, save by contract, to take a chattel to the owner of it; his only obligation is not to prevent the owner from getting it when he comes for it."
That has been the law ever since the case to which we were referred of Clements v. Flight (1). The judgment of the court (2) makes it quite clear that, in order that there should be a wrongful detention of goods, the defendant must withhold the goods and prevent the plaintiff from having possession of them. He is not bound to be active and send the goods back unless there is an obligation by contract to do so.»
Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης είναι ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες επέστρεψαν τα προϊόντα στην εφεσείουσα, μετά όμως που ζητήθηκε από την εφεσείουσα να τους επιστραφούν οι περιέκτες των φαρμάκων, τους επεστράφησαν μαζί με το φάρμακο. Η απάντηση στην απαίτηση για επιστροφή του φαρμάκου ήταν σαφής. Δεν υπήρξε άρνηση στην επιστροφή του. Αυτό για το οποίο υπήρξε άρνηση είναι η έκδοση πιστοποιητικού αποδέσμευσης. Στη βάση των δοσμένων γεγονότων της υπόθεσης ορθά λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Capital Finance (ανωτέρω). Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία περί ύπαρξης συμφωνίας ως προς τον τρόπο επιστροφής των αντικειμένων, ούτε κατά πόσο υπήρχε υποχρέωση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών να εκδώσουν πιστοποιητικό αποδέσμευσης παρτίδας, προαπαιτούμενο για την εφεσείουσα για την παραλαβή των αντικειμένων.
Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενως, η αξίωση εδραζόταν στο αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης και όχι σε οποιαδήποτε διάρρηξη συμφωνίας. Επομένως, το «unlawful» του αστικού αδικήματος εμπεριέχει πρόθεση κατακράτησης παρά την αξίωση για επιστροφή, γι΄ αυτό και το εδάφιο 37(2) του Κεφ. 148, αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης προνοεί για το «νόμιμο» της κατακράτησης, ήτοι, για κράτηση των αντικειμένων παρά την απαίτηση για επιστροφή. Οι φαρμακευτικές υπηρεσίες δεν αρνήθηκαν επιστροφή των σκευασμάτων, τα οποία, σύμφωνα με τη θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, είχαν εν πάση περιπτώσει λήξει και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αντίθεση από τον εφεσείοντα. Αν υπήρχε συμφωνία περί του τρόπου αντικατάστασης, αυτή ενδεχομένως να στοιχειοθετούσε βάση για αξίωση για διάρρηξή της. Δεν είναι, όμως, αυτή η βάση αγωγής. Οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες κρατούν τα σκευάσματα, αναμένοντας κάποια ειδική διευθέτηση για την επιστροφή τους, αλλά δεν είναι υποχρεωμένες να τις παραδώσουν οι ίδιες στην εφεσείουσα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο