
ECLI:CY:AD:2019:A523
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 246/2013)
11 Δεκεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DEME-DAIRY LTD,
2. DEME-PLASTOPACK LTD,
3. χχχχ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
4. χχχχ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Στ. Πολυβίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Παρά την πολυσέλιδη πρωτόδικη απόφαση και τους εκτεταμένους λόγους έφεσης και αντέφεσης τους οποίους κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, η υπό κρίση περίπτωση είναι απλή στη βάση της.
Η απαίτηση των Εφεσειόντων-εναγόντων στηριζόταν σε συμφωνία παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων προς την Εφεσίβλητη 1, εναγόμενη 1 εταιρεία, υπό την εγγύηση των υπολοίπων Εφεσίβλητων-εναγομένων. Οι Εφεσείοντες αξίωναν το ποσό των τότε ΛΚ461.272,31, πλέον τόκους προς 13.25% από 30.3.05 επί ποσού ΛΚ446.470,27, καθώς επίσης και την έκδοση διατάγματος για πώληση ενυπόθηκου κτήματος. Προς απόδειξη της υπόθεσής τους οι Εφεσείοντες κάλεσαν στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας δύο μάρτυρες, τον ΜΕ1 υπάλληλό τους και κατά τον ουσιώδη χρόνο ένα εκ των υπευθύνων για την εποπτεία και τον έλεγχο της κίνησης χρεωστικών λογαριασμών των πελατών στο Τμήμα Προβληματικών Λογαριασμών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι λογαριασμοί της Εφεσίβλητης 1 και τον ΜΕ2, επίσης υπάλληλό τους, ο οποίος από το 1995 μέχρι και τον Μάϊο του 2010, είχε διατελέσει διευθυντής του προαναφερθέντος Τμήματος στη Λευκωσία. Η υπεράσπιση πρόσφερε τη μαρτυρία τριών μαρτύρων, της ΜΥ1, υπεύθυνης λογιστηρίου της Εφεσίβλητης 1 κατά το χρονικό διάστημα 1970 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2001, της συζύγου του Εφεσίβλητου 3, ΜΥ2, Εφεσίβλητης 4, διευθύντριας για μεγάλο χρονικό διάστημα των Εφεσιβλήτων 1 και 2 και του Εφεσίβλητου 3, ΜΥ3, διευθυντή της Εφεσίβλητης 1 μέχρι και τη διάλυσή της τον Οκτώβριο του 2005 και διευθυντή και μετόχου της Εφεσίβλητης 2.
Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αξιολογώντας την ενώπιόν της μαρτυρία, κατέληξε ότι δεν διατηρούσε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι αυτά που οι μάρτυρες των Εφεσειόντων κατέθεσαν αντικατόπτριζαν την αλήθεια και μόνο ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση. Επισήμανε ότι βασικό μέρος της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων υποστηριζόταν από το ίδιο το περιεχόμενο των τεκμηρίων τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, πιο συγκεκριμένα από την επίδικη Συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων, τεκμήριο 2, την έγκριση, τεκμήριο 3 και τις Συμφωνίες Εγγυήσεων, τεκμήρια 4 και 5. Η πρωτόδικος Δικαστής αξιολόγησε επίσης ως θετική και σαφή την μαρτυρία της ΜΥ1, η οποία, όπως έκρινε, αναφέρθηκε με ειλικρίνεια στα όσα γνώριζε έχοντας διατελέσει υπάλληλος της Εφεσίβλητης 1 κατά τον προαναφερθέντα χρόνο. Η μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3, που αφορούσε, κυρίως, σε ζητήματα που καταγράφουμε αμέσως πιο κάτω και κάλυπτε θέματα παράνομων χρεώσεων και υπογραφής των επίδικων συμφωνιών, δεν έγινε αποδεκτή, αφού κρίθηκε ότι οι προβληθέντες ισχυρισμοί συνιστούσαν εκ των υστέρων σκέψεις προς αποφυγή των συνεπειών των πράξεών τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε στη συνέχεια και απέρριψε συγκεκριμένα ζητήματα που ηγέρθησαν μέσω της υπεράσπισης - όπως το ζήτημα της ευθύνης εγγυητών για παρελθούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις, το συνεχές της εγγύησης, την αρχή non est factum και την ύπαρξη ψυχικής πίεσης κατά τον χρόνο υπογραφής των επιδίκων εγγράφων – προχώρησε και επίσης απέρριψε ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί ύπαρξης παρανόμων χρεώσεων και υπολογισμού τόκων, κατά παράβαση του τότε ισχύοντος περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/77 και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(Ι)/99, αντίστοιχα. Απέρριψε επίσης και προβληθέντες ισχυρισμούς περί μη τερματισμού της λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού, διά της δέουσας αποστολής επιστολών τερματισμού.
Παρά την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αξίωση των Εφεσειόντων δεν πέτυχε. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν παρουσιάστηκε ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου στον επίδικο λογαριασμό. Παρεμβάλλουμε ότι και η προβληθείσα ανταπαίτηση των Εφεσιβλήτων επίσης απερρίφθη, το ζήτημα όμως αυτό θα μας απασχολήσει σε κατοπινό στάδιο, κατά την εξέταση των ενώπιόν μας λόγων αντέφεσης.
Επανερχόμαστε στα όσα αφορούν την απόρριψη της απαίτησης των Εφεσειόντων. Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς αυτό το ζήτημα, αποτυπώνεται στις σελίδες 53 – 57 της προσβαλλόμενης απόφασης. Το παραθέτουμε αυτούσιο:
«Εκείνο, ωστόσο, το οποίο προκύπτει είναι ότι δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε κατάσταση αναφορικά με την κίνηση λογαριασμού για την περίοδο από το 1985 -1.8.91, ήτοι από την ημερομηνία που ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός τέθηκε σε λειτουργία. Επαναλαμβάνω. Οι καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν την κίνηση του επίδικου λογαριασμού από 1.8.91 μέχρι 11.4.02. Με άλλα λόγια δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να δείχνει τις όποιες χρεοπιστώσεις και τον τρόπο υπολογισμού τους στον εν λόγω λογαριασμό κατά την πιο πάνω αναφερόμενη χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς προκύπτει το ποσό που χαρακτηρίζεται στις πιο πάνω καταστάσεις λογαριασμού ως προηγούμενο υπόλοιπο (previous balance). Oι όποιες αναφορές και τοποθετήσεις των μαρτύρων από πλευράς των Εναγόντων ότι το υπόλοιπο και οφειλόμενο ποσό του επίδικου λογαριασμού είναι όπως αυτό αποτυπώνεται στις καταστάσεις λογαριασμού ΤΕΚΜΗΡΙΑ 11Α, Β και Γ ως, επίσης, και το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12, χωρίς οτιδήποτε άλλο που να το εξηγεί και να το θεμελιώνει, με δεδομένη μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση την άρνηση της πιο πάνω θέσης και την υποβολή αντιθέτων από πλευράς Υπεράσπισης επί τούτου θέσεων, καταλήγει να είναι ένας ισχυρισμός χωρίς αποδεικτική αξία. Ούτε φυσικά η θέση που προβλήθηκε από τον Μ.Ε.1 ότι τα πιο πάνω Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν το οφειλόμενο υπόλοιπο, μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία αν δεν παρουσιάζονται τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία στην πληρότητά τους και χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε κενού.
Λέω σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε ο συνήγορος Υπεράσπισης ότι στις καταστάσεις λογαριασμού ΤΕΚΜΗΡΙΑ 11Α, Β και Γ παρουσιάζεται ποσό το οποίο φαίνεται να έχει μεταφερθεί από τα προηγούμενα έτη για τα οποία δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την κίνηση του λογαριασμού, όπως τι ποσά πληρώθηκαν από την Εναγόμενη 1 και τι τόκος χρεώθηκε και προκύπτει ότι το εν λόγω ποσό εκ μεταφοράς έχει ενσωματωθεί στην αξίωση των Εναγόντων χωρίς, ωστόσο, να έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου αναλυτική κατάσταση για την κίνηση του λογαριασμού τα προηγούμενα αυτά έτη.
Ενώ ο Μ.Ε.1 δέχτηκε ότι το 1985 άνοιξε ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός, επεσήμανε ότι οι καταστάσεις λογαριασμού από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, δηλ. μηχανογραφημένες, υπήρχε η δυνατότητα εκτύπωσης τους από το 1991 και ότι αυτές οι καταστάσεις από το 1991 μέχρι και την ημέρα του κλητηρίου βρίσκονται στο Δικαστήριο.
Όταν του τέθηκε μάλιστα ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι πληρωμές έγιναν πριν το 1991 από την Εναγόμενη 1 με βάση το λογαριασμό, αυτός απάντησε καταφατικά προσθέτοντας ότι από το 1985 μέχρι 1991 δεν υπάρχουν στοιχεία. Δεν διαφεύγει, ωστόσο, της προσοχής μου ότι σ΄ άλλο σημείο της αντεξέτασης του διαφοροποίησε αυτή τη θέση του αναφέροντας ότι δεν γνώριζε κατά πόσο από το 1985-1991 υπήρχαν καταστάσεις λογαριασμού φυλαγμένες στο υποκατάστημα όπου λειτουργούσε ο επίδικος λογαριασμός. Για να προσθέσει σ΄ άλλο σημείο της μαρτυρίας του ότι δεν έδωσε οδηγίες να ψάξουν για εντοπισμό καταστάσεων λογαριασμού από το 1985 και μετά. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι επειδή έγιναν σωρεία χορηγήσεων και αυξήσεων ορίων και προσωρινών διευκολύνσεων θεωρεί ότι όλα αυτά έγιναν αποδεκτά από την Εναγόμενη 1. Όπως μάλιστα το έθεσε, αν οι πράξεις που έγιναν την περίοδο που δεν φαίνονται, δηλ. από το 1985 μέχρι 1991, δεν γίνονταν αποδεχτές από την Εναγόμενη 1, τότε δεν υπήρχε λόγος για τις μετέπειτα πρόσθετες χορηγήσεις και αυξήσεις ορίων του τρεχούμενου λογαριασμού.
Αυτή τη θέση την επανέλαβε και σ΄ άλλο σημείο της αντεξέτασης του όπου προέβη, βασικά, στην υπόθεση ότι εφόσον οι πελάτες ζητούσαν από το ΄85-΄98 πρόσθετες χορηγήσεις και υπέγραψαν νέα συμβόλαια το ΄95 και νέες εγγυήσεις το ΄95 και ΄96 τότε για την περίοδο ΄85 -΄91 που δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου οι καταστάσεις λογαριασμού θεωρεί ότι όλες εκείνες οι καταστάσεις έγιναν αποδεκτές από τους πελάτες με συνέπεια, όπως το έθεσε, η παρουσία τους στο Δικαστήριο να μην είχε ρόλο να παίξει.
Είναι εμφανές πιστεύω από όλα τα πιο πάνω ότι:
Πρώτον δεν υπήρξε από μέρους του Μ.Ε.1 θετικότητα και βεβαιότητα στο κατά πόσο, υφίσταντο ή όχι καταστάσεις λογαριασμού για την περίοδο από το 1985 μέχρι 1991 εφόσον για το ζήτημα αυτό έδωσε αντιφατικές εκδοχές και,
Δεύτερον, προέβη σε δικές του υποθέσεις και συλλογισμούς που δεν στηρίζονταν σε αποδεδειγμένα γεγονότα για το κατά πόσο οι καταστάσεις λογαριασμού για την περίοδο από το 1985 μέχρι 1991 έγιναν αποδεχτές από τους Εναγόμενους.
Η συνέπεια όλων των πιο πάνω ήταν η ύπαρξη κενού στην κίνηση του επίδικου λογαριασμού για την χρονική περίοδο που προσδιορίστηκε ανωτέρω και να παραμείνουν άγνωστα τα στοιχεία των όποιων χρεοπιστώσεων είχαν γίνει στην περίοδο αυτή. Τούτου δοθέντος δεν έχει αποδειχθεί εναντίον της Εναγόμενης 1 το αξιούμενο ή οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ.1390 το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της Τράπεζας ελλείψει ικανοποιητικής μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων τόσο του τρεχουμένου λογαριασμού όσο και της πιστωτικής κάρτας και το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στην εν λόγω απόφαση εξηγήθηκαν οι συνέπειες από τη μη επαρκή απόδειξη των στοιχείων μίας κατάστασης λογαριασμού προς απόδειξη χρέους που αμφισβητείται. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις σελ. 1395-1396 ότι:
«Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 7 και 8, που παρουσίασε η ίδια μάρτυς, έστω και αν γίνει δεκτό ότι συνιστούσαν αποδεκτή μαρτυρία βάσει του Bankers Books Evidence Act του 1879, αυτές, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, "και πάλι δεν αποδεικνύουν με επάρκεια το αξιούμενο ποσό αφού η μεν κατάσταση Τεκμήριο 7 που αναφέρεται στο υπόλοιπο της πιστωτικής κάρτας ξεκινά από 30.4.93 έχοντας ένα υπόλοιπο £457,83, η δε κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 8 έχει ημερομηνία 1.9.95 και αρχικό υπόλοιπο £3.982,65." Συναφώς, σημειώνουμε ότι η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στην κίνηση των λογαριασμών, όταν δε προκλήθηκε, κατά την αντεξέταση, να προσαγάγει λεπτομερή κατάσταση λογαριασμών ή έστω κάποια περαιτέρω στοιχεία, απάντησε ότι αρκετά ασχολήθηκε με την υπόθεση και δεν ήταν διατεθειμένη να χάσει και άλλο χρόνο. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, τελικά, ότι "οι καταστάσεις λογαριασμών Τεκμήριο 7 και Τεκμήριο 8 δεν εξηγήθηκαν με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα, αφού παραμένουν εντελώς άγνωστα τα στοιχεία των όποιων συντελεστών ή χρεοπιστώσεων που έγιναν στο παρελθόν και τα οποία απέληγαν στο εμφανιζόμενο υπόλοιπο", με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι δεν αποδείχθηκε εναντίον της εφεσίβλητης το αξιούμενο ούτε οποιοδήποτε άλλο ποσό.»
(Δικές μου υπογραμμίσεις για σκοπούς έμφασης)
Ομοίως στην υπόθεση Γεώργιος Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ.846 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά στη σελίδα 854:
«Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει κενό στην κίνηση του λογαριασμού μεταξύ 28.6.2000 και 1.10.2002 που ξεκινά η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 12. Καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να δείχνει ποιο ποσό δόθηκε αρχικά στον πρωτοφειλέτη, ποιες ήταν οι χρεοπιστώσεις μέχρι 1.10.2002 και πώς προέκυψε το ποσό των £24.482,63 που φαίνεται ως μεταφερόμενο υπόλοιπο στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 12. Η αόριστη δήλωση της μάρτυρος ότι οι λογαριασμοί «είναι ορθοί», θεωρούμε, έστω και χωρίς αντεξέταση, ότι δεν είναι αρκετή για να αποδείξει το ακριβές οφειλόμενο υπόλοιπο σε μια υπόθεση που ήταν υπό αμφισβήτηση.»
Στην υπόθεση D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 A.A.Δ. 263 κρίθηκε ως ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενική αναφορά σε υπόλοιπο αναγόμενο στο παρελθόν δεν αποδείκνυε το αντίστοιχο μέρος της αξίωσης ακόμα και στην απουσία μαρτυρίας από τους αντιδίκους των Εναγόντων/Εφεσειόντων. Ο λόγος ήταν ότι παρέμεναν εντελώς άγνωστα όλα τα στοιχεία των όποιων συναλλαγών που, κατ΄ ισχυρισμό, απέληγαν σε οφειλόμενο υπόλοιπο.
Εκείνο το οποίο προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι ότι εκεί όπου αμφισβητείται το ύψος του αξιούμενου ως οφειλόμενου ποσού θα πρέπει να παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που να δείχνει τις χρεοπιστώσεις και κίνηση του επίδικου λογαριασμού και τον τρόπο που υπολογίστηκε ο τόκος από την έναρξη της ισχύος του λογαριασμού μέχρι το τελικό υπόλοιπο.
Το γεγονός ότι αποστέλλονταν στους Εναγόμενους κάθε μήνα καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες ελέγχονταν από την Μ.Υ.1 και δεν διαπιστώθηκε να υπάρχει πρόβλημα δεν είναι αρκετό για να καλυφθεί το κενό που προέκυψε από τη μη προσκόμιση ενώπιον του Δικαστηρίου αναλυτικής κατάστασης από την έναρξη της ισχύος του επίδικου λογαριασμού μέχρι το τελικό υπόλοιπο. Επί τούτου θα ήθελα να επισημάνω και τα πιο κάτω σημαντικά ζητήματα:
Πρώτον δεν υπήρξε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να συνδέει και να ταυτίζει τα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 11 Α, Β και Γ με τις καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλονταν στην Εναγόμενη 1 και για τις οποίες κατέθεσε η Μ.Υ.1. Μάλιστα η Μ.Υ.1 στη μαρτυρία της δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν μπορεί να ξέρει αν τα ΤΕΚΜΗΡΙΑ 11 Α, Β και Γ ήταν τα ίδια με τις καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλονταν στην Εναγόμενη 1 και τις οποίες η ίδια έλεγχε.
Δεύτερον η Μ.Υ.1 εργάζετο στην Εναγόμενη 1 μέχρι το Νοέμβριο του 2001, ενώ οι καταστάσεις λογαριασμού καλύπτουν τη χρονικό περίοδο από 1.8.91 μέχρι 11.4.02, δηλ. αφορούν και μία περίοδο 5 περίπου μηνών μετά που είχε ήδη αποχωρήσει από την Εναγόμενη 1 εταιρεία η Μ.Υ.1.
Να πω και κάτι άλλο, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 η αναθεωρημένη/αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού που ετοίμασε (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12 και ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17) αφορά σε υπολογισμό και αφαίρεση διαφόρων χρεώσεων που έγιναν στον επίδικο λογαριασμό από το 1991 και εντεύθεν μέχρι 31.3.02 και όχι από της έναρξης λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού.»
Η ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης θέτει υπό αμφισβήτηση την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλεται πως εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού και, ως εκ τούτου, λανθασμένα απερρίφθη η αξίωση των Εφεσειόντων. Προωθείται, πιο αναλυτικά, η θέση ότι οι Εφεσείοντες προσκόμισαν στο Δικαστήριο επαρκή μαρτυρία, η οποία και έγινε αποδεκτή, τόσο ως προς την ύπαρξη, όσο και ως προς το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του υπό κρίση λογαριασμού, μαρτυρία η οποία συνίσταται σε ογκωδέστατες καταστάσεις λογαριασμού, όπως και σε αναθεωρημένη /αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, τεκμήρια 11Α, Β, Γ, 12, 17 και 18 αντίστοιχα.
Όπως είναι νομολογημένο (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1 ΑΑΔ 2287, ECLI:CY:AD:2014:A786), η τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης της απαίτησής της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση. Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μια εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858, Wynne v. Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138).
Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εδραζόμενο σε αδιαμφισβήτητα δεδομένα, ορθά κατέληξε ότι δεν είχε παρουσιαστεί οποιαδήποτε κατάσταση αναφορικά με την κίνηση του επίδικου λογαριασμού για την περίοδο 1985-1.8.1991. Εκ μεταφοράς παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 11Α το ποσό των ΛΚ25.119,10 ως οφειλόμενο, την 31.8.1991, υπόλοιπο. Ως προς το ποσό αυτό και τη συγκεκριμένη καταχώρηση ορθά κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια επίκλησης του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε σχετική αναλυτική κατάσταση χρεοπιστώσεων και δοσοληψιών, ούτως ώστε να δημιουργηθεί το μαχητό τεκμήριο προς αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Συνεπώς, κατά νομολογιακή ευθυγράμμιση, βάσιμη είναι και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης αβεβαιότητας ως προς το πώς προέκυψε το πιο πάνω ποσό ως προηγούμενο υπόλοιπο. Υπήρχε όντως κενό σε σχέση με την κίνηση του επίδικου λογαριασμού κατά την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, γεγονός που εντάσσει την υπόθεση, ως προς αυτό το σκέλος, στα κριθέντα από τις αποφάσεις D & G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1 ΑΑΔ 263, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ 1390 και Γρηγορίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846, στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Παραμένοντας στα όσα αφορούν την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, ήτοι το διάστημα 1985 μέχρι και τον Αύγουστο του 1991, επίσης ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κενό στην μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά των Εναγόντων-Εφεσειόντων δεν μπορούσε να καλυφθεί μέσω της μαρτυρίας της ΜΥ1, πιο συγκεκριμένα διά της αναφοράς της ότι οι εκάστοτε μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού ελέγχονταν από την ίδια και δεν διαπιστώθηκε να υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα. Όπως ορθά εντόπισε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να συνδέει και να ταυτίζει τα τεκμήρια 11Α, Β και Γ με τις καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλοντο στην Εναγόμενη 1-Εφεσίβλητη 1 και για τις οποίες έδωσε μαρτυρία η ΜΥ1. Η υπό αναφορά μάρτυρας κατέθεσε κατηγορηματικά ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν τα συγκεκριμένα τεκμήρια ήταν τα ίδια με τις καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλονταν μηνιαίως και τις οποίες η ίδια έλεγχε.
Όμως, το όλο ζήτημα διαφοροποιείται σε σχέση με το χρονικό διάστημα που ακολούθησε μετά τον Αύγουστο του 1991 και με δεδομένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ενώπιόν του τεκμήρια, ογκωδέστατες, μηχανογραφημένες καταστάσεις λογαριασμού και αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, δεν αμφισβητήθηκαν. Οι καταστάσεις αυτές κάλυπταν την χρονική περίοδο μετά τον Αύγουστο του 1991 και, όπως έκρινε το Δικαστήριο, συνιστούσαν τη βάση απαίτησης των Εναγόντων. Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι βάση απαίτησης των Εφεσειόντων ήταν οι συμφωνίες παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων, τρεχούμενου λογαριασμού και εγγυήσεων, των οποίων οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού συνιστούσαν το αποδεικτικό μέσο. Εξετάζοντας περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν οι επίδικες καταστάσεις, το Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9. Έκρινε ότι συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρήσεων, θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτές. Σημειώνοντας στη συνέχεια ότι το άρθρο 22 δημιουργεί ένα μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, τόνισε ότι «Το βάρος απόδειξης, επομένως, για αντίκρουση των καταχωρήσεων στους επίδικους λογαριασμούς, ή, καλύτερα, στις καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών έχουν οι Εναγόμενοι.».
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Τα υπό αναφορά έγγραφα, στην απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησής τους, συνιστούσαν ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της Εφεσείουσας τράπεζας. Υπό το πρίσμα αυτό, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των Εφεσιβλήτων, προκειμένου να αποδείξουν τη μη ύπαρξη των καταχωρήσεων και/ή την καταχώρηση εσφαλμένων καταχωρήσεων (Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 479, 493). Οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν τα πιο πάνω, δεδομένου ότι δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε σχετική ή περί του αντιθέτου μαρτυρία.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογείτο στην απόρριψη του συνόλου της απαίτησης των Εφεσειόντων. Ηταν εσφαλμένη η προσέγγισή του ότι η μη παρουσίαση στοιχείων ως προς την κίνηση του επίδικου λογαριασμού για την περίοδο από το 1985 μέχρι 31.8.1991, επιδρούσε καταλυτικά στη συνολική χρονική διάρκεια της τήρησης του λογαριασμού, καλύπτοντας και τα όσα ακολούθησαν μετά τον Αύγουστο του 1991. Από της ημερομηνίας αυτής δεν υπήρχε οποιοδήποτε κενό αναφορικά με την κίνηση του υπό κρίση λογαριασμού. Αντιθέτως, τέθηκε μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και που συνίστατο, επαναλαμβάνουμε, στην παράθεση ογκωδέστατων τεκμηρίων/καταστάσεων λογαριασμών, μέσα από τα οποία αποτυπωνόταν με λεπτομέρεια η κίνηση του επίδικου λογαριασμού. Τέθηκε, συνεπώς, ασφαλής αποδεικτική βάση του ύψους του οφειλόμενου ποσού. Το κενό που υπήρχε σε σχέση με την περίοδο 1985-31.8.1991 δεν επηρέαζε ως προς την απόδειξη του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού, ούτε και δημιουργούσε οποιαδήποτε αβεβαιότητα ως προς το ύψος της οφειλής, αφού απλή μαθηματική πράξη αφαίρεσης θα οδηγούσε με ασφάλεια σε επιβεβαίωση του τελικού οφειλόμενου υπολοίπου.
Οι αποφάσεις που επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο (D & G Products Ltd, Σταυρινού και Γρηγορίου, ανωτέρω) δεν είχαν εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Στις εν λόγω αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις απορρίψεις των αγωγών από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, επεξηγώντας τις συνέπειες από τη μη επαρκή απόδειξη των στοιχείων των καταστάσεων λογαριασμού, που παρουσιάστηκαν προς απόδειξη του υπό αμφισβήτηση χρέους. Οι εν λόγω καταστάσεις ήταν γενικής μορφής, δεν επεξηγήθηκαν με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα και σε αυτές παρέμειναν άγνωστα τα στοιχεία των όποιων συντελεστών ή χρεοπιστώσεων που έγιναν στο παρελθόν και τα οποία απέληγαν στο εμφανιζόμενο υπόλοιπο. Υπήρχε, επίσης, κενό στην κίνηση του λογαριασμού και απουσία ικανοποιητικής εξήγησης ως προς το πώς προέκυπτε το ποσό που φαινόταν ως μεταφερόμενο υπόλοιπο. Εν τέλει, δεν τέθηκε ενώπιον των πρωτόδικων Δικαστηρίων επαρκής μαρτυρία και αναλυτικές καταστάσεις που να δείχνουν τις χρεοπιστώσεις και την κίνηση των εν λόγω λογαριασμών.
Αντίθετα είναι τα γεγονότα στην ενώπιόν μας περίπτωση, όπου ο ΜΕ1 κρίθηκε ως πλήρως αξιόπιστος και κατατοπιστικός ως προς την πορεία του επίδικου λογαριασμού, τα δε τεκμήρια συνιστούσαν πλήρεις και λεπτομερέστατες καταστάσεις λογαριασμού για την επίδικη περίοδο μετά τον Αύγουστο του 1991 και έγιναν αποδεκτά, με τις νόμιμες συνέπειες του άρθρου 22 του Κεφ. 9.
Η επιτυχής κατάληξη επί των ουσιαστικών λόγων της έφεσης, επιδρά σε σημαντικό μέρος των ενώπιόν μας λόγων αντέφεσης, τους οποίους, στην έκταση που είναι πλέον επιβεβλημένο, θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Ο πρώτος λόγος αντέφεσης περιστρέφεται γύρω από την πρωτόδικη κρίση σύμφωνα με την οποία οι καταστάσεις λογαριασμού που είχαν κατατεθεί συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη στη βάση του άρθρου 22 του Κεφ. 9. Εχουμε ήδη καταλήξει στο υπό αναφορά ζήτημα. Η πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 είχαν ικανοποιηθεί και, συνεπώς, τα υπό αναφορά αντίγραφα των καταχωρήσεων συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιων καταχωρήσεων, θεμάτων και δοσοληψιών που είναι καταχωρισμένες σε αυτά (Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (ανωτέρω), Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 1491, ECLI:CY:AD:2014:A484).
Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προωθήσουν δικογραφημένους ισχυρισμούς τους αναφορικά με την συνδρομή ελεύθερης συναίνεσης σε σχέση με την υποθήκευση κτήματος και για τη σύσταση ομολόγων.
Εισηγούνται οι Εφεσίβλητοι ότι δεν χρειαζόταν η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας προς τεκμηρίωση των δικογραφημένων θέσεών τους, αφού η υποθήκευση και τα ομόλογα ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την επίδικη συμφωνία και, ως εκ τούτου, με την απόρριψη της απαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιλύσει «… πλήρως τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων και να αποδεσμεύσει την Εναγόμενη 2 από την ευθύνη που απορρέει από τις υποθήκες και τα ομόλογα.».
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Οι Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να αποδείξουν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους. Όπως παραμένει αδιαμφισβήτητο, παρέλειψαν να προωθήσουν τις θέσεις τους προσφέροντας επαρκή προς τούτο μαρτυρία. Εντέλει, η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την απόρριψη ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας των ΜΥ2 και 3, άφηνε μετέωρους τους υπό αναφορά ισχυρισμούς. Πέραν τούτων, η επιτυχία των λόγων έφεσης καθιστά ακαδημαϊκό πλέον το ζήτημα της αποδέσμευσης των Εφεσιβλήτων (Εναγόμενης 2) από όποιες ευθύνες και υποχρεώσεις τους απέρρεαν από τις επίδικες συμφωνίες.
Σ΄ ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο αντέφεσης, η, κατ΄ ισχυρισμό, παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιληφθεί επίδικου ζητήματος σχετικού με κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης άλλης αγωγής με ταυτόσημα θέματα, είναι, με όλο το σεβασμό, αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν επελήφθη του εν λόγω ζητήματος, δεδομένου ότι δεν προωθήθηκε σε κανένα στάδιο της δικαστικής διαδικασίας από τους Εφεσίβλητους.
Πρωτοδίκως, η ανταπαίτηση απερρίφθη, με έξοδα εναντίον των Εναγομένων – Εφεσιβλήτων και προς όφελος των Εναγόντων – Εφεσειόντων. Προσβάλλεται η κατάληξη ως προς την επιδίκαση εξόδων ως εσφαλμένη. Προβάλλεται η εισήγηση ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την επιδίκαση εξόδων, αφού η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκε με την απαίτηση.
Το ζήτημα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, ασκήθηκε ορθά, αφού ακολουθήθηκε ο γενικός κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Σημειώνουμε ότι η ανταπαίτηση κάλυπτε διάφορα ζητήματα/υπερασπίσεις και αφορούσε ισχυρισμούς πέραν των όσων διαλάμβανε η ΄Εκθεση Απαίτησης, ισχυρισμοί και υπερασπίσεις που απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι αντέφεσης 5, 6 και 7 προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, την αποδοχή μαρτυρίας των Εναγόντων η οποία δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα καθώς επίσης και την αποδοχή ως τεκμηρίων διαφόρων εγγράφων κατά το στάδιο της αντεξέτασης και επανεξέτασης του Εναγόμενου 3, ΜΥ3.
Ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης, δεν έχουμε πεισθεί ότι παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, υπό το φως της πάγιας επί του θέματος νομολογίας. Περαιτέρω, η θέση περί αποδοχής μαρτυρίας εκτός δικογράφων, καθώς επίσης και αποδοχής ως τεκμηρίων διαφόρων εγγράφων κατά το στάδιο της αντεξέτασης και επανεξέτασης του ΜΥ3, είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας για σκοπούς κατάληξης, αφού η υπό αναφορά μαρτυρία και τα υπό αναφορά τεκμήρια δεν επέδρασαν, ούτε λήφθηκαν υπόψη στην πρωτόδικη κρίση.
Ο λόγος αντέφεσης 8 αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο η αποστολή επιστολών από τους Εφεσείοντες στη διεύθυνση των Εφεσιβλήτων δεν αμφισβητήθηκε. Προβάλλεται η θέση ότι οι Εφεσίβλητοι τόσο στην υπεράσπισή τους όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία έθεσαν υπό αμφισβήτηση το εν λόγω ζήτημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε άψογα το υπό εξέταση θέμα της αποστολής των επιδίκων εγγράφων, παραπέμποντας στα γεγονότα και σημειώνοντας ότι οι εν λόγω επιστολές είχαν σταλεί στην διεύθυνση αλληλογραφίας, όπως αυτή δηλώθηκε από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι δεν ισχυρίστηκαν σε καμία περίπτωση ότι ειδοποίησαν περί νέας ή άλλης διεύθυνσης (Barlays Bank Plc v. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1726).
Με τον τελευταίο λόγο αντέφεσης τίθεται υπό αμφισβήτηση το πρωτόδικο εύρημα σύμφωνα με το οποίο οι ΜΕ1 και 2 δεν αντεξετάσθηκαν «κατά τρόπο συγκεκριμένο» σε αναφορά με τα όσα καλύπτουν οι καταστάσεις λογαριασμού και την ορθότητα των καταγραφέντων στοιχείων και πράξεων που περιλαμβάνουν. Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσιβλήτων ότι υπήρξε εκτενής αντεξέταση και συγκεκριμένες υποβολές σε σχέση με τα πιο πάνω.
Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα. Ο,τι είναι σημαντικό αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο δεν είχαν αμφισβητηθεί οι πράξεις που καταγράφονται στα υπό αναφορά τεκμήρια, αλλά επίσης δεν είχε προσκομισθεί καμία μαρτυρία που να θέτει υπό αμφισβήτηση τις χρεώσεις των Εφεσειόντων. Αντιθέτως και παρά τη μηνιαία αποστολή λογαριασμών για σειρά ετών, καμία ένσταση δεν υπήρξε. Επιπρόσθετα, η ΜΥ1 επιβεβαίωσε την άριστη συνεργασία που υπήρχε μεταξύ των δύο πλευρών, τη μηνιαία παραλαβή λογαριασμών και τον τακτικό έλεγχο των πράξεων που περιλάμβαναν, όπως και τη συνεχή παρακολούθηση των μεταξύ τους δοσοληψιών εκ μέρους του λογιστηρίου των Εφεσιβλήτων.
Το αποτέλεσμα της ενώπιόν μας διαδικασίας έχει κριθεί. Όμως, προτού καταλήξουμε, χρήσιμη είναι η αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα της πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φρουταρία το Πανέρι Λτδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Co Ltd, Πολ. Εφ. 426/11, ημερ. 29.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A432, απόλυτα σχετικό με τα ενώπιόν μας δεδομένα:
«Γενικά να λεχθεί ότι σε αυτού του είδους τις υποθέσεις ο ρόλος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πόσον μάλλον του Εφετείου, δεν είναι να προβεί σε λογιστικό ή άλλο αναλογιστικό έλεγχο των κατατεθειμένων λογαριασμών (η εφεσίβλητη τράπεζα κατέθεσε όλους τους λογαριασμούς που υπερβαίνουν τις 500 σελίδες), αλλά να αποφασίσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων κατά πόσο η τράπεζα που διεκδικεί το οφειλόμενο ποσό έχει καταφέρει να αποδείξει την υπόθεση της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη τράπεζα παρουσίασε όλο το ιστορικό της διαφοράς, τους αρχικούς και τους αναδομημένους λογαριασμούς και εξήγησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τις χρεώσεις που έγιναν αφαιρώντας ό,τι θεωρήθηκε ως μη συμβατό με την τραπεζική πρακτική και τη νομολογία. Από την άλλη, οι οφειλέτες, δηλαδή οι εφεσείοντες, δεν ήσαν επιτυχείς στο να δείξουν ότι οι λογαριασμοί αυτοί ήσαν λανθασμένοι και αναμφίβολα η εισήγηση τους ότι ήταν η τράπεζα που τους χρωστούσε χρήματα ήταν εντελώς εξωπραγματική και δεν υποστηρίχθηκε από σαφή μαρτυρία.».
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων, κατ΄ ακολουθίαν της ανακατασκευασμένης κατάστασης του επίδικου λογαριασμού, τεκμήριο 12, για το ποσό των €708.916,95 (αντίστοιχο, υπό την αίρεση της ορθότητας του μαθηματικού μας υπολογισμού, με το ποσό των τότε ΛΚ414.916,66) πλέον τόκο 11% επί του ποσού των €690.148,75 (αντίστοιχο, υπό την αίρεση της ορθότητας του μαθηματικού μας υπολογισμού, με το ποσό των τότε ΛΚ403.926,12) από 30.3.2005 μέχρις εξοφλήσεως, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων δύο φορές τον χρόνο, ήτοι στις 30.6. και 31.12. εκάστου έτους, αφαιρουμένου από το πιο πάνω ποσό της απόφασης του ποσού των €42.918,49 (αντίστοιχο, υπό την αίρεση της ορθότητας του μαθηματικού μας υπολογισμού, με το ποσό των τότε ΛΚ25.119,10), πλέον του σχετικού τόκου επί του ποσού αυτού, υπολογιζομένου στο εκάστοτε χρεωνόμενο ποσό. Εκδίδεται επίσης διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου κτήματος ως η παράγραφος 11(β) της ΄Εκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων/ Εφεσειόντων. Οι Εφεσίβλητοι καταδικάζονται επίσης στην καταβολή συνολικού ποσού €6.000 ως έξοδα της πρωτόδικης και κατ΄ έφεση διαδικασίας, πλέον ΦΠΑ. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς ξεχωριστή διαταγή σε ό,τι αφορά τα έξοδα. Νοείται ότι η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα σε σχέση με την ανταπαίτηση παραμένει σε ισχύ.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο