ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 19/2020, 20/2/2020

ECLI:CY:AD:2020:D68

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 19/2020)

 

20 Φεβρουαρίου, 2020

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΑ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/01/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡ. 9563/2014

_ _ _ _ _ _

 

Π. Πολυβίου με Π. Μακρίδη, για τον Αιτητή.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές είναι το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα της Κύπρου, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και είναι κατηγορούμενοι στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 9563/14 που εγέρθηκε από τον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας. Οι αιτητές κατηγορούνται, υπό την ιδιότητα τους ως εργοδότες, για διάφορες παραβάσεις των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμων του 1996 μέχρι 2011 (N.89(I)/1996, όπως τροποποιήθηκε) και συναφών Κανονισμών που σχετίζονται με την ασφάλεια και υγεία στην εργασία.

 

Μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας που αναγράφονται στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται και η xxx Λοΐζου, η οποία καταχώρησε εναντίον των αιτητών την αγωγή υπ΄ αρ. 344/11 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη αμέλεια και/ή παράβαση των θέσμιων και/ή συμβατικών υποχρεώσεων που είχαν οι αιτητές ως εργοδότες της να της διασφαλίσουν ασφαλές σύστημα και περιβάλλον εργασίας απαλλαγμένο από κινδύνους που θα μπορούσαν να της προκαλέσουν και/ή της προκάλεσαν, σοβαρή ασθένεια. Η ακρόαση της αγωγής έχει ξεκινήσει και είναι προγραμματισμένη για συνέχιση στις 24.2.2020, ημερομηνία που είναι ορισμένη για πρώτη εμφάνιση αίτηση που καταχώρησαν οι αιτητές για παραμερισμό και/ή διαγραφή της αγωγής λόγω απεμπόλισης των δικαιωμάτων της ενάγουσας ενόψει καταχώρησης μεταγενέστερης αγωγής υπ΄ αρ. 2257/19 από την ενάγουσα εναντίον της Δημοκρατίας.

 

Κατά την εκδίκαση της αγωγής 344/11 οι δικηγόροι της ενάγουσας δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι προτίθενται να καλέσουν ως μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσης της, αρμόδιους λειτουργούς του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας.

 

Στις 21.1.2020, όταν η ποινική υπόθεση εναντίον των αιτητών ήταν προγραμματισμένη για ακρόαση, εγέρθηκε από πλευράς τους προδικαστική ένσταση για κατάχρηση διαδικασίας, λόγω της παράλληλης εκκρεμοδικίας της αγωγής 344/11 και της ποινικής υπόθεσης. Η προδικαστική αυτή ένσταση των αιτητών απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση στις 28.1.2020 και η ποινική υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 25.2.2020.

 

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari με σκοπό την ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην ποινική υπόθεση 9563/14, μέχρι εκδίκασης της παρούσας και άλλης αίτησης που ήθελε καταχωρηθεί με άδεια του Δικαστηρίου και οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα certiorari θεραπεία.

 

Οι αιτητές επικαλούνται έκδηλη νομική πλάνη του Δικαστηρίου ως εξειδικεύεται στις παραγράφους 12 – 16 της Έκθεσης τις οποίες παραθέτω αυτούσιες:

 

«12. Στην Ενδιάμεση Απόφαση ο Επαρχιακός Δικαστής λανθασμένα και/ή τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη θεώρησε και κατέληξε ότι «το κρίσιμο στοιχείο (σε θέματα κατάχρησης διαδικασίας) είναι η επιδίωξη της ίδιας θεραπείας με διαφορετικό ένδικο μέσο» κατάληξη και/ή προσέγγιση η οποία είναι έκδηλα αντίθετη με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία καθορίζει ότι το εύρος της συμφυούς εξουσίας κάθε Δικαστηρίου για καταστολή και/ή απόρριψη οποιασδήποτε μορφής καταχρηστικής διαδικασίας είναι πολύ μεγάλο και δεν μπορεί και/ή δεν πρέπει να περιορίζεται λόγω ακριβώς των τρόπων που μπορεί η δικαστική  διαδικασία να ασκηθεί και/ή προωθηθεί καταχρηστικά που δεν μπορούν με ασφάλεια να καθορισθούν εκ των προτέρων εξαντλητικά.

 

13.     Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα, αντινομικά και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη θεώρησε το γεγονός ότι λόγω του ότι στην αγωγή 344/11 αξιώνονται αποζημιώσεις υπέρ της xxx Λοϊζου ενώ στην Ποινική Υπόθεση επιδιώκεται η τιμωρία των Αιτητών για παραβιάσεις της σχετικής νομοθεσίας, δεν υπάρχει ταύτιση επίδικων ζητημάτων, παραβλέποντας πλήρως και/ή χωρίς να δώσει την πρέπουσα βαρύτητα και/ή να εξετάσει το κατά πόσον η ύπαρξη δύο παράλληλων δικαστικών διαδικασιών (στις οποίες κύριο και ουσιώδες επίδικο ζήτημα και ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν και να επιλύσουν τα εκδικάζοντα Δικαστήρια είναι το κατά πόσον οι Αιτητές παραβίασαν τις υποχρεώσεις τους ως εργοδότες όπως αυτές πηγάζουν από την σχετική Νομοθεσία) συνιστά καταπίεση για τους Αιτητές οι οποίες ουσιαστικά καλούνται να υπερασπιστούν τους εαυτό τους σε παράλληλες διαδικασίες, ανεξάρτητες δικονομικά μεν αλλά με τον πυρήνα των επίδικων ζητημάτων και γεγονότων τους να είναι παρόμοιος και/ή πανομοιότυπος.

 

14.     Ο Επαρχιακός Δικαστής, σε έκδηλη πλάνη περί το Νόμο δεν ασχολήθηκε με τα επιχειρήματα που έθεσαν ενώπιόν του οι Αιτητές, μέσω του δικηγόρου του, ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα και περιστάσεις των δύο υποθέσεων συνηγορούν υπέρ της ενεργοποίησης της αρχής της κατάχρησης της διαδικασίας, ιδιαίτερα λόγω της συνάφειας των θεμάτων που εγείρονται σε αυτές και λόγω του ότι είναι άδικο οι Αιτητές να αντιμετωπίζουν, ταυτόχρονα, δύο υποθέσεις (έστω και αν η μια είναι αστική και η άλλη ποινική) όταν τα εγειρόμενα θέματα είναι εάν όχι τα ίδια τουλάχιστον ουσιαστικά πανομοιότυπα και/ή συναφή.

 

15.     Περαιτέρω, ο Επαρχιακός Δικαστής λανθασμένα και/ή τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη θεώρησε ότι για να ενεργοποιηθεί η συμφυής εξουσία του για αναστολή καταχρηστικών διαδικασιών απαραίτητο στοιχείο είναι η «ταύτιση διαδίκων» κατάληξη και/ή προσέγγιση η οποία είναι έκδηλα αντίθετη με την ευρεία νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις όπου αποφασίσθηκε και/ή ενεργοποιήθηκε η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να διακόψει ή να αναστείλει ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που απαιτείται από την καταχώρηση και/ή εκκρεμότητα παρόμοιων και/ή παράλληλων και/ή συναφών δικαστικών διαδικασιών ανεξαρτήτως της «ταύτισης διαδίκων» ή της απουσίας αυτής, κάτι που συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

16.     Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα, παράνομα και ενεργώντας κατά έκδηλη νομική πλάνη θεώρησε το γεγονός ότι το ενδεχόμενο κάποιοι μάρτυρες να είναι κοινοί και στις 2 υποθέσεις δεν μεταβάλλει τα δεδομένα αλλά ούτε και μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί κατάχρησης της διαδικασίας αφού δεν υπάρχει «ταύτιση διαδίκων» παραβλέποντας παντελώς το γεγονός ότι ουσιαστικά τα συμφέροντα της xxx Λοϊζου ταυτίζονται με την επιδίωξη της Κατηγορούσας Αρχής για καταδίκη των Αιτητών, αφού η καταδίκη των Αιτητών μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την xxx Λοϊζου προς απόδειξη και/ή υποβοήθηση της αγωγής 344/11.»

 

Αποτελεί θέση των αιτητών ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της παροχής της αιτούμενης άδειας, καθότι μόνο με αυτή τη διαδικασία μπορεί να παρασχεθεί πλήρης και αποτελεσματική θεραπεία. Συγκεκριμένα, οι αιτητές προβάλλουν τις ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις:

 

««(α)   Οι Αιτητές δεν έχουν δικαίωμα καταχώρησης έφεσης στο παρόν στάδιο εναντίον της Ενδιάμεσης Απόφασης και ως εκ τούτου εάν δεν δοθεί η αιτούμενη Άδεια για καταχώρηση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari οι Αιτητές θα υποχρεωθούν να υπερασπισθούν τον εαυτό τους σε παράλληλες διαδικασίες προβάλλοντας την Υπεράσπιση τους στην Ποινική Υπόθεση, με ορατό κίνδυνο και ενδεχόμενο το γεγονός αυτό να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους κατά την εκδίκαση της αγωγής 344/11 παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη και/ή στην μη-αυτοενοχοποίηση.

 

(β)     Το γεγονός (α) της πρόθεσης της xxx Λοϊζου να καλέσει ως μάρτυρες τους αρμόδιους λειτουργούς του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας για να αποδείξει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της περί παραβίασης των συμβατικών και θέσμιων υποχρεώσεων των Αιτητών ως εργοδοτών απέναντι της και (β) της λήψης κατάθεσης αλλά και του ενδεχομένου η xxx Λοΐζου να κληθεί να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας καταδεικνύει μία μορφή ταύτισης διαδίκων αλλά και συμφερόντων ούτως ώστε εάν δεν ανασταλεί η εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης και η ακρόαση αυτής ξεκινήσει, οι Αιτητές να υποχρεωθούν να υπερασπισθούν τον εαυτό τους αντικρούοντας την υπόθεση της xxx Λοϊζου στην αγωγή 344/11, στα πλαίσια όμως της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης.

 

(γ)     Η  θεραπεία της καταχώρησης έφεσης εναντίον της Ενδιάμεσης Απόφασης μετά την εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης και έκδοσης απόφασης σε αυτήν (εάν και εφόσον είναι καταδικαστική για τους Αιτητές) δεν αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία καθ΄ ότι μέχρι την εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης και της τυχόν Έφεσης που θα καταχωρηθεί, η εκδίκαση της αγωγής 344/11 θα έχει κατά πάσα πιθανότητα αποπερατωθεί ενώ οι Αιτητές θα έχουν ήδη υποχρεωθεί να παρουσιάσουν την μαρτυρία και υπόθεση τους και να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς της xxx Λοΐζου τόσο στην αγωγή 344/11 όσο και στην Ποινική Υπόθεση με την μαρτυρία τους κατά πάσα πιθανότητα να χρησιμοποιείται εναντίον τους στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής 344/11.»

 

Αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης, ο κ. Πολυβίου τόνισε ότι με τις δύο διαδικασίες εγείρονται ουσιαστικά τα ίδια επίδικα θέματα και πως η έναρξη της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης θα είναι καταπιεστική για τους αιτητές, κάτι που αποτελεί μορφή κατάχρησης της διαδικασίας, κατά τα αποφασισθέντα στην Διευθυντής των Φυλακών ν.  Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217. Παρέπεμψε, επίσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος στην υπόθεση Beogradska (1996) 1 AAΔ 911, στην οποία, κατά την εισήγησή του, υπάρχει διεύρυνση της δικαιοδοσίας για αναστολή λόγω κατάχρησης. Ειδικότερα, παρέπεμψε στην αγγλική υπόθεση Thames Launches v. Trinity House Corporation [1961] 1 WLR 26, η οποία αναφέρεται στην απόφαση Beogradska, πιο πάνω, στη βάση της οποίας δικαιολογείται η αναστολή της ποινικής υπόθεσης μέχρι συμπλήρωσης της εκδίκασης της αγωγής. Η αμφισβήτηση της νομιμότητας της πρωτόδικης απόφασης και η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, εισηγήθηκε ο συνήγορος, θα πρέπει να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην παραχώρηση της αιτούμενης άδειας, έτσι ώστε στην πορεία να προβάλουν οι αιτητές το σύνολο της επιχειρηματολογίας τους.  

 

Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965,  Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).

 

Με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής που ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442), ούτε αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 398), ή τέλος, αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του αναφέρεται σε νομολογία επί του εγειρόμενου θέματος ( Περρέλλα, πιο πάνω, Beogradska, πιο πάνω, Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348 και Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 CLR 248), στη βάση της οποίας έκρινε ότι υφίσταται κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας όταν, με τη χρήση διαφορετικών ένδικων μέσων, επιδιώκεται όμοιος σκοπός, με το κρίσιμο στοιχείο να είναι η επιδίωξη της ίδιας θεραπείας με διαφορετικά ένδικα μέσα. Κατέληξε δε ότι δεν υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας στην παρούσα περίπτωση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι κατά την κρίση μου προφανές ότι δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα γιατί ο σκοπός κάθε υπόθεσης στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Πολυβίου είναι διαφορετικός. Στην παρούσα ποινική υπόθεση θα διερευνηθεί η ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου Ιδρύματος και στην αγωγή 344/2011 η ύπαρξη ενδεχόμενης αστικής ευθύνης του. Με τις 2 διαδικασίες ως άνω δεν επιδιώκεται όμοιος σκοπός. Το ενδεχόμενο κάποιοι μάρτυρες να είναι κοινοί στις 2 εν λόγω διαδικασίες δεν μεταβάλλει τα δεδομένα ούτε μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί κατάχρησης της διαδικασίας αφού αυτή υφίσταται μόνο όταν επιδιώκεται η ίδια θεραπεία με διαφορετικά ένδικα μέσα.

 

Επιπλέον για να διαπιστωθεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είναι αναγκαία προϋπόθεση να υπάρχει και ταύτιση διαδίκων κάτι το οποίο είναι προφανές ότι δεν υφίσταται στις 2 υπό εξέταση διαδικασίες. Κατήγορος στην παρούσα υπόθεση είναι ένα κυβερνητικό τμήμα και στην ως άνω αγωγή ένα άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατά την άσκηση του δικαιώματός του να προσφύγει στη Δικαιοσύνη καταχώρησε την ως άνω αγωγή.»

 

Στην υπόθεση Τζεννάρο Περρέλλα, πιο πάνω, διατυπώνονται με σαφήνεια οι αρχές που διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας για την αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου ως ακολούθως:

 

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτώνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

 

Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο, όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου (βλ. Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.2), πιο πάνω).

 

Στην υπόθεση Thames Launches v. Trinity House Corporation (πιο πάνω), που παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, οι ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο και ζήτησαν την ερμηνεία των άρθρων 11 και 43 του Pilotage Act 1913, αναφορικά με το κατά πόσο τα επιβατικά τους σκάφη είχαν δικαίωμα να περνούν μέσω του λιμανιού του Λονδίνου, χωρίς να έχουν πάνω στο σκάφος αδειούχο πλοηγό. Μερικούς μήνες μετά, οι εναγόμενοι (Trinity House) καταχώρησαν δύο ποινικές υποθέσεις εναντίον υπαλλήλου των εναγόντων, ο οποίος ήταν καπετάνιος σκάφους τους για διάπραξη αδικημάτων, δυνάμει των πιο πάνω άρθρων, λόγω του ότι παρέλειψε να έχει προσοντούχο πλοηγό πάνω στο σκάφος. Οι ενάγοντες αιτήθηκαν απαγορευτικό διάταγμα που να εμποδίζει τους εναγόμενους να προχωρήσουν με τα δύο κατηγορητήρια ενώπιον ποινικού δικαστηρίου μέχρι τη διεκπεραίωση της αστικής διαδικασίας. Αποφασίστηκε ότι, όπου εγείρονται αρχικά σε πολιτική διαδικασία και αργότερα σε ποινική διαδικασία θέματα που συνεπάγονται ουσιαστικά τα ίδια επίδικα θέματα και μεταξύ ουσιαστικά των ίδιων μερών, το Δικαστήριο δύναται να εμποδίσει την προώθηση της ποινικής διαδικασίας μέχρι τη διεκπεραίωση της πολιτικής διαδικασίας. Συνεπώς, εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα εφόσον το ουσιαστικό νομικό ζήτημα που εγειρόταν στην ποινική διαδικασία ήταν το ίδιο με εκείνο που εγειρόταν στην πολιτική διαδικασία.

 

Ο κ. Πολυβίου εισηγήθηκε πως, στη βάση αυτής της απόφασης, προκύπτει δυνατότητα έκδοσης της αιτούμενης άδειας ακριβώς λόγω του ότι εγείρονται ουσιαστικά τα ίδια επίδικα θέματα στις δύο διαδικασίες, κάτι που καθιστά την ποινική διαδικασία η οποία καταχωρήθηκε μεταγενέστερα, καταπιεστική για τους αιτητές.

 

Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522, έχει αναλυθεί η έννοια της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Στην περίπτωση εκείνη επρόκειτο για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, για την οποία υπήρχε αγωγή και ιδιωτική ποινική υπόθεση μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ποινική υπόθεση λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, την οποία εξέτασε αυτεπάγγελτα. Η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας αποφάσισε ότι δεν πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης επειδή λήφθηκε προηγουμένως απόφαση εναντίον του για το οφειλόμενο ποσό. Στην μεταγενέστερη υπόθεση Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646 έγινε αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση και αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, έχει αναλυθεί η έννοια της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Είχε εκεί αποφασιστεί, κατά πλειοψηφία, από την Πλήρη Ολομέλεια, ότι δεν πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να μένει ατιμώρητος ο παραβάτης, επειδή έχει ληφθεί απόφαση υπέρ του παραπονουμένου για το οφειλόμενο από τον παραβάτη ποσό. Στην υπόθεση εκείνη καταγράφηκε ρητά με αναφορά και στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, ότι το ελατήριο του παθόντος να καταγγείλει ή μη μια υπόθεση δεν σχετίζεται με το ταυτόχρονο δικαίωμα του να προβεί σε δίωξη. Και περαιτέρω, ότι η τυχόν επιδιωκόμενη τιμωρία και ο φόβος που ενυπάρχει στο ενδεχόμενο της, συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου, δεν συνιστά κατάχρηση όταν υπάρχει ή προωθείται παράλληλα και  αστική διαδικασία είσπραξης του ποσού.

 

Να σημειωθεί ότι ο λόγος της Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), ως προς το στίγμα του τι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δόθηκε σε υπόθεση που αφορούσε ιδιωτική ποινική δίωξη, όπου ενδεχομένως το κίνητρο του ιδιώτη κατήγορου είναι πλέον δυσδιάκριτο από την ταυτόχρονη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν του. Σε υποθέσεις όμως όπου η ποινική δίωξη άρχεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως νομική υπηρεσία, είτε μέσω της αστυνομίας, ο σκοπός είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτος, στοχεύοντας στην τιμωρία του δράστη, άσχετα από την οποιαδήποτε παράλληλη προσπάθεια εξώδικης αποπληρωμής του ποσού, όπως στην παρούσα υπόθεση.»

 

Με βάση το λόγο των πιο πάνω αυθεντιών δεν μπορεί να λεχθεί πως έκδηλα και άνευ ετέρου στοιχειοθετείται  κατάχρηση όταν ασκείται ποινική δίωξη, με στόχο την τιμωρία του αδικοπραγούντα, όταν προωθείται παράλληλα και αστική διαδικασία του ατόμου που, κατ΄ ισχυρισμόν, έχει υποστεί τις συνέπειες της παρανομίας, για αποζημιώσεις. Αυτή είναι η συνήθης διαδικασία σε τέτοιου είδους υποθέσεις και δεν θα μπορούσε η σωφρονιστική υφή του ποινικού δικαίου να εξαρτάται από το κατά πόσο έχει καταχωρηθεί αστική αγωγή για αποζημιώσεις που προκλήθηκαν από τις παράνομες ενέργειες του αδικοπραγήσαντα.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε διακριτική ευχέρεια, εξηγώντας τους λόγους που κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος και δε διαπιστώνεται νομική πλάνη εμφανής στο πρακτικό. Ενδεχόμενα οι αιτητές να έχουν διαφορετική προσέγγιση στο όλο θέμα, όμως αυτό δεν δικαιολογεί την επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας, η οποία ασκείται με φειδώ. Η υπόθεση Thames Launches Ltd v. Trinity House Corporation, πιο πάνω, δεν θεωρώ ότι εφαρμόζεται άμεσα στα γεγονότα της παρούσας, έτσι ώστε να δικαιολογείται ύπαρξη εμφανούς νομικής πλάνης στο πρακτικό.

 

Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που σημειώνεται είναι η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος για αναστολή της ποινικής υπόθεσης, η οποία εκκρεμεί από το 2014, παράγοντας που θα μπορούσε να έχει τη δική του επίπτωση στην υπόθεση. Δεν θεωρώ, όμως, σκόπιμο να το εξετάσω περαιτέρω ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, δεν κρίνω ότι η αίτηση μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.

 

 

                                                              Κ. Σταματίου,

                                                                             Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο