ECLI:CY:AD:2019:A439
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 295/2013)
24 Οκτωβρίου, 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. VOURNA LIMITED,
2. «EPECTASIS» CONSTRUCTION LTD,
3. «NIMFI» TOURIST ENTERPISES LTD,
4. «ORITIS» DEVELOPING LTD,
5. «RAFSA» LIMITED,
6. «SYNTHESIS» DEVELOPING LTD,
7. CH. G. «ALONI» DEVELOPMENT LTD,
8. CH. G. (VRYSADHIA) DEVELOPMENT LTD,
9. KREOPAS DEVELOPING LTD,
10. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΗΡΑ ΛΤΔ,
11. PAPHOS SANDY HILL ESTATES LTD,
12. R.S. TOURIST ENTERPRISES LTD,
13. R.S. HOLDING LIMITED,
14. RAFTIS & RAFTIS LIMITED,
15. xxxx SAVVAS,
16. S. RAFTIS HOTELS HOLDING LTD,
17. S.S.R. DEVELOPMENTS LTD,
18. S. RAFTIS COMPANY LTD,
19. TIETHEKNOT HOLDINGS LTD,
20. xxxx ΣΑΒΒΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
- - - - - -
Αίτηση ημερομηνίας 24.4.2019 για τροποποίηση του εφετηρίου
Γ. Ηλιάδης για κ. Α. Χρ. Δημητριάδη, για τους εφεσείοντες 1-19.
Χ. Φιλίππου (κα) για Λ. Λουκαϊδου-Θεοφάνους (κα), για την εφεσείουσα 20.
Ε. Γαντζίδου (κα) για Ν. Χρ. Αναστασιάδης και Συνεταίρους, για τους εφεσίβλητους
- - - - - -
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 29.8.2013 οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν απόφαση μετά από ακρόαση εναντίον των εφεσειόντων, μεταξύ των οποίων η εναγόμενη 20, αιτήτρια στην παρούσα αίτηση, για τροποποίηση της έφεσης.
Η απαίτηση αφορούσε σε γραπτή συμφωνία για παροχή δανείων τα οποία εξασφαλίστηκαν με προσωπικές εγγυήσεις και υποθήκες, μεταξύ των οποίων η υποθήκη Υ6452/08 επί περιουσίας της αιτήτριας. Με την υπεράσπιση τέθηκαν ζητήματα όπως άκυρες ή μη εφαρμόσιμες συναλλαγές για διάφορους όρους, μη ενημέρωση των εναγομένων, επιβολή τόκων υπερημερίας και άλλα. Όπως δε αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση εκείνο που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε κατά την ακρόαση ήταν το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και ορισμένες από τις συναλλαγές που εμφαίνονται στις καταστάσεις λογαριασμού.
Το δικαστήριο αφού εξέτασε τις διάφορες υπερασπίσεις εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον όλων των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για το ποσό των €5.064.163,33 πλέον τόκους, ως επίσης και διατάγματα εκποίησης όλων των υποθηκών περιλαμβανομένης της υποθήκης Υ6452/08.
Αργότερα στις 18.12.2018, η αιτήτρια εξασφάλισε την τροποποίηση της εν λόγω απόφασης, με συγκατάθεση των εφεσιβλήτων, με τρόπο ώστε να αφαιρεθεί η ίδια από τους εξ αποφάσεως οφειλέτες σε σχέση με το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, εφόσον η απόφαση εκδόθηκε λανθασμένα εναντίον της για το ποσό αυτό. Παρέμεινε όμως το διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης Υ6452/08.
Εν τω μεταξύ στις 7.10.2013 είχε καταχωριστεί η έφεση 295/13 εκ μέρους όλων των εναγομένων, περιλαμβανομένης της αιτήτριας, χωρίς να εγείρεται λόγος έφεσης σε σχέση με την υποθήκη Υ6452/08. Ως 1ος λόγος έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο απέρριψε ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων για τροποποίηση της υπεράσπισης τους και έγερση ανταπαίτησης, με το 2ο λόγο έφεσης παραπονούνται ότι η απόρριψη της εν λόγω αίτησης τους αντίκεται στο άρθρο 6.1 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τον 3ο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η παράλειψη της Δ.25 από τη νομική βάση της ένστασης των εφεσιβλήτων δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της και με τον 4ο λόγο προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένη απόφαση και/ή εύρημα ότι η ενάγουσα απέδειξε το υπόλοιπο του λογαριασμού.
Με την υπό εξέταση αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε στις 24.4.2019, 5 ½ χρόνια μετά την καταχώριση της έφεσης, η εφεσείουσα ζητά άδεια ώστε να τροποποιήσει την έφεση με την προσθήκη και 5ου λόγου, με τον οποίο να εισάγεται ο ισχυρισμός ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία και/ή είχε πλάνη ως προς τα γεγονότα με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα και/ή αυθαίρετα συμπεράσματα σε σχέση με την Υποθήκη Υ6454/08 που παραχώρησε η εφεσίβλητη [sic] αρ.20 στους εφεσείοντες [sic] και/ή λανθασμένα διέταξε την εκποίηση της υποθήκης.»
Για τη μεγάλη καθυστέρηση η αιτήτρια αναφέρει στην ένορκη της δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της, ότι ο υπό συζήτηση λόγος δεν είχε συμπεριληφθεί εξαρχής «διότι όπως διαφαίνεται εκ των υστέρων …κανένας από τους προηγούμενους δικηγόρους μου δεν προάσπισε τα συμφέροντα μου ορθά.» και «Η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταχώριση της επίδικης αίτησης δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε μορφή καταφρόνησης προς το δικαστήριο αφού ειλικρινά πίστευα ότι εκπροσωπούμουν ορθά από το δικηγόρο μου όλα αυτά τα χρόνια και ότι θα προάσπιζε τα συμφέροντα μου.»
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας παρέπεμψε στην υπόθεση Xατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 31, στην οποία αφού επαναλήφθηκε ο κανόνας ότι εγκρίνονται τροποποιήσεις επαγόμενες τον καλύτερο ή ακριβέστερο προσδιορισμό των υφιστάμενων λόγων έφεσης και όχι τροποποιήσεις που συνεπάγονται την ανάπλαση των λόγων έφεσης με την εισαγωγή νέων λόγων, υποδείχθηκε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας. Τούτο, εξηγήθηκε, θα αποτελούσε αντίφαση προς τη δεσπόζουσα αρχή που διέπει την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας η οποία εδράζεται στο συμφέρον της δικαιοσύνης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα έγινε εισήγηση εκ μέρους της αιτήτριας ότι η ζητούμενη τροποποίηση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, εφόσον προδήλως το δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία και τα τεκμήρια σε σχέση με την επίδικη υποθήκη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η τροποποίηση, συνέχισε, θα είναι αδύνατον για την αιτήτρια να λάβει οποιοδήποτε άλλο δικαστικό διάβημα και οι εφεσίβλητοι θα καρπωθούν αδικαιολόγητο όφελος, ενώ αν επιτραπεί οι τελευταίοι δεν θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημία εφόσον ο οποιοσδήποτε επηρεασμός τους μπορεί να αποζημιωθεί με τα έξοδα της τροποποίησης, καταλήγει η εισήγηση εκ μέρους της αιτήτριας.
Η άλλη πλευρά έφερε ένσταση προβάλλοντας αφενός ότι πρόκειται για επέκταση του πλαισίου της έφεσης με την προσθήκη νέου λόγου, ανεξάρτητου από τους υφιστάμενους, χωρίς να δίδεται η αναγκαία εξήγηση τόσο για τη μη συμπερίληψη του εξαρχής, όσο και για την παράλειψη επαρκούς δικαιολόγησης της μεγάλης καθυστέρησης. Περαιτέρω, προβάλλεται η θέση ότι η αιτήτρια με την αίτηση της επιχειρεί να εισάξει λόγο έφεσης ο οποίος αφορά σε θέμα που δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως και συνεπώς δεν θα μπορούσε και αν ακόμα επιτρεπόταν η τροποποίηση, να εξεταστεί κατ΄ έφεση. Σε ότι αφορά το ζήτημα της υπέρμετρης καθυστέρησης είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι δεν έχει δοθεί η απαιτούμενη ικανοποιητική αιτιολογία.
Ως ζήτημα αρχής δεν αμφισβητείται ότι η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου να επιτρέψει τροποποίηση των λόγων έφεσης ασκείται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Όπως όμως επαναλήφθηκε στην Muskita Aluminium Industries Ltd κ.α. ν. Αlsako Aluminium Ltd κ.α. (Αρ. 1) (2009) 1 ΑΑΔ 59:
«Από πρακτικής άποψης η τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι πιο εύκολο να εγκριθεί αν επιζητεί τη διεύρυνση της αιτιολογίας και την καλύτερη παρουσίαση των επιδίκων θεμάτων. Από την άλλη, καθίσταται πιο δύσκολη η έγκριση της όταν επιδιώκεται η ανάπλαση των λόγων έφεσης χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος. Στις περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν καινούργιοι λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους, το εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό.»
Η εισαγωγή ενός τελείως ανεξάρτητου λόγου από την αρχική ειδοποίηση έφεσης θα ισοδυναμούσε με ανάπλαση της έφεσης, εφόσον θα έδιδε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα δεύτερης ευκαιρίας να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την εκπνοή της νενομισμένης προθεσμίας. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις είναι καθοριστικής σημασίας η επαρκής δικαιολόγηση αφενός της μη συμπερίληψης εξαρχής του σκοπούμενου νέου λόγου και αφετέρου της καθυστέρησης να επιχειρηθεί η εισαγωγή του (Καμένος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 24, Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοϊζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 743 και Φακοντής ν. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714).
Με τα ανωτέρω ήδη η πλάστιγγα της διακριτικής ευχέρειας γέρνει σε βάρος του αιτήματος για τροποποίηση. Η σύγκριση των υφιστάμενων λόγων έφεσης με τον σκοπούμενο νέο λόγο, καταδεικνύει αναμφίβολα ότι πρόκειται για ένα εντελώς ανεξάρτητο λόγο έφεσης με τον οποίο δεν διευρύνονται ή διευκρινίζονται απλώς οι υφιστάμενοι, αλλά επιχειρείται η ουσιώδης ανάπλαση της έφεσης σε χρόνο παρά πολύ καθυστερημένο και χωρίς να δίδεται η απαιτούμενη επαρκής αιτιολόγηση.
Πέραν τούτου, το ζήτημα που στην πραγματικότητα επιδιώκει να εισάξει η αιτήτρια, όπως η ίδια το εξηγεί στην αίτηση της, είναι ότι η υποθήκη Υ6452/08 δεν είχε παραχωρηθεί σε σχέση με τον επίδικο δανεισμό και δεν κάλυπτε τον επίδικο δανεισμό. Επί του σημείου δε αυτού οι εφεσίβλητοι προέτρεξαν να απαντήσουν με την ένσταση τους ότι η συγκεκριμένη υποθήκη αποτελούσε εξασφάλιση και για μελλοντικές οφειλές της πρωτοφελέτιδας εταιρείας, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζει και το προαναφερθέν μεταγενέστερο δάνειο. Βέβαια αυτά αφορούν την ουσία. Εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι ότι ο σκοπούμενος λόγος έφεσης αφορά ζήτημα που δεν είχε τεθεί πρωτοδίκως.
Όπως υποδείχθηκε στην F.H.K. Hotels Holdings Limited v. A.S. Air Control Limited (1999) 1 AAΔ 2159, νομικά σημεία που δεν εγέρθηκαν πρωτόδικα δεν μπορούν να εγερθούν ενώπιον του Εφετείου. Ούτε στα δικόγραφα των εφεσειόντων τέθηκε το σκοπούμενο ζήτημα ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που να αφορά την υποθήκη Υ6452/08, ούτε στην ακρόαση, όπως υπέδειξε η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων, λέχθηκε οτιδήποτε για το συγκεκριμένο θέμα. Βέβαια στην ένορκη δήλωση της η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι δικηγόροι της την έχουν συμβουλεύσει ότι «η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο από τη δική του ευθύνη να εξετάσει κατά πόσο η ενώπιον του μαρτυρία και τεκμήρια θεμελιώνουν την απαίτηση των εναγόντων/εφεσιβλήτων και όταν μάλιστα έχει προβληθεί με την έκθεση υπεράσπισης μου άρνηση των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης.»
Κατ’ αρχάς ως θέμα τάξης αυτές οι νομικές εισηγήσεις δεν αναμένεται και δεν πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να περιορίζονται στα γεγονότα και μόνο. Η νομική επιχειρηματολογία είναι έργο των δικηγόρων τους. Εν πάση περιπτώσει μια απλή άρνηση δεν θα μπορούσε να εγείρει το ζήτημα της συνεχούς ή μη εγγύησης. Τέτοιο ζήτημα αποτελούσε ισχυρισμό που θα έπρεπε ούτως ή άλλως να προβληθεί πρωτοδίκως με σαφήνεια, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να τοποθετηθεί, αλλά και στο δικαστήριο να αποφασίσει. Άλλωστε, εν πάση περιπτώσει δεν συνάδει με «την άρνηση των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης», όπως η αιτήτρια ισχυρίζεται, εφόσον η συζήτηση ως προς την εμβέλεια της εγγύησης προϋποθέτει αποδοχή της ύπαρξης της εγγύησης.
Συνεπώς δεν μπορεί τώρα να προβάλλεται ότι υπήρχε τέτοιο επίδικο θέμα πρωτοδίκως. Επιδιώκεται η εισαγωγή του για πρώτη φορά και στην πραγματικότητα σκοπός της αίτησης είναι να κληθεί τελικά το Εφετείο να αποφανθεί πάνω σε θέμα το οποίο δεν είχε εγερθεί, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως και δεν είχαν ακουστεί οι θέσεις των εφεσιβλήτων. Πρόκειται για τροποποίηση που δεν θα διευκρινίσει τα επίδικα θέματα, αλλά θα τα περιπλέξει και υπ΄ αυτή την έννοια πρόκειται για αχρείαστη τροποποίηση που δεν μπορεί να επιτραπεί (Edevain v. Cohen (1889) 42 ChD 187, 189 (CA)).
H αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ σε βάρος της εφεσείουσας αρ.20.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο