ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 205/2019, 6/12/2019

ECLI:CY:AD:2019:D512

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 205/2019

 

 

[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]

 

 

6 Δεκεμβρίου, 2019

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxxx ΜΟΥΖΟΥΡΑ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/11/2019 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 147/2018 ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΟΤΙ ΔΕΝ ΚΑΘΟΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΔΕΝ ΠΑΡΕΠΕΜΨΕ ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΜΙΓΩΝ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΑΝ ΚΑΙ/Η ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 30, 12 ΚΑΙ 1 Α ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΕΣΔΑ ΚΑΙ/Η ΑΛΛΩΣ ΠΩΣ

 

 

…………………….

 

 

 

Α. Δημητρίου μαζί με κα Χρ. Χριστοφή, για τον αιτητή

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Ο αιτητής, αρχιλοχίας της Εθνικής Φρουράς (ΕΦ), αντιμετωπίζει ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου που συνεδριάζει στη Λευκωσία τρεις (3) κατηγορίες.   Αφορούν παράνομη κατοχή πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών και κλοπή υπό δημοσίου λειτουργού, κατά παράβαση προνοιών του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου (Ν.113(Ι)/2004), του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου (Κεφ. 54), του Ποινικού Κώδικα (Κεφ. 154) και του άρθρου 5 του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν.40/1964 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος).

 

      Στις 8.10.2019, αφού στο μεταξύ ακούστηκαν εννέα μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ) και αφού κατατέθηκε μεγάλος αριθμός τεκμηρίων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε στο κατώτερο Δικαστήριο αίτημα για τον «καθορισμό του τρόπου διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας».  Και αυτό ενόψει των ποινών που προβλέπονται από το Νόμο για τα αδικήματα που καταλογίζονται στον αιτητή, η εκδίκαση των οποίων – κατά τον αιτητή – θα έπρεπε να γίνει βάσει κατηγορητηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 109 και όχι βάσει κατηγορητηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 38 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που αφορά την εκδίκαση αδικημάτων με συνοπτική διαδικασία.

 

      Το κατώτερο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε το 32σέλιδο αίτημα του αιτητή, το απέρριψε με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 1.11.2019 κρίνοντας ότι η διεξαγόμενη ενώπιον του διαδικασία «είναι σύμφωνη με το νόμο, το δε Στρατιωτικό Δικαστήριο δεν στερείται οποιασδήποτε αρμοδιότητας να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την ενώπιον του διαδικασία».

 

      Ο αιτητής αντέδρασε στην απόρριψη του προαναφερθέντος αιτήματος του με την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητεί άδεια για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition προς ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του Στρατιωτικού Δικαστηρίου.

 

      Πρώτα όμως η σκιαγράφηση του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, όπως αυτό προκύπτει από την πολυσέλιδη έκθεση και επίσης πολυσέλιδη ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την αίτηση.

 

      Κατά την  επιδιόρθωση ταβανιού στα λουτρά του στρατοπέδου όπου υπηρετούσε ο αιτητής, στις 1.8.2018, εντοπίστηκαν κρυμμένα σε στρατιωτικό αδιάβροχο εκρηκτική ύλη τύπου C4, πυροκροτητές, ένα έμφορτο περίστροφο με έξι φυσίγγια, μια σακούλα και μια καπνογόνος χειροβομβίδα.

 

      Η ανεύρεση των πιο πάνω γνωστοποιήθηκε στην αστυνομία, πυροτεχνουργοί της οποίας εξέτασαν τη σκηνή και περισυνέλεξαν τα ανευρεθέντα για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων.  Από περαιτέρω δε εξετάσεις της αστυνομίας προέκυψε εύλογη υποψία για εμπλοκή του αιτητή στην υπόθεση, με αποτέλεσμα στις 20.8.2018 να εκδοθούν εναντίον του εντάλματα σύλληψης και έρευνας.  Ό,τι όμως εδώ ενδιαφέρει είναι ότι μερικές ημέρες αργότερα, στις 28.8.2018, καταχωρίστηκε εναντίον του αιτητή η υπ΄ αρ. 147/2018 υπόθεση ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου με τις τρεις κατηγορίες που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης.

 

      Όπως αναφέρεται πιο πάνω, το αίτημα της Υπεράσπισης για «τον καθορισμό του τρόπου διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας» ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, υποβλήθηκε αφού είχε αρχίσει η ακροαματική διαδικασία και αφού κατέθεσαν εννέα (9) ΜΚ.  Συναφώς ήταν θέση της Υπεράσπισης ότι επειδή οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο αιτητής αφορούσαν κακουργήματα για τα οποία οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές υπερέβαιναν τα πέντε (5) χρόνια και επειδή τα αδικήματα που του καταλογίστηκαν δεν συμπεριλαμβάνονται στα  προβλεπόμενα από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα αδικήματα, θα έπρεπε αντί του κατηγορητηρίου που προνοείται από το άρθρο 38 της Ποινικής Δικονομίας το οποίο αφορά  αδικήματα που εκδικάζονται  συνοπτικά, να εφαρμοστεί το άρθρο 109 της Ποινικής Δικονομίας που προνοεί κατηγορητήριο που αφορά εκδίκαση αδικημάτων ως το Κακουργιοδικείο. Δηλαδή να είχε προηγουμένως δοθεί η άδεια του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση του κατηγορητηρίου, να οπισθογραφηθούν στο κατηγορητήριο όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και να διασφαλιστούν στον αιτητή όλα τα εχέγγυα που έχει ένας κατηγορούμενος σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου.  Ωστόσο, κατά την εισήγηση του αιτητή, ο Νόμος δεν προνοεί την ακολουθητέα διαδικασία σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, στοιχείο που αποκαλύπτει νομοθετικό κενό, σύγκρουση διαδικασιών και σύγχυση αναφορικά με το είδος των ποινών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.  

 

      Το τι αποφάσισε το Στρατιωτικό Δικαστήριο για το ζήτημα που ήγειρε ενώπιον του η υπεράσπιση του αιτητή, σημειώνεται πιο πάνω.  Είναι θέση του αιτητή ότι το Στρατιωτικό Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημά του υπέπεσε σε τέσσερα (4) βασικά σφάλματα.  Το πρώτο, ότι παρόλο που αποφάσισε ότι η ενώπιον του διαδικασία είναι συνοπτική εντούτοις αποφάσισε πως μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή μέχρι και ισόβιας φυλάκισης για τα αδικήματα που καταλογίζονται στον αιτητή, το δεύτερο, ότι παρόλο που η ενώπιον του διαδικασία είναι συνοπτική εντούτοις δεν χρειαζόταν συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, το τρίτο ότι παρέλειψε να εξετάσει την εγερθείσα αντισυνταγματικότητα του άρθρου 107 του Νόμου και αντ΄ αυτού περιορίστηκε να εξετάσει το θέμα της ορθής σύνθεσης του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και, το τέταρτο, δεν εξέτασε την εισήγηση για παραπομπή Νομικού Ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

    Κατά την ακρόαση της αίτησης ο δικηγόρος του αιτητή επέμεινε στον ισχυρισμό ότι το Στρατιωτικό Δικαστήριο θα έπρεπε να παραπέμψει τα εγερθέντα νομικά ζητήματα για γνωμοδότηση στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μορφή νομικού ερωτήματος.   Και αυτό γιατί υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της δίκης και ως εκ τούτου θα έπρεπε να επιλυθεί άμεσα το εγερθέν ζήτημα για να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία. H παραβίαση, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο,  συνίσταται στο ότι ενώ ο αιτητής αντιμετωπίζει κακουργήματα, δικάζεται με συνοπτική διαδικασία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γνωρίζει τι έχει να αντιμετωπίσει κατά τη δίκη ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα.  Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι η παραπομπή των εγερθέντων νομικών ζητημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αναγκαία καθότι αυτά αποκάλυψαν την ύπαρξη πολύ μεγάλου κενού στις πρόνοιες του άρθρου 107 του Νόμου αναφορικά με τη σύνθεση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, καθότι δεν καθορίζεται η καθ΄υλην αρμοδιότητα και η προβλεπόμενη διαδικασία.

 

      Έχω εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον μου και να παραθέσω καταρχάς τις βασικές αρχές που διέπουν την έκδοση προνομιακού εντάλματος, όπως αυτές διατυπώθηκαν πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην  υπόθεση  Νεοφύτου, Πολιτική Έφεση Αρ. 370/2018, ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A440.

 

«Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Mareware Shipping and Trading Company Ltd [1992] 1 Α.Α.Δ. 116 και Πετρίδου, Πολ. Έφ. 225/2018 ημερ. 13.11.2018), καθώς επίσης και ότι η διαδικασία έκδοσης τέτοιου εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464) εκτός όπου αποκαλύπτονται εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Κωνσταντινίδη [1992]1 Α.Α.Δ.853).Και αυτό εφόσον η έκδοση τέτοιου εντάλματος μπορεί να εκδοθεί μόνο όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298). Παραπέμπουμε επίσης στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ.4 σελ. 127 και 128, όπου αναφέρεται πως δεν χορηγείται άδεια ούτε εκδίδεται ένταλμα Certiorary στην περίπτωση που το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το Νόμο, εφόσον σε τέτοια περίπτωση η λανθασμένη αντίληψη του κατώτερου Δικαστηρίου διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα».

 

      Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται από τον αιτητή η δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου για εκδίκαση της ενώπιον του  υπόθεσης.   Αυτό που αμφισβητείται είναι η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και κατ’ επέκταση κατά πόσο το άρθρο 107 του Νόμου είναι αντισυνταγματικό λόγω έλλειψης ρητής πρόνοιας  με την οποία να καθορίζεται η ακολουθητέα διαδικασία στην περίπτωση που στρατιωτικός αντιμετωπίζει κατηγορίες για κακουργήματα ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου. Κατά την εισήγηση του αιτητή κακώς το Στρατιωτικό Δικαστήριο έκρινε άνευ ετέρου ότι η ενώπιον του διαδικασία είναι συνοπτική και εσφαλμένα δεν παρέπεμψε τα εγειρόμενα νομικά ερωτήματα στο Ανώτατο Δικαστήριο.

  

      Δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή.

 

 

       Η δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου προβλέπεται στο άρθρο 103(1) του Νόμου που έχει ως ακολούθως:-

 

«Καθιδρύεται Στρατιωτικόν Δικαστήριον δια να ασκή καθ’ άπασαν την Κύπρον τοιαύτην δικαιοδοσίαν και εξουσίας, οίαι ανατίθενται εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε εν ισχύει νόμου».

    

 

      Ορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 112(1) του Νόμου ότι:-

«Στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού δικαστηρίου υπάγονται αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν –

 

            (α) οι εν ενεργεία στρατιωτικοί και οι εξομοιούμενοι με νόμο προς     αυτούς».

 

 

      Στο άρθρο 5 του Νόμου καθορίζεται η ευθύνη στρατιωτικών επί κοινών αδικημάτων ως ακολούθως:-

 

«Ο στρατιωτικός ο οποίος διαπράττει αδίκημα κατά τις διατάξεις του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, θεωρείται ένοχος στρατιωτικού αδικήματος κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τιμωρείται όμως με την ποινή που προνοείται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο ή τον εν λόγω άλλο Νόμο, αντίστοιχα, εάν το αδίκημα που διαπράττει-

 

(α) έχει διαπραχθεί σε οποιονδήποτε στρατιωτικό χώρο, ή έχει διαπραχθεί κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων του σε οποιονδήποτε άλλο χώρο∙ ή

 

(β) αφορά οπλισμό, πυρομαχικά ή άλλο πολεμικό υλικό του στρατού, στρατιωτικό υλικό τηλεπικοινωνίας ή κατασκευής ή επισκευής αυτού, μηχανοκίνητα οχήματα ή μηχανήματα του στρατού ή οποιαδήποτε άλλη στρατιωτική περιουσία, οπουδήποτε και αν τούτο έχει διαπραχθεί∙ ή

 

(γ) αφορά παραβάσεις των διατάξεων τροχαίας κινήσεως, οι οποίες διαπράχθηκαν ενώ οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα του στρατού κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του».

 

 

    Τα όσα παρατίθενται ανωτέρω, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω πρόνοιες των άρθρων 103(1), 112(1) και 5 του Νόμου,  δεν αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, έκδηλη νομική πλάνη, δόλο ή προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, στοιχεία τα οποία αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για Certiorari (βλ. Λυσιώτης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1066, Περέλλα (Αρ.2)(1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298).   O αιτητής ουσιαστικά καλεί το Ανώτατο Δικαστήριο να του χορηγήσει άδεια προς καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος, προκειμένου να δοθεί ερμηνεία στις επίδικες διατάξεις διευρύνοντας το νόημα τους και συμπληρώνοντας τα, κατ’ ισχυρισμό,  κενά.  Προσθέτοντας με άλλα λόγια πρόνοιες στο Νόμο, θέση η οποία παραβλέπει τη βασική αρχή που ορίζει ότι καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον συμπληρώσει ή να μεταβάλει το κείμενο του ανάλογα με την περίπτωση για να δώσει ορθότερη ή δικαιότερη λύση που είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας (βλ. Tosoun v. Kanaris (1969) 1 C.L.R. 637 σελ. 643 και Μontedison S.P.A. v. Neoplast Ltd (1983) 1(B) A.A.Δ. 509, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528).

 

      Σε ότι δε αφορά τους ισχυρισμούς περί εσφαλμένης νομικής ερμηνείας και αντισυνταγματικότητας, αυτοί μπορούν να τεθούν κατ’ έφεση και όχι μέσω αίτησης για προνομιακό ένταλμα. Ομοίως δεν μπορεί να επιδιώκεται η παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω της διαδικασίας Certiorari.

 

      Ενόψει των πιο πάνω η αίτηση για άδεια δεν μπορεί να δοθεί εφόσον δεν αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.

 

         Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο