ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΙΑΚΟΛΑ κ.α., Πολιτική Aίτηση Αρ. 208/2019, 23/12/2019

ECLI:CY:AD:2019:D538

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 208/2019)

 

23 Δεκεμβρίου 2019

 

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ xxxx ΣΙΑΚΟΛΑ, xxxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ xxxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Α.Ε.Δ. Σ. ΤΣΙΒΙΤΑΝΙΔΟΥ-ΚΙΖΗ ΗΜΕΡ. 31/10/19 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΑΡ. 116/15 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 03/09/18 ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΟΥ xxxx ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ

--------------

 

Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για τους Αιτητές.

Γ. Κυριάκου για Δημήτρης Ι. Ηλιάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

Γ. Δημητρίου (κα)  για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου  & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για G.D.L. Trading Ltd, Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. :  Την 20.11.2019 δόθηκε άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης µε κλήση για την έκδοση Προνοµιακού Εντάλµατος Certiorari για την προσαγωγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της απόφασης ηµερ. 31.10.2019 στην αίτηση εκκαθάρισης 116/2015 Ε. Δ. Λάρνακας για να ακυρωθεί.

Η Αίτηση καταχωρίστηκε την 25.11.2019 και υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ιδίας ημερομηνίας του Αιτητή 1.

Οι Αιτητές είναι τρεις από τους διευθυντές της εταιρείας Agromarkets Ltd.  Οι Αιτητές 1 και 2 είναι και μέτοχοι της σε ποσοστό 25% ο κάθε ένας.

Την 30.10.2014 ο Αιτητής 1 καταχώρησε την αίτηση εκκαθάρισης 802/2014 Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον  της Agromarkets.  Η αίτηση απευθύνθηκε και στην εταιρεία GDL Trading Ltd, το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, που είναι η μέτοχος του υπολοίπου 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Agromarkets, στους Αιτητές 2 και 3, στους υπόλοιπους διοικητικούς συμβούλους της Agromarkets, xxxx Λόρδο, xxxx Λόρδο και xxxx Γεωργίου, που ελέγχουν την GDL,  σε μια εταιρεία υπηρεσιών γραμματέα και στον Έφορο Εταιρειών.

Η GDL καταχώρησε ένσταση και ανταπαίτηση.  Ωστόσο, την 7.10.2015 καταχώρησε και η ίδια αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της Agromarkets στο Ε.Δ. Λάρνακας που έλαβε τον αρ. 116/2015.  Η αίτηση απευθύνθηκε και στους Αιτητές και στον Έφορο Εταιρειών.

Όλα τα διαδικαστικά διαβήματα που περιγράφονται στη συνέχεια προωθήθηκαν στα πλαίσια της αίτησης εκκαθάρισης 116/2015 Ε.Δ. Λάρνακας.

Αντιδρώντας οι Αιτητές καταχώρησαν την 30.10.2015 αίτηση για αναστολή της ενώπιον του Ε.Δ. Λάρνακας διαδικασίας, δηλαδή της αίτησης εκκαθάρισης 116/2015, μέχρι αποπερατώσεως της αίτησης εκκαθάρισης 802/2014 ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας.

Εκκρεμούσας της αίτησης για αναστολή,  η GDL καταχώρησε την 9.3.2017 αίτηση, που δεν επέδωσε στους Αιτητές και εξασφάλισε την 3.4.2017 διάταγμα διορισμού xxxx Πατσαλίδη, ο Καθ’ ου η Αίτηση, ως προσωρινού εκκαθαριστή της Agromarkets

Αντιδρώντας και πάλι οι Αιτητές με νέα αίτηση ημερ. 25.4.2017 ζήτησαν την ακύρωση και παραμερισμό του διορισμού. 

Το Ε.Δ. Λάρνακας έκρινε πρόσφορο να εκδικάσει πρώτα την αίτηση αναστολής.  Στην ακρόαση της, οι Αιτητές και ο Καθ’ ου η Αίτηση εκπροσωπούνταν από δικηγόρους.  Την 9.7.2018 εξέδωσε διάταγμα για αναστολή της αίτησης εκκαθάρισης 116/2015, δηλαδή της ενώπιον του διαδικασίας, λόγω κατάχρησης των διαδικασιών, μέχρι αποπερατώσεως της αίτησης εκκαθάρισης 802/2014 ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας.

Ενώ το διάταγμα ημερ. 9.7.2018 ήταν σε ισχύ και η διαδικασία υπό αναστολή, ο Καθ’ ου η Αίτηση αποτάθηκε με αίτηση ημερ. 3.9.2018 ζητώντας οδηγίες αναφορικά με το κατά πόσο ίσχυε ο διορισμός του.  Οι Αιτητές των  οποίων οι δικηγόροι τυχαία, όπως αναφέρεται στην Αίτηση, έλαβαν γνώση της αίτησης ζήτησαν να τους επιδοθεί και αφού έλαβαν οδηγίες καταχώρησαν ένσταση.

Η αίτηση εκδικάστηκε και την 31.10.2019 εκδόθηκε η υπό έλεγχο απόφαση.

Στη παρούσα διαδικασία, ο Καθ΄ου η Αίτηση και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο καταχώρησαν ξεχωριστή ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης.  Η ένσταση του Καθ΄ου η Αίτηση υποστηρίζεται με δική του ένορκη δήλωση ημερ. 10.12.2019, ενώ η ένσταση του Ενδιαφερόμενου Προσώπου με ένορκη δήλωση ημερ. 11.12.2019 του Γεωργίου.  Το διαδικαστικό ιστορικό των δύο αιτήσεων εκκαθάρισης, όπως παρουσιάστηκε με την Αίτηση, δεν αμφισβητήθηκε.

Αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Καθ΄ου η Αίτηση  ότι η αίτηση ημερ. 3.9.2018 καταχωρίστηκε από τον ίδιο χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο και με μοναδικό σκοπό την καθοδήγηση του από το Δικαστήριο ως προς την ενάσκηση των εξουσιών που του είχαν παραχωρηθεί με το διορισμό του ως προσωρινού εκκαθαριστή.  Αποκλειστικός σκοπός της αίτησης ήταν η προστασία των πιστωτών της Agromarkets αφού, όπως αναφέρει, σε περίπτωση ανάκλησης του διορισμού του η εταιρεία θα παρέμενε απροστάτευτη αφού αντιμετωπίζει 55 και πλέον νομικές διαδικασίες, καθ΄ον χρόνο η διαμάχη των μετόχων και των διευθυντών της και ενόψει προνοιών του καταστατικού της, δεν επιτρέπει το διορισμό δικηγόρου υπεράσπισης.  Ο τρόπος που ο ίδιος χειρίζεται πλείστες των υποθέσεων, σημειώνει, είναι με το να καταχωρεί αιτήσεις για αναστολή των διαδικασιών μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αίτησης εκκαθάρισης της.  

Από την υπό έλεγχο απόφαση προκύπτει ότι το ζήτημα της ισχύος του διορισμού του προσωρινού εκκαθαριστή κυριάρχησε στις αγορεύσεις των δικηγόρων του Καθ΄ου η Αίτηση και των Αιτητών ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου.  Εκτενής επιχειρηματολογία για το ζήτημα εμπεριέχεται και στα περιγράμματα που καταχωρίστηκαν στην παρούσα διαδικασία από τους δικηγόρους όλων των μερών. Οι δικηγόροι των Αιτητών υποστήριξαν ότι με την αναστολή που διατάχθηκε ο διορισμός του προσωρινού εκκαθαριστή έπαψε να ισχύει. Είναι η θέση τους ότι εάν το Δικαστήριο που έκδωσε το διάταγμα αναστολής είχε κρίνει σκόπιμο να αφήσει σε ισχύ τον διορισμό του, αυτό θα αναφερόταν ρητά στην απόφαση του.  Οι δικηγόροι του Καθ’ ου η Αίτηση και του Ενδιαφερομένου Προσώπου υποστήριξαν ότι ο διορισμός του είχε γίνει στη βάση του άρθρου 227 του περί Εταιρειών Νόμου, δεν συνιστούσε προσωρινό διάταγμα και δεν επηρεάστηκε από το διάταγμα αναστολής.

Το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε πως δεν εναπόκειτο στο ίδιο να ερμηνεύσει την απόφαση που εμπεριέχει το διάταγμα αναστολής, ωστόσο αυτό φαίνεται να έπραξε.  Στη βάση ότι η διαδικασία της αίτησης εκκαθάρισης δεν απορρίφθηκε αλλά αναστάληκε, δηλαδή, όπως το έθεσε, η εκδίκαση της μετατέθηκε χρονικά, καταγράφει ότι «Το Διάταγμα διορισμού του δεν ακυρώθηκε ούτε και ανεστάλη η ισχύς του».

Είναι η κατάληξη αυτή που ουσιαστικά ενοχλεί τους Αιτητές, όμως, δεν είναι η ορθότητα της απόφασης που τίθεται υπό έλεγχο με την παρούσα διαδικασία.  Η παρούσα Αίτηση έχει ως υπόβαθρο την, κατά τους Αιτητές, υπέρβαση εξουσίας από το κατώτερο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης ημερ. 3.9.2018, ενώ ίσχυε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας στην αίτηση εκκαθάρισης.  Πέραν της ύπαρξης του διατάγματος αναστολής, δεν προβάλλεται άλλος λόγος αμφισβήτησης της εξουσίας του κατώτερου Δικαστήριου, που έκδωσε το διάταγμα διορισμού, να εκδώσει και οδηγίες προς τον προσωρινό εκκαθαριστή.

Στους Halsbury´s Laws of England, 4η Έκδ., παρ.926-927, αναφέρεται ότι γενικά η αναστολή της διαδικασίας που διατάσσεται από το δικαστήριο βάζει ένα τέλος ή αναστέλλει τον περαιτέρω χειρισμό της διαδικασίας σε εκείνο το δικαστήριο στο σημείο όπου έχει φτάσει, έτσι που οι διάδικοι αποκλείονται, από το χρονικό εκείνο σημείο, από του να λάβουν οποιοδήποτε διάβημα στη διαδικασία.  Και πως το αποτέλεσμα της αναστολής της διαδικασίας είναι ότι η εκκρεμοδικία συνεχίζεται και η αναστολή μπορεί να αρθεί εάν καταδειχθούν οι κατάλληλοι λόγοι.  Ακόμα πως το διάταγμα αναστολής μπορεί να καθορίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα αρθεί η αναστολή.

Με την αγόρευση των ενιστάμενων δεν υποστηρίζεται πως η διαταγή για την αναστολή της διαδικασίας έχει άλλο αποτέλεσμα.  Γίνεται από τους δικηγόρους του Ενδιαφερόμενου Προσώπου παραπομπή στο σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure Principles of Practice, 2η Εκδ., σελ 535, παρ.13.21, όπου αναφέρεται ότι η αναστολή των διαδικασιών βάζει ένα τέλος στον περαιτέρω χειρισμό των διαδικασιών ενώπιον του δικαστηρίου στο στάδιο κατά το οποίο ευρίσκονται.

Εισηγούνται ωστόσο ότι εφόσον το διάταγμα διορισμού δεν είχε ανασταλεί και ίσχυε, τότε  ούτε και οποιαδήποτε διαδικασία που σχετίζεται με τη λήψη οδηγιών σε σχέση με τον τρόπο διεκπεραίωσης των καθηκόντων του προσωρινού εκκαθαριστή μπορούσε να θεωρηθεί ότι απαιτούσε την προηγούμενη λήψη διαβήματος άρσης της αναστολής.  Αν όχι, η αίτηση του Καθ΄ου η Αίτηση για οδηγίες μπορούσε να θεωρηθεί και ως αίτημα για άρση της αναστολής προς το σκοπό εκδίκασης της και έκδοσης σχετικών οδηγιών.

Αμφότερες οι εισηγήσεις απορρίπτονται.  Η ξεκάθαρη νομική θέση ως προς τις συνέπειες της αναστολής δεν αφήνει περιθώριο για τέτοιες ερμηνείες.  Συνεπώς, το αντικείμενο της αίτησης ημερ. 3.9.2018 δεν ενδιαφέρει, πέραν του ότι δεν επρόκειτο για αίτημα για την άρση του διατάγματος αναστολής, που και οι Αιτητές αποδέχονται ότι θα μπορούσε να απασχολήσει το Δικαστήριο που το εξέδωσε.

Στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα αναστολής προνοούσε ότι η αναστολή θα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αίτησης εκκαθάρισης 802/2014 του Ε.Δ. Λευκωσίας.  Επομένως, η διαδικασία ήταν σε αναστολή, τόσο κατά την καταχώρηση της αίτησης ημερ. 3.9.2018, όσο και κατά την εκδίκαση της, αλλά και σήμερα. 

Επισημαίνεται από τον Καθ΄ου η Αίτηση ότι οι Αιτητές καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση ημερ. 3.9.2018 και συμμετείχαν στη διαδικασία εκδίκασης της.  Κατ΄αυτό τον τρόπο, εισηγείται, αναγνώρισαν τη νομιμότητα και ορθότητα της διαδικασίας και κατέστησαν εαυτούς ως μέρος της.  Επιδιώκουν, καταλήγει, την ανατροπή της τώρα γιατί το αποτέλεσμα ήταν ενάντια στα συμφέροντα τους.

Το γεγονός της συμμετοχής των Αιτητών στην διαδικασία της αίτησης ημερ. 3.9.2018 τονίζει και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, ανάγοντας ως ζήτημα απόκρυψης την, κατά την θέση τους, μη αποκάλυψη από τους Αιτητές ότι, αφ’ ότου έλαβαν γνώση της αίτησης, ουδέποτε έθεσαν ζήτημα ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να την ακούσει, δεν διαμαρτυρήθηκαν για τον ορισμό της αλλά καταχώρισαν ένσταση και συμμετείχαν στη διαδικασία χωρίς καμία επιφύλαξη.

Αναφέρει ακόμα το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο ότι, μετά την εκφώνηση της υπό έλεγχο απόφασης, οι Αιτητές ζήτησαν από το κατώτερο Δικαστήριο να ορίσει την δική τους αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος διορισμού που ορίστηκε για ακρόαση την 26.3.2020.

Η δικονομική συμπεριφορά των Αιτητών δεν θα μπορούσε να προσδώσει αναγνώριση, νομιμότητα ή ορθότητα στην ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου διαδικασία αν αυτό δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση.  Στην Αναφορικά με την Αίτηση της Tolkacheva, Π.Ε. Αρ. 151/2019, ημερ. 6.9.2019, αναφέρεται (σελ.4)  ότι η ακυρότητα που εξ’ υπαρχής επέφερε στο ένταλμα που είχε εκδοθεί η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που το εξέδωσε «δεν µπορούσε να επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τη στάση της Αιτήτριας – Εφεσείουσας, η οποία δεν ήγειρε ένσταση και συµµετείχε στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν είναι κάτι το οποίο θεραπεύεται από τη µη υποβολή ένστασης ή ακόµα και τη συγκατάθεση του επηρεαζοµένου».

Ούτε υπήρξε απόκρυψη της συμμετοχής των Αιτητών στη διαδικασία της αίτησης ημερ. 3.9.2018.  Όπως δε προκύπτει από την ένσταση που καταχώρησαν την 3.10.2018, είχαν εγείρει με το λόγο ένστασης 13 ζήτημα ότι η αίτηση δεν μπορούσε να ακουστεί εφόσον η διαδικασία είχε ανασταλεί.  Υποδείκνυαν ακόμα ότι το μόνο ένδικο μέσο το οποίο μπορούσε να ληφθεί ήταν αίτηση για άρση της αναστολής, επισημαίνοντας ότι η αίτηση ημερ. 3.9.2018 δεν ήταν τέτοιας φύσης.  Επίσης δεν απόκρυψαν ότι η δική τους αίτηση ημερ. 25.4.2017, για παραμερισμό του διατάγματος διορισμού, είχε οριστεί για ακρόαση.

Όμως, το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ.  Τόσο με την ένσταση του Καθ΄ου η Αίτηση όσο και με την ένσταση του Ενδιαφερομένου Προσώπου εγείρεται ζήτημα ύπαρξης υπαλλακτικής θεραπείας που, κατά τους ενιστάμενους, καθιστά την επιδίωξη προνομιακού εντάλματος ακατάλληλη διαδικασία. 

Η υπό έλεγχο απόφαση εκδόθηκε δεκατρείς και πλέον μήνες μετά την καταχώρηση της σχετικής αίτησης.  Οι Αιτητές είχαν από 3.10.2018 καταχωρήσει την ένσταση τους, μετά που, όπως αναφέρουν, έλαβαν σχετικές οδηγίες από το Δικαστήριο.  Έχοντας προβάλει τον προαναφερθέντα λόγο ένστασης, αντιλαμβάνονταν ότι το Ε.Δ. Λάρνακας επιλαμβανόταν δευτερογενούς αιτήσεως σε μια διαδικασία που το ίδιο είχε αναστείλει και χωρίς στο ενδιάμεσο να έχει αρθεί η αναστολή.   Συνεπώς, ότι το Ε.Δ. Λάρνακας επιλαμβανόταν της αίτησης καθ’ υπέρβαση, όπως το θέτουν,  εξουσίας το γνώριζαν από τότε και εντούτοις δεν επιδίωξαν να αποτρέψουν την εκδίκαση της με προνομιακό ένταλμα αλλά συμμετείχαν σε αυτή.

Σε αυτή τη βάση, οι δικηγόροι του Ενδιαφερομένου Προσώπου επιχειρηματολόγησαν ότι αν η διαδικασία του προνομιακού εντάλματος ήταν πρόσφορη, η αίτηση θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί όταν οι Αιτητές πληροφορήθηκαν για την αίτηση.

Είναι η περαιτέρω θέση των ενιστάμενων ότι ακόμα και μετά την έκδοση της υπό έλεγχο απόφασης ημερ. 31.10.2019 οι Αιτητές είχαν τη δυνατότητα να την προσβάλουν με την καταχώρηση έφεσης. 

Η δικαιοδοσία είναι προαπαιτούμενο για κάθε έγκυρη δικαστική απόφαση, που εξυπακούει την κρίση του Δικαστηρίου ότι έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του ενώπιον του ζητήματος.  Όταν είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται από τους διαδίκους, συνήθως δεν γίνεται ρητή αναφορά.  Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα ηγέρθηκε, ωστόσο φαίνεται ότι δεν ήταν το κύριο θέμα συζήτησης, γεγονός που αντανακλάται και στην υπό έλεγχο απόφαση με την απουσία ρητής διαπίστωσης δικαιοδοσίας.  Ωστόσο η έκδοση της υπό έλεγχο απόφασης είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση την ανάληψη δικαιοδοσίας και τη κατάληξη του  κατώτερου Δικαστηρίου ότι είχε δικαιοδοσία, κρίση που θα μπορούσε να προσβληθεί με την καταχώρηση έφεσης.

Η προσβολή της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου να αναλάβει δικαιοδοσία μόλις οι Αιτητές πληροφορήθηκαν για την αίτηση ημερ. 3.9.2018, θα μπορούσε να αποτρέψει την εκδίκαση της, θεραπεία συνυφασμένη με την φύση του προνομιακού εντάλματος certiorari.  Η εκ των υστέρων προσβολή τη απόφασης για την εξάλειψη του αποτελέσματος της, είναι θεραπεία που μπορεί να επιτευχθεί  και με το ένδικο μέσο της έφεσης και οι Αιτητές θα μπορούσαν να εφεσιβάλουν την υπό έλεγχο απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.

Στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ Α.Α.Δ.1535, 1541-2, αναφέρθηκε ότι:

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

Αυτή η προσέγγιση ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1Α Α.Α.Δ. 878, 887-90.  Η εμβέλεια της απόφασης αναδύεται μέσα από το πιο κάτω απόσπασμα στη Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1005-6:

« … η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιµης υπόθεσης δεν είναι αρκετή. Σύµφωνα µε την πάγια νοµολογία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, όπου φαίνεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο µέσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν αποδειχθεί από τον Αιτητή, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Η συγκεκριµένη αρχή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την Ολοµέλεια στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δηµόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νοµολογίας επί του θέµατος και των διαφόρων νοµολογιακών τάσεων που επικρατούν. Ζητήθηκε από την Ολοµέλεια να αναγνωρίσει µια ευρύτερη προσέγγιση όταν το θέµα που τίθεται είναι δικαιοδοτικό. Σύµφωνα µε την προσέγγιση αυτή, ακόµη και αν υπήρχε άλλο διαθέσιµο εναλλακτικό µέσο όπως αυτό της έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη να διακριβώνονται εξαιρετικές περιστάσεις. Η πλειοψηφία της Ολοµέλειας απέρριψε την εισήγηση, επιβεβαιώνοντας την πάγια θέση της νοµολογίας, ότι όταν υπάρχουν άλλα ένδικα µέσα θα πρέπει απαραίτητα να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Η Ολοµέλεια διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις που εκφράζονται στο Σύγγραµµα Halsbury’ s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόµος 11, σελ. 140, παρ. 265 και επιβεβαίωσε επί του θέµατος την αυστηρότερη άποψη της δικής µας νοµολογίας, όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Ανθίµου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.»

Το πιο πάνω απόσπασμα στη Base Metal υιοθετήθηκε με επιδοκιμασία πιο πρόσφατα στην Αίτηση των Junport International Limited, Πολ. Έφ.321/2018, ημερ. 2.4.2018, όπου σημειώνεται εμφαντικά ότι η νοµολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά µε την έκδοση προνοµιακών ενταλµάτων είναι αποκρυσταλλωµένη και πως η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. 

Το γεγονός ότι η έφεση που οι Αιτητές θα μπορούσαν να καταχωρήσουν δεν θα εκδικαζόταν το ίδιο σύντομα, δεν επιτρέπει χαλάρωση του κανόνα, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην έκδοση προνοµιακών ενταλµάτων δεν είναι υποκατάστατη της δικαιοδοσίας της έφεσης, ούτε µπορεί να χρησιµοποιείται ως έφεση υπό µεταµφίεση (βλ. Πατσαλίδης (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1350 και Καμηλάρης (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1001,1006).  Είχε άλλωστε επισημανθεί από πολύ πιο νωρίς στη Μεστάνας (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1469, 1478, πως, ακόμα και αν η διαδικασία του προνομιακού διατάγματος ήταν πιο γρήγορη, αυτό θα ίσχυε για κάθε περίπτωση και πως εάν επρόκειτο ο χρόνος εκδίκασης να είχε σημασία αυτός θα πρέπει να συσχετίζεται προς τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο των κριτηρίων που διέπουν το θέμα.

Οι δικηγόροι των Αιτητών κάλεσαν το Δικαστήριο να ακολουθήσει την Αναφορικά με την αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, μεταξύ Λοιζίδη Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ.Χ. Περατικός Λίμιτεδ κ.ά. ν. Περατικού κ.ά., Πολ. Αίτ. Αρ. 32/2019, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149, όπου αδελφός Δικαστής ακύρωσε απόφαση με την οποία είχαν ακυρωθεί εντάλματα παράδοσης κινητών και ανάκτησης ακινήτων που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο με άλλη σύνθεση στην ίδια αγωγή.  Κρίθηκε πως το Δικαστήριο είχε ενεργήσει ως εφετείο του εαυτού του.  Με αναφορά στην Νικόλα Σιδέρη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 286 σημειώθηκε ότι η αναίρεση της προηγούµενης απόφασης από ισόβαθµο δικαστήριο, συνιστά έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγµα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσµατικότητα της απονοµής της δικαιοσύνης.  Στην Περατικός επαναλήφθηκαν οι νομολογιακές αρχές για την ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων όταν το ένδικο μέτρο της έφεσης είναι διαθέσιμο.  Οι καθ’ ων η αίτηση είχαν και εκεί προβάλει ότι το ορθό µέτρο για αµφισβήτηση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν η καταχώρηση έφεσης και όχι µέσω προνοµιακού εντάλµατος. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν ορθό διότι η υπέρβαση εξουσίας αποτελεί κλασσικό παράγοντα έκδοσης προνοµιακού εντάλµατος.  Προκύπτει ότι θεωρήθηκε πως συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις.

Η Περατικός διακρίνεται ουσιωδώς από την παρούσα.  Εκεί η υπέρβαση εξουσίας συνίστατο στο αποτέλεσμα που προέκυπτε από την υπό έλεγχο απόφαση με την οποία ρητά και ευθέως ανατράπηκε η προηγούμενη απόφαση, ενώ στην παρούσα η υπέρβαση εξουσίας είχε σηματοδοτηθεί δεκατρείς μήνες πριν την έκδοση της απόφασης με την ανάληψη δικαιοδοσίας και χωρίς το διάταγμα αναστολής να έχει ρητά αμφισβητηθεί.  Ήταν δε περίπτωση που εφόσον η άρση της αναστολής ζητείτο ήταν στην εξουσία του κατώτερου Δικαστηρίου να αποφασίσει το ζήτημα.

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου πως όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα και την ολοκλήρωση της εκδίκασης της αίτησης, δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε, με δεδομένη την ευχέρεια να είχε εφεσιβληθεί η υπό έλεγχο απόφαση, να χορηγηθεί προνομιακό ένταλμα. 

Κατά συνέπεια η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα μεταξύ του Ενδιαφερόμενου Μέρους και των Αιτητών.

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο